Οι διαρροές έχουν ποικίλες αιτίες: αλλού, την ανικανότητα, όταν συστήματα πωλήσεων χωρίς επαρκή ασφάλεια επιτρέπουν σε χάκερ να αποκτήσουν τους αριθμούς δεκάδων χιλιάδων τραπεζικών καρτών, αλλού τις πρωτοβουλίες αυτών που «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου», όπως στην περίπτωση των εγγράφων που δημοσιοποιεί το WikiLeaks. Άλλες περιπτώσεις συνδέονται με την προσδοκία οικονομικού οφέλους, όπως αυτή, το 2008, ενός εργαζόμενου στην ελβετική τράπεζα HSBC, που πούλησε στις γαλλικές, ισπανικές και ιταλικές φορολογικές αρχές αρχεία με ύποπτους φοροδιαφυγής.
Στον τραπεζικό, όπως και στον αμυντικό τομέα, σχεδόν το σύνολο των εγγράφων που διακινούνται χαρακτηρίζονται «εμπιστευτικά». Ωστόσο, ο αριθμός των προσώπων που έχουν πρόσβαση σε αυτά είναι υπερβολικά μεγάλος, αρχής γενομένης από τις χιλιάδες των μεσαίων στελεχών του τραπεζικού τομέα που δέχονται και επεξεργάζονται καθημερινά όλη αυτή τη ροή πληροφοριών. Γιατί προϋπόθεση της αποτελεσματικότητας στη διαχείριση δεδομένων είναι η πρόσβαση σε αυτά και η κοινοποίησή τους: δεν πρέπει να καθυστερεί εξαιτίας δύσκαμπτων γραφειοκρατικών διαδικασιών, του πολλαπλασιασμού των δικλίδων ασφαλείας, του αυστηρού διαχωρισμού αρμοδιοτήτων. Αρκεί να θυμηθούμε ότι η αδυναμία των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών να συνδέσουν μεταξύ τους τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει οι διαφορετικές υπηρεσίες είχε γίνει αντικείμενο έντονης κριτικής από την Εθνική Επιτροπή για τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Ο παραλογισμός είναι στην καρδιά του συστήματος. Οι πληροφορίες πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα και να τροφοδοτούν τους κλάδους περίπλοκων μηχανισμών, ώστε να επιτρέπουν λεπτές ενέργειες, ενώ ταυτόχρονα θα προστατεύεται το απόρρητο. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα αυστηρό πλαίσιο, τα όρια του οποίου δεν μπορούν να προσδιοριστούν εκ των προτέρων ή να κοινοποιηθούν σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, διότι δεν είναι γνωστό ποιες συνδέσεις θα είναι απαραίτητες αύριο. Σύμφωνα με τον τέως πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Γερμανία, Τζον Κόρνμπλουμ, 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν πρόσβαση στο SIPRNet, το δίκτυο διακίνησης απόρρητων πληροφοριών του αμερικανικού στρατού (1). Ένας αριθμός που δείχνει καθαρά το εύρος των πιθανοτήτων και των τεχνικών μιας ενδεχόμενης διαρροής.
Οι περισσότερες πρόσφατες αποκαλύψεις έγιναν σε δημοκρατικές χώρες: Ισλανδία, ΗΠΑ... Πρόκειται για κάτι περισσότερο από μια απλή σύμπτωση, είναι σύμπτωμα της κρίσης των θεσμών τους. Οι ηγέτες στη Δύση επικαλούνται κάθε ώρα και στιγμή τις ηθικές αξίες. Ας θυμηθούμε με πόση θέρμη ο τέως πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου υπερασπιζόταν την ιδέα του «ανθρωπιστικού πολέμου»: επισήμως, η εισβολή στο Αφγανιστάν είχε ως στόχο την ανάπτυξη της χώρας, την ανοικοδόμηση των υποδομών και την απελευθέρωση των γυναικών (2). Στο Ιράκ, μόλις αποδείχθηκε η απουσία όπλων μαζικής καταστροφής, βρέθηκε στα γρήγορα μια άλλη αφορμή για τη νομιμοποίηση της κατοχής: η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν θα άνοιγε στη Μέση Ανατολή τον δρόμο προς ένα κράτος δικαίου και νέες εμπορικές προοπτικές. Η ψευδαίσθηση δεν μπορούσε να διαρκέσει.
Η ολοένα μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ λόγου και πραγματικότητας συμβάλλει στην απώλεια του ηθικού ερείσματος των δυτικών πολιτικών συστημάτων και της ικανότητάς τους να χτίσουν ένα συνεκτικό όραμα για το μέλλον, ικανό να δικαιολογεί τις πράξεις τους. Όταν το μόνο που απομένει είναι το ένδυμα της ηθικής, οι μαρτυρίες για τις καθημερινές επιχειρήσεις στο πεδίο της μάχης συνιστούν ένα διαβρωτικό σοκ για την κοινή γνώμη. Απέναντι στην ωμή πραγματικότητα, εμφανίζονται ξαφνικά οι πραγματικοί λόγοι συμμετοχής σε έναν πόλεμο. Αυτό που απομένει είναι η εντύπωση ότι πρόκειται για έναν κυνικό μηχανισμό, ο οποίος επιδίδεται σε μια τρελή κούρσα, αδυνατώντας να προφέρει στα άτομα που εμπλέκονται κάποιον θετικό ή μακροπρόθεσμο λόγο ταύτισης μαζί του.
Η ίδια αποστασιοποίηση λαμβάνει χώρα και στις μεγάλες επιχειρήσεις. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία επαναλαμβάνει στους εργαζόμενους ότι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τον εργοδότη τους, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να τους αντικαταστήσει, εφόσον κρίνει ότι οι δεξιότητές τους δεν συνάδουν με τους στόχους, οι οποίοι τελούν υπό συνεχή επαναπροσδιορισμό. Οι διαδικασίες δημιουργίας μιας διαρκούς αίσθησης επισφάλειας και απαξίωσης των δεξιοτήτων τείνουν να γενικευτούν. Έχοντας ξεκινήσει από τα κατώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας, πλήττουν πλέον τα μεσαία στελέχη και έχουν αρχίσει να αγγίζουν και την ηγεσία των επιχειρήσεων. Ακόμα κι αν οι χρυσοφόρες αποζημιώσεις αποχώρησης προσφέρουν στους τελευταίους μια κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη παρηγοριά, το μήνυμα είναι σαφέστατο: κανείς δεν είναι ασφαλής. Αναδιαρθρώσεις και περικοπές προϋπολογισμών μπορούν να καταστήσουν οποιονδήποτε άχρηστο, από τη μια στιγμή στην άλλη.
Η γενίκευση της ανασφάλειας συνοδεύεται από την προοδευτική κατάργηση των παραδοσιακών ιεραρχικών σχημάτων, τα οποία αφήνουν τη θέση τους σε μια προσέγγιση της εργασίας με μεγαλύτερη προσωπική εμπλοκή και γνώση του αντικειμένου. Τα στελέχη ενός οργανισμού οφείλουν να επενδύουν προσωπικά, να είναι αυτόνομα, να παίρνουν πρωτοβουλίες. Ακόμα και στο στρατό η εκτέλεση των εντολών δεν αρκεί: πρέπει οι άνθρωποι να είναι δημιουργικοί, να αισθάνονται μέρος του όλου. Έτσι προκύπτει το ακόλουθο παράδοξο: Πώς μπορεί κανείς να απαιτήσει πίστη στον εργοδότη, όταν αυτός δεν είναι πλέον φορέας ενός οράματος άξιου μεγάλων θυσιών, αλλά, αντιθέτως, διακηρύσσει τη βούλησή του να επωφελείται κάθε στιγμή, χωρίς περιορισμούς, των δυνατοτήτων ενός αναλώσιμου ανθρώπινου δυναμικού;
Χάρη στο διαδίκτυο, μια περίπλοκη υποδομή επικοινωνίας είναι στη διάθεση οιουδήποτε αντλεί από αυτή την κεφαλαιώδη αντινομία την ενέργεια και το κίνητρο για να «τινάξει το σύστημα στον αέρα». Αρκούν μερικά άτομα που διαθέτουν γνώσεις και αποφασιστικότητα, για να συνθέσουν τα κομμάτια ενός μωσαϊκού και να το καταστήσουν ορατό σε όλους. Τα στρατιωτικά επιτελεία έχουν προσδιορίσει το προφίλ του «πανίσχυρου ατόμου», δηλαδή αυτού που «είναι ικανός να προκαλέσει, από μόνος του, μια χιονοστιβάδα γεγονότων: την παρακώλυση ενός συστήματος, την πλήρη διακοπή της λειτουργίας του ή, ακόμη, την κατάργηση κανόνων εφαρμοζόμενων σε παγκόσμια κλίμακα. Το πανίσχυρο άτομο χαρακτηρίζεται από την ικανότητα κατανόησης της λειτουργίας και της συνδεσιμότητας ενός περίπλοκου συστήματος• την πρόσβαση σε μια πλατφόρμα ευαίσθητων δικτύων• τη δύναμη που θα μπορούσε να στραφεί εναντίον του συστήματος• και την επιθυμία να κάνει χρήση αυτής της δύναμης» (3)
Ο Τζούλιαν Ασάνζ, ο ιδρυτής του WikiLeaks, ανταποκρίνεται σε αυτό το προφίλ. Το δίκτυό του βασίζεται αποκλειστικά σε αυτόν, είναι η δύναμή του και η αδυναμία του. Το WikiLeaks έχει τα ίδια ελαττώματα που έχουν όλες οι ομάδες οι οποίες συγκροτούνται γύρω από μια χαρισματική προσωπικότητα: τον αυταρχισμό, την απουσία εσωτερικών διαδικασιών, την πιθανότητα ανθρώπινης αδυναμίας και, τέλος, τον κίνδυνο εξωτερικής - ή εκ των ένδον - επίθεσης, που θα πλήξει την προσωπικότητα ή και το ίδιο το πρόσωπο του ηγέτη. Αλλά, ό,τι κι αν συμβεί στον Ασάνζ και στο WikiLeaks, το μοντέλο ήδη υπάρχει. Θα αναπαραχθεί αλλού και με διαφορετικό τρόπο.
Η απορρύθμιση των μέσων ενημέρωσης και η συγκέντρωση των ομίλων του τύπου και της επικοινωνίας συνέβαλαν στην υποβάθμιση του δημόσιου χώρου, σχετικά με το ρόλο του ως πεδίου δημοκρατικής αντιπαράθεσης. Οι οικονομικές και πολιτικές πιέσεις έχουν υποχρεώσει τα μέσα ενημέρωσης στην προτίμηση της ανώδυνης δημοσιογραφίας (soft news), βασισμένης στο life style και στο σχολιασμό, εις βάρος της δημοσιογραφικής έρευνας με αντικείμενο τα δημόσια θέματα. Οι κυβερνήσεις, από την πλευρά τους, έμαθαν καλά τους κανόνες του επικοινωνιακού παιχνιδιού και φροντίζουν οι ίδιες να διοχετεύουν τις πληροφορίες που επιθυμούν να διαδοθούν. Όντας εξαρτημένοι από τα κέντρα εξουσίας που τους παρέχουν πληροφόρηση, οι δημοσιογράφοι έχουν καταλήξει, σε καιρούς πολέμου, να είναι σε διατεταγμένη υπηρεσία (embedded) δίπλα στις στρατιωτικές δυνάμεις (4)
Σε αυτό το πλαίσιο, τα blogs και αυτό που αποκαλείται «δημοσιογραφία των πολιτών», φάνηκαν προς στιγμή να είναι η εναλλακτική λύση στις παρωχημένες δομές των μέσων ενημέρωσης. Κι αν η προαναγγελθείσα ανατροπή δεν ήρθε, έχει αρχίσει μια αργή αλλαγή των δεδομένων. Νέοι παίκτες εμφανίζονται και εμπλουτίζουν το παιχνίδι. Οι εγγενείς νομικές επιπτώσεις της δημοσιοποίησης ευαίσθητων εγγράφων δίνονται με υπεργολαβία: κανείς δεν αποκαλύπτει ο ίδιος μια επικίνδυνη πληροφορία, όλοι αναλύουν όσα αποκαλύπτει ο τάδε ή ο δείνα ιστότοπος. Σε ακραίες περιπτώσεις, οι ευαίσθητες πληροφορίες διοχετεύονται σε ιστότοπους που δεν έχουν καμιά οικονομική σύνδεση με τους μεγάλους ομίλους των μέσων ενημέρωσης. Οι νεοφερμένοι επωφελούνται των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης εκμεταλλευόμενοι από τη μία την αδυναμία τους (τη δειλία τους) κι από την άλλη τη δύναμή τους: την ικανότητά τους να παράγουν και να διακινούν ειδησεογραφία για μαζική κατανάλωση. Έτσι, το ρεπορτάζ αναδιοργανώνεται και βρίσκει μια νέα πνοή, βοηθούμενο από την πρόσβαση, εδώ και λίγο καιρό, σε νέες πηγές χρηματοδότησης.
Ο ιστότοπος ProPublica, που ιδρύθηκε το 2007 στις ΗΠΑ, αυτοπροσδιορίζεται ως «μια ανεξάρτητη μη κερδοσκοπική αίθουσα σύνταξης που παράγει ρεπορτάζ δημοσίου συμφέροντος (...) πράγμα που τα παραδοσιακά ΜΜΕ τείνουν να το θεωρήσουν ως είδος πολυτελείας.
Τον Απρίλιο του 2010, ιδρύθηκε στο Λονδίνο κάτι ανάλογο, το Bureau of Investigative Journalism. Οι ιστότοποι αυτοί συνεργάζονται με παραδοσιακά μέσα, τα οποία διακινούν τα ρεπορτάζ τους. Νέες μορφές μέσων, όπως το DocumentCloud, που αυτοπροσδιορίζεται ως «ένας κατάλογος πηγών ντοκουμέντων και ως εργαλείο για τον εντοπισμό, την ιεράρχηση και τη δημοσίευση της πληροφορίας», προσφέρονται να διευκολύνουν τη διαχείριση μεγάλων όγκων δεδομένων, καταργώντας τους περιορισμούς μεταξύ της σύνταξης και των θεσμικών οργάνων.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα διάφορα καθήκοντα που χαρακτηρίζουν τη δημοσιογραφική έρευνα - η προστασία των πηγών, η αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων, η συλλογή, η επιβεβαίωση και η αξιοποίηση των πληροφοριών, η συμβολή στην κατανόηση και η δημοσίευση- αναδιανέμονται μεταξύ πολλών εταίρων, με διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα (εμπορική επιχείρηση, μη κερδοσκοπικό σωματείο, δίκτυο), που συνεργάζονται για να δημοσιεύσουν το ρεπορτάζ.
Πριν δημιουργήσει το Wiki-Leaks, ο Ασάνζ περιέγραφε ως εξής τη στρατηγική του στον αγώνα του κατά των εξουσιών: «Όσο περισσότερο άδικος είναι ένας οργανισμός ή φυλάει ζηλόφθονα τα μυστικά του, τόσο ο φόβος της διαρροής ωθεί στην παράνοια τους ηγέτες του και τα μέλη του σώματος που λαμβάνουν αποφάσεις. Η διαρροή θα καταστήσει αναπόφευκτα φτωχότερους τους εσωτερικούς μηχανισμούς επικοινωνίας και, κατά συνέπεια, θα οδηγήσει σε μια υποβάθμιση των γνώσεων στο σύνολο του οργανισμού» (5).
Οι αναλυτές των υπηρεσιών πληροφοριών επισημαίνουν τους κινδύνους που ελλοχεύουν στον πειρασμό της μυστικότητας. Η αύξηση του βαθμού προστασίας της πληροφορίας, η δημιουργία περισσότερων στεγανών και η απόκρυψη όλο και μεγαλύτερου όγκου δεδομένων δεν συνιστούν, κατά την άποψή τους, μια αποτελεσματική προσέγγιση του προβλήματος. Αυτός είναι, ωστόσο, ο δρόμος που η πλειονότητα των οργανισμών δείχνει να επιλέγει (6). Η πρώτη απόφαση που έλαβε το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών την επαύριο των πρώτων αποκαλύψεων του WikiLeaks, ήταν να αποσυνδεθεί από το SIPRNet, το δίκτυο διακίνησης διαβαθμισμένων πληροφοριών των ενόπλων δυνάμεων.
Όσο τα μέσα ενημέρωσης θα είναι εξαρτώμενα από πηγές πληροφόρησης στο εσωτερικό της εξουσίας, τόσο η βούλησή τους να ασχοληθούν με πραγματικά ευαίσθητο υλικό θα είναι περιορισμένη. Αυτό αληθεύει κυρίως στις ΗΠΑ, όπου ακόμα και οι «New York Times» υπήρξαν ιδιαίτερα διστακτικοί στην αξιοποίηση των εγγράφων που δημοσιοποίησε το WikiLeaks (7)., ενώ άλλες εφημερίδες τολμούσαν να διακηρύξουν ευθαρσώς την αντίθεσή τους προς τα τεκταινόμενα.