el | fr | en | +
Accéder au menu

Αφρικανοί στα δίχτυα της μαφίας

Μία από τις κύριες δραστηριότητες της Ντράνγκετα στην Καλαβρία αφορά την καλλιέργεια, ιδιαίτερα ελιάς και εσπεριδοειδών. Καθορίζει τις τιμές χονδρικής και ελέγχει ολόκληρο τον τομέα της μεταποίησης, της μεταφοράς και της εμπορίας του προϊόντος. Και φροντίζει για την «εισαγωγή» μεταναστών που θα δουλέψουν τη γη. Επιστροφή στις αρχές του 2011 με φρέσκα ακόμα τα αιματηρά γεγονότα του Ιανουαρίου 2010. Από το Αρχείο μας, Νοέμβριος 2010, Αποστολή

Μπροστά στα κάγκελα της πρώην Opera Sila μπορεί κανείς να δει τα απομεινάρια ενός απανθρακωμένου αυτοκινήτου. Στην πύλη του εγκαταλειμμένου εργοστασίου μεταποίησης ελαιοκάρπου συναντάμε τα τελευταία ίχνη της «εξέγερσης του Ροζάρνο». Στις 7 Ιανουαρίου του 2010, η γεωργική αυτή πόλη της Καλαβρίας με τους 16.000 κατοίκους μεταμορφώθηκε σε πεδίο ταραχών μετά τον τραυματισμό από πυρά κυνηγετικού όπλου ενός νεαρού εποχικού εργάτη από το Τόγκο, του Αγίβα Σαΐμπου. Ο Σαΐμπου επέστρεφε από τους πορτοκαλεώνες όπου ζούσαν 900 εποχικοί εργάτες κάτω από επικίνδυνες συνθήκες υγιεινής.

Ένας από αυτούς θυμάται: «Αυτό παραπήγαινε. Ξεσηκωθήκαμε. Όμως, ένα τμήμα του πληθυσμού στράφηκε εναντίον μας και μας επιτέθηκε». Εξαιτίας της σφοδρότητας της μάχης, της οποίας οι πρωταγωνιστές συγκρούονταν με καδρόνια, σιδηρολοστούς και βόμβες μολότοφ, το ιταλικό κράτος κατέληξε, στις 10 Ιανουαρίου, να διατάξει την επείγουσα αναχώρηση -με λεωφορεία- περισσότερων από 700 μεταναστών στις πόλεις του Κρότωνα και του Μπάρι (1).

Γιατί, όμως, τα γεγονότα του Ροζάρνο ξέσπασαν το 2010, τη στιγμή που η οικονομική κατάσταση και οι συνθήκες ζωής των «εξωκοινοτικών υπηκόων» είναι προβληματικές από τα τέλη της δεκαετίας του 1990; Η μόνη εξήγηση που δόθηκε από τον ιταλικό και τον διεθνή τύπο γι’ αυτό το ξέσπασμα συλλογικής μανίας ήταν η ξενοφοβική αντίδραση: «Ρατσιστικές ταραχές», «Κυνήγι μεταναστών». Όσο για την «Guardian», έφθασε στο σημείο να γράψει ότι η Ιταλία, είναι μια χώρα «που το μόνο στοιχείο που την ενώνει είναι ο ρατσισμός» (10 Ιανουαρίου 2010). Είναι, όμως, αρκετή αυτή η εξήγηση για να περιγράψει τα αίτια ενός παρόμοιου ξεσπάσματος;

Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο το οποίο να διαφοροποιεί την κατάσταση που επικρατεί στο Ροζάρνο από εκείνη που παρατηρείται στις υπόλοιπες ζώνες όπου εφαρμόζεται το μοντέλο της εντατικής γεωργίας, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ανδαλουσία (2). Ο αγροτικός ιστός της πεδιάδας αποτελείται από 1.600 γεωργικές εκμεταλλεύσεις, των οποίων ο κλήρος ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 18 στρέμματα. Σε αυτό το μοντέλο εκμετάλλευσης, σύμφωνα με την Τζουλιάνα Πακιόλα του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικής Οικονομίας (ΙΝΕΑ), «η παρουσία των εποχικών εργαζόμενων αποτελεί έναν δομικό παράγοντα του συστήματος. Στην Καλαβρία, το 95% από αυτούς προσλαμβάνονται χωρίς να δηλώνονται στους φορείς της κοινωνικής ασφάλισης και στην επιθεώρηση εργασίας».

Το 2009, στην περιοχή εργάζονταν περισσότεροι από 10.500 εργάτες -με χαρτιά ή χωρίς- από την Γκάνα, τη Σενεγάλη, την Ακτή Ελεφαντοστού, τον Νίγηρα και το Μαλί, καθώς και εργάτες από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που εντάχθηκαν πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 1989, ο αριθμός τους ήταν μόλις 800. Μάλιστα, μονάχα κατά τη διάρκεια του 2009, ο αριθμός τους είχε αυξηθεί κατά 30%. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για μετανάστες χωρίς χαρτιά και χωρίς σύμβαση εργασίας, οι οποίοι εργάζονται από την αυγή ώς τη δύση του ήλιου και πληρώνονται 20-25 ευρώ τη μέρα (δηλαδή το ήμισυ της αμοιβής ενός νόμιμα απασχολούμενου ντόπιου εργαζόμενου) ή ένα ευρώ για κάθε καφάσι πορτοκάλια που μαζεύουν. Οι «κάπο» (αρχηγοί) (3) που τους προσλαμβάνουν, κάθε ημέρα παρακρατούν ένα μέρος από την αμοιβή τους. Πρόκειται για μεσολαβητές ανάμεσα στον αγρότη και στον εργάτη γης, οι οποίοι βρίσκονται στην καρδιά ενός συστήματος προσλήψεων που σχετίζεται με το οργανωμένο έγκλημα, κυρίως στις εκτεταμένες γεωργικές εκμεταλλεύσεις που απασχολούν μεγάλο μέρος των Αφρικανών «braccianti» (εποχικών εργατών).

Την περίοδο 2008-2009, ενώ στην κοιλάδα της Τζμόια Τάουρο συγκεντρωνόταν ένα ολοένα και πολυπληθέστερο εργατικό δυναμικό (το οποίο εκμεταλλευόταν κυρίως η Ντραγκέτα, η μαφία της Καλαβρίας), ο κλάδος των εσπεριδοειδών γνώρισε μια μεγάλης έκτασης κρίση. Όπως εξηγεί ο Αντονίνο Ινούζο, πρόεδρος της Ιταλικής Συνομοσπονδίας Αγροτών (ΙΣΑ) της επαρχίας του Ρέτζιο ντι Καλάμπρια, «παρατηρήθηκε συνεχής και κατακόρυφη πτώση της τιμής του πορτοκαλιού που προορίζεται για χυμοποίηση από τις βιομηχανίες, το οποίο και αποτελεί την κύρια παραγωγή της πεδιάδας: έφτασε ακόμα και στα 5 λεπτά το κιλό. Μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2009, το μέσο εισόδημα των αγροτών της πεδιάδας μειώθηκε κατά 25%».

Πτώση των τιμών παγκοσμίως, έντονος ανταγωνισμός των ξένων πορτοκαλιών (κυρίως των βραζιλιάνικων), τερματισμός του καθεστώτος εγγυημένων τιμών από την Κοινή Αγροτική Πολιτική: όλοι αυτοί οι λόγοι συνέβαλαν στη μείωση της οικονομικής αποδοτικότητας της καλλιέργειας των εσπεριδοειδών. Για τον Τζουζέπε Μανγκόνε, πρόεδρο της ΙΣΑ σε περιφερειακό επίπεδο, στην Καλαβρία απειλούνται 40.000 στρέμματα καλλιεργειών τέτοιου τύπου, σε σύνολο 320.000 στρεμμάτων καλλιεργειών. Και ο Ινούζο προσθέτει, ενοχλημένος: «Οι έντιμοι αγρότες της πεδιάδας δυσκολεύονται να πληρώσουν ακόμα και το μισθό των “braccianti».

Ευγενικός, ομιλητικότατος, ο Ντομένικο Μπανιάτο, «έκτακτος επίτροπος» του Ροζάρνο, μας υποδέχεται καθισμένος… στην καρέκλα του γραφείου του δημάρχου. Γιατί, από τις 10 Δεκεμβρίου του 2008, δεν υπάρχει πλέον δήμαρχος στην πόλη. Εκείνη την ημέρα, με βάση τη νομοθεσία για την καταπολέμηση της μαφίας, το δημοτικό συμβούλιο διαλύθηκε για μια περίοδο δεκαοκτώ μηνών. Μια δωδεκάδα δήμων είχε την ίδια τύχη (4). Ο Μπανιάτο εξηγεί το λόγο: «Διοριστήκαμε εδώ όταν αποδείχθηκε ότι οι διοικητικές δραστηριότητες του δήμου είχαν περάσει κάτω από τον έλεγχο εγκληματικών οργανώσεων».

Πράγματι, στις παραδοσιακές δραστηριότητες της Ντραγκέτα περιλαμβάνεται η εκλογή φίλα προσκείμενων ατόμων στο αξίωμα του δημάρχου ή του δημοτικού συμβούλου και ο έλεγχος της διοίκησης του δήμου, καθώς και των δημοτικών εταιρειών που παρέχουν διάφορες υπηρεσίες στους δημότες… Στον κλάδο της καλλιέργειας εσπεριδοειδών, η Ντραγκέτα επιβάλλει στους παραγωγούς την τιμή στην οποία θα πουλήσουν στους εμπόρους και ελέγχει ολόκληρο τον τομέα της μεταποίησης, της μεταφοράς και της εμπορίας του προϊόντος. Ολόκληρος ο κλάδος έχει διαβρωθεί από το μαφιόζικο μονοπώλιο. Όπως εξηγεί ο Μπανιάτο, «ένα κιλό επιτραπέζια πορτοκάλια πωλείται από τον αγρότη στον έμπορο προς 50 λεπτά. Η τιμή καθορίζεται από τη μαφία, η οποία ελέγχει το κύκλωμα διανομής και εμπορίας. Κανένας αγρότης δεν θα βρει αγοραστή εάν θελήσει να πουλήσει σε διαφορετική τιμή. Έτσι έχουν τα πράγματα. Από τα 50 λεπτά που θα λάβει, τα 8 αντιστοιχούν στο εργατικό κόστος (4 εάν γίνεται προσφυγή στη μαύρη εργασία). Στο άλλο άκρο του κυκλώματος, αυτά τα πορτοκάλια μπορεί να πουλιούνται από τα σουπερμάρκετ προς 2-2,5 ευρώ».

Και δεν είναι μόνο αυτό. Ο Τζουζέπε Κρεάτζο, εισαγγελέας Πλημμελειοδικών του Πάλμι (η δικαιοδοσία του περιλαμβάνει και την πεδιάδα της Τζόια Τάουρο) και βετεράνος του αγώνα ενάντια στη μαφία, απαριθμεί τις μεθόδους που επιτρέπουν στην Ντραγκέτα να καταχράται τα δημόσια κονδύλια (περιφερειακά, εθνικά και… κοινοτικά). Κι εξηγεί με τον χαρακτηριστικό ήρεμο τρόπο του: «Στον τομέα της γεωργίας, και κυρίως στις καλλιέργειες της ελιάς και των εσπεριδοειδών, η τάση για μονοπώληση της γης από τη μαφία αποτελεί έναν ασφαλή δείκτη για τη μέτρηση του δυναμισμού των οικογενειών της. Η απόκτηση γης από το οργανωμένο έγκλημα και η καλλιέργειά της, όχι μόνο επιτρέπει το “ξέπλυμα” των παράνομων κεφαλαίων του, αλλά του επιτρέπει επίσης να επωφεληθεί και από τα δημόσια κονδύλια, κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Πρόκειται για μια εξαιρετικά επικερδή δραστηριότητα. Το 2007, οι ιταλικές αρχές εντόπισαν στην Καλαβρία 451 περιπτώσεις απάτης (που αφορούσαν ευρωπαϊκά και κρατικά κονδύλια) συνολικής αξίας 125 εκατομμυρίων ευρώ (5).

Τους διώχνουν ακόμα και όταν έχουν άδεια παραμονής

Την 1η Ιανουαρίου του 2008, η Ευρωπαϊκή Ένωση άλλαξε τα κριτήρια των επιδοτήσεων για να ευνοήσει το εισόδημα των αγροτών παρά την απόδοση της γης. Η επιφάνεια και ο αριθμός των δέντρων μιας αγροτικής εκμετάλλευσης βρέθηκε έτσι ανώτερος από την ποιότητα των παραγόμενων πορτοκαλιών. «Το δεδομένο αυτό άλλαξε το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα του Ροζάρνο. Ένα καλλιεργημένο στρέμμα μπορεί να δώσει περίπου 2,5 τόνους εσπεριδοειδή. Πριν την 1η Ιανουαρίου 2008, οι ενισχύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχονταν στα 100 ευρώ ανά τόνο. Συνεπώς, κατά μέσο όρο, ο αγρότης λάμβανε για κάθε καλλιεργούμενο στρέμμα 250 ευρώ, και μάλιστα πολύ περισσότερα όταν εξαπατούσε τις αρμόδιες υπηρεσίες δηλώνοντας μεγαλύτερες ποσότητες… Στο εξής, κάθε αγροτική εκμετάλλευση λαμβάνει 800-1.200 ευρώ, και μάλιστα χωρίς την παραμικρή δυνατότητα κομπίνας!» Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσει να πλεονάζει ένα μέρος του εργατικού δυναμικού που είχε εγκατασταθεί πρόσφατα στην περιοχή.

Στην περιοχή, ένας εργάτης γης που έχει συγκεντρώσει πενήντα ένα ημερομίσθια κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου -ή μονάχα πέντε ημερομίσθια στην περίπτωση που η περιοχή επλήγη από φυσική καταστροφή- δικαιούται επίδομα ανεργίας τον υπόλοιπο χρόνο. Όμως, η μαφία και ένα μέρος των μικροϊδιοκτητών αγροτών χρησιμοποίησαν και αυτόν τον μηχανισμό για να κάνουν κομπίνες: δήλωναν ως εποχικό εργάτη γης κάποιον ο οποίος στην πραγματικότητα δεν είχε εργαστεί ποτέ («falsi braccianti») ή δήλωναν κάποιον άλλο αντί για εκείνον που πραγματικά είχε εργαστεί.

Από τους 135.000 εργάτες γης που είναι εγγεγραμμένοι στο Istituto Nazionale della Previdenza Sociale (INPS – οργανισμός ο οποίος είναι αρμόδιος για την καταβολή των κοινωνικών παροχών) (6), το μεγαλύτερο ποσοστό δικαιούχων της παροχής σε ολόκληρη τη χώρα βρισκόταν στην Καλαβρία… Όμως, όπως εξηγεί η Πακιόλα, «ο INPS ξύπνησε από το λήθαργό του και αναθεώρησε τον κατάλογο των δικαιούχων των επιδομάτων του, μειώνοντας από το 2008 τον αριθμό τους στο ήμισυ. Παλιότερα, συνέφερε ιδιαίτερα να μαζεύεις πορτοκάλια για να εισπράττεις τις κοινοτικές ενισχύσεις και παράλληλα να ασχολείσαι και με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα και τα επιδόματα του INPS».

«Η γενικότερη οικονομική κρίση έσπρωξε προς τον νότο σημαντικό αριθμό μεταναστών εργαζόμενων, οι οποίοι διέθεταν νόμιμα χαρτιά και οι οποίοι είχαν απολυθεί από τις βιομηχανίες της Βόρειας Ιταλίας, τη στιγμή ακριβώς που στους πορτοκαλεώνες της Τζόια Τάουρο μειωνόταν σημαντικά η ζήτηση για εργατικά χέρια». Κι ο Μπανιάτο επιβεβαιώνει: «Μετά τα γεγονότα του περασμένου Ιανουαρίου, η αστυνομία εξακρίβωσε ότι το 50% των εκδιωχθέντων από την περιοχή εποχικών εργατών που κατάγονταν από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, διέθεταν άδεια παραμονής και είχαν κατέβει στην περιοχή όταν έχασαν τη δουλειά τους στον Βορρά. Καθώς δεν έβρισκαν αλλού δουλειά, είχαν εγκατασταθεί μόνιμα εδώ». Έτσι, από το 2008, τέσσερις παράγοντες -οι οποίοι σε αρκετά μεγάλο βαθμό δεν συσχετίζονταν μεταξύ τους- συνέπεσαν στο Ροζάρνο και συνέβαλαν στην όξυνση των κοινωνικών και των οικονομικών εντάσεων: η κρίση στον κλάδο των εσπεριδοειδών, η οποία περιόρισε την τοπική παραγωγή και συμπίεσε το εισόδημα των αγροτών· η τροποποίηση των κοινοτικών ενισχύσεων, η οποία κατέστησε τον κλάδο πολύ λιγότερο ελκυστικό για την Ντραγκέτα· οι αποφάσεις του INPS, οι οποίες ανέτρεψαν το σύστημα παράνομης προσπόρισης εισοδήματος στο οποίο είχε καταφύγει μέρος του τοπικού πληθυσμού· τέλος, οι πρώτες επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης στη χώρα.

Christophe Ventura

Δημοσιογράφος
Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1Σύμφωνα με το πρακτορείο Ansa, το οποίο αναμετάδωσε στις 26 Απριλίου του 2010 τους αριθμούς που έδωσε στη δημοσιότητα η Νομαρχία του Ρέτζιο ντι Καλάμπρια, ο απολογισμός των ταραχών ήταν 53 τραυματίες: 21 μετανάστες, 18 άνδρες των σωμάτων ασφαλείας και 14 κάτοικοι των περιχώρων.

(2Βλέπε Pierre Daum και Arel, «Για μια χούφτα ντομάτες», «Le Monde diplomatique», 3-4-10.

(3(Σ.τ.Μ.) Αυτός ο όρος φέρνει στο νου ανατριχιαστικούς συνειρμούς, καθώς «κάπο» ονομάζονταν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης οι κρατούμενοι που αναλάμβαναν για λογαριασμό των Γερμανών καθήκοντα επιστάτη και υπεύθυνου για την τήρηση της τάξης. Πολλές φορές, δε, η σκληρότητά τους ξεπερνούσε ακόμα κι εκείνη των Γερμανών.

(4Antonello Mangano, «Gli africani salveranno l’Italia», Rizzoli, Μιλάνο, 2010.

(5Εξεταστική επιτροπή του Κοινοβουλίου για το φαινόμενο της μαφίας και των συναφών οργανώσεων του οργανωμένου εγκλήματος. «Ετήσια αναφορά για την Ντραγκέτα», 2008, www.camera.it

(6Sergio Rizzo και Gian Antonio Stella, «Ι cinque martiri e Ι centomila falsibraccianti», «Il Corriere della Sera», Μιλάνο, 29 Μαΐου 2010.

Μοιραστείτε το άρθρο