«Μία χώρα τόσο αχανής όπως η Ρωσία, έπρεπε να έχει τουλάχιστον 500 εκατομμύρια κατοίκους»
Βλαντιμίρ Πούτιν
(Λόγος προς το έθνος, 8 Ιουλίου 2000)
Για να κατανοήσει κανείς το μέγεθος της δημογραφικής κρίσης στη Ρωσία, δεν είναι ανάγκη να ερευνήσει τις πλέον δυσπρόσιτες περιφέρειες της χώρας με τα ακραία κλιματικά φαινόμενα. Στην περιοχή του Τβερ (Καλίνιν από το 1930 ώς το 1990), μερικές ώρες μονάχα από τη Μόσχα, καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας περισσότεροι από δύο θάνατοι για κάθε μία γέννηση. Σύμφωνα δε με τα πρώτα αποτελέσματα της απογραφής του Σεπτεμβρίου του 2010, ο πληθυσμός της περιοχής ανέρχεται μονάχα στα 1,32 εκατομμύρια άτομα. Μέσα σε είκοσι χρόνια μειώθηκε κατά 18%, δηλαδή κατά περισσότερο από 300.000 κατοίκους.
Στο περιφερειακό τρένο (Elektrichka) που φτάνει από τη Μόσχα γυναίκες γερασμένες και μόνες προσπαθούν να πουλήσουν όπως όπως τα κουζινικά τους για να συμπληρώσουν την ισχνή τους σύνταξη. Στα παγωμένα νερά του Βόλγα, πολλοί ψαράδες σπάνε τον πάγο για να τον τρυπήσουν. Και αν αψηφούν το κρύο δεν είναι για το κέφι τους… Η αρμονία των χρωμάτων των ρώσικων ίσμπα έρχεται σε αντίθεση με την αυστηρότητα των μπετονένιων πολυκατοικιών που περιτριγυρίζουν την πρωτεύουσα. Αλλά η πλειονότητα των ξύλινων αυτών σπιτιών είναι άδεια εδώ και χρόνια: «Στα μισά από τα 9.000 χωριά της περιοχής ο μόνιμος πληθυσμός δεν ξεπερνάει τα δέκα άτομα», υποστηρίζει η Αννα Τσουκίνα, γεωγράφος στο πανεπιστήμιο του Τβερ (1).
Από την εποχή της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991, η Ρωσία έχει χάσει σχεδόν 6 εκατομμύρια κατοίκους. Μάλιστα, η επιστροφή των Ρώσων που ζούσαν στις «αδελφές Δημοκρατίες» και το θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο επέτρεψαν να μετριαστούν κάπως οι συνέπειες ενός ιδιαίτερα αρνητικού φυσικού ισοζυγίου. Σήμερα ο πληθυσμός της Ρωσίας ανέρχεται σε 142,9 εκατομμύρια κατοίκους που ζουν σε μια επικράτεια η οποία είναι διπλάσια εκείνης του Καναδά ή της Κίνας (και τριάντα φορές μεγαλύτερη από εκείνη της Γαλλίας) (2). Μάλιστα, ο Βασίλι Βισνέβσκι, διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφίας του πανεπιστημίου της Μόσχας, υποστηρίζει ότι «η χειρότερη μορφή φτώχειας της χώρας είναι ο αναιμικός πληθυσμός της, που ζει σε μια αχανή επικράτεια».
Οι πλέον απαισιόδοξες εκτιμήσεις του ΟΗΕ για την εξέλιξη της σημερινής δημογραφικής κατάστασης κάνουν λόγο για έναν πληθυσμό ο οποίος το 2025 θα έχει περιοριστεί στα 120 εκατομμύρια -σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο, ο πληθυσμός της χώρας θα ανέρχεται στα 128,7 εκατομμύρια. Στη συνέχεια η μείωσή του θα πραγματοποιηθεί με ακόμα ταχύτερο ρυθμό. Όσο για το πρόσφατο μεσαίο σενάριο της ρωσικής ομοσπονδιακής στατιστικής υπηρεσίας (Rosstat), είναι ότι, εκείνη την εποχή, ο πληθυσμός της χώρας θα ανέρχεται στα 140 εκατομμύρια.
Στον ετήσιο λόγο του στη Δούμα, στις 10 Μαΐου του 2006, ο Πούτιν αξιολογούσε το δημογραφικό ζήτημα ως «το οξύτερο πρόβλημα της χώρας» και έθετε τρεις προτεραιότητες : «Κατ’ αρχάς, οφείλουμε να περιορίσουμε τη θνησιμότητα. Στη συνέχεια χρειαζόμαστε μια έξυπνα σχεδιασμένη μεταναστευτική πολιτική. Τέλος, πρέπει να αυξηθεί το ποσοστό της γεννητικότητας». Δεδομένης της σχετικής αδιαφορίας του πληθυσμού για το ζήτημα, τα μέσα ενημέρωσης και οι υπεύθυνοι προτιμούν να εστιάζουν τις προσπάθειές τους στη γεννητικότητα -ένα ζήτημα γύρω από το οποίο εύκολα προκύπτει συναίνεση- και δεν καταπιάνονται με τις αντιφάσεις της «νέας Ρωσίας», όπου κυριαρχούν εντονότατες ανισότητες.
Ακόμα και στην καρδιά του χειμώνα, στους χιονισμένους πεζόδρομους του Τβερ ή στις όχθες του Βόλγα συναντάμε πολλά καροτσάκια μωρών με ρόδες ή με… πέδιλα σκι. Στο τμήμα της δημοσιας υγείας, η υπεύθυνη προστασίας της παιδικής ηλικίας, Λύντια Σαμόσκινα είναι αισιόδοξη: «Βλέπουμε όλο και περισσότερες οικογένειες με δύο ή τρία παιδιά. Η γεννητικότητα σταμάτησε να μειώνεται εδώ και τέσσερα ή πέντε χρόνια. Σήμερα, η οικονομία πάει καλύτερα. Το κράτος και η περιοχή βοηθούν».
Η νέα πολιτική για την γεννητικότητα της κυβέρνησης θυμίζει την εξύμνηση της «σοσιαλιστικής οικογένειας» την σοβιετική περίοδο. Το «μητρικό κεφάλαιο» επιτρέπει να κατευθύνονται τα βοηθήματα σε πολυπληθείς οικογένειες. Φαινομενικά αυτό έχει αποτέλεσμα αφού ο αριθμός των γεννήσεων αυξάνεται από το 2007. Το ποσοστό γεννήσεων που είχε πέσει στο 8,6% (παιδιά ανά 1000 κατοίκους) το 1999, ανέβηκε ξανά στο 12,6% το 2010. Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου ο συνθετικός δείκτης γονιμότητας (Σ.τ.Ε.: ετήσιος δείκτης) πέρασε από 1,16 παιδιά ανά γυναίκα στα 1,53.
Ωστόσο, οι δημογράφοι παραμένουν σκεπτικιστές. Τις περισσότερες φορές το μόνο αποτέλεσμα των οικονομικών κινήτρων είναι να επισπεύδουν οι γυναίκες μια προαποφασισμένη εγκυμοσύνη τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η πολιτική του Γκορμπατσόφ για την τόνωση της γεννητικότητας επέτρεψε αρχικά την άνοδο της γονιμότητας, αλλά στη συνέχεια ακολούθησε μια ακόμα εντονότερη κάμψη. Μακροπρόθεσμα, η γεννητικότητα εξελίσσεται στη Ρωσία όπως και στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και την πολιτιστική επανάσταση του ελέγχου των γεννήσεων, ο σύνθετος δείκτης γονιμότητας έπεσε κάτω από το όριο της ανανέωσης των γενεών. Η μόνη διαφορά με τη Δύση ήταν η χαμηλή διάδοση των μεθόδων αντισύλληψης. Οι αρχές καλλιεργούσαν την καχυποψία απέναντι στο χάπι και οι Ρωσίδες κατέφευγαν μαζικά στην άμβλωση (νόμιμη από το 1920, απαγορευμένη από τον Στάλιν το 1936 και πάλι νόμιμη μετά το 1955). Οι στατιστικές για τις αμβλώσεις παρέμεναν απόρρητες μέχρι το 1986. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, υπήρξαν χρονιές όπου στη σημερινή Ρωσία πραγματοποιήθηκαν έως και 5,4 εκατομμύρια αμβλώσεις (για παράδειγμα το 1965). Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 σε κάθε γυναίκα αντιστοιχούσαν πάνω από τέσσερις αμβλώσεις. Έπρεπε να περιμένουμε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ για να υπάρξει μεγαλύτερη διάδοση της αντισύλληψης. Από το 2007 και μετά, ο αριθμός των αμβλώσεων είναι μικρότερος από εκείνον των γεννήσεων και συνεχίζει να πέφτει (1,29 εκατομμύρια το 2009).
Παρ’ όλο που η χαμηλή γεννητικότητα της Ρωσίας είναι φυσιολογική για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, η ιδιαίτερα υψηλή θνησιμότητα -κυρίως στους άνδρες- αποτελεί πρωτοφανές φαινόμενο. Οι Ρώσοι άνδρες βρίσκονται -με προσδόκιμο χρόνο ζωής 62,7 έτη το 2009 (έναντι 74,6 για τις γυναίκες)- στη χειρότερη θέση σε ολόκληρη την ήπειρο, ενώ εκτιμώνται κάτω και από τον παγκόσμιο μέσο όρο (66,9 χρόνια το 2008). Ενώ οι Δυτικοί κέρδισαν περίπου δέκα χρόνια προσδόκιμου ζωής από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οι Ρώσοι δεν έχουν ακόμα κατορθώσει να επιστρέψουν στο επίπεδο του… 1964 !
Στο Τβερ οι συνομιλητές μας επικαλούνται τη φυγή των νέων προς την πρωτεύουσα, που βρίσκεται σε απόσταση 200 χλμ για να ερμηνεύσουν την μείωση του πληθυσμού. Είναι αλήθεια πώς οι πιο δραστήριοι παίρνουν το δρόμο για την Μόσχα ή την Αγία Πετρούπολη για να βρουν καλύτερο μισθό και πιο ενδιαφέρουσα εργασία. Όμως η φυγή τους αντισταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από την εισροή στην περιοχή μεταναστών από την Κεντρική Ασία. Ο πραγματικός λόγος συνίσταται στη θνησιμότητα του ανδρικού πληθυσμού, καθώς ο προσδόκιμος χρόνος ζωής του (58,3 έτη το 2008) είναι κατώτερος εκείνου του Μπενίν ή της Αϊτής (3).
Τη δεκαετία του 1950 στη Ρωσία σημειώθηκε ταχύτατη πρόοδος στην καταπολέμηση των λοιμωδών ασθενειών. Όταν το 1964 ανήλθε στην εξουσία ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ, οι κομμουνιστικές χώρες είχαν καλύψει την υστέρησή τους απέναντι στις δυτικές, χάρη στην ανάπτυξη του υγειονομικού τους συστήματος, στους εμβολιασμούς και τα αντιβιοτικά. Όμως, στη συνέχεια, το χάσμα δεν έπαψε να βαθαίνει μέχρι να κορυφωθεί στις αρχές του 20ου αιώνα… Το σύστημα υγείας δεν αποτελούσε πλέον προτεραιότητα για το σοβιετικό καθεστώς, που είχε εισέλθει σε μια περίοδο οικονομικής στασιμότητας. Αποδείχθηκε δε ελάχιστα αποτελεσματικό σε σχέση με τις παθήσεις της σύγχρονης εποχής (καρκίνος, καρδιαγγειακές παθήσεις), ενώ ο κεντρικός σχεδιασμός οδήγησε στην επιλογή της ποσότητας και όχι της ποιότητας της ιατρικής περίθαλψης. Επιπλέον, τα μέσα που διατέθηκαν για τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και την επιμόρφωση του προσωπικού παρέμειναν περιορισμένα. Εξάλλου, το καθεστώς δεν κατόρθωσε να ευαισθητοποιήσει τα άτομα για μια πιο υγιεινή ζωή.
Η επιστροφή του κράτους οδήγησε σε σημαντική πρόοδο
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Ρώσοι έχασαν (την περίοδο 1991-1994) σχεδόν επτά χρόνια προσδόκιμου χρόνου ζωής. Παρ’ όλο που η αύξηση της θνησιμότητας αποτέλεσε κοινό χαρακτηριστικό όλων των πρώην κομμουνιστικών χωρών, αποδείχθηκε ότι, όσο προχωρούσε κανείς προς τα ανατολικά, ήταν πιο απότομη και είχε περισσότερο μόνιμο χαρακτήρα. Η εξέλιξη μπορεί να εξηγηθεί μονάχα με το χάος που προκάλεσε η περίοδος Γέλτσιν (1991-1999). Σύμφωνα με τον Ζακ Σαπίρ (4) , «ο πληθυσμός υπέστη ένα σοκ που μπορεί να συγκριθεί μονάχα με εκείνο της περιόδου 1928-1934 (μεγάλος λιμός στην Ουκρανία)». Το 1998, το ΑΕΠ δεν αντιστοιχούσε παρά στο 60% του ΑΕΠ του 1991. Το επίπεδο των επενδύσεων ήταν κατά 30% χαμηλότερο. Η καπιταλιστική Ρωσία δεν ξαναβρήκε παρά το 2000 ένα επίπεδο αντίστοιχο μ’ εκείνο του τέλους της Σοβιετικής Ρωσίαςefn_note]Πρόγραμμα του ΟΗΕ για την Ανάπτυξη, UNdata.[/efn_note].
Είναι η εποχή του ξεπουλήματος των δημόσιων αγαθών και της λεηλασίας των φυσικών πόρων, προς όφελος μιας μικρής ομάδας προνομιούχων, το πιο συχνά προερχόμενων από την παλιά νομενκλατούρα. Οι επιλογές που έκαναν οι πρώτοι ηγέτες της μετακομμουνιστικής περιόδου, που υλοποιούσαν τις συμβουλές των ειδικών της Δύσης όπως ο Τζέφρεϊ Σακς ή οι Γάλλοι Ντανιέλ Κοέν και Κριστιάν ντε Μπουασιέ (πρόεδρος του Συμβουλίου οικονομικής ανάλυσης), μετέτρεψαν τη Ρωσία στην ευρωπαϊκή χώρα με τις υψηλότερες αλλά και τις πλέον έντονες ανισότητες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η αποδιάρθρωση της κοινωνίας συνοδεύτηκε από μια έκρηξη των βίαιων θανάτων. Η Ρωσία κατέχει τη δεύτερη θέση παγκοσμίως ως προς το ποσοστό των αυτοκτονιών των ανδρών και την πρώτη θέση ως προς τη θνησιμότητα από τροχαία (33.000 νεκροί ετησίως) και από ανθρωποκτονίες (5). Επιπλέον, οι Ρώσοι, αποπροσανατολισμένοι και πανικόβλητοι, έχασαν ακόμα και το «κοινωνικό τους κεφάλαιο», τα δίκτυα σχέσεων που είχαν αναπτύξει. Η Ρωσία συγκαταλέγεται στις χώρες όπου παρατηρείται ο μικρότερος αριθμός μελών που συμμετέχουν σε συλλόγους, σωματεία και οργανώσεις. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του αθλητισμού : Όπως παρατηρεί η δημοσιογράφος Αννα Πιούνοβα, «με εξαίρεση την τάξη των προνομιούχων, οι Ρώσοι δεν ενδιαφέρονται πλέον για τη φυσική τους κατάσταση. Αν και η Ρωσία εξακολουθεί να κατέχει σημαντική θέση στις αθλητικές διοργανώσεις λόγω της ελιτίστικης επιλογής των αθλητών από νεαρότατη ηλικία, δεν υφίσταται πλέον μαζικός αθλητισμός».
Η βότκα αποτελεί το κατ’ εξοχήν πρόβλημα δημόσιας υγείας. Μετά τους περιορισμούς που επέβαλε ο Γκορμπατσόφ, η κατανάλωση αυξήθηκε με ταχύ ρυθμό τη δεκαετία του ’90. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), στους άνδρες σχεδόν ένας θάνατος στους πέντε οφείλεται στο αλκοόλ (έναντι ενός στους δεκαέξι κατά μέσο όρο σε παγκόσμιο επίπεδο). Η Ρωσία είναι η χώρα της Ευρώπης όπου καταναλώνονται τα περισσότερα «βαριά» ποτά και σε ποσότητες που πολύ συχνά ξεπερνούν τη μέθη.
Στην Άπω Ανατολή, συνεχής μάχη απέναντι στο κενό
Για να κατανοήσουμε το σοκ των τάξεων στην νέα Ρωσία αρκεί να φτάσουμε στην Μόσχα με το Σαπσάν, το νέο γρήγορο Ρωσικό τρένο. Ενώ οι πληβείοι στοιβάζονται στο Elektrichka, οι «Νέοι Ρώσοι» σερφάρουν στο τάμπλετ τους ενώ ταξιδεύουν με 250 χλμ την ώρα. Για να κερδίσεις 30 λεπτά διαδρομής πρέπει να μπορείς να πληρώσεις εισιτήριο έξι φορές ακριβότερο! Κατά τη διάρκεια του καύσωνα του 2010, ενώ τα μέλη της νέας νομενκλατούρας περνούσαν τις διακοπές τους στην Κυανή Ακτή ή στα πολυτελή θέρετρα της Μαύρης Θάλασσας, στην περιφέρεια της Μόσχας και στο νότιο τμήμα της χώρας καταγράφηκαν 55.000 περισσότεροι θάνατοι συγκριτικά με το προηγούμενο καλοκαίρι, λόγω των ελλείψεων του συστήματος υγείας.
Στους τομείς της εκπαίδευσης και της υγείας, οι «Νέοι Ρώσοι» καταφεύγουν στις πανάκριβες και ποιοτικές υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα, ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού αναγκάζεται να αρκεστεί στην υποβαθμισμένη ποιότητα του δημόσιου τομέα. Σύμφωνα με τον δείκτη υγείας που έχει δημιουργήσει ο ΟΗΕ, η Ρωσία κατέχει την 122η θέση, και μάλιστα με βαθμολογία που είναι κατώτερη από εκείνη που είχε το 1970.
Η μεταρρύθμιση του 1993 φιλοδοξούσε να διορθώσει την χρόνια υποχρηματοδότηση και την διασπάθιση πόρων αντικαθιστώντας το κεντρικό σύστημα του κράτους από μια υποχρεωτική ασφάλιση με χρηματοδότηση από μισθοδοτικές εισφορές. Η εισαγωγή μιας μη κατευθυνόμενης αποκέντρωσης καθώς και ο ανταγωνισμός των ιδιωτικών ασφαλειών αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές και πολυδάπανες. Για να αντιμετωπίσουν τις υγειονομικές προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, οι βιομηχανοποιημένες χώρες έχουν υψηλές δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες που ξεπερνούν το 10% του ΑΕΠ στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες (11% στην Γαλλία, 16% στις ΗΠΑ). Ήδη χαμηλές στην Ρωσία πριν το 1991, έπεσαν στο 2,7% του ΑΕΠ το 2000 πριν ξανανέβουν στο 4,5% το 2010 (6).
Βέβαια, η οικονομική ανάκαμψη και η «επιστροφή» του κράτους είχαν ως αποτέλεσμα να σημειωθεί κάποια πρόοδος, κυρίως όσον αφορά την αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών παθήσεων και την έγκαιρη και αποτελεσματική περίθαλψη των θυμάτων των τροχαίων. Η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε στο ήμισυ μέσα σε μια δεκαπενταετία και έφθασε στο επίπεδο της Δύσης (7,5% το 2010).
Η πολιτική για την υγεία κάνει σήμερα μια στροφή, την οποία έπρεπε να είχε εφαρμόσει εδώ και πολύ καιρό. Από την 1η Ιανουαρίου 2011 ξεκίνησε μια κούρσα ανάκαμψης, με τις ασφαλιστικές εισφορές για την υγειονομική περίθαλψη να περνούν από το 3,1% στο 5,1% των μισθών: «Το μέτρο αυτό θα φέρει στο εθνικό ταμείο υγείας 460 δις ρούβλια. Τα χρήματα αυτά θα πάνε κατ’ αρχήν στην αναμόρφωση και την εγκατάσταση συστημάτων πληροφορικής των κέντρων υγείας και κατόπιν στην άνοδο του επιπέδου της φροντίδας», εξηγεί η Σοφία Μαλυάβινα, σύμβουλος της υπουργού υγείας. Μια καθοριστική αλλαγή θα συντελεστή με την δημιουργία 500 διαγνωστικών κέντρων. Οι Ρώσοι θα επιλέγουν πραγματικά τον γιατρό τους χωρίς να χρειάζεται να ξοδεύουν μια περιουσία.
Ένα τεράστιο εργοτάξιο παραμένει ανοιχτό σε σχέση με την πρόληψη. Αναβαθμίστηκε ο ιατρός εργασίας, ένα διαβατήριο υγείας επιτρέπει στους έφηβους να κάνουν τακτικά πλήρη τσεκ-απ. «Σχολεία υγείας» μεταφέρουν τις συστάσεις στους ηλικιωμένους. Σημάδι της αλλαγής που συντελείται: στα τέλη Απριλίου 2011, η Μόσχα φιλοξενούσε την πρώτη παγκόσμια σύσκεψη υπουργών υγείας για «τον υγιεινό τρόπο ζωής και την μάχη ενάντια στις μη μεταδιδόμενες ασθένειες». Εντούτοις, παρά τον πολλαπλασιασμό των προγραμμάτων δεν είναι εύκολο να βελτιωθεί η υγειονομική κατάσταση του πληθυσμού αν δεν υπάρξουν εξελίξεις στις κοινωνικές συνθήκες ζωής. Όμως η μείωση των ανισοτήτων με στήριξη όσων έχουν ανάγκη (άτομα που ζουν μόνα, συνταξιούχοι, αγροτικός πληθυσμός) και ένα φορολογικό σύστημα περισσότερο αναδιανεμητικό δεν είναι στην ημερήσια διάταξη.
Με εξαίρεση μερικές πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές της Δυτικής Σιβηρίας και τη Μόσχα, η οποία φιλοδοξεί να μετατραπεί σε «παγκόσμια μητρόπολη» και έχει κερδίσει 1,5 εκατομμύριο κατοίκους την τελευταία εικοσαετία, η μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού παρατηρείται στις νότιες περιοχές της χώρας. Πράγματι, οι ορεσίβιοι λαοί του Βόρειου Καυκάσου που κατατρομοκρατούν τους Ρώσους από την εποχή των πολέμων της Τσετσενίας, είναι εκείνοι που κάνουν και τα περισσότερα παιδιά.
Όμως, η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ρωσία για την ανάπτυξη της αχανούς επικράτειάς της είναι να μην παραμείνει μια οικονομία που εξαρτάται μονάχα από την εκμετάλλευση του ορυκτού φυσικού πλούτου της και κυρίως του πετρελαίου. Η εγκατάλειψη των βιομηχανικών φιλοδοξιών της και η εμμονή στις εξορυκτικές δραστηριότητες βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα στις περιοχές που είναι πλούσιες σε φυσικούς πόρους και τις υπόλοιπες. Στον πολικό κύκλο, το Μουρμάνσκ έχασε μέσα σε είκοσι χρόνια το ένα τέταρτο του πληθυσμού του, ενώ το Μαγκαντάν, δυσφημισμένο για πάντα εξαιτίας του γκουλάγκ της Κολίμα, έχει μονάχα το ένα τρίτο του πληθυσμού που είχε την εποχή της ΕΣΣΔ. Με μια επιφάνεια μεγαλύτερη από εκείνη της Ε.Ε., η ρωσική Άπω Ανατολή δεν κατοικείται πια παρά από 6,4 εκ. κατοίκους (-20%) ενώ «η συνεχής μάχη ενάντια στο κενό» χειροτερεύει (7). Η πυκνότητά της δεν αντιπροσωπεύει ούτε καν το ένα εκατοστό εκείνης του κινέζου γείτονα.
Επίσης, προβληματίζει η μοίρα των «μόνογκραντ», των πόλεων που αναπτύχθηκαν γύρω από ένα τεράστιο βιομηχανικό συγκρότημα, όπως το Καραμπάς και το Μανιτόγκορσκ. Η αντιμετώπιση της ρύπανσης και ο εκσυγχρονισμός των βιομηχανιών τους θα απαιτούσε κολοσσιαία ποσά, ώστε ορισμένοι κάνουν τακτικά λόγο για «εξαγωγή της μάζας των ανέργων» (8) στις περιφερειακές μητροπόλεις ή σε πόλεις με περισσότερο διαφοροποιημένη παραγωγική βάση.
Όσον αφορά δε τη μετανάστευση, η στάση της κυβέρνησης είναι διφορούμενη. Προσπαθεί να συνδυάσει την απάντηση στο δημογραφικό πρόβλημα με την κολακεία της κοινής γνώμης, η οποία βυθίζεται στον εθνικισμό και την ξενοφοβία. Όσο κι αν ο Πούτιν εκθειάζει την επιστροφή των «συμπατριωτών» καθώς μια επιλεκτική μετανάστευση που θα προσελκύει «άτομα μορφωμένα, που θα σέβονται τους νόμους», οι περισσότεροι μετανάστες προέρχονται από τον Καύκασο και τις φτωχές περιοχές της Κεντρικής Ασίας (Ουζμπεκιστάν, Καζακστάν, Τατζικιστάν) και δουλεύουν συνήθως στην οικοδομή και στα οδικά έργα, κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Σύμφωνα με τον Αλεξάντρ Βερχόφσκι του Κέντρου Σόβα, «η Ρωσία -κι ακόμα περισσότερο η ΕΣΣΔ- ήταν ανέκαθεν πολυπολιτισμική. Σήμερα, οι μετανάστες, ακόμα κι όταν προέρχονται από άλλες ρωσικές Δημοκρατίες, είναι ξεκομμένοι από τη ρωσική κοινωνία. Επικρατεί τέτοιος φόβος ώστε όλοι όσοι δεν έχουν τα τυπικά ρωσικά χαρακτηριστικά αντιμετωπίζονται σαν “εξωγήινοι”». Η υποκρισία φτάνει στο αποκορύφωμά της στο ζήτημα της λαθρομετανάστευσης, η οποία καταγγέλλεται ομόφωνα, αλλά δεν γίνεται τίποτα για την πάταξη των κυκλωμάτων, ούτε και για τη δημιουργία προγραμμάτων για την ενσωμάτωση των μεταναστών.
Η ρωσική κοινωνία δεν δείχνει έτοιμη να δρομολογήσει μια φιλόδοξη μεταναστευτική πολιτική. Ωστόσο, τα δημογραφικά φαινόμενα που αντιμετωπίζει είναι τόσο σημαντικά, ώστε είναι αδύνατον να ελπίζει ότι μπορεί να αναστρέψει -ή έστω και να μετριάσει- τη δυναμική τους. Πρέπει επίσης να αρχίσει να εξετάζει τη λήψη των μέτρων με τα οποία θα προσαρμοστεί σε μια ενδογενή πληθυσμιακή κατάρρευση, που είναι σε μεγάλο βαθμό μη αναστρέψιμη.