Οι πρόσφατες αναλύσεις συχνά παραλληλίζουν τη σύγχρονη Ρωσία με τη Σοβιετική Ένωση: μια γραφειοκρατία μετεξελιγμένη σε κάστα που βρίσκεται στο «απυρόβλητο», μονοκομματικό σύστημα, περιφρόνηση των δημοκρατικών αρχών, χειραγώγηση της Δικαιοσύνης και, πάνω απ’ όλα, αναγέννηση του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Κι όμως, η περίοδος Πούτιν διαφέρει πολύ από τη στασιμότητα της εποχής του Μπρέζνιεφ.
Η Ρωσία του 2010 δεν είναι η Σοβιετική Ενωση του τέλους της δεκαετίας του ’70. Είναι αλήθεια πως οι δύο αυτές οντότητες έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά: εκεί όπου ήταν αδιαμφισβήτητος ο ηγετικός ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ), σήμερα υπάρχει αυτός του κόμματος της «Ενωμένης Ρωσίας», με πρόεδρο τον Βλαντιμίρ Πούτιν, το 46% των μελών του οποίου είναι δημόσιοι υπάλληλοι διαφόρων βαθμίδων. Το Ανώτατο Σοβιέτ αντικαταστάθηκε από τη Δούμα, τα μέλη της οποίας εκλέγονται με τα ψηφοδέλτια των κομμάτων που ελέγχονται από το Κρεμλίνο - τα μη ελεγχόμενα κόμματα αποκλείονται. Κάθε διαδήλωση της αντιπολίτευσης καταστέλλεται, τα τηλεοπτικά προγράμματα λογοκρίνονται. Η Δικαιοσύνη χειραγωγείται, υπηρετώντας αποκλειστικά τα συμφέροντα της κυρίαρχης εξουσίας. Στην οικονομία, ο «νεοσοβιετισμός» είναι της μόδας: Επί Μπρέζνιεφ τα πετρελαϊκά προϊόντα και οι πρώτες ύλες αντιπροσώπευαν το 55% των εξαγωγών. Σήμερα αντιπροσωπεύουν το 80%. Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων και το δυναμικό της αστυνομίας και των λοιπών υπηρεσιών ασφαλείας αυξήθηκε, ενώ ο πληθυσμός μειώθηκε από τα 287 εκατομμύρια, της εποχής της ΕΣΣΔ, στα 142 εκατομμύρια (μόνο στη Ρωσία). Οι μεγάλες επιχειρήσεις ελέγχονται από το κράτος. Στην εξωτερική πολιτική, ο αφανισμός της Σοβιετικής Ενωσης θεωρείται, σύμφωνα με τον ίδιο τον Πούτιν, «η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα» (1).
Ωστόσο, η Ρωσία του 2010 είναι εντελώς διαφορετική από τη Σοβιετική Ενωση. Το τερατώδες, από πολλές απόψεις, σημερινό καθεστώς κυβερνά, παραδόξως, μια ελεύθερη χώρα. Στο μέτρο που τους επιτρέπουν τα εισοδήματά τους, οι Ρώσοι την εγκαταλείπουν και επιστρέφουν όποτε θέλουν. Περισσότεροι από πέντε εκατομμύρια Ρώσοι πολίτες ζουν στο εξωτερικό, διατηρώντας την ιθαγένειά τους. Η οικονομία είναι ανοιχτή στον έξω κόσμο (το 2009, ο όγκος του εξωτερικού εμπορίου αντιπροσώπευε το 40,7% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, έναντι 18,3% των ΗΠΑ). Ο ρωσικός πολιτισμός και τα δίκτυα πληροφόρησής του διαδίδονται πέρα από τα σύνορα. Στη χώρα πωλούνται οι δυτικές εφημερίδες και στις μεγάλες πόλεις εκπέμπουν ξένα κανάλια. Αντίθετα με την Κίνα, η Ρωσία δεν λογοκρίνει το Διαδίκτυο. Παρά τις προκλητικές δολοφονίες πολλών δημοσιογράφων, υπάρχουν εφημερίδες που ασκούν δριμεία κριτική στο καθεστώς. Η εμπορική δραστηριότητα είναι ελεύθερη - στη χώρα υπάρχουν ενάμισι εκατομμύριο μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι πολίτες μπορούν πλέον να γίνουν ιδιοκτήτες του διαμερίσματος ή της μονοκατοικίας τους και να αγοράσουν γη χωρίς περιορισμούς ως προς την έκταση.
Έχουν ιδρυθεί ιδιωτικές τράπεζες και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το σημερινό σύστημα είναι μοναδικό στο είδος του. Πρόκειται για ένα μείγμα «σχεδόν σοβιετισμού» και «ψευδοδυτικισμού», που δημιούργησε μια αλλόκοτη κατάσταση, στην οποία, για να επαναλάβουμε τα λόγια του ρώσου ιστορικού Αλεξέι Μίλερ, «καταλήγουμε να νιώθουμε ελεύθεροι σε προσωπικό επίπεδο σε μια Ρωσία που δεν πληροί απολύτως καμία από τις δημοκρατικές προδιαγραφές» (2). Το μοντέλο Πούτιν είναι αναμφισβήτητα πιο ολοκληρωμένο από το μοντέλο Μπρέζνιεφ, τουλάχιστον από δύο απόψεις. Σε πολιτικό επίπεδο, την εποχή της ΕΣΣΔ, την εξουσία ασκούσε μια ερμητικά κλειστή ομάδα με μια ιδεολογία που θεωρούνταν παρωχημένη και πρωτόγονη στη Δύση, αλλά την οποία συμμεριζόταν μεγάλος αριθμός Ρώσων. Σε αυτό το πλαίσιο, το κόμμα διατηρούσε τον «ηγετικό» ρόλο και αγωνιζόταν ενάντια σε κάθε διαφορετική σκέψη, σε κάθε προσπάθεια που έθετε σε αμφισβήτηση την εξουσία του. Η ιδεολογία αυτή κατέρρευσε προς όφελος ενός καπιταλισμού που δεν υπακούει σε καμία αρχή. Τα σύνορα είναι ανοιχτά, οι Ρώσοι μπορούν να ταξιδεύουν στο εξωτερικό, να ασκούν κριτική στην εξουσία, να γίνονται παραλήπτες και διανομείς των πληροφοριών που επιθυμούν. Τα τελευταία χρόνια, εντούτοις, αναβιώνουν αρκετά αυταρχικά χαρακτηριστικά της εποχής Μπρέζνιεφ, χωρίς να συναντούν σοβαρές αντιστάσεις εκ μέρους του πληθυσμού.
Σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, το σοβιετικό σύστημα βασιζόταν στη φτώχεια και στη διανομή των βασικών αγαθών. Οι μεταρρυθμιστές της περεστρόικα και οι δυτικοί σύμβουλοι της πρώτης δημοκρατικά εκλεγμένης ρωσικής κυβέρνησης ήταν πεπεισμένοι ότι το τέλος των ελλείψεων και η πρόσβαση στην ιδιοκτησία θα εμπόδιζαν την παλινόρθωση μιας αυταρχικής εξουσίας. Τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Η οικονομική ανάπτυξη στη δεκαετία του 2000 -αποτέλεσμα μιας ευνοϊκής παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας- επέτρεψε σε πολλούς πολίτες να πλουτίσουν και, κατά συνέπεια, εξαγόρασε την υποταγή τους στο σύστημα. Τα μεσαία και ανώτερα στρώματα κατανόησαν ότι η εξουσία διασφάλιζε τη μακροημέρευση της ευημερίας τους. Κι έτσι, φθάσαμε σ’ ένα πρωτόγνωρο κοινωνικό συμβόλαιο: οικονομική ευημερία με αντάλλαγμα την πολιτική σταθερότητα.
Ο πρώην πρόεδρος και νυν πρωθυπουργός Πούτιν επωφελείται ακόμα από αυτή τη συνθήκη, καθώς θεωρείται ότι αυτή είναι η σημαντικότερη υπηρεσία που προσέφερε στη χώρα. Για να στηρίξει αυτή τη σταθερότητα, η κυβέρνηση ασκεί προστατευτική πολιτική υπέρ της εθνικής παραγωγής και προσφέρει σε δεκάδες χιλιάδες εταιρείες μια σχεδόν μονοπωλιακή κατάσταση στις αγορές... Η αύξηση του κόστους παραγωγής (3) προκαλεί αύξηση των τιμών λιανικής ακόμα και στην ευρωπαϊκή αγορά, αλλά στη Ρωσία αντισταθμίζεται από την αναδιανομή ενός μέρους των κερδών από το πετρέλαιο στους φτωχότερους. Έτσι, οι ρώσοι ηγέτες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα διακυβέρνησης που οι πρόγονοί τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχαν καν τολμήσει να ονειρευτούν. Βελτίωσαν το επίπεδο ζωής των δημοσίων υπαλλήλων. Ανέβαλαν, ντε φάκτο, τις ελεύθερες εκλογές και κατήργησαν το δικαίωμα της απεργίας και των διαδηλώσεων. Κατέστησαν τη δικαιοσύνη υποχείριο της κρατικής γραφειοκρατίας και δημιούργησαν μια κοινωνική ομάδα αποκομμένη από το λαό, που ζει ξεχωριστά από αυτόν. Το αποτέλεσμα είναι μια ελεύθερη κοινωνία υπό τον έλεγχο μιας αυταρχικής εξουσίας, μια συμβίωση αδύνατη, σύμφωνα με τα δυτικά κοινωνιολογικά κριτήρια. Αν η ρωσική κοινωνία αποδέχθηκε τον δραστικό περιορισμό της ελευθερίας που με τόσο πάθος υπερασπίσθηκε η περεστρόικα, είναι γιατί η έννοια της συλλογικής δράσης έχει απαξιωθεί.
Το μυστικό όπλο του Πούτιν κρύβεται στην ξαφνική επέκταση του κοινωνικού χώρου μέσα στον οποίο ο πολίτης μπορεί να βρει ατομικές λύσεις στις συστημικές αντιφάσεις. Το εύρος και η δύναμη της περεστρόικα του 1985 εξηγούνται από τη διαφορετική κοινωνική προέλευση των υποστηρικτών της, οι οποίοι, εκτός αυτών των ιδιαίτερων συνθηκών, δεν θα μπορούσαν να συμβιώσουν. Το σοβιετικό σύστημα δεν ανεχόταν την ύπαρξη πολλών κοινωνικών ομάδων. Λογόκρινε τις διαφορετικές απόψεις, κατέπνιγε κάθε εναλλακτική κουλτούρα, κατέστελλε τη θρησκευτική ζωή. Οι Ρώσοι δεν είχαν πρόσβαση στην αυθεντική ιστορία της χώρας τους και δεν έπρεπε να διακηρύσσουν την εθνική τους ταυτότητα. Ένας άθεος καθηγητής πανεπιστημίου κι ένας χριστιανός ορθόδοξος χωρικός είχαν τους ίδιους λόγους για να είναι δυσαρεστημένοι από το σύστημα. Οι προσωπικές απαντήσεις στις υπαρκτές προκλήσεις δεν ήταν δυνατές.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί μια ασθμαίνουσα οικονομία, που έδινε προτεραιότητα στις ανάγκες της πολεμικής βιομηχανίας, αντί να ικανοποιεί τις στοιχειώδεις ανάγκες των πολιτών, και η οποία ελεγχόταν από μια σκληρή γραφειοκρατία, που, με τη σειρά της, ήταν εργαλείο του Κόμματος. Όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ έριξε την ιδέα της αλλαγής, συσπείρωσε εκατομμύρια υποστηρικτών. Κάποιοι από αυτούς ήθελαν μεταρρυθμίσεις και τον εκσυγχρονισμό του συστήματος, άλλοι ήθελαν την ολοσχερή καταστροφή του. Όλοι, όμως, ήξεραν ότι η προσωπική τους εξέλιξη εξαρτιόταν από τη ριζική αλλαγή του γενικού πλαισίου. Εξ ου και η διαφορετική προέλευση των πολιτών που πίστεψαν στην περεστρόικα: μεταλλωρύχοι (που σήμερα πεθαίνουν κατά εκατοντάδες στις γαλαρίες, γιατί οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων αρνούνται να επενδύσουν στην ασφάλεια των εργαζομένων) αγωνίζονταν για ριζικές αλλαγές με τον ίδιο ενθουσιασμό όσο και οι πρώτοι ιδιώτες επιχειρηματίες. Μαζί τους ενώνονταν διάφοροι τοπικοί γραφειοκράτες που, ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, επέστρεφαν την κομματική τους ταυτότητα και κήρυτταν την ανεξαρτησία των εθνικών δημοκρατιών. Εκείνο το σύστημα ήταν καταδικασμένο γιατί δεν εξυπηρετούσε κανέναν.
Το σημερινό σύστημα δεν αναπαράγει τα λάθη του προηγούμενου. Κατόρθωσε να ξεφορτωθεί έγκαιρα εκατομμύρια πολιτών που ήταν υπερβολικά δραστήριοι -εγκατέλειψαν τη χώρα στη δεκαετία του ’90- οι διακηρυγμένες απόψεις των οποίων θα είχαν δημιουργήσει αναμφίβολα μια νέα γενιά αντιφρονούντων. Κατόρθωσε επίσης να καταστήσει προσβάσιμους στην πλειονότητα των πολιτών διάφορους τρόπους πλουτισμού και αυτονομίας, χάρη στην ανάπτυξη του εμπορίου, των δυνατοτήτων που παρέχει η οριζόντια και η κάθετη κοινωνική κινητικότητα και, τέλος, χάρη στο άνοιγμα των συνόρων. Μπόρεσε ακόμα να βρει μια επωφελή ισορροπία μεταξύ συμφερόντων και ανθρώπινου δυναμικού: στους ταλαντούχους και αποφασισμένους ανθρώπους προσέφερε καλοπληρωμένες θέσεις στις επιχειρήσεις, στους άλλους θέσεις σε μια γραφειοκρατία που είχε παραλύσει από τη διαφθορά. Εκανε τα στραβά μάτια στις κομπίνες των χαμηλόβαθμων δημοσίων υπαλλήλων, όσο τουλάχιστον δεν απειλούνταν οι βάσεις του συστήματος.
Το σοβιετικό σύστημα ξόδευε απίστευτη ενέργεια προκειμένου να πείσει τους πολίτες για την ανωτερότητά του σε όλους τους τομείς. Αυτό είναι πλέον περιττό: η ρωσική κοινωνία είναι μια κοινωνία χωρίς πολίτες. Πώς μπόρεσε να μετασχηματισθεί σε αυτή την πλαδαρή και αποσυντεθειμένη δομή; Η απάντηση πρέπει αναμφίβολα να αναζητηθεί στις ιδιαιτερότητες της ελίτ και στα «κοινωνικά ασανσέρ» που δημιουργήθηκαν. Στην πλειονότητα των κοινωνιών που εκσυγχρονίζονται, υπάρχουν πολλές μορφές ελίτ -πολιτική, επιχειρηματική, πνευματική, στρατιωτική... Αντιθέτως, στη Ρωσία αυτές οι διαφοροποιήσεις εξαφανίστηκαν κατά την περίοδο της μετάβασης στον καπιταλισμό. Η πανεπιστημιακή και η στρατιωτική ελίτ αποδείχθηκαν άχρηστες. Η εργασία που παρείχαν έπαψε να αμείβεται πρακτικά. Η υλική σφαίρα απορρόφησε ταυτόχρονα όλες τις κοινωνικές αξίες. Η πολιτική ελίτ βρέθηκε αντιμέτωπη με το λαό, ο οποίος της ζητούσε πλούτη που δεν είχε τα μέσα να του παράσχει. Έτσι, ανέλαβε ο επιχειρηματικός κόσμος να προσδιορίσει τις κοινωνικές αξίες και να εισέλθει, στο βαθμό που εξαπλωνόταν, στις δομές της εξουσίας. Σε αυτή την πρώτη φάση -μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 2000- η κρατική εξουσία εξαρτιόταν σε σημαντικό βαθμό από τον επιχειρηματικό κόσμο, όμως δεν είχε ενστερνιστεί ακόμα τις ιδεολογικές του αξίες.
Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Η αναρρίχηση στην εξουσία του Πούτιν συνοδεύτηκε από αυτή μιας κατηγορίας ανθρώπων, νέων σχετικά, που μοναδική τους επιθυμία ήταν να πλουτίσουν και είχαν κατανοήσει τις υπέροχες προοπτικές που τους παρείχαν οι πολιτικοί ηγέτες. Οι επιχειρηματίες που είχαν αναρριχηθεί στην εξουσία κατά την προηγούμενη περίοδο κηρύχθηκαν αμέσως ανεπιθύμητοι. Το κράτος πήρε σιγά σιγά τη δομή μιας επιχείρησης σε εθνική κλίμακα -τα πρώτα χρόνια, μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων περιήλθε και πάλι στην κυριότητα της εξουσίας- και οι δημόσιοι υπάλληλοι, τόσο σε τοπικό όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο, άρχισαν να αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα. Στη δεκαετία του ’90, κανείς δεν εκπλήσσονταν αν ο κυβερνήτης μιας περιφέρειας ήταν ταυτόχρονα επικεφαλής ενός τραπεζικού ή βιομηχανικού ομίλου. Το 2000, όλος ο κόσμος θεωρούσε φυσιολογικό ο διορισμός ενός περιφερειακού κυβερνήτη ή ενός υπουργού να συνεπάγεται αυτόματα την παρουσία των συγγενών και των φίλων του στη διοίκηση των εμπορικών δραστηριοτήτων της περιφέρειας.
Η αναρρίχηση σε θέσεις-κλειδιά των siloviki, των εκπροσώπων των δυνάμεων ασφαλείας (υπουργείο Εσωτερικών, Άμυνας, Ασφαλείας), έλαβε χώρα με βάση το ίδιο σενάριο και κατέληξε σε πρωτοφανή διαφθορά, αφότου η ιδιωτικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της πολεμικής βιομηχανίας, που είχε τεθεί σε καθεστώς εκκαθάρισης, απέφερε εκατομμύρια στους υπαλλήλους του υπουργείου Άμυνας - οι στρατιωτικές δαπάνες οκταπλασιάστηκαν ή εννεαπλασιάστηκαν στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.
Προς το τέλος της δεκαετίας του 2000, οι βάσεις της νέας ρωσικής πραγματικότητας σταθεροποιήθηκαν: Εγινε ελεύθερη μετατροπή της εξουσίας σε χρήμα και περιουσιακά στοιχεία και αντιστρόφως. Η νέα ελίτ αντιλαμβάνεται τη δραστηριότητά της όχι ως υπηρεσία προς το έθνος, αλλά ως μια ιδιόμορφη επιχειρηματική δραστηριότητα. Παραδόξως, είναι αρκετά ανοιχτή: Προάγει συνεχώς νέα μέλη, ενώ παρέχει τη δυνατότητα σε αυτούς που εγκαταλείπουν το σκάφος ν’ ασχοληθούν αποκλειστικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι δυτικοί κάνουν λάθος που θεωρούν αναποτελεσματική τη ρωσική γραφειοκρατία. Είναι εξαιρετικά αποτελεσματική. Απλώς, έχει άλλα κριτήρια αποτελεσματικότητας και εντελώς διαφορετική αντίληψη του καθήκοντος. Η Ρωσία, σε αυτή την πρωτοφανή κατάσταση, λειτουργεί σύμφωνα με δικούς της νόμους και κώδικες. Η χώρα δεν είναι κακέκτυπο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Δεν είναι μια ανατολική δεσποτεία σε αναθεωρημένη και βελτιωμένη μορφή, χάρη στους δεσμούς των υπηκόων της με την ευρωπαϊκή ιστορία. Δεν είναι η αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης μαζί με την πανίσχυρη ιδεολογία της, ούτε ένα πρότυπο «μετάβασης στον αυταρχισμό», αφού η οικονομία της δεν εξελίσσεται από τη συσσώρευση προς τη μεταβιομηχανική εποχή, αλλά αντιστρόφως.
Σήμερα, η Ρωσία είναι ένα σύστημα απότοκο της αστραπιαίας κατάρρευσης όλων των ηθικών προσανατολισμών και όλων των ιδεωδών μιας κοινωνίας, σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από υλιστικά κίνητρα. Έχει χαράξει το δρόμο της. Δεν θα υπήρχε αν οι Ευρωπαίοι αρνούνταν να αγοράζουν πετρέλαιο από ημιπαράνομες εταιρείες, αν οι ηγέτες τους δεν κοκορεύονταν για τη συμμετοχή τους στις δραστηριότητες της Gazprom, αν οι επενδυτές δεν αναζητούσαν κερδοσκοπικές φούσκες στο χρηματιστήριο και στην αγορά ακινήτων. Δεν θα υπήρχε χωρίς τις υπεράκτιες εταιρείες, μέσω των οποίων οι επιχειρηματίες κατέχουν ανοιχτά -και οι ρώσοι δημόσιοι υπάλληλοι στα κρυφά- το 70% των μεγάλων βιομηχανιών της χώρας.
Το ρωσικό μοντέλο ακολούθησε μια λογική ανάπτυξη. Μπορεί να μακροημερεύσει εφόσον η κοινωνική δυσφορία είναι αμελητέα. Οι πολίτες που το αμφισβητούν είναι ελεύθεροι να εκφραστούν σε πεδία διαφορετικά από αυτό της πολιτικής. Εκείνοι που θέλουν να προκαλέσουν αναταραχή, δεν εμποδίζονται καν. Απλώς, δεν έχουν ακροατήριο και δεν κινητοποιούν κανέναν. Η κοινωνία τους ενσωμάτωσε τον κυνισμό που κυριαρχεί, με πιο διακριτικό τρόπο, στη Δύση: προτεραιότητα στο χρήμα και στην κατανάλωση, εξομοίωση των πολιτισμικών κανόνων, υποταγή του πληθυσμού, μαζική διάδοση αλλοτριωτικών τεχνολογιών...
Το μόνο πρόβλημα του συστήματος αυτού είναι η ανικανότητά του να δημιουργήσει μια τάξη διανοούμενων και, κατά συνέπεια, να παραγάγει την απαραίτητη γνώση. Οι διανοούμενοι θεωρούνται είδος πολυτελείας σε μια χώρα αφοσιωμένη στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, αλλά θα μπορούσαν να φανούν πολύ χρήσιμοι όταν σκληρύνουν οι παγκόσμιοι οικονομικοί ανταγωνισμοί. Ο πρόεδρος Ντιμίτρι Μεντβέντεφ το έχει καταλάβει καλά. Προς το παρόν, δεν έχει διάθεση να αποσταθεροποιήσει το καθεστώς, γνωρίζει όμως πως αυτό είναι ασυμβίβαστο με την τεχνολογική πρόοδο. Θα δρομολογήσει, άραγε, πραγματικές μεταρρυθμίσεις; Κι αν αυτό συμβεί, θα μπορέσουν οι μεταρρυθμίσεις να αλλάξουν το σύστημα χωρίς να προκαλέσουν την καταστροφή του; Όσο κι αν αυτό δυσαρεστεί τους φιλελεύθερους και τους δημοκράτες, οι πιθανότητες επιτυχίας είναι πολύ μεγαλύτερες στη σημερινή Ρωσία απ’ ό,τι ήταν στη Σοβιετική Ένωση.