[από το αρχείο της “Le Monde diplomatique”, Μάιος 2011]
Πρώτη φορά, τον περασμένο Απρίλιο, η BRICS -η ομάδα στην οποία συμμετέχουν η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία, η Κίνα και, πολύ πρόσφατα, η Νότια Αφρική- εμφανίστηκε με ενιαία στάση, κυρίως στα ζητήματα του δολαρίου και της επέμβασης στη Λιβύη, στην οποία και ασκήθηκε σφοδρή κριτική. Ομως, αν και η Ινδία και η Κίνα δείχνουν να έχουν πολύ στενή συνεργασία στις διεθνείς συναντήσεις, στις διμερείς τους σχέσεις κρατούν πολεμοχαρείς τόνους.
Μέσα σε διάστημα μερικών μηνών, η Ινδία και η Κίνα πέρασαν από την εγκαρδιότητα στην ψυχρότητα. Τον Δεκέμβριο του 2010, η επίσκεψη του κινέζου πρωθυπουργού Γουέν Ντζιαμπάο στο Νέο Δελχί σημαδεύτηκε από μια κάποια απόσταση : Στο κοινό ανακοινωθέν δεν γινόταν αναφορά σε «μια Κίνα» («one China»), τη διατύπωση που χρησιμοποιείται συνήθως για να εκφραστεί η αναγνώριση της κινεζικής κυριαρχίας στο Θιβέτ και στην Ταϊβάν. Η παράλειψη αποτελούσε τα αντίποινα για την άρνηση της Κίνας να αναγνωρίσει το γεγονός ότι το Αρουνακάλ Πραντές και το Τζαμού και Κασμίρ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ινδικής επικράτειας. (1). Αντίθετα, τον περασμένο Απρίλιο, κατά την τρίτη διάσκεψη κορυφής της BRICS (2), το Πεκίνο και το Νέο Δελχί επέδειξαν ιδιαίτερη σύμπνοια για την υπεράσπιση των συμφερόντων των αναδυόμενων χωρών και την καταδίκη της επέμβασης στη Λιβύη, την οποία αποκάλεσαν «δυτική». Στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στα δύο γεγονότα, στον ινδικό τύπο δόθηκε μεγάλη προβολή στην υποστήριξη που προσφέρει η Κίνα (κυρίως με την αποστολή όπλων) στους εξεγερμένους της βορειοανατολικής Ινδίας, σε φυλές που επιδίδονται σε αυτονομιστικό αγώνα εδώ και αρκετές δεκαετίες (3).
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο Τζαϊράμ Ραμές, εξέχον μέλος της ινδικής κυβέρνησης και αρμόδιος για ζητήματα περιβάλλοντος, είχε επινοήσει την έννοια της «Κινδίας» (4), γεγονός που ήταν ενδεικτικό μιας ορισμένης αναθέρμανσης των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Από την εποχή της ιστορικής επίσκεψης του Ρατζίβ Γκάντι στο Πεκίνο, το 1988, η ανάμνηση του πολέμου του 1962 στον οποίο ενεπλάκησαν οι δύο χώρες είχε αρχίσει να ξεθωριάζει και οι επίσημες επισκέψεις συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό, ενώ υπογράφηκαν και σημαντικές συμφωνίες, όπως η India-China Strategic and Cooperative Partnership for Peace and Prosperity (2005). Στο διπλωματικό πεδίο, η Ινδία διακήρυξε ξανά ότι το Θιβέτ ανήκει στην Κίνα -όπως εξάλλου είχε κάνει και το 1954- ενώ η Κίνα είχε αναγνωρίσει ότι το Σικίμ το οποίο είχε προσαρτήσει η Ινδία, το 1974, αποτελούσε όντως τμήμα της επικράτειάς της. Στο οικονομικό πεδίο, οι εμπορικές ανταλλαγές γνώρισαν εκρηκτική άνοδο και το 2010 έφτασαν τα 61,7 δισ. δολάρια, έναντι μόλις 3 δισ. το 2000. Επιπλέον, η Κίνα έγινε ο πρώτος εμπορικός εταίρος της χώρας.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι από το 1988 οι συνοριακές διαφορές αποτελούσαν αντικείμενο επίπονων μερικές φορές διαπραγματεύσεων, τα τελευταία χρόνια γνώρισαν μια έντονη αναζωπύρωση. Το 2009, το Πεκίνο επιχείρησε να μπλοκάρει δάνειο 2,9 δισ. δολαρίων της Ασιατικής Τράπεζας για την Ανάπτυξη προς την Ινδία, επειδή τμήμα του ποσού (60 εκατομμύρια) προοριζόταν για τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος στο Αρουνακάλ Πραντές, στο οποίο το Πεκίνο δεν αναγνωρίζει την εθνική κυριαρχία της. Η Κίνα -η οποία, αντίθετα από την Ινδία, δεν αναγνώρισε ποτέ τη γραμμή Μακ Μάχον (η οποία καθορίστηκε το 1913 μετά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους Βρετανούς και στην τότε κυβέρνηση του Θιβέτ) θεωρεί ότι η περιοχή αποτελεί το «Νότιο Θιβέτ» και της ανήκει. Μάλιστα, το Πεκίνο επιδίωξε να αποτρέψει τον Ινδό πρωθυπουργό Μανμοχάν Σινγκ από το να επισκεφθεί το Αρουνακάλ Πραντές. Προφανώς, το ξαφνικό άγχος οφείλεται στο γεγονός ότι εκεί βρίσκεται το Ταβάνγκ, ένα θιβετιανό βουδιστικό μοναστήρι στο οποίο γεννήθηκε ο έκτος δαλάι λάμα. Φαίνεται ότι οι Κινέζοι φοβούνται μήπως ο διάδοχος του σημερινού θρησκευτικού ηγέτη προέλθει από το συγκεκριμένο μοναστήρι.
Επιπλέον, οι κινεζικές αρχές κατέφυγαν την περίοδο 2009-2010 στην εξής μέθοδο για να αμφισβητήσουν την εθνική κυριαρχία της Ινδίας στην επαρχία Τζαμού και Κασμίρ : Όταν χορηγούν βίζα στους κατοίκους της, αυτή δεν σφραγίζεται πάνω στα ινδικά διαβατήρια, αλλά πάνω σε ένα μεμονωμένο φύλλο χαρτιού (5). Τον Ιούλιο του 2010, όταν προέβησαν στην παραπάνω ενέργεια στην περίπτωση του Ινδού αντιστράτηγου στρατιωτικού διοικητή της περιφέρειας της Βόρειας Ινδίας, το Νέο Δελχί ακύρωσε την επίσημη επίσκεψη στην Κίνα στην οποία επρόκειτο να συμμετάσχει ο εν λόγω αξιωματικός.
Οι τριβές εντάσσονται στο πλαίσιο της αναζωπύρωσης των εντάσεων ανάμεσα στην Ινδία και στο Πακιστάν μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις των οπαδών της τζιχάντ στη Βομβάη, τον Νοέμβριο του 2008. Η αμέριστη υποστήριξη που παρέχει η Κίνα στο Ισλαμαμπάντ δεν παύει να ανησυχεί την Ινδία. Οι φόβοι της ενισχύονται από την κατασκευή του λιμένος Γκουαντάρ στην πακιστανική επαρχία του Βαλουχιστάν (6), από τα κοινά στρατιωτικά γυμνάσια των δύο χωρών, καθώς και από τη συμπαραγωγή των πρώτων μαχητικών αεροσκαφών JF-17, τον Νοέμβριο του 2009. Αναμένεται δε ότι θα ακολουθήσει η συμπαραγωγή φρεγατών τύπου Sword και ενός άρματος μάχης, καθώς και πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, για τους οποίους η Ινδία φοβάται ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς. Σε όλα αυτά προστίθεται και η σύγκρουση για το νερό. Πράγματι, οι Κινέζοι κατασκευάζουν στον άνω ρου του ποταμού Βραχμαπούτρα, λίγο πριν ο ποταμός εισέλθει στο ινδικό έδαφος, έναν υδροηλεκτρικό σταθμό του οποίου το φράγμα ενδέχεται να επιφέρει αλλαγές στην παροχή του.
Η αντιπαλότητα των δύο χωρών στην ξηρά γίνεται ακόμα εντονότερη όταν πρόκειται για τον Ινδικό Ωκεανό. Το Νέο Δελχί πάσχει από ένα σύνδρομο περικύκλωσης, το οποίο οφείλεται στη δημιουργία του «κολιέ μαργαριταριών» που αναπτύσσει η Κίνα (κατασκευή λιμανιών και βάσεων από την Κίνα μέχρι τα στενά του Ορμούζ). Σε αυτήν την απειλή προστίθεται και η ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων στο οροπέδιο του Θιβέτ.
Από την πλευρά του, το Πεκίνο είναι πεπεισμένο ότι η Ινδία είναι σε θέση να μπλοκάρει την πρόσβασή του στη Σινική Θάλασσα που θεωρεί « δική του », χάρη στο φράγμα που αποτελεί το Αρχιπέλαγος των Ανδαμάνων Νήσων (7). Οι ανησυχίες και των δύο πλευρών εντείνονται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του ανεφοδιασμού τους σε υδρογονάνθρακες προέρχεται από τη Μέση Ανατολή και διέρχεται από τον Ινδικό Ωκεανό. Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι οι δύο χώρες ενισχύουν κατά προτεραιότητα το ναυτικό τους, χωρίς όμως να παραμελούν και τα υπόλοιπα όπλα, όπως μπορεί κανείς να παρατηρήσει αν εξετάσει τις στρατιωτικές τους δαπάνες, οι οποίες αυξάνονται με ταχύ ρυθμό (8).
Η αντιπαλότητά τους έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία περιφερειακών συνασπισμών. Στην Κίνα πρόσκεινται το Πακιστάν, η Βιρμανία (Μιανμάρ) και η Σρι Λάνκα. Το Πεκίνο επιχειρεί επίσης να προσεγγίσει και χώρες με τις οποίες η Ινδία θα επιθυμούσε να διατηρήσει ή να αναπτύξει καλές σχέσεις (Ιράν, Νεπάλ, Μπαγκλαντές).
Από την πλευρά του, το Νέο Δελχί προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τις ανησυχίες που προκαλεί η ισχύς της Κίνας σε διάφορες χώρες, από το Βιετνάμ ώς τη Σιγκαπούρη και την Ιαπωνία. Μάλιστα, με την τελευταία υπέγραψε, το 2006, μια σημαντική συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας. Εξάλλου, προσεγγίζει και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εύλογα το Πεκίνο αισθάνεται ιδιαίτερα ενοχλημένο από μια συνεργασία, η οποία, καθώς προστίθεται στον αμερικανοϊαπωνικό άξονα, ενισχύει ακόμα περισσότερο τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών ως ασιατικής δύναμης.
Ωστόσο, αυτές οι προβληματικές διμερείς σχέσεις δεν εμποδίζουν τις δύο χώρες να συναντώνται -και να συγκλίνουν- ολοένα συχνότερα στους πολυμερείς θεσμούς. Ο μεγάλος αριθμός των θεσμών στους οποίους ανήκουν οι ασιατικές χώρες -ή ευρύτερα οι αναδυόμενες χώρες- αυξάνει τη συχνότητα και την ένταση των ανταλλαγών. Η Ινδία και η Κίνα είναι σήμερα μέλη σε αρκετούς οργανισμούς τέτοιου είδους, τόσο σε περιφερειακή κλίμακα όσο και σε διηπειρωτική.
Εκτός από το στρατηγικό τρίγωνο Ρωσίας, Κίνας και Ινδίας, η πλέον εμβληματική περίπτωση είναι, χωρίς αμφιβολία, η ομάδα BRICS. Το τελικό ψήφισμα της πρώτης συνάντησης κορυφής που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2009 στο Αικατερίνεμπουργκ (Ρωσία) διακήρυσσε την ανάγκη να αναδυθεί ένας πολυπολικός κόσμος. Το δεύτερο, τον Απρίλιο του 2010, στην Μπραζίλια, αναφερόταν με πολύ πιο ξεκάθαρο τρόπο σε γεωστρατηγικά ζητήματα όπως εκείνο του Ιράν. Μετά από διαβούλευση, τα μέλη της BRICS (τότε BRIC, καθώς η Νότια Αφρική δεν είχε ακόμα ενταχθεί στη «Λέσχη») κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι κυρώσεις που πρότειναν οι Δυτικοί δεν αποτελούσαν λύση.
Τέλος, με την ευκαιρία της τρίτης συνάντησης κορυφής τον περασμένο Απρίλιο στη Σάνια (Κίνα), η λέσχη των νέων μεγάλων δυνάμεων μετατράπηκε σε πραγματικό πολιτικό θεσμό με την ένταξη της Νότιας Αφρικής, η οποία, με βάση τις οικονομικές της επιδόσεις, δεν διέθετε τα προσόντα που απαιτούνταν για να ενταχθεί σε αυτήν. Όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Κίνα και η Ινδία εμφανίστηκαν ως προστάτιδες των συμφερόντων των αναδυόμενων χωρών, όπως εξάλλου είχαν εμφανιστεί και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου καθ’ όλη τη διάρκεια του γύρου της Ντόχα, καθώς και στη διάσκεψη της Κοπεγχάγης για το κλίμα, το 2009. Οι BRICS δεν περιορίστηκαν στην άσκηση κριτικής στην επέμβαση στη Λιβύη, αλλά διεκδίκησαν και έναν αυξημένο ρόλο μέσα στο σύστημα του ΟΗΕ.
Στις διεκδικήσεις τους περιλαμβανόταν και η δημιουργία μόνιμης έδρας στο Συμβούλιο Ασφαλείας για την Ινδία και τη Βραζιλία. Επιπλέον, ζήτησαν -με ελάχιστα συγκαλυμμένο τρόπο- να προέρχονται από τις χώρες τους οι υπεύθυνοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, αξιώματα τα οποία παραδοσιακά μοιράζονται οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι.
Συνεπώς, οι προβληματικές σχέσεις της Ινδίας και της Κίνας σε διμερές επίπεδο αντισταθμίζονται από την ένταση των ανταλλαγών τους σε πολυμερές επίπεδο, όπου ένα από τα πρώτα μελήματα των δύο γιγάντων της Ασίας είναι η αντιπαράθεση με τη Δύση. Αν και η εχθρότητα δεν εκπλήσσει διόλου εκ μέρους της Κίνας, η αμφισημία ορισμένων θέσεων της Ινδίας αφήνει αντίθετα πολλούς άναυδους.
Η χώρα εμφανίζεται έντονα διχασμένη ανάμεσα αφ’ ενός στους «δυτικότροπους», που τη βλέπουν ως μια γέφυρα (bridge power) η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει μια συνδετική δύναμη ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο, και, αφ’ ετέρου, τους «ανατολίτες», οι οποίοι θα αντικαθιστούσαν πρόθυμα τη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» (10) με μια «ασιατική συναίνεση» ή ακόμα και με την περιβόητη «συναίνεση του Πεκίνου», η οποία συνδυάζει τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τον πολιτικό αυταρχισμό.
Η ακαταμάχητη έλξη που ασκεί στις ινδικές ελίτ η οικονομική μεγέθυνση της Κίνας τις ωθεί προς τη δεύτερη κατεύθυνση. Ο Ρατζίβ Κουμάρ, διευθυντής της Ομοσπονδίας των Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων της Ινδίας, επέστρεψε τρομερά εντυπωσιασμένος από τη συνάντηση της Σάνια : «Το εντυπωσιακότερο στοιχείο στον κινεζικό καπιταλισμό είναι η πλήρης απουσία κάθε διάκρισης ανάμεσα στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα. Και οι δύο εργάζονται με διαφανή τρόπο, υπό την καθοδήγηση του κομμουνιστικού κόμματος» (10).
Για ορισμένους ινδούς πολιτικούς υπεύθυνους, όταν πρόκειται για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, η δημοκρατία δεν αποτελεί πλέον ιδανικό αλλά πολιτικό εργαλείο. Ετσι, η επίκληση της δημοκρατίας νομιμοποιεί στα μάτια τους την επέμβαση στο Αφγανιστάν (η οποία προσφέρει επίσης το πλεονέκτημα ότι συμβάλλει στην εξασθένιση του Πακιστάν). Αντίθετα, δεν θεωρούν αναγκαίο να συνταχθούν με τις διαμαρτυρίες των Δυτικών για την επέμβαση της Ρωσίας στη Γεωργία, ούτε και με το ψήφισμα 1973 του ΟΗΕ που επέτρεπε την επέμβαση στην Λιβύη.
Η Ινδία φαίνεται καταδικασμένη σε μια μορφή σχιζοφρένειας. Στους μεν υπεύθυνους για τα ζητήματα ασφαλείας της χώρας έχει γίνει έμμονη ιδέα η απειλή που αποτελεί η οικονομική μεγέθυνση του γιγάντιου γείτονά τους, ενώ από την άλλη πλευρά οι ελίτ της συμπαρατάσσονται με την Κίνα εναντίον των Δυτικών και οι επιχειρηματικοί της κύκλοι είναι έτοιμοι να υποκύψουν στη γοητεία που ασκεί η «συναίνεση του Πεκίνου».
Στο περιθώριο της συνάντησης της Σάνια, το Νέο Δελχί και το Πεκίνο αποφάσισαν να ξαναρχίσουν τη συνεργασία τους στους τομείς της άμυνας, η οποία είχε παγώσει μετά από τα επεισόδια που σημειώθηκαν τον Ιούλιο του 2010, να περιορίσουν τις εμπορικές ανισορροπίες μεταξύ τους (καθώς η Ινδία έχει έλλειμμα 25 δισεκατομμυρίων δολαρίων), αλλά και να συστήσουν έναν νέο μηχανισμό διαβούλευσης για την επίλυση των συνοριακών διαφορών τους.
Πόσον χρόνο θα διαρκέσει άραγε η αναθέρμανση στην οποία αντανακλάται η συγκυριακή επιθυμία των Ινδών να ασκήσουν πιέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες -κατά τη γνώμη τους- διατηρούν υπερβολικά στενές σχέσεις με το Πακιστάν ; Κανείς δεν το γνωρίζει. Αν κάτι έχει αποκτήσει περισσότερο μόνιμο χαρακτήρα, πάντως, είναι η ικανότητα των Ινδών και των Κινέζων, όταν συμμετέχουν σε πολυμερείς θεσμούς, να ξεχνούν το ζήτημα των διμερών τους σχέσεων, οι οποίες γνωρίζουν διαρκή σκαμπανεβάσματα, και να συνασπίζονται εναντίον της Δύσης.