«Μας προξενεί αμηχανία το γεγονός ότι η Βραζιλία υποδέχεται τον αρχηγό ενός δικτατορικού καθεστώτος που ασκεί άγρια καταστολή. Άλλο πράγμα είναι να διατηρείς διπλωματικές σχέσεις με δικτατορίες, κι άλλο να υποδέχεσαι τους ηγέτες τους στη χώρα σου». (1) Με αυτά τα λόγια σχολίασε την επίσκεψη στη Βραζιλία του ιρανού προέδρου Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, στις 23 του περασμένου Νοεμβρίου, ο Ζοζέ Σέρα, κυβερνήτης της ομόσπονδης πολιτείας του Σάο Πάολο και ένα από τα σημαντικότερα στελέχη της παράταξης που αντιπολιτεύεται τον πρόεδρο Λουίζ Ινιάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Αξίζει δε, να σημειωθεί, ότι σπάνια ο Ζοζέ Σέρα εξαπολύει τόσο σφοδρή κριτική εναντίον του προέδρου, ο οποίος απολαμβάνει εντυπωσιακή δημοτικότητα.
Ανάμεσα στις σημαντικότερες αλλαγές που δρομολόγησε ο ηγέτης του κυβερνητικού Κόμματος των Εργαζομένων (ΡΤ), συγκαταλέγονταν ο αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής και η εφαρμογή κοινωνικών προγραμμάτων. Αν και ο πρόεδρος έκανε υποχωρήσεις στο χρηματοοικονομικό κεφάλαιο και εγκατέλειψε μέρος από το οικονομικό του πρόγραμμα -βέβαια, άρχισε να υλοποιεί κάποια τμήματά του κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του- προχώρησε σε ρήξη με τις ελίτ της χώρας, οι οποίες στο παρελθόν ευθυγραμμίζονταν με τις προσταγές της αυτοκρατορικής Αγγλίας του 19ου αιώνα, για να ριχθούν στη συνέχεια -υπό την κηδεμονία των Αμερικανών- στη μάχη για τη νίκη του «ελεύθερου κόσμου».
Σε αυτή την αλλαγή πορείας δεν μπορεί να δει κανείς μία ξεκάθαρη ιδεολογική στάση του Λούλα, όσο κι αν οι δύο κυριότεροι συνεργάτες του -ο υπουργός Εξωτερικών, Τσέλσο Αμορίμ, και ο ειδικός σύμβουλός του για τα διεθνή ζητήματα, Μάρκο Ορέλιο Γκαρσία- δηλώνουν ξεκάθαρα ότι είναι «αριστεροί». Το μόνο που μπορεί να διακρίνει κανείς είναι έναν έντονο οικονομικό πραγματισμό, μια προτίμηση για τις λαϊκές κυβερνήσεις, την πεποίθηση ότι η χώρα έχει ιστορικό χρέος απέναντι στην Αφρική εξαιτίας του δουλοκτητικού παρελθόντος της, καθώς και τη βεβαιότητα ότι η Βραζιλία οφείλει να απαλλαγεί από το «σύνδρομο του δαρμένου σκυλιού», τη χαρακτηριστική στάση όσων πιστεύουν πως δεν μετράει ο λόγος τους στις διεθνείς υποθέσεις.
Την 1η Ιανουαρίου του 2003, κατά την τελετή για την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Λούλα ντα Σίλβα επεφύλαξε στον κουβανό πρόεδρο, Φιντέλ Κάστρο, την πλέον θερμή υποδοχή. Τους επόμενους μήνες, απέδειξε ότι μπορούσε να συνεννοείται ωραιότατα και με τον αμερικανό ομόλογό του Τζορτζ Μπους, δυσαρεστώντας, όμως, ιδιαίτερα τα μέλη του Κόμματος των Εργαζομένων.
Καλός συνδικαλιστής
Ο πρόεδρος είναι πάνω απ’ όλα ένας συνδικαλιστής, πεπεισμένος ότι πρέπει κανείς να συνομιλεί με τους πάντες και ότι μια καλή συμφωνία προϋποθέτει να μείνουν ικανοποιημένες και οι δύο πλευρές, ακόμα και στην περίπτωση που έχει προηγηθεί μπρα ντε φερ. Μάλιστα, όπως τον παλιό καλό καιρό των απεργιακών κινημάτων της δεκαετίας του 1970, τίποτα δεν εμποδίζει -ανάμεσα σε δύο συγκρούσεις- να τσουγκρίσεις με τα αφεντικά ένα ποτήρι καλό ουίσκι.
Η διεθνής κοινότητα συνειδητοποίησε την αλλαγή τον Σεπτέμβριο του 2003, όταν η Βραζιλία προκάλεσε μια απρόσμενη ανατροπή στη διάσκεψη κορυφής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου: πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις, επικεφαλής ομάδας είκοσι δύο αναδυόμενων χωρών, της G22. Πρώτη φορά, αυτές οι χώρες ζήτησαν από τα πλούσια κράτη της G8 ανταλλάγματα για το άνοιγμα των αγορών τους. Ο δε Λούλα προβάλλει διαρκώς το εξής σύνθημα: «Οπουδήποτε κάποιος θέλει να αγοράσει κάτι, η Βραζιλία πρέπει να είναι παρούσα για να του το πουλήσει».
Από την αρχή της θητείας του, έχει περάσει 399 ημέρες στο εξωτερικό, (2) συνοδευόμενος, τις περισσότερες φορές, από ολόκληρη κουστωδία επιχειρηματιών. Στον κατάλογο των επισκέψεών του περιλαμβάνονται τα κράτη της Λατινικής Αμερικής -αποτελούν την υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητά του-, οι μεγάλες αναδυόμενες χώρες (Νότια Αφρική, Ινδία, Κίνα, Ρωσία... ), αλλά και ζώνες τις οποίες παραδοσιακά περιφρονούσαν οι ελίτ της χώρας (Κεντρική Αμερική, Αφρική, Μέση Ανατολή).
Τον Μάιο του 2005, η Μπραζίλια φιλοξένησε πρώτη φορά τη συνάντηση κορυφής Λατινικής Αμερικής - αραβικών χωρών, αποκλείοντας από την εκδήλωση τις Ηνωμένες Πολιτείες που ζητούσαν να παραστούν ως παρατηρητής, ενώ την επόμενη χρονιά συμμετείχε στη συνάντηση με τις χώρες της Αφρικής στην Αμπούτζα (Νιγηρία).
Αρχικά, το μέγαρο Ιταμαράτι, όπου στεγάζεται το υπουργείο Εξωτερικών της Βραζιλίας, δυσκολεύτηκε να ακολουθήσει αυτήν την πορεία. Οι βραζιλιάνοι διπλωμάτες, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι συντηρητικοί και προέρχονται από την ελίτ της χώρας, είχαν φανερή προτίμηση γι’ αυτό που στη Βραζιλία αποκαλείται «κύκλωμα Elizabeth Arden» (3) και περιλαμβάνει τις «glamorous» πρωτεύουσες: Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο και Ουάσιγκτον. Όμως, τα μεγάλα αφεντικά επικροτούν αυτήν την πολιτική στροφή η οποία διευκολύνει την επέκταση των βραζιλιάνικων πολυεθνικών εταιρειών.
Για παράδειγμα, της εταιρείας ορυκτών καυσίμων Petrobras, της μεταλλευτικής Vale, των κατασκευαστικών Odebrecht και Camargo Correa, των γιγάντων στον τομέα του κρέατος JBS Friboi και του κοτόπουλου Brasil Foods (BRF), της αεροναυπηγικής βιομηχανίας Embraer, της τράπεζας Itά, αλλά και των εκατοντάδων παραγωγών αιθανόλης ή σόγιας, των οποίων οι εξαγωγές και οι επενδύσεις στο εξωτερικό γνωρίζουν εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Όμως, η περιοχή στην οποία συνδυάζονται με τον καλύτερο τρόπο η πολιτική και οι επιχειρήσεις είναι η Λατινική Αμερική. Όταν στη Βενεζουέλα τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού ανακάλυψαν την κατανάλωση (κρέας, γάλα, μικρές ηλεκτρικές οικιακές συσκευές κ.λπ.), και δεδομένου ότι η χώρα δεν διαθέτει πραγματικά ανεπτυγμένο γεωργικό και βιομηχανικό τομέα, αναγκαστικά έγιναν εισαγωγές από την Κολομβία.
Οι γείτονες
Όταν οι σχέσεις με την Μπογκοτά επιδεινώθηκαν, η Βενεζουέλα στράφηκε προς τη Βραζιλία. Στην Αργεντινή, η βραζιλιάνικη AmBev κάνει τα πάντα για να συνεχίσει να αγνοεί ο τοπικός πληθυσμός την εξαγορά της μυθικής ντόπιας μπίρας Quilmes. Οι κυριότερες ντόπιες επιχειρήσεις παραγωγής κρέατος έχουν περάσει σε βραζιλιάνικα χέρια. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ουρουγουάη, όπου οι Βραζιλιάνοι ελέγχουν επίσης και τον μεγαλύτερο μέρος της ρυζοκαλλιέργειας.
Στη Βολιβία, οι βραζιλιάνικες εταιρείες ελέγχουν περισσότερο από το ένα πέμπτο της οικονομίας, κυρίως τον κλάδο της σόγιας και του φυσικού αερίου. Στην Παραγουάη, στην εύφορη γη των νομών Αλτο Παρανά, Σαν Πέντρο, Κονσεψιόν, Αμαμπάι και Κανιντεγιού, καλλιεργείται βραζιλιάνικη σόγια. Παντού, οι βραζιλιάνικες εταιρείες αναπτύσσονται με τη χρηματοδότηση της Εθνικής Τράπεζας Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης (BNDES). (4)
Για τον Ματίας Σπέκτορ, καθηγητή διεθνών σχέσεων στο Fondation Gentalio Vargas στο Ρίο ντε Τζανέιρο, «η εμπορική πολιτική της Βραζιλίας δεν έχει αποκλειστικό στόχο τον προσπορισμό πλούτου στη χώρα, αλλά και τη μετατροπή της σε ισχυρό έθνος». Η συγκεκριμένη κατάσταση προκαλεί, πάντως, εντάσεις. Η Βραζιλία, που συνήθιζε να παρουσιάζεται ως ο «καλόκαρδος, ευγενικός γίγαντας», κατηγορείται για ιμπεριαλιστικές τάσεις: Από την Αργεντινή, η οποία παραπονιέται για την πλημμυρίδα των βραζιλιάνικων βιομηχανικών προϊόντων. Από τον Ισημερινό, όπου η Odebrecht κατηγορείται για κακοτεχνίες. Και από τη Βολιβία, όπου οι βραζιλιάνοι μεγαλογαιοκτήμονες που έχουν εγκατασταθεί στις ανατολικές περιοχές της χώρας, συμμάχησαν ανοιχτά με την αντιπολίτευση εναντίον του προέδρου της χώρας Εβο Μοράλες.
Καθώς ο Λούλα επιθυμεί να συνδυάσει την επιχειρηματική δράση με τις σχέσεις καλής γειτονίας, αναγκάστηκε, σε αρκετές περιπτώσεις, να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Στο όνομα της περιφερειακής ολοκλήρωσης απαγόρευσε στην κυβέρνησή του να προβεί σε αντίποινα εναντίον των γειτόνων του, παρ’ ότι το απαιτούσε ο βραζιλιάνικος τύπος.
Από τη στιγμή που ενταφιάστηκε το σχέδιο που προωθούσε με ενθουσιασμό η Ουάσιγκτον για τη δημιουργία μιας Ζώνης Ελεύθερων Ανταλλαγών της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής (ALCA), η λατινοαμερικάνικη οικονομική ολοκλήρωση έχει μετατραπεί σε έναν από τους άξονες της πολιτικής της Βραζιλίας. Κι όπως επαναλαμβάνει ο Λούλα, «η Βραζιλία έχει κάθε συμφέρον να περιστοιχίζεται από εύρωστους γείτονες και όχι από έθνη τα οποία οι οικονομικές και οι πολιτικές κρίσεις καθιστούν φτωχότερα και ευάλωτα».
Η πρώτη έμπρακτη απόδειξη αυτών των αντιλήψεων ήρθε τον Μάιο του 2006, όταν ο ίδιος χαρακτήρισε την απόφαση του Μοράλες να εθνικοποιήσει τα κοιτάσματα φυσικού αερίου που εκμεταλλευόταν η Petrobras, ως «πράξη άσκησης εθνικής κυριαρχίας», τη στιγμή που ορισμένοι είχαν φτάσει στο σημείο να ζητούν την αποστολή βραζιλιάνικων στρατευμάτων, τα οποία θα έδιναν την απάντηση στις «βλακείες της κυβέρνησης της Βολιβίας». (5)
Ευαίσθητος κρίκος
Επιπλέον, η Βραζιλία έδωσε τέλος στην αιώνια διένεξη με την Παραγουάη, τον δεύτερο ευάλωτο γείτονά της, αποδεχόμενη, τον περασμένο Ιούλιο, να επανεξετάσει τους -εξαιρετικά δυσμενείς για τη γείτονα χώρα- όρους εκμετάλλευσης του Ιταϊπού, του γιγάντιου υδροηλεκτρικού φράγματος που έχει κατασκευαστεί στα σύνορα των δύο χωρών. Επρόκειτο για μια χειρονομία ζωτικής σημασίας για την κυβέρνηση του Φερνάντο Λούγκο, ο οποίος πλέον υπερηφανεύεται για νίκη απέναντι στον πανίσχυρο γείτονά του.
Όσο κι αν ο Λούγκο και ο Μοράλες εκνεύριζαν τη βραζιλιάνικη ελίτ και την Ουάσιγκτον, δεν μπορούν να συγκριθούν με τον πρόεδρο της Βενεζουέλας Ούγο Τσάβες, με τον οποίο ο πρόεδρος της Βραζιλίας έχει συνάψει μια στέρεα συμμαχία. Και οι δύο αρνήθηκαν να παγιδευτούν στη ρητορική περί «δύο αριστερών»: Από τη μια πλευρά, η σύγχρονη και υπεύθυνη αριστερά που φροντίζει για την εξασφάλιση των δημοσιονομικών ισορροπιών (δηλαδή η ομάδα της οποίας ηγείται η Βραζιλία και η οποία περιλαμβάνει επίσης τη Χιλή και την Παραγουάη). Από την άλλη, η λαϊκίστικη, ριζοσπαστική και αντιαμερικανική αριστερά (δηλαδή η ομάδα της οποίας ηγούνται η Βενεζουέλα και η Κούβα και η οποία περιλαμβάνει τη Βολιβία, τον Ισημερινό και τη Νικαράγουα). Όταν ο τύπος εκμεταλλεύεται τις αντιφάσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, ο Λούλα και ο Τσάβες σπεύδουν να οργανώσουν συνάντηση κορυφής για να εγκαινιάσουν μια γέφυρα ή να θέσουν τον θεμέλιο λίθο ενός εργοστασίου, γεγονότα που αποτελούν το πρόσχημα για εναγκαλισμούς οι οποίοι προβάλλονται από τις τηλεοράσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Κι όταν ο Τσάβες κατηγορείται για αυταρχισμό, η Μπραζίλια ανταπαντά υποστηρίζοντας την ένταξη της Βενεζουέλας στην Κοινή Αγορά του Νότου (Mercosur).
Η συμμαχία ανάμεσα στις δύο χώρες αποτελεί το θεμέλιο των περισσότερων θεσμών που δημιουργήθηκαν στη Λατινική Αμερική κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Ο σημαντικότερος από αυτούς είναι η Ένωση των Νοτιοαμερικανικών Εθνών (Unasur), η οποία συστάθηκε τον Μάιο του 2008 στην Μπραζίλια και περιλαμβάνει δώδεκα χώρες της περιοχής. Στόχος της είναι η υποκατάσταση του Οργανισμού των Αμερικανικών Κρατών, ο οποίος -δεδομένου ότι εδρεύει στην Ουάσιγκτον- θεωρείτο ανέκαθεν υποχείριο του Λευκού Οίκου.
Αν και η Unasur είναι ακόμα ένας εύθραυστος θεσμός, διαθέτει συμβούλιο άμυνας και έχει ήδη επιτύχει τον κατευνασμό της έντασης ανάμεσα στην Κολομβία και στον Ισημερινό, (6) καθώς και το να δοθεί τέλος στην προσπάθεια αποσταθεροποίησης του Μοράλες από την αντιπολίτευση της Βολιβίας, διακηρύσσοντας, τον Σεπτέμβριο του 2008, τη νομιμότητα της εξουσίας του βολιβιανού προέδρου. Και οι δύο πρωτοβουλίες της Ένωσης πραγματοποιήθηκαν δίχως παρέμβαση της Ουάσιγκτον.
Επίσης, μέσω του οργανισμού, η Βραζιλία αμφισβήτησε με σφοδρότητα την εγκατάσταση επτά αμερικανικών βάσεων στην Κολομβία. Για την Μπραζίλια, οι δυνητικές συγκρούσεις στην περιοχή οφείλουν να επιλύονται χωρίς εξωτερική παρέμβαση. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ο Λούλα καταγγέλλει την ανασύσταση του 4ου αμερικανικού στόλου, ο οποίος περιπολεί στα ύδατα της Νότιας Αμερικής και της Καραϊβικής.
Παράγων Ονδούρα
Το ζήτημα, όμως, που προκάλεσε την πλέον ξεκάθαρη διαφωνία ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βραζιλία, ήταν εκείνο της Ονδούρας. Ήδη από τις 28 Ιουνίου του 2009, την πρώτη ημέρα του πραξικοπήματος, η Unasur απαίτησε την επιστροφή του νόμιμου προέδρου στην εξουσία μέχρι το τέλος της θητείας του. Με την εγκατάσταση του ανατραπέντος προέδρου στην πρεσβεία της Βραζιλίας, στις 21 Σεπτεμβρίου του 2009, ο Λούλα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή.
Σύμφωνα με τον Ορέλιο Γκαρσία, ο οποίος δύσκολα κρύβει την οργή του, «η Βραζιλία εφάρμοσε όλες τις κυρώσεις και άσκησε όλες τις πιέσεις που μπορούσε. Ωστόσο, ήταν ελάχιστα σε σχέση με αυτό που θα μπορούσαν να είχαν κάνει οι ΗΠΑ. Εάν εμείς διαθέταμε τα μέσα πίεσης που έχουν οι Αμερικανοί στη διάθεσή τους, θα τα είχαμε χρησιμοποιήσει».
Η δυσαρέσκεια αυξήθηκε ακόμα περισσότερο στα τέλη Νοεμβρίου, όταν ο Μπαράκ Ομπάμα έστειλε στον βραζιλιάνο ομόλογό του επιστολή στην οποία δικαιολογούσε την απόφασή του να αναγνωρίσει τις εκλογές που οργάνωσε η κυβέρνηση των πραξικοπηματιών στις 29 Νοεμβρίου, αλλά και τις θέσεις του για τις διαπραγματεύσεις στον ΠΟΕ και τη διάσκεψη της Κοπεγχάγης, στις οποίες η Βραζιλία άσκησε ανοιχτή κριτική. Επιπλέον, η επιστολή που εστάλη την παραμονή της επίσκεψης του Αχμαντινετζάντ στη Βραζιλία, υπενθύμιζε στον βραζιλιάνο πρόεδρο τις παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων που πραγματοποιούνται στο Ιράν, καθώς και τους κινδύνους που εγκυμονεί το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Ο πρόεδρος Λούλα εκνευρίστηκε με την υποκρισία των χωρών που διαθέτουν πυρηνικό οπλοστάσιο. «Για να έχουν την ηθική νομιμοποίηση να απαιτούν παρόμοια πράγματα από τους άλλους (δηλαδή να μην αναπτύξουν πυρηνικό οπλοστάσιο), πρέπει πρώτα να εγκαταλείψουν το δικό τους», δήλωσε στις αρχές Δεκεμβρίου, υπενθυμίζοντας ότι το Σύνταγμα της Βραζιλίας απαγορεύει ρητά την κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Μάλιστα, κύκλοι προσκείμενοι στο προεδρικό μέγαρο εξομολογούνται ότι η Μπραζίλια θεωρεί ζήτημα εξαιρετικής σημασίας το να έχει τη δυνατότητα το Ιράν να αναπτύξει πυρηνική τεχνολογία για ειρηνική χρήση. Τυχόν απαγόρευση θα μπορούσε να αποτελέσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο για τη Βραζιλία.
Στον Λούλα έχει γίνει έμμονη ιδέα η απόκτηση, από τη χώρα του, μιας θέσης μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπως επίσης και η μεταρρύθμιση στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στο οποίο οι μεγάλες αναδυόμενες χώρες έχουν περιορισμένα δικαιώματα ψήφου σε σχέση με την οικονομική συνεισφορά τους στον οργανισμό. Αυτό ακριβώς ήταν που τον ώθησε, το 2004, να δεχθεί να αναλάβει τη διοίκηση του στρατιωτικού σκέλους της αποστολής των Ηνωμένων Εθνών για τη σταθεροποίηση της Αϊτής (Minustah), λίγο μετά την εκδίωξη του προέδρου Ζαν Μπερτράν Αριστίντ. Με αυτόν τον τρόπο, η Βραζιλία μπήκε στη «λέσχη των μεγάλων χωρών».
Η γοητεία του προέδρου
Ο ΟΗΕ πιέζει τη χώρα να διαθέσει περισσότερα στρατεύματα και για άλλες ειρηνευτικές αποστολές. Ωστόσο, χωρίς μεταρρύθμιση του θεσμού, η οποία θα επέτρεπε να ακούγεται πραγματικά η φωνή τους, οι βραζιλιάνοι στρατιωτικοί αρνούνται να εμπλακούν σε αποστολές όπως εκείνες του Νταρφούρ και του Κονγκό, που έχουν οδηγηθεί στην αποτελμάτωση, τη στιγμή που δεν θα έχουν την παραμικρή δυνατότητα ελέγχου της διεξαγωγής τους.
Το τελευταίο χαρτί του βραζιλιάνου προέδρου είναι η είσοδος της χώρας του στις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη της ειρήνης στη Μέση Ανατολή. Στα τέλη Νοεμβρίου, εκτός από τον Αχμαντινετζάντ, ο Λούλα υποδέχθηκε επίσης τον ισραηλινό πρόεδρο, Σιμόν Πέρες, και τον ηγέτη της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς. Σύμφωνα δε, με τις εκτιμήσεις του Τομά Τρεμπά, διευθυντή του Ινστιτούτου Λατινοαμερικανικών Σπουδών του πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης, «δεδομένου ότι η Βραζιλία έχει αποδείξει ότι δεν ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις ΗΠΑ, μπορεί να θεωρηθεί έντιμος συνομιλητής».
Ακόμα μία φορά, ο Λούλα ελπίζει ότι η γοητεία και το ταλέντο του ως διαπραγματευτή θα του ανοίξουν νέες πύλες, για να καταστήσει τη Βραζιλία μια ισχυρή χώρα, με όλη την έννοια του όρου.