Οι Αμερικανοί που διαδηλώνουν ενάντια στη Wall Street διαμαρτύρονται επίσης ενάντια στους ανθρώπους της στο Δημοκρατικό Κόμμα και στον Λευκό Οίκο. Χωρίς αμφιβολία, αγνοούν ότι οι Γάλλοι σοσιαλιστές συνεχίζουν να επικαλούνται το παράδειγμα του Μπαράκ Ομπάμα. Οι Γάλλοι πιστεύουν ότι, αντίθετα από τον Νικολά Σαρκοζί, ο πρόεδρος των ΗΠΑ δρα ενάντια στις τράπεζες. Πρόκειται μόνο για ένα λάθος; Όποιος δεν θέλει (ή δεν μπορεί) να επιτεθεί στους πυλώνες της νεοφιλελεύθερης τάξης (χρηματοπιστωτικό σύστημα, παγκοσμιοποίηση της ροής των κεφαλαίων και των αγαθών), μπαίνει στον πειρασμό να προσωποποιήσει την καταστροφή, να χρεώσει την κρίση του καπιταλισμού στα λάθη του εσωτερικού του αντιπάλου. Στη Γαλλία, το λάθος πέφτει στον «Σαρκοζί», στην Ιταλία στον «Μπερλουσκόνι», στη Γερμανία στη «Μέρκελ». Εντάξει, αλλού όμως τι γίνεται; Αλλού, λοιπόν, και όχι μόνο στις ΗΠΑ, πολιτικοί ηγέτες, οι οποίοι για χρόνια αποτελούσαν αναφορά της μετριοπαθούς αριστεράς [1] αντιμετωπίζουν επίσης τα πλήθη των αγανακτισμένων. Στην Ελλάδα, ο Γιώργος Παπανδρέου, πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, εφήρμοσε μια δρακόντεια πολιτική λιτότητας που συνδύασε μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, κατάργηση θέσεων εργασίας στο Δημόσιο και εγκατάλειψη της κυριαρχίας της χώρας του, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, στη νεοφιλελεύθερη τρόικα. Οι κυβερνήσεις της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Σλοβενίας μας θυμίζουν επίσης ότι η θητεία της κεντροαριστεράς υποβαθμίστηκε τόσο, που κανείς πλέον δεν τη συνδυάζει με κάποιο ιδιαίτερο πολιτικό περιεχόμενο.
Ένας από τους καλύτερους εισαγγελείς του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη είναι… ο εκπρόσωπος του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. «Στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι ιστορικά συνδεδεμένο, λόγω του συμβιβασμού του με τους χριστιανοδημοκράτες, με τη στρατηγική της φιλελευθεροποίησης της εσωτερικής αγοράς και με τις επιπτώσεις που αυτή είχε στα κοινωνικά δικαιώματα και τις δημόσιες υπηρεσίες», διαπιστώνει ο Μπενουά Αμόν στο τελευταίο του βιβλίο. «Οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις ήταν αυτές που διαπραγματεύθηκαν τα προγράμματα λιτότητας που θέλησαν να επιβάλουν η Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, και βεβαίως στην Ελλάδα, η αντίδραση στα προγράμματα λιτότητας στρέφεται ενάντια στο ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και τις εθνικές σοσιαλιστικές κυβερνήσεις. (…) Ενα μέρος της ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπως και η ευρωπαϊκή Δεξιά, δεν αμφισβητεί πλέον ότι πρέπει ν’ αποκαταστήσει τη δημοσιονομική ισορροπία και να χαϊδέψει τις αγορές. (…) Σε πολλά μέρη της υδρογείου υπήρξαμε εμπόδιο στην πρόοδο. Δεν μπορώ να το χωνέψω». [2]
Αντίθετα, άλλοι κρίνουν ότι αυτή η μεταβολή είναι μη αντιστρέψιμη, γιατί οι ρίζες της βρίσκονται στην «αστικοποίηση» των Ευρωπαίων σοσιαλιστών και στην απομάκρυνσή τους από τον εργατικό κόσμο.
Αν και μετριοπαθές, το Εργατικό Κόμμα της Βραζιλίας εκτιμά ότι η λατινοαμερικανική Αριστερά πρέπει να πάρει τη σκυτάλη από τη Γηραιά Ήπειρο, που είναι ιδιαίτερα καπιταλιστική, ιδιαίτερα φιλοατλαντική, και άρα η ίδια διαθέτει όλο και λιγότερη υποχρέωση να υπερασπιστεί το λαϊκό συμφέρον. «Υπάρχει σήμερα μια γεωγραφική μετατόπιση της ιδεολογικής κατεύθυνσης της Αριστεράς στον κόσμο» σημείωνε τον Σεπτέμβριο ένα από τα προγραμματικά κείμενα για το συνέδριο του κόμματος. «Σε αυτό το πλαίσιο, η Λατινική Αμερική ξεχωρίζει. (…) Η Αριστερά των ευρωπαϊκών χωρών, που τόσο επηρέασε την παγκόσμια Αριστερά από τον 19ο αιώνα, δεν κατάφερε να δώσει ικανές απαντήσεις στην κρίση και μοιάζει να υποχωρεί μπροστά στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού» [3]. Η φθίνουσα πορεία της Ευρώπης αποτελεί ίσως τον επίλογο της ιδεολογικής επιρροής της ηπείρου όπου γεννήθηκαν ο συνδικαλισμός, ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός. Η Ευρώπη μοιάζει να παραιτείται ευκολότερα απ’ ό,τι άλλοι στην εξάλειψή τους.
Άραγε το παιχνίδι έχει χαθεί οριστικά; Μπορούν οι ψηφοφόροι και όσοι στρατευμένοι στην Αριστερά νοιάζονται περισσότερο για το περιεχόμενο παρά για την ταμπέλα να προσδοκούν ότι θα πολεμήσουν τη Δεξιά -συμπεριλαμβανομένων και των δυτικών χωρών- με συντρόφους τους οποίους έχει κατακτήσει ο νεοφιλελευθερισμός; Πρόκειται πλέον για ένα τυπικό τελετουργικό: η διάκριση ανάμεσα στη μεταρρυθμιστική Αριστερά και στους συντηρητικούς διατηρείται κατά τις προεκλογικές περιόδους μόνο στην όψη. Στη συνέχεια, ευκαιρίας δοθείσης, η Αριστερά κυβερνά τη χώρα ακριβώς όπως οι αντίπαλοί της, προσπαθώντας να μη διαταράξει τις οικονομικές ιεραρχίες και δομές.
Οι περισσότεροι αριστεροί υποψήφιοι που προσβλέπουν σε κάποιο κυβερνητικό πόστο, επιμένουν στην ανάγκη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις -απολύτως αναγκαίες, μάλιστα, όπως λένε. Αλλά, προκειμένου να επέλθει μια τέτοια αλλαγή, έπρεπε να έχουν μια οπτική που να υπερβαίνει τις προεκλογικές τους ρητορείες. Επιπλέον… έπρεπε και να κερδίσουν τις εκλογές. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η μετριοπαθής Αριστερά κουνάει το δάχτυλο στους «ριζοσπάστες» και σε άλλους «αγανακτισμένους». Αυτή η Αριστερά δεν περιμένει τη «μεγάλη νύχτα» της εφόδου στα Χειμερινά Ανάκτορα, ονειρεύεται μια άλλη κοινωνία, μακριά από τις μάστιγες που δέρνουν τον κόσμο, απαρτιζόμενη από εξαιρετικά όντα. Με τα λόγια του Γάλλου σοσιαλιστή ηγέτη Φρανσουά Ολάντ, πριν από μία πενταετία, επιδιώκει «να προσπαθεί αντί να ανατρέπει, να δρα αντί να αναστέλλει, να κατακτά αντί να αντιστέκεται». Η Αριστερά αυτή εκτιμά ότι «το να μη χτυπάς τη Δεξιά σημαίνει ότι την κρατάς ζωντανή, άρα την επιλέγεις» [4]. Η ριζοσπαστική Αριστερά αντίθετα, με τα λόγια του Ολάντ, θα προτιμούσε «να εκμεταλλευθεί κάθε είδους αγανάκτηση», παρά «να επιλέξει τον ρεαλισμό» [5].
Μ’ άλλα λόγια, η Αριστερά στην κυβέρνηση έχει ένα δυνατό χαρτί, τους ψηφοφόρους που την στηρίζουν «εδώ και τώρα», καθώς επίσης και μια ομάδα επαγγελματιών, πρόθυμων να αναλάβουν την εξουσία. Αλλά «η νίκη επί της Δεξιάς» δεν συνιστά υποκατάστατο του προγράμματος ή της πολιτικής προοπτικής. Μετά την εκλογική νίκη, οι προϋπάρχουσες δομές σε εθνικό, ευρωπαϊκό ή διεθνές επίπεδο πιθανότατα θα προσπαθήσουν να περιορίσουν την επιθυμία για αλλαγές που έχει εκφραστεί κατά την προεκλογική εκστρατεία. Στις ΗΠΑ, ο Ομπάμα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι τα βιομηχανικά λόμπι και τα εμπόδια που θέτουν οι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο υπέσκαψαν την αισιοδοξία της κυβέρνησης («Yes, we can»), παρά την ευρεία λαϊκή υποστήριξη.
Αλλού, οι κυβερνώντες της Αριστεράς δικαιολόγησαν τη μετριοπάθεια ή την ολιγοψυχία τους επικαλούμενοι «περιορισμούς», την «κληρονομιά» (την απουσία διεθνούς ανταγωνιστικότητας στον παραγωγικό τομέα, το ύψος του χρέους κ.λπ.) που περιόρισαν το περιθώριο κινήσεών τους. «Ο δημόσιος βίος μας κυριαρχείται από μια παράξενη αντίφαση» ανέλυε ο Λιονέλ Ζοσπέν, ήδη το 1992. «Από τη μία πλευρά, η (σοσιαλιστική) εξουσία κατηγορείται για την ανεργία, τα προβλήματα των προαστίων, την κοινωνική αναταραχή, τον εξτρεμισμό της Δεξιάς, την απελπισία της Αριστεράς. Από την άλλη, εγκαλείται να μην εγκαταλείψει μια οικονομική πολιτική που κάνει πολύ δύσκολη την επίλυση όλων όσων της προσάπτουν» [6]. Είκοσι χρόνια αργότερα, η αντίφαση αυτή είναι ακόμη το ίδιο φρέσκια.
Οι σοσιαλιστές υποστηρίζουν ότι η εκλογική ήττα της Αριστεράς επιτρέπει την εφαρμογή, από τη Δεξιά, ενός πακέτου νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων» -ιδιωτικοποιήσεις, μείωση των δικαιωμάτων των συνδικάτων, ακρωτηριασμό των δημόσιων παροχών- οι οποίες καταστρέφουν τα δυνητικά εργαλεία άσκησης μιας διαφορετικής πολιτικής. Εξ ου και η θεωρία της «χρήσιμης ψήφου» υπέρ τους. Αλλά η ήττα τους μπορεί επίσης να έχει παιδαγωγική αξία. Για παράδειγμα, ο Μπενουά Αμόν παραδέχεται ότι στη Γερμανία «το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών (του Σεπτεμβρίου 2009), που ήταν το χειρότερο για το SPD (23%) εδώ και έναν αιώνα, έπεισε την ηγεσία του για την αναγκαιότητα αλλαγής κατεύθυνσης» [7].
Οι Έλληνες σοσιαλιστές επιχαίρουν που έδρασαν πιο γρήγορα από την Μάργκαρετ Θάτσερ
Μια μετριοπαθής «δογματική αναθεώρηση» έγινε στη Γαλλία μετά την ήττα των Σοσιαλιστών το 1993 και στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά τη νίκη των Συντηρητικών το 2010. Η ίδια διαδικασία θα επαναληφθεί πιθανότατα σύντομα και στην Ισπανία και την Ελλάδα, δεδομένου ότι οι σοσιαλιστικές τους κυβερνήσεις θα χρεώσουν την επόμενη ήττα τους σε μια πολιτική υπερβολικά επαναστατική… Υπερασπιζόμενη, εξάλλου, τον Παπανδρέου, η βουλευτίνα του ΠΑΣΟΚ Ελένα Παναρίτη κατέφυγε σε ένα τολμηρό και απροσδόκητο παράδειγμα: «Η Μάργκαρετ Θάτσερ χρειάστηκε 11 χρόνια για να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις της σε μια χώρα όπου τα δομικά προβλήματα δεν ήταν τόσο σοβαρά. Το δικό μας πρόγραμμα έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή μόνο σε 14 μήνες»! [8] Μ’ άλλα λόγια, «ο Παπανδρέου είναι καλύτερος από τη Θάτσερ»!
Η αποφυγή αυτής της παγίδας απαιτεί τη διαμόρφωση των αναγκαίων προϋποθέσεων για την τιθάσευση της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης. Όμως, προβάλλει ένα άμεσο πρόβλημα: Δεδομένης της πληθώρας εκλεπτυσμένων μηχανισμών με βάση τους οποίους, τα τελευταία τριάντα χρόνια, η οικονομική ανάπτυξη των κρατών αρθρώθηκε στις διαδικασίες της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας, ακόμα και μια σχετικά ήπια μεταρρυθμιστική πολιτική (π.χ., μικρότερες φορολογικές αδικίες, ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, διατήρηση των κονδυλίων για την παιδεία κ.λπ.) επιτάσσει σήμερα σημαντικές ρήξεις με το παρελθόν. Ρήξεις με την τρέχουσα ευρωπαϊκή τάξη, καθώς επίσης και με τις προγενέστερες σοσιαλιστικές πολιτικές [9].
Ξεκινάμε όμως το παιχνίδι με δυσοίωνες προοπτικές, εκτός και αν αναιρέσουμε την «ανεξαρτησία» της ΕΚΤ (σήμερα, οι ευρωπαϊκές συνθήκες διασφαλίζουν ότι η χρηματοπιστωτική της πολιτική δεν θα υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο), εκτός και αν εισαγάγουμε κάποια ευελιξία στο σύμφωνο ανάπτυξης και σταθερότητας (το οποίο, σε περίοδο κρίσης, καταπνίγει κάθε στρατηγική πρόληψης για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης ανεργίας)• εκτός και αν καταδικάσουμε τον συνασπισμό Φιλελεύθερων-Σοσιαλδημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ο οποίος οδήγησε τους Σοσιαλδημοκράτες να υποστηρίξουν τον Μάριο Ντράγκι, πρώην αντιπρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Goldman Sachs, για τη θέση του προέδρου της ΕΚΤ) και αμφισβητήσουμε τις ελεύθερες εμπορικές συναλλαγές (αγαπημένο δόγμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), καθώς και τον έλεγχο του δημόσιου χρέους (ώστε να μην αποζημιωθούν οι κερδοσκόποι που έχουν ποντάρει ενάντια στις πιο αδύναμες χώρες της ζώνης του ευρώ).
Και μάλιστα το παιχνίδι είναι χαμένο από την αρχή. Πράγματι, τίποτα δεν μας επιτρέπει να πιστεύουμε ότι ο Ολάντ στη Γαλλία, ο Γκάμπριελ στη Γερμανία και ο Μίλιμπαντ στη Βρετανία θα επιτύχουν εκεί όπου ο Ομπάμα, ο Θαπατέρο και ο Παπανδρέου απέτυχαν. Το να φανταστούμε ότι «μια συμμαχία που βάζει την πολιτική ένωση της Ευρώπης στην καρδιά του προγράμματός της» πετυχαίνει, όπως ελπίζει ο Μάσιμο ντ’ Αλέμα στην Ιταλία, «την αναγέννηση του προοδευτισμού» [10] μοιάζει (στην καλύτερη περίπτωση) με όνειρο θερινής νυκτός. Με τη σημερινή κατάσταση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, μια ομόσπονδη Ευρώπη θα κλείδωνε τα ήδη ασφυκτικά νεοφιλελεύθερα μέτρα και θα αποσπούσε ακόμα περισσότερη κυριαρχία από τους λαούς, δίνοντας την εξουσία σε αδιαφανείς τεχνοκρατικούς θεσμούς. Άλλωστε, δεν έχουμε ήδη «ομοσπονδοποιήσει» το νόμισμα και το εμπόριο;
Εντούτοις, όσο τα μετριοπαθή αριστερά κόμματα θα αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία του προοδευτικού εκλογικού σώματος -είτε λόγω σύνταξης με το πρόγραμμά τους είτε γιατί πιστεύουν πώς είναι η μόνη λύση για μια ορατή αλλαγή- οι πιο ριζοσπαστικοί σχηματισμοί (ή οι οικολόγοι) θα βρίσκονται καταδικασμένοι στον ρόλο των κομπάρσων, της συμπληρωματικής δύναμης ή της αντιπολίτευσης. Ακόμα και με το 15% των ψήφων, 44 βουλευτές, 4 υπουργούς και μια οργάνωση εκατοντάδων χιλιάδων μελών, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ποτέ κανένα βάρος στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής του Φρανσουά Μιτεράν την περίοδο 1981-1984. Το ναυάγιο της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην Ιταλία, δέσμια των συμμαχιών της με την κεντροαριστερά, είναι ένα ακόμα αντιπαράδειγμα. Το διακύβευμα ήταν τότε να αποκλειστεί πάση θυσία η επιστροφή στην εξουσία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Κάτι που τελικά έγινε λίγο αργότερα.
Στη Γαλλία, το Αριστερό Μέτωπο (στο οποίο περιλαμβάνεται και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) ευελπιστεί ν’ αντισταθεί σε αυτές τις τάσεις. Ασκώντας πίεση στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ελπίζει να το βοηθήσει να ξεφύγει από τα δεσμά του παρελθόντος. Αυτό μπορεί να θυμίζει ψευδαίσθηση, ίσως μάλιστα και απελπισία. Όμως, παρ’ όλο που στη συγκεκριμένη ψευδαίσθηση ενσωματώνονται περισσότερα δεδομένα από την αναλογία απλώς των εκλογικών δυνάμεων και κάποιους θεσμικούς περιορισμούς, υπάρχουν κάποια σχετικά ιστορικά προηγούμενα. Καμιά από τις μείζονες κοινωνικές κατακτήσεις του Λαϊκού Μετώπου (άδεια μετ’ αποδοχών, εβδομάδα 40 ωρών κ.λπ.) δεν είχε συμπεριληφθεί στο (ιδιαίτερα) μετριοπαθές πρόγραμμα του συνασπισμού που κέρδισε τις εκλογές τον Απρίλιο-Μάιο του 1936. Το απεργιακό κίνημα του Ιουνίου ήταν αυτό που ανάγκασε τους Γάλλους εργοδότες να τις αποδεχθούν.
Κι όμως, δεν πρόκειται απλώς για τις ακαταμάχητες δυνάμεις των κοινωνικών κινημάτων και την πίεση που ασκούν στα φοβισμένα ή διστακτικά κόμματα της Αριστεράς. Γιατί, ακριβώς, η νίκη του Λαϊκού Μετώπου στις εκλογές πυροδότησε τον κοινωνικό ξεσηκωμό, απελευθερώνοντας τους εργάτες που αισθάνθηκαν ότι δεν ανέχονταν πια την καταπίεση που τους ασκούσε η αστυνομία και οι εργοδότες. Ενθαρρυμένοι, κατάλαβαν την ίδια στιγμή ότι τα κόμματα που είχαν στηρίξει με την ψήφο τους δεν θα τους έδιναν τίποτα, εκτός και αν τα ζόριζαν πραγματικά. Εξ ου και η νικηφόρα -καθώς και εξαιρετικά σπάνια- διαλεκτική ανάμεσα στις εκλογές και τις κινητοποιήσεις, στις κάλπες και τα εργοστάσια. Στις σημερινές συνθήκες, μια αριστερόστροφη κυβέρνηση απαλλαγμένη από αυτή την πίεση θα επιδίωκε αμέσως να συνάψει έναν σίγουρο γάμο με τους τεχνοκράτες, που εδώ και πολλά χρόνια δεν γνωρίζουν τίποτα άλλο από τον νεοφιλελευθερισμό. Η μόνη τους λαχτάρα θα ήταν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι θα «υποβίβαζαν» αμέσως οποιαδήποτε χώρα επιδίωκε μια αυθεντικά αριστερή πολιτική.
Σαν ένα νεκρό άστρο, η Δημοκρατία του Κέντρου πετά τις τελευταίες σπίθες της
Τόλμη ή συμμόρφωση, λοιπόν; Οι κίνδυνοι που απορρέουν από μια τολμηρή στάση -απομόνωση, πληθωρισμός, υποβιβασμός στις αξιολογήσεις- επικρέμανται από το χάραμα μέχρι το δειλινό. Σύμφωνοι, αλλά και οι κίνδυνοι της συμμόρφωσης; Αναλύοντας την κατάσταση πραγμάτων στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1930, ο ιστορικός Καρλ Πολάνιι μας υπενθυμίζει ότι «το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει ο φιλελεύθερος καπιταλισμός» είχε οδηγήσει αρκετά κράτη προς «μια μεταρρύθμιση της οικονομίας της αγοράς με τίμημα το ξερίζωμα όλων των δημοκρατικών θεσμών» [11]. Ποια λαϊκή κυριαρχία μπορούν σήμερα να εκφράζουν οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και που εναρμονίζονται με τις επιταγές των αγορών; Ακόμα και ο Μισέλ Ροκάρ, μετριοπαθής σοσιαλιστής, ανησυχεί μπροστά σε μια τέτοια προοπτική: Η επιβολή σκληρότερων μέτρων στους Έλληνες θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της δημοκρατίας στη χώρα. «Με δεδομένη την οργή που αισθάνεται αυτός ο λαός, είναι αμφίβολο το κατά πόσο οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση μπορεί να αντέξει χωρίς την υποστήριξη του στρατού. Αυτή η θλιβερή παρατήρηση αφορά εξίσου την Πορτογαλία ή/και την Ιρλανδία ή/και άλλες, μεγαλύτερες, χώρες. Μέχρι πού θα πάει κάτι τέτοιο;» έγραφε τον περασμένο μήνα [12].
Παρά την υποστήριξη που της προσφέρουν θεσμοί και μέσα μαζικής ενημέρωσης, η δημοκρατία του κέντρου κλονίζεται. Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη ένας αγώνας ταχύτητας ανάμεσα στην περαιτέρω σκλήρυνση του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού και στη ρήξη με τον καπιταλισμό. Η τελευταία φαίνεται να έχει ακόμα μακρύ δρόμο. Αλλά, όταν οι άνθρωποι παύουν να πιστεύουν σε ένα πολιτικό παιχνίδι με πειραγμένα ζάρια, όταν αντιλαμβάνονται ότι οι κυβερνήσεις τους στερούνται κυριαρχίας, όταν απαιτούν τη ρύθμιση των τραπεζών, όταν κινητοποιούνται χωρίς καν να ξέρουν πού θα τους οδηγήσει η οργή τους, τότε, πέρα από κάθε προσδοκία, η Αριστερά είναι ακόμα ζωντανή.
[1] (ΣτΜ) Για την πλήρη κατανόηση όλου του κειμένου, ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι οι Γάλλοι, στον όρο «Αριστερά» συμπεριλαμβάνουν το Σοσιαλιστικό Κόμμα, κάποιες φορές μάλιστα εννοούν μόνο το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ενώ για την υπόλοιπη Αριστερά χρησιμοποιούνται όροι όπως «ριζοσπαστική Αριστερά» ή «άκρα Αριστερά» (όρος διαφορετικά χρησιμοποιούμενος στα ελληνικά).
[2] Benoit Hamon, «Tourner la page. Reprenons la marche du progrès social», Flammarion, Παρίσι, 2011, σ. 14-19.
[3] Agence France-presse, 4 Σεπτεμβρίου 2011.
[4] François Hollande, «Devoirs de vérité», Stock, Παρίσι, 2006, σ. 91 και 206.
[5] Οπ.π., σ. 51 και 43.
[6] Lionel Jospin, «Reconstruire la gauche», «Le Monde», 11 Απριλίου 1992.
[7] Benoit Hamon, όπ.π., σ. 180.
[8] Στον Alain Salles, «L’odyssée de Papandreou», «Le Monde», 16 Σεπτεμβρίου 2011.
[9] Βλ. «Quand la gauche renonçait au nom de l’Europe», «Le Monde diplomatique», Ιούνιος 2005.
[10] Massimo d’Alema, «Le succès de la gauche au Danemark annonce un renouveau européen», «Le Monde», 21 Σεπτεμβρίου 2011.
[11] Karl Polanyi, «La Grande Transformation», Gallimard, Παρίσι, 1983, p. 305.
[12] Michel Rocard, Un système bancaire à repenser», «Le Monde», 4 Οκτωβρίου 2011.