el | fr | en | +
Accéder au menu

Οικονομία

Οι παγίδες της θεωρίας για την "επανατοπικοποίηση" της παραγωγής

Η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται σε φάση ανόρθωσης• η γερμανική βιομηχανία αυξάνει τις εξαγωγές της• και εμφανίζονται πλέον οι πρώτες περιπτώσεις «επανατοπικοποίησης» της παραγωγής, δηλαδή της επιστροφής των παραγωγικών μονάδων κοντά στον τόπο όπου καταναλώνονται τα προϊόντα τους, τον οποίο είχαν εγκαταλείψει για να μεταφερθούν σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος και ανύπαρκτες περιβαλλοντικές προδιαγραφές… Ωστόσο, πίσω από τις δηλώσεις κρύβονται πραγματικότητες πολύ λιγότερο ελπιδοφόρες.

Η παράταση της κρίσης που ξεκίνησε το 2008 έφερε στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου μια νέα θεματολογία: την αποβιομηχάνιση των χωρών του «κέντρου» του παγκόσμιου συστήματος (των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης). Ο Αμερικανός πρόεδρος, Μπάρακ Ομπάμα, αποφάσισε ότι το συγκεκριμένο ζήτημα θα κατέχει κομβική θέση στην προεκλογική του εκστρατεία (μαζί με το ζήτημα των ανισοτήτων και τον αγώνα ενάντια στον χρηματοοικονομικό τομέα, ο οποίος θεωρείται υπεύθυνος για το πρώτο επεισόδιο της κρίσης (1)). Μάλιστα, μια νέα λέξη έκανε την εμφάνισή της: το «insourcing» (2), το ακριβώς αντίθετο της λέξης «outsourcing» (υπεργολαβία). Το ζητούμενο είναι η επιστροφή της βιομηχανικής παραγωγής εντός των ορίων της επικράτειας μιας χώρας. Στη Γαλλία, η τάση αυτή ονομάστηκε «επανατοπικοποίηση» (relocalisation) (3).

Δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς την αναγκαιότητα της επιστροφής της βιομηχανικής παραγωγής από την περιφέρεια. Αναγνωρίζεται ως ένα μέσο το οποίο θα επιτρέψει τη μείωση της ανεργίας και την επιβράδυνση της -σχετικής- παρακμής των οικονομιών του «κέντρου», αλλά και ως μια προσπάθεια για τον περιορισμό των ανισορροπιών στο εξωτερικό εμπόριο. Μάλιστα, αυτές ακριβώς οι ανισορροπίες αποκτούν μεγάλη σημασία μέσα στη σημερινή συγκυρία της κρίσης του δημόσιου χρέους, δεδομένου ότι οι διεθνείς χρηματοοικονομικοί θεσμοί (οι «αγορές», όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται) τιμωρούν προπάντων τη συσσώρευση δύο ελλειμμάτων: του δημοσιονομικού ελλείμματος και του ελλείμματος του εξωτερικού εμπορίου.

Πρέπει, καταρχάς, να υπενθυμίσουμε ότι η αποβιομηχάνιση είναι μια διαδικασία ευρύτερη και παλαιότερη από τη μεταφορά της παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες της περιφέρειας. Για τις οικονομίες του «κέντρου», το πέρασμα στον νεοφιλελευθερισμό, το οποίο πραγματοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 1980, δεν προκάλεσε κάποια ριζοσπαστική ρήξη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η βιομηχανική παραγωγή, η οποία αντιπροσώπευε το 26% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος τη δεκαετία του 1960, μειώθηκε στο 19% τη δεκαετία του 1980 και στο 11% το 2007, τις παραμονές της κρίσης. Στη Γαλλία καταγράφηκαν παραπλήσια ποσοστά και στη Γερμανία ακόμα υψηλότερα, αλλά παρόμοιας εμβέλειας (4). Γνωρίζουμε ότι παρόμοιες τάσεις αποτελούν την αντανάκλαση μιας μακροπρόθεσμης αλλαγής της δομής της κατανάλωσης προς όφελος των υπηρεσιών. (5) Παρόλα αυτά, η μεταφορά της παραγωγής σε άλλες περιοχές του κόσμου αποτελεί ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των δεκαετιών, αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισε η βιομηχανική στρατηγική που υιοθέτησαν οι μεγάλες εταιρείες, οι οποίες μετατράπηκαν σε υπερεθνικές εταιρείες. Η αμερικανική πραγματικότητα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πλέον προφανούς τρόπου με τον οποίο υλοποιήθηκε η συγκεκριμένη στρατηγική: με την άμεση επένδυση στο εξωτερικό, δηλαδή με την αγορά επιχειρήσεων ή με τη δημιουργία θυγατρικών σε άλλες χώρες. Τη δεκαετία του 1970, δηλαδή τις παραμονές της έλευσης της νεοφιλελεύθερης εποχής, οι άμεσες επενδύσεις που πραγματοποίησαν στο εξωτερικό οι αμερικανικές εταιρείες που δεν ανήκαν στον χρηματοοικονομικό τομέα, αντιστοιχούσαν στο 23% των καθαρών επενδύσεών τους σε κτήρια και σε εξοπλισμό στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που προηγήθηκε της κρίσης (1998-2007), το ποσοστό ανήλθε στο 81%, αποτελώντας αδιαμφισβήτητη ένδειξη της συνειδητής επιθυμίας να παράγονται αγαθά εκτός της επικράτειας της χώρας. Συνεπώς, μήπως η αξίωση του Ομπάμα να εγκαταλείψουν οι υπερεθνικές εταιρείες αυτήν τη στρατηγική αποτελεί μια κατά μέτωπον επίθεση εναντίον τους;

Είναι αλήθεια ότι σήμερα, σε πολλές χώρες της περιφέρειας, το μισθολογικό κόστος ανά παραγόμενη μονάδα προϊόντος αυξάνεται με ταχύ ρυθμό και τείνει να φθάσει στο επίπεδο του αμερικανικού. Αυτή η σύγκλιση αναγνωρίζεται από τον Αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος την αποδίδει στη ραγδαία αύξηση του ωρομισθίου στην Κίνα (άνοδος της τάξης του 13% ετησίως, σε σταθερές τιμές, σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα που είναι διαθέσιμα για τις μεγάλες πόλεις). Σε αυτήν την εξέλιξη συνέβαλε και η ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος. Μεταξύ 2005 και 2012, το γιουάν ανατιμήθηκε κατά 30% σε σχέση με το δολάριο. Αν λάβουμε δε υπόψη και την αύξηση των τιμών στην Κίνα, η οποία ακολουθεί ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι στις ΗΠΑ, τότε η ανατίμηση του γιουάν πλησιάζει το 40%. Ταυτόχρονα, παρατηρείται μείωση του μισθολογικού κόστους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε ορισμένες αμερικανικές επιχειρήσεις να επαναπατρίσουν την παραγωγική τους δραστηριότητα σε συγκεκριμένες πολιτείες των Η.Π.Α. (Νότια Καρολίνα, Αλαμπάμα, ή ακόμα στο Τενεσί (6)). Η κρίση απλώς επιτάχυνε αυτήν την τάση, η οποία υπογραμμίζει την επιτυχία της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής που αποσκοπούσε στο να πυροδοτηθεί ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους εργαζόμενους του «κέντρου» και των χωρών της περιφέρειας.

Η παραγωγή της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας; Βελτίωση, όχι όμως και θαύμα

Η «επανατοπικοποίηση», στην οποία ο Αμερικανός πρόεδρος σκοπεύει να συμβάλει, δικαιολογείται ήδη προ πολλού από τη σκοπιά της κερδοφορίας. Συνεπώς, είναι πολύ πιθανόν ότι οι υπερεθνικές επιχειρήσεις δεν θα χρειαστεί να καταβάλουν καμία προσπάθεια για να συμβάλουν στην προώθηση του στόχου (εκτός ίσως από εκείνη που απαιτείται για να συνειδητοποιήσουν τη νέα πραγματικότητα!). Πόσω μάλλον που η κυβέρνηση θα κάνει το «καθήκον» της για να ενθαρρύνει τη συγκεκριμένη τάση, κυρίως με τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων που θα επενδύσουν στη χώρα…

Τον περασμένο Ιανουάριο, στον λόγο του για την κατάσταση της Ένωσης, ο Ομπάμα παρουσίασε το σχέδιό του για «μια Αμερική φτιαγμένη έτσι ώστε να αντέξει στον χρόνο», ανακοινώνοντας την «επιστροφή της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας». Πράγματι, αν θεωρήσουμε ότι η παραγωγή του κλάδου το 2007, δηλαδή την παραμονή της κρίσης, αντιστοιχεί σε μια βάση εκφρασμένη με τον αριθμό 100, θα διαπιστώσουμε ότι τον Ιούνιο του 2009 είχε πέσει στο 48: επρόκειτο για μια πραγματική πανωλεθρία και ορισμένοι υποστήριζαν ότι υπήρχε ο κίνδυνος να μην κατορθώσει να συνέλθει ποτέ ο κλάδος. Τον Δεκέμβριο του 2011, μετά τη μαζική αναχρηματοδότησή του από την κυβέρνηση, ο αριθμός είχε φθάσει στο 84. Σήμερα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κλάδος έχει διασωθεί, ωστόσο, είναι ακόμα πολύ νωρίς για πανηγυρισμούς.

Ορισμένοι κλάδοι βρίσκονται σε ακόμα χειρότερη θέση, ενώ κάποιοι άλλοι, όπως ο κλάδος των ηλεκτρονικών προϊόντων, τα καταφέρνουν καλύτερα. Για το σύνολο του βιομηχανικού τομέα, στην κλίμακα καταγράφεται μια πτώση στο 80 τον Ιούνιο του 2009 και μια επιστροφή στο 93 τον Δεκέμβριο του 2011. Σίγουρα πρόκειται για βελτίωση, όχι όμως για θαύμα. Οι φωνές που πανηγυρίζουν για την ανάκαμψη της αυτοκινητοβιομηχανίας στις Ηνωμένες Πολιτείες -οι οποίες σίγουρα υποκρύπτουν μια σκοπιμότητα, δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο- ενδέχεται να αποδειχθούν πρόωρες, αν όχι και υπερβολικά αισιόδοξες.

Ιδωμένες από την πλευρά της Ευρώπης, αυτές οι φωνές παραπέμπουν στη σύγκριση των επιδόσεων των οικονομιών της Γαλλίας και της Γερμανίας. Δεν παύουν να μας λένε ότι η Γερμανία αποτελεί την απόδειξη του βιώσιμου χαρακτήρα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, παρά τον ανταγωνισμό των χωρών της περιφέρειας. Αντίστοιχα, υποστηρίζεται ότι η Γαλλία μετατρέπεται σε ουραγό. Ωστόσο, δεν θα μπορούσαμε να κρίνουμε τις βιομηχανικές επιδόσεις της Γερμανίας χωρίς να προβούμε και σε μια αξιολόγηση του τιμήματος που απαιτήθηκε γι’ αυτές. Πρέπει, άραγε, να ακολουθήσει και η Γαλλία τον ίδιο δρόμο;

Το 2003 σημειώθηκε μια τομή. Νωρίτερα, και για μια περίοδο η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960, η βιομηχανική παραγωγή στη Γαλλία και στη Γερμανία ακολουθούσε παράλληλη τροχιά. Μετά το 2003, άρχισε να διευρύνεται η απόκλιση στον ρυθμό της αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής. Από το 2003 ώς το 2007, οπότε και ξέσπασε η κρίση, είχε αυξηθεί μονάχα κατά 4% στη Γαλλία, έναντι 20% στη Γερμανία. Βέβαια, σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι αναφερόμαστε στον ρυθμό αύξησης της δραστηριότητας μόνο του βιομηχανικού τομέα.

Παρά τα όσα ισχυρίζονται μετ’ επιτάσεως τα μέσα ενημέρωσης, στη γερμανική οικονομία δεν παρατηρείται μεγαλύτερος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με τη Γαλλία, καθώς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σημειώθηκε σχεδόν ίδια αύξηση του ΑΕΠ τους. Εξάλλου, το παράδειγμα της Ιαπωνίας, της οποίας η στρατηγική θυμίζει εκείνη της Γερμανίας, αφήνει να διαφανεί ότι η έντονη αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής (18% για την ίδια ακριβώς περίοδο, από το 2003 ώς το 2007) δεν εμποδίζει πάντα την οικονομία να ακολουθήσει μια μακροχρόνια πορεία μέσα στη στασιμότητα.

Στη Γερμανία, ο αριθμός των φτωχών εργαζόμενων αυξάνεται διαρκώς

Ας επανέλθουμε, λοιπόν, στο μισθολογικό ζήτημα. Ένας μηχανισμός που έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, υπήρξε η πίεση που ασκήθηκε στο μισθολογικό κόστος (μισθοί και εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση) της Γερμανίας: ήταν ιδιαίτερα έντονη και επικεντρώθηκε στους χαμηλούς μισθούς. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το μερίδιο των Γερμανών εργαζόμενων που χαρακτηρίζονται «χαμηλόμισθοι» δεν έπαψε να αυξάνεται, σηματοδοτώντας μια ολοένα και εντεινόμενη πολυδιάσπαση του σώματος των μισθωτών (7). Μάλιστα, η θεαματική αύξηση των «ανεξάρτητων» εργαζόμενων στη Γερμανία αποτελεί άλλη μια μορφή αυτής της πολυδιάσπασης και της εντεινόμενης ανασφάλειας. Την παραμονή της κρίσης, οι εισφορές προς τους φορείς της κοινωνικής ασφάλισης μειώθηκαν σημαντικά. Βέβαια, και στη Γαλλία παρατηρήθηκε μια επιβράδυνση της αύξησης της μισθολογικής δαπάνης, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Την περίοδο 2003-2007, το μέσο πραγματικό μισθολογικό κόστος (8) αυξήθηκε κατά 3,5%, τη στιγμή που στη Γερμανία μειώθηκε κατά 1,5%.

Στη Γερμανία, η πρακτική αυτή συνδυάστηκε με τη διάδοση της ανάθεσης υπεργολαβιών σε ξένες επιχειρήσεις, κυρίως της Κεντρικής Ευρώπης. Αντίθετα, στη Γαλλία, από την αρχή της δεκαετίας του 1990, οι μεγάλες εταιρείες υιοθέτησαν τις επιλογές των αμερικανών ομολόγων τους, τις άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, ωστόσο, τα αποτελέσματα της γερμανικής βιομηχανίας αποδεικνύουν ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Απ’ ό,τι φαίνεται, η στρατηγική της διαφύλαξε την παραμονή της καρδιάς της παραγωγικής δραστηριότητας στο εθνικό έδαφος. Σε κάθε περίπτωση, η στρατηγική αυτή είναι στενά συνδεδεμένη με την αύξηση του πλεονάσματος του εξωτερικού εμπορίου. Από το 2003, όταν έγινε εμφανής η απόκλιση που υπήρχε στις πορείες των δύο οικονομιών, το γερμανικό πλεόνασμα αυξήθηκε έντονα (έως και 7% του ΑΕΠ το 2007), τη στιγμή που αυξανόταν το γαλλικό έλλειμμα (2% του ΑΕΠ την ίδια χρονιά). Η διαφορά καθίσταται ακόμα πιο εντυπωσιακή από το γεγονός ότι, κατά τη δεκαετία του 1990, το γαλλικό πλεόνασμα του εξωτερικού εμπορίου ήταν κατά μέσο όρο ανώτερο (ως ποσοστό του ΑΕΠ) από εκείνο της Γερμανίας (αντίστοιχα 1,2% και 0,5%).

Όποιες κι αν είναι οι διαφορές στην πραγματικότητα καθεμιάς χώρας, οι διαδικασίες της αποβιομηχάνισης και της επανεκβιομηχάνισης πρέπει να ιδωθούν ως γρανάζια των νεοφιλελεύθερων μηχανισμών. Η αποβιομηχάνιση, δηλαδή η μεταφορά της παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες της περιφέρειας, υπήρξε ξεκάθαρα προϊόν της συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Επρόκειτο για την έκφραση μιας μορφής διαζυγίου ανάμεσα στα συμφέροντα, αφενός των ανώτερων τάξεων κάθε χώρας, οι οποίες καρπώνονταν τα κέρδη που αποκόμιζαν οι υπερεθνικές επιχειρήσεις και, αφετέρου, των εθνικών οικονομιών. Για τις ανώτερες τάξεις, το σημαντικό είναι το μέγεθος των κερδών και όχι ο τόπος όπου πραγματοποιείται η παραγωγική δραστηριότητα και δημιουργούνται εισοδήματα. Από αυτήν την άποψη, στη Γερμανία παρατηρήθηκε καλύτερη διαχείριση της κατάστασης• όμως, εκεί, ακριβώς, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να πληρώσουν σοβαρότατο τίμημα, με εξαίρεση βέβαια τα επιτελεία των στελεχών που διοικούν τις επιχειρήσεις, καθώς η συμμαχία τους με τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων αποτελεί ένα από τα θεμέλια του νεοφιλελευθερισμού.

Όσο αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «καταστολή του χρηματοοικονομικού τομέα» (9) δεν θα αμφισβητεί όλες τις συνιστώσες του γενικότερου νεοφιλελεύθερου πλαισίου (ηγεμονία των καπιταλιστικών τάξεων και των χρηματοοικονομικών θεσμών, συμμαχία των υψηλόβαθμων στελεχών που διοικούν τις επιχειρήσεις και τη δημόσια διοίκηση με τους καπιταλιστές, κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομία, παγκοσμιοποίηση (10)), τότε, όλες οι απόπειρες αντιμετώπισης της διαδικασίας της αποβιομηχάνισης θα οδηγούν -ανεξάρτητα από την έκβασή τους και την τυχόν επιτυχία τους- στην οπισθοδρόμηση και θα τη διαιωνίζουν. Θα υπονομεύουν ό,τι έχει απομείνει από τις λαϊκές κατακτήσεις των προηγούμενων δεκαετιών, χωρίς να συμβάλλουν σοβαρά στην αποκατάσταση της οικονομικής μεγέθυνσης και των επιπέδων της απασχόλησης.

Gérard Duménil

Οικονομολόγος και διευθυντής έρευνας του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας (CNRS). Συγγραφέας μεταξύ άλλων του «The Crisis of Neoliberalism», Harvard University Press, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη, 2001.

Dominique Lévy

Οικονομολόγος και διευθυντής έρευνας του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας (CNRS). Συγγραφέας μεταξύ άλλων του «The Crisis of Neoliberalism», Harvard University Press, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη, 2001.
Παπακριβόπουλος Βασίλης (μτφ)

(1«Remarks by the President on the economy», Λευκός Οίκος, Ουάσιγκτον, 4 Ιανουαρίου 2012, www.whitehouse.gov.

(2Remarks by the President on insourcing American jobs», Λευκός Οίκος, Ουάσιγκτον, 11 Ιανουαρίου 2012. Μερικές φορές χρησιμοποιείται επίσης ο όρος «reshoring».

(3(ΣτΜ) Ως αντίθετο του όρου «délocalisation», ο οποίος υιοθετήθηκε στη γαλλική γλώσσα για να υποδηλώσει τη μεταφορά της παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος και ανύπαρκτο νομοθετικό πλαίσιο για κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα.

(4Από το 36% (1960), μονάχα για τη Δυτική Γερμανία, στο 23%.

(5Βλέπε Laurent Carroué, «Retour à l’usine. Industrie, socle de la puissance», «Le Monde diplomatique», Μάρτιος 2010.

(6«Made in America again: Why manufacturing will return to the US», The Boston Consulting Group, Αύγουστος 2011.

(7Thorsten Kalina και Claudia Weinkopf, «The increase of low-wage work in Germany. An erosion of internal labour markets?», International Working Party on Labor Market Segmentation, Εξ-αν-Προβάνς, Γαλλία, 5-7 Ιουλίου 2007. Βλέπε επίσης Anne Dufresne, «Le consensus de Berlin», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2012.

(8Το οποίο κόστος έχει διορθωθεί με τον δείκτη της τιμής του ΑΕΠ.

(9(ΣτΜ) Έκφραση που κυριάρχησε στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την κρίση του 1929. Επειδή ο χρηματοοικονομικός τομέας ήταν ο κύριος ένοχος για το ξέσπασμά της, το ζητούμενο ήταν η καθιέρωση ενός αυστηρότατου νομοθετικού πλαισίου για τον έλεγχο των δραστηριοτήτων του και την παρεμπόδιση τυχόν μελλοντικών παρεκτροπών του.

(10Βλέπε The Crisis of Neoliberalism, Harvard University Press, 2011.

Μοιραστείτε το άρθρο