el | fr | en | +
Accéder au menu

Προεδρικές εκλογές στη Γαλλία

Τόλμη ή τέλμα

Η δολοφονία επτά ανθρώπων από ένα φανατικό ισλαμιστή απέσπασε προσωρινά το ενδιαφέρον της γαλλικής προεκλογικής εκστρατείας από τα οικονομικά ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο αυτών των εκλογών. Λίγες εβδομάδες, ωστόσο, μετά την εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μαΐου, ο νέος πρόεδρος θα συμμετάσχει στη σύνοδο της G20. Και ευθύς εξ αρχής, θα πρέπει να αποδεχθεί, να επαναδιαπραγματευθεί ή να απορρίψει μια συνθήκη δεξιάς γερμανικής έμπνευσης η οποία θα επιδεινώσει τις πολιτικές λιτότητας. Από την επιλογή αυτή θα κριθεί ο οικονομικός και κοινωνικός προσανατολισμός της Γαλλίας, αλλά και ολόκληρου του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.

Οι γαλλικές εκλογές μπορούν, άραγε, να επιφέρουν την αλλαγή προέδρου χωρίς, ωστόσο, να χαράξουν παράλληλα μια διαχωριστική γραμμή με τα αποφασιστικά ζητήματα της περιόδου που εγκαινιάστηκε το 2007; Η πολιτική εναλλαγή θα αποτελούσε ανακούφιση για τους Γάλλους. Διότι, πέρα από τις πλέον διαβόητες παρεκτροπές του προέδρου – την πανταχού παρουσία του, την επιδειξιομανία του, την ικανότητά του να λέει τα πάντα και εν συνεχεία να τα αναιρεί, τη γοητεία που του ασκούν οι πλούσιοι, σχεδόν εξίσου μεγάλη όσο και η πρόθεσή του να μετατρέψει τους άνεργους, τους μετανάστες, τους μουσουλμάνους ή τους δημοσίους υπαλλήλους σε εξιλαστήρια θύματα για κάθε είδους οργή – τα πέντε χρόνια που πέρασαν σηματοδότησαν μια υποχώρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και της λαϊκής κυριαρχίας.

Από το δημοψήφισμα του Μαΐου του 2005 και μετά, οι υποψήφιοι για το Μέγαρο των Ηλυσίων Πεδίων από τα δυο μεγαλύτερα κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή αγνοούν την αντίθεση της πλειοψηφίας των Γάλλων σε ένα ευρωπαϊκό οικοδόμημα που όλα του τα δομικά ελαττώματα αποκαλύπτονται σήμερα. Η ψηφοφορία για το δημοψήφισμα, ωστόσο, εκφράστηκε με μια ψηφοφορία δίχως απήχηση ύστερα από ένα εθνικό διάλογο καλύτερης ποιότητας από τη σημερινή προεκλογική εκστρατεία. Και η προεδρική θητεία του Νικολά Σαρκοζί, η οποία σηματοδότησε την επιστροφή του βολονταρισμού στην πολιτική, ολοκληρώνεται με μια σωρεία ανησυχητικών δηλώσεων.

Έτσι, ενώ το σύνολο των υποψηφίων της αριστεράς επιπλήττει τις τράπεζες, ο Φρανσουά Μπαρουάν, ο Γάλλος υπουργός οικονομίας, ισχυρίζεται ότι «το να τα βάζει κανείς με το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι εξίσου βλακώδες με το να λέει “είμαι κατά της βροχής”, “είμαι κατά του κρύου” ή “είμαι κατά της ομίχλης”». Ο πρωθυπουργός Φρανσουά Φιγιόν, από την πλευρά του, συνιστά στον σοσιαλιστή υποψήφιο Φρανσουά Ολάντ να «προσαρμόσει την προεκλογική του ατζέντα στη Standard & Poor’s» (1).

Η υποταγή των γαλλικών κυβερνητικών κύκλων σε μια γερμανική δεξιά ολοένα και πιο αλαζονική, προσκολλημένη στο δόγμα της περί «δημοκρατίας προσαρμοσμένης στην αγορά», αποδυναμώνει και τη λαϊκή κυριαρχία. Η ανάδειξη αυτού του διακυβεύματος βρίσκεται στο επίκεντρο της παρούσας προεκλογικής περιόδου. Μας υποχρεώνει μάλιστα να θέσουμε χωρίς περιστροφές τους όρους του ευρωπαϊκού ζητήματος. Ουδείς αγνοεί το γεγονός ότι τα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζονται μετά μανίας τα δύο τελευταία χρόνια δεν έχουν επιφέρει – και δεν πρόκειται να επιφέρουν – καμία βελτίωση στο πρόβλημα του χρέους στην επίλυση του οποίου υποτίθεται ότι στοχεύουν. Μια αριστερή στρατηγική η οποία δεν θα αμφισβητεί αυτό τον οικονομικό βραχνά είναι επομένως, ευθύς εξ αρχής καταδικασμένη. Πάντως, το ευρωπαϊκό πολιτικό πλαίσιο δεν μας επιτρέπει να φανταστούμε ότι το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να επιτευχθεί αγόγγυστα.

Προς το παρόν, η γενικευμένη συμφόρηση αποτρέπεται χάρη σε ένα πακτωλό χρημάτων που διαχέει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς τις ιδιωτικές σε χαμηλή τιμή, με την υποχρέωση αυτές να δανείζουν εν συνεχεία πιο ακριβά τα κράτη. Μόνο που αυτή η συνέχεια εξαρτάται αποκλειστικά από την εκδίδουσα αρχή, η οποία στηρίζεται σε μια «ανεξαρτησία» που της παραχώρησαν απερίσκεπτα οι διάφορες Συνθήκες. Σε ό,τι αφορά το απώτερο μέλλον, οι περισσότερες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεσμεύθηκαν, σύμφωνα με τις γερμανικές απαιτήσεις, τις οποίες αποδέχεται υπάκουα και το Παρίσι, να σκληρύνουν τις πολιτικές της λιτότητας και να υποβάλλουν τους πιθανούς παραβάτες σε ένα δρακόντειο μηχανισμό κυρώσεων, το Σύμφωνο Σταθερότητας, Συντονισμού και Διακυβέρνησης (Σύμφωνο «Ευρώ+») που βρίσκεται στη φάση της επικύρωσης.

Η τιμωρία που επιβλήθηκε στην Ελλάδα απειλεί πλέον και την Ισπανία, η οποία καλείται να μειώσει το έλλειμμά της στο ένα τρίτο, τη στιγμή που το ποσοστό της ανεργίας αγγίζει ήδη το 22,8%. Δεν απέχει πολύ κι η Πορτογαλία, η οποία πρέπει να περικόψει δραστικά τις δημόσιες δαπάνες της, παρόλο που το επιτόκιο δανεισμού της εκτινάσσεται στα ύψη (14% το Μάρτιο) και η χώρα βυθίζεται στην ύφεση (-3% το 2011). Η επιβεβλημένη στροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία σε κράτη που μαστίζονται από μαζική ανεργία δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Υπήρξε η μεγάλη οικονομική και κοινωνική συνταγή της γαλλικής δεξιάς τη δεκαετία του 1930… Οι σοσιαλιστές εξηγούσαν τότε: «Ο αποπληθωρισμός οξύνει την κρίση, ενώ μειώνει την παραγωγή και τη φοροδοτική ικανότητα» (2).

Πάντως, η ηλιθιότητα των πολιτικών που εφαρμόζονται σήμερα ξαφνιάζει μόνο όσους φαντάζονται ακόμα ότι σκοπός τους είναι η εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος και όχι της εύπορης ολιγαρχία που έχει γαντζωθεί στο τιμόνι του κράτους. Αν το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε πρόσωπο, θα ήταν ακριβώς αυτό (3). Το να αποκαλείς τον εχθρό με το όνομά του σε βοηθά να κινητοποιηθείς καλύτερα εναντίον του.

Σε περίπτωση πολιτικής εναλλαγής στη Γαλλία, η αμφισβήτηση του Συμφώνου «Ευρώ+» (ή άλλων πολιτικών λιτότητας παρόμοιου χαρακτήρα) θα πρέπει να αποτελέσει την απόλυτη προτεραιότητα του νέου προέδρου, όποιος κι αν είναι αυτός. Η επιτυχία ή η αποτυχία του εγχειρήματος θα καθορίσει και τα υπόλοιπα: παιδεία, δημόσιες υπηρεσίες, φορολογική δικαιοσύνη, εργασία. Ο κύριος Ολάντ θα ήθελε να αποσυνδέσει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, την οποία υποστηρίζει, από τη φιλελεύθερη θεραπεία του σοκ, την οποία αμφισβητεί. Έχει δεσμευθεί ότι θα «επαναδιαπραγματευθεί» το Σύμφωνο «Ευρώ+», με την ελπίδα να το εμπλουτίσει με «μια προσθήκη για την ανάπτυξη και την εργασία» οι οποίες θα έχουν ως βάση βιομηχανικά προγράμματα σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.

«Καμία αριστερή πολιτική δεν είναι εφικτή στο πλαίσιο αυτών των Συνθηκών», εκτιμά αντιθέτως ο Ζαν Λυκ Μελανσόν. Όπως είναι λογικό, ο ηγέτης του Αριστερού Μετώπου αντιτίθεται στο «Ευρώ+», καθώς και στον ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας ο οποίος προβλέπει την παροχή οικονομικής βοήθειας σε χώρες που βρίσκονται σε κίνδυνο μόνο εάν έχουν δεχθεί προηγουμένως ανηλεή μέτρα δημοσιονομικής εξισορρόπησης. Η υποψήφια των οικολόγων και οι υποψήφιοι των τροτσκιστών κάνουν επίσης καμπάνια υπέρ ενός «πανευρωπαϊκού λογιστικού ελέγχου του εθνικού χρέους» (δήλωσε η Εύα Ζολί), να κηρυχτούν δηλαδή παράνομα με το επιχείρημα ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις της τελευταίας εικοσαετίας και τα επιτόκια προς τους δανειστές εξηγούν την ουσία των σημερινά τους επιπέδων (Φιλίπ Πουτού και Ναταλί Αρτό).

Η «ελαστική αναδίπλωση» του 1997

Αντίθετα σε μια επαναδιαπραγμάτευση των συνθηκών , τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, με πρώτη τη Γερμανία, βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος. Πόσω μάλλον, να αποδεχτούν να δανείσουν σημαντικά ποσά σε κράτη που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες χωρίς αυτά να έχουν δώσει εχέγγυα «καλής» διαχείρισης. Να δεχτούν δηλαδή νέες ιδιωτικοποιήσεις και παράλληλα την επανεξέταση σημαντικών τμημάτων της κοινωνικής τους ασφάλισης (συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, βασικός μισθός, κ.λ.π.). «Οι Ευρωπαίοι δεν είναι πια τόσο πλούσιοι ώστε να πληρώνουν όλο τον κόσμο για να μην εργάζεται», είπε. Μάλιστα. ειρωνικά στις 24 του περασμένου Φεβρουαρίου ο Μάριο Ντράγκι, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, σε συνέντευξή του στη «Wall Street Journal». O πρώην αντιπρόεδρος της Goldman Sachs πρόσθεσε ότι μια «σωστή» λιτότητα θα απαιτούσε ταυτόχρονη μείωση των φόρων (πράγμα που δεν προτείνει κανένας υποψήφιος στη Γαλλία, ούτε καν ο Σαρκοζί) και των δημοσίων δαπανών.

Αυτό σημαίνει ότι ένας αριστερός πρόεδρος θα προσέκρουε αμέσως στην αρνητική στάση των περισσότερων κυβερνήσεων της Ένωσης, συντηρητικών στη μεγάλη τους πλειοψηφία, και της ΕΚΤ, χωρίς να λησμονούμε και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με πρόεδρο τον Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. Απολύτως εσκεμμένα λοιπόν, οι πρωθυπουργοί της Βρετανίας, της Ιταλίας και της Πολωνίας, όπως και η καγκελάριος της Γερμανίας, αρνήθηκαν να υποδεχτούν το φαβορί των γαλλικών προεκλογικών δημοσκοπήσεων, τον οποίο βρίσκουν λιγότερο βολικό από τον Σαρκοζί.

«Βεβαίως και δεν είμαστε υπέρ μιας επαναδιαπραγμάτευσης», έχει δηλώσει ήδη ο Γιαν Κέες Ντε Γιάχερ, ο ολλανδός υπουργός οικονομικών. «Αντίθετα, αν ο κύριος Ολάντ θέλει να προβεί σε περισσότερες μεταρρυθμίσεις, τότε θα είμαστε στο πλευρό του, είτε πρόκειται για απελευθέρωση των υπηρεσιών είτε για μεταρρυθμίσεις στην αγορά της εργασίας (4). Εν ολίγοις, η υποστήριξη της Ολλανδίας θεωρείται δεδομένη για όποια αριστερή κυβέρνηση εφαρμόσει μια ακόμα πιο φιλελεύθερη πολιτική κι από αυτή του Σαρκοζί…

Όσο για την Αγκέλα Μέρκελ, ούτε αυτή κρύβει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις της: δήλωσε διατεθειμένη να συμμετέχει στις συγκεντρώσεις της γαλλικής δεξιάς. Οι Γερμανοί σοσιαλιστές επιδεικνύουν λιγότερο ενθουσιασμό για τους συντρόφους τους στην από εδώ πλευρά του Ρήνου. Ο πρόεδρος του κόμματος, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, έχει δηλώσει την αλληλεγγύη του, ωστόσο, ένα άλλο ηγετικό στέλεχος, ο Πέερ Στάινμπρουκ, που ελπίζει και αυτός να διαδεχθεί την καγκελάριο σε 18 μήνες, χαρακτήρισε «αφελή» τη δέσμευση του Ολάντ «να επαναδιαπραγματευθεί εκ νέου όλες αυτές τις [ευρωπαϊκές] συμφωνίες». Αναμένει μάλιστα μια μεταστροφή εκ μέρους του γάλλου προέδρου: «Αν εκλεγεί, η πολιτική του επί του προκειμένου ενδέχεται να διαφέρει από όσα έχει πει» (5).

Δεν μπορούμε, πράγματι, να αποκλείσουμε μια τέτοια υπόθεση. Ήδη από το 1997, οι γάλλοι σοσιαλιστές είχαν υποσχεθεί πριν τις βουλευτικές εκλογές ότι θα επαναδιαπραγματεύονταν το ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας που είχε υπογραφεί στο Άμστερνταμ – μια «παράλογη παραχώρηση προς τη γερμανική κυβέρνηση» - όπως εκτιμούσε τότε ο Λιονέλ Ζοσπέν. Από τη στιγμή πάντως που βρέθηκε στην εξουσία, το μόνο που πέτυχε η αριστερά ήταν η προσθήκη του όρου «και Ανάπτυξης» στον τίτλο «Σύμφωνο Σταθερότητας».

Ο Πιέρ Μοσκοβισί, υπεύθυνος σήμερα της καμπάνιας του Ολάντ, επανήλθε το 2003 σε αυτή τη σημειολογική κωλοτούμπα. Ξαναδιαβάζοντάς τον, είναι δύσκολο να μην σκεφτεί κανείς την κατάσταση που θα μπορούσε να εγκαινιαστεί από τον ερχόμενο Μάιο: «Η διαπραγμάτευση για τη Συνθήκη του Άμστερνταμ είχε γίνει – πολύ κακώς – προτού αναλάβουμε εμείς τα ηνία. Είχε πολλά μειονεκτήματα – και κυρίως, ένα πολύ ανεπαρκές κοινωνικό περιεχόμενο. (…) Η νέα κυβέρνηση θα νομιμοποιούνταν απόλυτα να μην την επικυρώσει (…), ή τουλάχιστον να ζητήσει την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Δεν ήταν αυτή τελικά η επιλογή μας [ο Μοσκοβισί ήταν τότε αρμόδιος υπουργός ευρωπαϊκών υποθέσεων]. Κι αυτό γιατί, με τον Ζαν Σιράκ στο προεδρικό μέγαρο, αντιμετωπίζαμε την απειλή μιας τριπλής κρίσης. Γαλλογερμανική κρίση, καθώς τυχόν υπαναχώρηση εκ μέρους μας θα περιέπλεκε εξ αρχής τις σχέσεις μας με ένα τόσο σημαντικό εταίρο (…). Κρίση με τις αγορές, οι οποίες επιθυμούσαν την επικύρωση αυτής της Συνθήκης. (…) Τέλος, κρίση στη συγκατοίκηση. (…) Ο Λιονέλ Ζοσπέν επέλεξε, δικαίως, να μεταφέρει το πεδίο της μάχης, επιδιώκοντας μια ελαστική αναδίπλωση και συγχρόνως, μια έξοδο από τα ψηλά. Επιτυγχάνοντας δηλαδή, ως αντάλλαγμα για την συναίνεσή του στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, την πρώτη απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης με αντικείμενο την ανάπτυξη και την εργασία (6)».

Σε περίπτωση νίκης της αριστεράς στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές το Μάιο και τον Ιούνιο του 2012, θα διέφεραν δυο στοιχεία στο σενάριο που αναπτύξαμε. Αφ’ ενός, η εκτελεστική εξουσία στη Γαλλία δεν θα ήταν μοιρασμένη όπως πριν από 15 χρόνια. Αφ’ ετέρου όμως, οι πολιτικές ισορροπίες στην Ευρώπη, οι οποίες το 1997 έκλιναν υπέρ της κεντροαριστεράς, σήμερα γέρνουν συντριπτικά υπέρ της δεξιάς. Έχοντας αυτό υπόψη, ακόμα και μια κυβέρνηση τόσο συντηρητική όσο εκείνη του ισπανού πρωθυπουργού Μαριάνο Ραχόι έφτασε στο σημείο να ανησυχήσει για τη θεραπεία διαρκούς λιτότητας που του επιφυλάσσουν οι κυβερνώντες στη Γερμανία. Οπότε, στις 2 του περασμένου Μαρτίου, έκανε γνωστή την «κυρίαρχη απόφασή» του να μη δεχτεί την ευρωπαϊκή δημοσιονομική μέγγενη.

Σχεδόν την ίδια στιγμή, καμιά δεκαριά άλλα κράτη, ανάμεσά τους η Ιταλία, η Βρετανία και η Πολωνία, απαίτησαν κι αυτές έναν επαναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής που έχει επεξεργαστεί το γαλλογερμανικό δίδυμο. Ο κύριος Ολάντ μπορεί να χαίρεται για αυτό. Ελπίζει πραγματικά ότι η ενδεχόμενη εκλογή του θα επιφέρει κλυδωνισμούς στο συσχετισμό δυνάμεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, χωρίς να αναγκαστεί να επιδοθεί σε ένα μπρα-ντε-φερ – κάτι που απεχθάνεται φανερά – με πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, την ΕΚΤ και την Επιτροπή των Βρυξελλών.

Μόνο που ο επαναπροσανατολισμός τον οποίο επιθυμούν οι φιλελεύθερες χώρες δεν έχει καμία σχέση με αυτόν που συνιστούν ο Ολάντ και οι φίλοι του. Για τους μεν, η λέξη «ανάπτυξη» σημαίνει την υιοθέτηση πολιτικών θατσερικού τύπου (μείωση των φόρων, απελευθέρωση/απορρύθμιση των κοινωνικών παροχών και της περιβαλλοντικής προστασίας), για τους δε μια μικρή ασπίδα δημοσίων επενδύσεων (παιδεία, έρευνα, υποδομές). Η αβεβαιότητα δεν θα κρατήσει για πολύ. Σύντομα, θα πρέπει να σκεφτούμε την «ευρωπαϊκή ανυπακοή» την οποία συνιστά ο Μελανσόν και άλλες δυνάμεις της αριστεράς. Ή να εξακολουθήσουμε να βαδίζουμε χωρίς ελπίδα στο δρόμο που έχει ήδη χαραχτεί.

Πέρα από όσα τους χωρίζουν – τα θέματα φορολογικής δικαιοσύνης, παραδείγματος χάριν – και ο Σαρκοζί και ο Ολάντ υποστήριξαν τις ίδιες ευρωπαϊκές Συνθήκες, από το Μάαστριχτ ως τη Λισαβόνα. Και οι δύο επικύρωσαν τους στόχους για δρακόντειες μειώσεις στα δημόσια ελλείμματα (στο 3% του ΑΕΠ το 2013, στο 0% το 2016 ή το 2017). Αλληλοεγκαλούνται για προστατευτισμό. Περιμένουν τα πάντα από την ανάπτυξη. Υποστηρίζουν παρόμοιους προσανατολισμούς στην εξωτερική και την αμυντική πολιτική, από τη στιγμή όπου οι γάλλοι σοσιαλιστές δεν αμφισβητούν πια την επανένταξη της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Έφτασε ωστόσο η ώρα να διαρρήξουμε τις σχέσεις μας με το σύνολο αυτών των αξιωμάτων. Η αλλαγή προέδρου αποτελεί σίγουρα την προϋπόθεση. Όμως, τόσο η ιστορία της αριστεράς στην εξουσία όσο και η πορεία της παρούσας εκλογικής εκστρατείας μας επιτρέπουν να φανταστούμε ότι η αλλαγή αυτή δεν θα είναι αρκετή.

Serge Halimi

Συντάκτης της «Le Monde diplomatique»
Νιρβάνα Χαρά (μτφ)Δημοσιογράφος

(1Οι δηλώσεις έγιναν στο RTL στις 22 Ιανουαρίου 2012 και στη «Le Journal de Dimanche», Παρίσι, στις 15 Ιανουαρίου του 2012 αντίστοιχα

(2εισαγωγή στην πρόταση νόμου της ομάδας των σοσιαλιστών για τον προϋπολογισμό του 1933

(3διαβάστε το φάκελό μας «Le gouvernement des banques» (η κυβέρνηση των τραπεζών), «Le Monde Diplomatique», Ιούνιος 2010

(4«Le Monde», 1η Μαρτίου 2012

(5Agence Frnace-Presse, Παρίσι, 15 Φεβρουαρίου 2012

(6Pierre Moscovici, «Un an après», Grasset, Παρίσι, 2003, σελ. 90-91

Μοιραστείτε το άρθρο