Όταν η Αριάννα Χάφινγκτον (1), το 2004, επέλεγε να υποστηρίξει τον Τζον Κέρι εναντίον του Τζορτζ Μπους, το Δημοκρατικό Κόμμα ανακάλυψε έναν απροσδόκητο σύμμαχο. Κατά τη διάρκεια των δέκα προηγούμενων χρόνων ήταν έντονα στρατευμένη στο πλευρό των Ρεπουμπλικανών. Μετά την ήττα του (πρώην πλέον) συζύγου της, κληρονόμου ενός ενεργειακού κολοσσού και παλαιού συνεργάτη του Ρόναλντ Ρέιγκαν, στις εκλογές του 1994 για τη Γερουσία, η Α. Χάφινγκτον ξεκίνησε την καριέρα της ως πολιτική αρθρογράφος με συντηρητικές τάσεις. Εντάχθηκε σε μια δεξαμενή σκέψης περί τον Νιούτον Γκίνγκριτς, τότε επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στο Κογκρέσο, εξέδωσε βιβλία κατά συρροήν και δημιούργησε έναν ιστότοπο στο Διαδίκτυο (Resignation.com), του οποίου αποκλειστικός σκοπός ήταν η εξώθηση σε παραίτηση του προέδρου Μπιλ Κλίντον μετά την υπόθεση Μόνικα Λεβίνσκι.
Στη συνέχεια, η Α. Χάφινγκτον έκλινε προς τα αριστερά: «Εγκατέλειψα το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα διότι είχε αλλάξει η αντίληψή μου για τον ρόλο του κράτους (2)». Το 2005, προκειμένου να αναζωογονήσει το ετοιμοθάνατο Δημοκρατικό Κόμμα, βάζει μπροστά το Χάφινγκτον Ποστ. Εμφανιζόμενος ως αντίβαρο στο εξαιρετικά συντηρητικό Ντρατζ Ριπόρτ, ο ιστότοπος γρήγορα επιβάλλεται ως προνομιακός χώρος έκφρασης μιας Αριστεράς που ακόμη βρισκόταν υπό την επήρεια του σοκ της ήττας. Από το ξεκίνημά του, το «HuffPo» γίνεται αντικείμενο πολεμικών που δεν αφορούν μόνο τις πολιτικές θέσεις του. Το πλούσιο περιεχόμενό του το μετατρέπει σε αντίζηλο των παραδοσιακών ΜΜΕ, έναν όχι και τόσο έντιμο ανταγωνιστή, λένε κάποιοι: τροφοδοτείται βεβαίως από μία εκατοντάδα αμειβόμενων δημοσιογράφων, αλλά επίσης (και κατά κύριο λόγο) από έναν διαδικτυακό «συλλέκτη» δημοσιευμάτων, συχνά επικεντρωμένο στο σεξ και τις διασημότητες, που αναδημοσιεύει ειδήσεις από άλλα διαδικτυακά μέσα. Και, τέλος, από έναν στρατό εννέα χιλιάδων εθελοντών μπλόγκερ με ονόματα κύρους, ανάμεσα στα οποία οι Μπιλ Κλίντον, Ντομινίκ Στρος-Καν, Μάικλ Μουρ, Μπερνάρ Ανρί-Λεβί, οι εκατομμυριούχοι του Χόλιγουντ Αλεκ Μπάλντουιν και Σαρλίζ Θέρον... Ο ανταγωνισμός μετατρέπεται σε ανοιχτό πόλεμο, καθώς αυξάνεται το κοινό της ιστοσελίδας, περνώντας από το ένα εκατομμύριο μοναδικούς επισκέπτες τον μήνα, το 2007, στα είκοσι πέντε εκατομμύρια στις αρχές του 2011. Το «HuffPo» έτσι κατατάσσεται μεταξύ των δέκα πρώτων αμερικανικών ενημερωτικών ιστοσελίδων.
Απεχθής πώληση
Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ύπαρξής του, το «Huffington Post» ξεχωρίζει από την πλειονότητα των αμερικανικών εκδόσεων χάρη στην προοδευτική γραμμή του. Είναι επικεφαλής της μάχης κατά του πολέμου στο Ιράκ και εναντίον των ΜΜΕ που τον προωθούν, ιδιαιτέρως των «New York Times». Προκειμένου να υποστηρίξει τη δουλειά πενήντα δημοσιογράφων έρευνας, συνεργάζεται με το Center for Public Integrity (Κέντρο για την Ακεραιότητα στον Δημόσιο Διάλογο). Δημοσιεύει, επίσης, έκκληση, με την οποία προτρέπει τους αμερικανούς πολίτες να αποσύρουν τα χρήματά τους από τις μεγάλες τράπεζες, των οποίων οι πρακτικές οδήγησαν στη χρηματοπιστωτική κρίση. Ώσπου, τον Φεβρουάριο του 2011, μια είδηση πέφτει σαν κεραυνός εν αιθρία: με τη φωνή του Τιμ Αρμστρονγκ, προέδρου και γενικού διευθυντή του, ο όμιλος America OnLine (AOL) αναγγέλλει την εξαγορά του «συμμετοχικού» ιστότοπου έναντι του αξιοσημείωτου ποσού των 315 εκατομμυρίων δολαρίων. Πολύ σύντομα, ο διαδικτυακός γίγαντας ανακοινώνει και ένα σχέδιο κατάργησης 950 θέσεων εργασίας σε Ινδία και Ηνωμένες Πολιτείες (3).
Ο γάμος ανάμεσα σε ένα μαμούθ των νέων τεχνολογιών με τη φήμη του συντηρητικού και ενός ιστότοπου που έχτισε την εικόνα του πάνω στις προοδευτικές θέσεις του ίσως προκαλεί έκπληξη. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει στο πλαίσιο μιας κλασικής επιχειρηματικής επέκτασης. Από το 2008, όταν το «HuffPo» είχε δικό του περίπτερο στο εθνικό συνέδριο των Δημοκρατικών, η Α. Χάφινγκτον έλεγε, σε όποιον ήθελε να την ακούσει, πως η καινούρια στρατηγική της είχε στόχο να υπερβεί το πεδίο της πολιτικής επικαιρότητας, ώστε να διευρύνει το αναγνωστικό κοινό της (4) και έτσι να αυξήσει τα διαφημιστικά έσοδά της. Δύο χρόνια αργότερα και ενώ η ιστοσελίδα εμφανίζει τα πρώτα της κέρδη (με έσοδα 30 εκατομμυρίων δολαρίων για το 2010), αυξάνεται η ανυπομονησία των επενδυτών που έχουν χρηματοδοτήσει την επέκτασή της: επιχειρούν να αποκομίσουν όφελος από μια τέτοια επιτυχία.
Η δεξιά στροφή
Ωστόσο, η αναγγελία της εξαγοράς προκάλεσε βαθιά απογοήτευση μεταξύ των αναγνωστών και των συνεργατών της ιστοσελίδας. Πόση από την πολιτική δέσμευση και τη δημοσιογραφική δεοντολογία μπορούμε να θυσιάσουμε στην αναζήτηση ενός διαρκώς ευρύτερου κοινού; Ποιες είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της υποταγής της αμερικανικής δημοσιογραφίας στις απαιτήσεις των διαφημιζόμενων, των επενδυτών και μιας άμεσης και ξέφρενης καταναλωτικής κουλτούρας; «Έχει φτάσει η ώρα να ξεπεράσουμε το χάσμα αριστεράς-δεξιάς (5)» δήλωνε η Α. Χάφινγκτον τη στιγμή της πώλησης στην AOL, επαναλαμβάνοντας σχεδόν λέξη προς λέξη όσα έλεγε πριν από μία δεκαετία προκειμένου να δικαιολογήσει το πέρασμά της στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Η στροφή του ιστότοπου δεν γίνεται χωρίς συνέπειες, όπως ανακάλυψε ο Μάικ Ελκ, ένας μπλόγκερ ειδικευμένος στα κοινωνικά ζητήματα και την πάλη για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Τον Ιανουάριο του 2011, διαμαρτυρόμενοι για την υπεξαίρεση της ομοσπονδιακής βοήθειας εκ μέρους ορισμένων τραπεζιτών, διακόσιοι στρατευμένοι συνδικαλιστές εισβάλλουν σε ένα συμβούλιο της Mortgage Bankers Association (ένωση τραπεζιτών ασχολούμενων με υποθήκες) στην Ουάσιγκτον. Ο Ελκ είχε δανείσει τη δημοσιογραφική ταυτότητά του σε έναν συνδικαλιστή, ώστε να του επιτραπεί η είσοδος στην αίθουσα. Όταν το ανακαλύπτει η διεύθυνση του «Huffington Post», η πρωτοβουλία του χαρακτηρίζεται «επαγγελματικό σφάλμα» και χρησιμεύει ως πρόσχημα για την άμεση αποπομπή του.
Ύστερα από την πώληση στην AOL και μετά από αυτό το περιστατικό, κάποιοι άλλοι μπλόγκερ απαίτησαν δημοσίως από τη συγγραφέα του «Τριτοκοσμική Αμερική: Πώς οι πολιτικοί μας εγκαταλείπουν τη μεσαία τάξη και προδίδουν το αμερικανικό όνειρο» -το δέκατο τρίτο βιβλίο της Α. Χάφινγκτον (6)- να φέρει σε συμφωνία τους λόγους με τις πράξεις της. Η Visual Art Source, μια κολεκτίβα μπλόγκερ, όπως και η Newspaper Guild, το συνδικάτο των δημοσιογράφων, έκαναν έκκληση για απεργία στο ειδησεογραφικό περιεχόμενο. Η απάντηση της Α. Χάφινγκτον; «Εμπρός, λοιπόν, κάντε την απεργία, κανείς δεν θα το πάρει χαμπάρι». Σύμφωνα με εκείνη, οι μπλόγκερ αποζημιώνονται και με το παραπάνω για τις προσπάθειές τους από την προσωπική προβολή που τους «προσφέρει» η ιστοσελίδα•μια προβολή που θα πολλαπλασιαστεί ακόμη περισσότερο εξαιτίας της εξαγοράς από την AOL, ανεβάζοντας το μηνιαίο άθροισμα των μοναδικών επισκεπτών σε εκατόν δεκαεπτά εκατομμύρια στις ΗΠΑ και σε διακόσια πενήντα εκατομμύρια στον κόσμο. Και εκτοξεύοντας, έτσι, την τιμή των διαφημίσεων: τον Φεβρουάριο του 2011, μια καταχώριση στην αρχική σελίδα της AOL κόστιζε 200.000 δολάρια ημερησίως, έναντι των 90.000 έως 125.000 δολαρίων για το «HuffPo» (7)• η συγχώνευση λογικά θα περιορίσει αυτή την απόκλιση.
Η δυνατότητα ν’ απευθυνθούν σε ένα ευρύ κοινό αποτελεί μιας αποφασιστικής σημασίας εξέλιξη για τους πιο επώνυμους μπλόγκερ, που δεν έχουν ανάγκη την αμοιβή του «HuffPo» για να ζήσουν. Η Α. Χάφινγκτον τους χρησιμοποιεί όσο τη χρησιμοποιούν και εκείνοι. Ποιος όμως αποκομίζει το μεγαλύτερο κέρδος από αυτή την άτυπη συμφωνία; Και ποιες είναι οι βαθύτερες συνέπειες για τις επαγγελματικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτή την καινούρια μορφή δημοσιογραφίας; Όσο το «HuffPo» ήταν μια επιχείρηση στα πρώτα της βήματα, η σε τόσο μεγάλο βαθμό εξάρτησή του από τη δωρεάν παρεχόμενη εργασία των μπλόγκερ έμοιαζε με μια θέση που θα μπορούσε να υποστηριχθεί. Σήμερα, η ιδρύτρια και οι επενδυτές έχουν αποκομίσει σημαντικότατα οφέλη και κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξαν οι άμισθοι συνεργάτες στη δημιουργία ενός αναγνωρισμένου εμπορικού σήματος. Λόγου χάρη, η Μέιχιλ Φάουλερ συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην απογείωση της ιστοσελίδας, δημοσιεύοντας τις παρατηρήσεις του υποψηφίου Μπαράκ Ομπάμα για εκείνους τους φτωχούς Αμερικανούς που «γαντζώνονται από τα τουφέκια και τη θρησκεία τους». Παρά τα περίπου εκατό άρθρα που δημοσίευσε και αφού το «HuffPo» την πρότεινε δύο φορές για το βραβείο Πούλιτζερ, η Φάουλερ δεν κατάφερε ποτέ να αμειφθεί. Παραιτήθηκε, λοιπόν, γεγονός στο οποίο ο Μάριο Ρουίς, υπεύθυνος δημόσιων σχέσεων του ιστότοπου, αντέδρασε με καυστικό τρόπο, δηλώνοντας: «Πώς μπορεί κάποιος να παραιτηθεί από μια θέση που ποτέ δεν κατείχε; (8)»
Ωστόσο, η διαφορά μεταξύ αμειβόμενου δημοσιογράφου και εθελοντικά προσφερόμενου μπλόγκερ κάθε άλλο παρά ξεκάθαρη είναι: τα άρθρα του Ελκ ήταν τόσο πολλά και βασισμένα σε μια τέτοια ερευνητική δουλειά, ώστε η πλειονότητα των αναγνωστών του θεωρούσε πως εργαζόταν ως μισθωτός στον ιστότοπο. Το καινούριο αυτό μοντέλο δημοσιογραφίας αφήνει βεβαίως πρωτοφανή χώρο για την έκφραση προοδευτικών ιδεών, προωθεί όμως και μια μορφή οργάνωσης της εργασίας που παρουσιάζει χαρακτηριστικά ευρείας επαναφοράς της κοινωνικής και οικονομικής δομής των Ηνωμένων Πολιτειών σε φεουδαρχικές σχέσεις. Έτσι, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα για τα αμερικανικά ΜΜΕ που δημοσιεύθηκε από το Ιδρυμα Pew, πάνω από το ένα τρίτο των επαγγελματιών δημοσιογράφων απολύθηκαν κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών, εκ των οποίων έντεκα χιλιάδες μέσα στα τρία μόλις τελευταία χρόνια.
Ψηφιακή Φεουδαρχία
Σε ένα άρθρο του με τίτλο «Η λεηλασία σύμφωνα με τη Χάφινγκτον», ο Κρις Χέτζες, παλαιός ανταποκριτής των «Τάιμς της Νέας Υόρκης» στο εξωτερικό, έγραφε πρόσφατα: «Όποια και αν είναι η ιδεολογία που προφασίζονται, εκείνοι που εκμεταλλεύονται με αυτό τον τρόπο τους εργαζόμενους, ώστε να αποκομίσουν τέτοιου μεγέθους κέρδη, ανήκουν ξεκάθαρα στην τάξη των εκμεταλλευτών. Ξεσκονίστε τα βιβλία του Καρλ Μαρξ. Είναι εχθροί των εργαζομένων». Απαντώντας στη δήλωση, σύμφωνα με την οποία οι μπλόγκερ «πάντοτε διαθέτουν τη δυνατότητα επιλογής», ο Χέτζες υπενθυμίζει ότι πρόκειται για το ίδιο επιχείρημα που κατά κόρον χρησιμοποιούν «οι διευθυντές των βιοτεχνιών-κάτεργων της Δομινικανής Δημοκρατίας και του Μεξικού, των μεταλλευτικών εταιρειών της Δυτικής Βιρτζίνια ή του Κεντάκι και τα αφεντικά των αχανών πτηνοτροφείων του Μέιν (9)».
Ο Αντόνι ντε Ρόσα, διευθυντής περιεχομένου στο Ρόιτερς, χαρακτηρίζει ως «ψηφιακή φεουδαρχία» το σύστημα που εγκαθιδρύθηκε από το «Huffington Post» και τα ξαδελφάκια του όπως το Facebook, το Twitter ή τον ιστότοπο για μπλόγκερ Tumblr: «Οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούν αυτοί οι ιστότοποι είναι σαγηνευτικές και σε κάνουν να θέλεις να συνεισφέρεις. Μας πιάνουν κορόιδα για να ταΐζουμε το θηρίο, για να δημιουργούμε περιεχόμενο που καταλήγει να αποφέρει υπέρογκα κέρδη για λογαριασμό άλλων (10)». Η Α. Χάφινγκτον δεν συμμερίζεται αυτή την άποψη: σύμφωνα με εκείνη, οι μπλόγκερ έπρεπε να είναι τρισευτυχισμένοι που εργάζονται τσάμπα, αφού «η προσωπική έκφραση αποτελεί πλέον μια απίστευτη πηγή προσφοράς της αίσθησης επιτεύγματος στους ανθρώπους (11)».
Υπεράνω όλων τα κέρδη
Η αλληλουχία των κινήσεων είναι πλέον γνωστή. Οι επισκέπτες συρρέουν, ενώ από κοντά ακολουθούν οι επενδυτές και οι διαφημιστές. Η απαίτηση για κέρδη αυξάνεται και το περιεχόμενο χάνει την αξία του, κάτι που ωθεί τους διαχειριστές των ιστότοπων στη βιαστική παραγωγή «φρέσκων» θεμάτων με το ελάχιστο δυνατό κόστος, χάρη κυρίως στη δωρεάν εργασία και στους αλγόριθμους βελτιστοποίησης των αποτελεσμάτων των διαδικτυακών αναζητήσεων. Η AOL βρίσκεται εδώ και καιρό στην πρωτοπορία τέτοιων καινοτόμων αλλαγών, όπως καταδεικνύει ένα υπόμνημα που αποκάλυψε ο ιστότοπος Business Insider, το οποίο αναπαράγει τα λόγια ενός δημοσιογράφου που εργάζεται για λογαριασμό της: «Ο μόνος στόχος τους είναι να αυξήσουν τον αριθμό των μοναδικών επισκεπτών και, κυρίως χάρη στις τεχνικές βελτιστοποίησης, να αντλήσουν όσο το δυνατό περισσότερα χρήματα από κάθε μορφής περιεχόμενο, όποια κι αν είναι η ποιότητά του (12)». «Η Αριάννα έχει τους ίδιους στόχους με εμάς: να ανταποκριθεί στις ανάγκες των καταναλωτών, και όχι μόνο στο πεδίο της πολιτικής επικαιρότητας» διαβεβαίωσε ο επικεφαλής της AOL (13).
Από την πλευρά της, η Χάφινγκτον επιμένει στο γεγονός ότι τα άρθρα για πολιτικά ζητήματα προσήλκυαν πλέον ποσοστό μικρότερο του 15% των επισκεπτών της ιστοσελίδας, έναντι του 50% κατά τα πρώτα της βήματα. Η απόφαση που πάρθηκε κατά τη διάρκεια της συγχώνευσης, να προσληφθούν επαγγελματίες δημοσιογράφοι, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως, οι καινούριοι συντάκτες προέρχονται κατά κύριο λόγο από παραδοσιακά ΜΜΕ, όπως οι «New York Times», και η επιλογή αυτή δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώσει την ολίσθηση προς την κεντροδεξιά που εδώ και καιρό έχει ξεκινήσει.
Είναι πλέον δουλειά των προοδευτικών μπλόγκερ να αναρωτηθούν εάν δημοσιεύουν σε αυτόν τον ιστότοπο προκειμένου να κάνουν γνωστές τις απόψεις τους ή απλώς για να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ιδεολογικής πολυμορφίας σε μια δικτυακή εφημερίδα την οποία τίποτε πλέον δεν διαφοροποιεί από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη επιχείρηση. Το Διαδίκτυο καμία αλλαγή δεν έφερε όσον αφορά τα δεινά που μαστίζουν εδώ και πολλά χρόνια τα αμερικανικά ΜΜΕ. Αντιθέτως, η υπόθεση του Χάφινγκτον Ποστ προσφέρει μια αρκετά ακριβή ανασκόπησή τους: κατά κύριο λόγο εμπορική προσέγγιση της επικαιρότητας, σχεδόν ολοκληρωτική εξάρτηση από τη διαφήμιση, ιδιοκτησία στα χέρια εισηγμένων στο χρηματιστήριο ομίλων και άρα εμμονή για την επίτευξη των μεγαλύτερων δυνατών βραχυχρόνιων αποδόσεων, απουσία ρυθμιστικού πλαισίου στην αγορά, κάτι που ενθαρρύνει τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις, οι οποίες αφήνουν πολλές επιχειρήσεις βυθισμένες σε πελάγη χρεών.