Μερικούς μήνες πριν την αποχώρησή του από το προεδρικό μέγαρο του Πλανάλτο, ο πρόεδρος της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα παρουσίαζε νομοσχέδιο για τη ρύθμιση του κλάδου των μέσων ενημέρωσης στη χώρα του. Το κείμενο, που πρότεινε μέτρα ρύθμισης του περιεχομένου των προγραμμάτων, όπως την απαγόρευση εγκωμιασμού του ρατσισμού και των σεξουαλικών διακρίσεων, σκόπευε, επίσης, να περιορίσει τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης σε μια χώρα όπου δεκατέσσερις οικογενειακοί όμιλοι ελέγχουν το 90% της αγοράς της επικοινωνίας. Τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης διαμαρτυρήθηκαν για το σχέδιο νόμου, το οποίο έκριναν ότι είναι «αυταρχικό» και ότι θα μπορούσε να θέσει την ενημέρωση «κάτω από πολιτικό έλεγχο». Τον Ιανουάριο του 2011, το νομοσχέδιο εγκαταλείφθηκε. Ο Λούλα, όμως, είχε καταφέρει να υπογραμμίσει τη σοβαρότητα του ζητήματος που εδώ και μερικά χρόνια ταλανίζει τις κυβερνήσεις των χωρών της περιοχής. Μπορεί, άραγε, η ελευθερία της έκφρασης να υπάρχει χωρίς ένα ρυθμιστικό πλαίσιο και χωρίς τις πολιτικές αποφάσεις που θα την εγγυώνται;
«Υπάρχει ένας ακατάλυτος δεσμός αλληλεξάρτησης μεταξύ δημοκρατίας, Τύπου και ελεύθερης ιδιωτικής επιχείρησης», εκτιμά στις 27 Ιουνίου 2012 ο Ρομπέρτο Σιβίτα, διευθυντής του βραζιλιάνικου περιοδικού Veja, ενός από τα πιο δημοφιλή περιοδικά στη Λατινική Αμερική. Με λίγα λόγια, η προάσπιση της ελευθερίας της έκφρασης ανάγεται στην προάσπιση της ελευθερίας των επιχειρήσεων, ξεκινώντας από τις επιχειρήσεις στον χώρο του Τύπου. Τι γίνεται, όμως, όταν το πρόγραμμα που οδηγεί στην εκλογή ενός πολιτικού ηγέτη τον υποχρεώνει να παρενοχλήσει τα συμφέροντα του ιδιωτικού τομέα ή των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης; Με τον ερχομό στην εξουσία πολιτικών ηγετών αποφασισμένων να (προσπαθήσουν να) γυρίσουν τη σελίδα του νεοφιλελευθερισμού και με την αποδυνάμωση των κομμάτων που παραδοσιακά στηρίζουν την ελίτ, τα λατινοαμερικανικά μέσα ενημέρωσης μοιάζουν να έχουν αναλάβει μια αποστολή που η Τζουντίθ Μπρίτο, διευθύντρια της βραζιλιάνικης συντηρητικής εφημερίδας «Folha de Sao Paulo» περιγράφει ως εξής: «Από τη στιγμή που η αντιπολίτευση έχει δεχθεί βαρύ πλήγμα, τον ρόλο αυτό πρέπει να τον παίξουν, εκ των πραγμάτων, τα μέσα ενημέρωσης». Και, ορισμένες φορές, τον παίζουν με αξιοσημείωτη ευρηματικότητα.
Ισχυρό χαρτί για τα πραξικοπήματα
Τον Φεβρουάριο του 2011, ο Εμίλιο Παλάσιο, αρθρογράφος της συντηρητικής εφημερίδας του Ισημερινού «El Universo», χαρακτηρίζει τον πρόεδρο Ραφαέλ Κορέα «δικτάτορα», κατηγορώντας τον ότι «διέταξε πυρ χωρίς προειδοποίηση κατά ενός νοσοκομείου γεμάτου με πολίτες». Η πληροφορία είναι ανακριβής.
Έναν χρόνο αργότερα, έρευνα της βρετανικής εφημερίδας « The Guardian » αποκαλύπτει ότι η Televisa, το μεγαλύτερο μεξικανικό τηλεοπτικό δίκτυο, με περίπου 70% ακροαματικότητα, προσέφερε με το αζημίωτο τις υπηρεσίες του στο Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα (PRI, κεντροδεξιό), για να « βελτιώσει την εθνική απήχηση » του υποψηφίου του στις προεδρικές εκλογές του 2012, του Ενρίκε Πένια Νιέτο, αφού είχε πρώτα θέσει σε εφαρμογή στρατηγική « υπονόμευσης » του αριστερού αντιπάλου του, Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ [1].
Το 2002, ο Βενεζουελάνος υποστράτηγος Βίκτορ Ραμίρες Πέρες, εξέφραζε την ικανοποίησή του για το (προσωρινό) πραξικόπημα, το οποίο, χάρη στην άμεση συνεργασία των μεγάλων μέσων ενημέρωσης, μόλις είχε ανατρέψει τον πρόεδρο Ούγο Τσάβες. Σε ζωντανή μετάδοση στο Venevisión –το τηλεοπτικό κανάλι του πλουσιότερου ανθρώπου της χώρας, του Γουστάβο Σισνέρος-, ο υποστράτηγος δηλώνει : « Είχαμε ένα μεγάλο όπλο : τα μέσα ενημέρωσης. Και, αφού μου δίνεται η ευκαιρία, θα ήθελα να σας συγχαρώ [2] ».
« Όταν η υπεράσπιση των οικονομικών συμφερόντων τους έρχεται σε αντίθεση με το γενικό συμφέρον, τα μέσα ενημέρωσης μετατρέπονται σε ο,τιδήποτε εκτός από παραδείγματα δημοκρατικής αρετής [3] », συνοψίζουν οι ερευνητές Ελίζαμπεθ Φοξ και Σίλβιο Γουάιζμπορντ. Χωρίς αμφιβολία, παραπλήσιες διαπιστώσεις οδήγησαν τελικά ορισμένες κυβερνήσεις στην προώθηση της ρύθμισης του κλάδου των μέσων ενημέρωσης. Τέτοιου είδους σχέδια, βέβαια, περίμεναν για πολύ καιρό στα συρτάρια των υπουργείων.
Από το 1966, ο Κάρλος Αντρές Πέρες, ο οποίος δεν έχει ακόμη γίνει πρόεδρος, αλλά είναι επικεφαλής της επιτροπής εσωτερικής πολιτικής του Κονγκρέσου της Δημοκρατίας της Βενεζουέλας, προτείνει μία μεταρρύθμιση του νόμου περί τηλεπικοινωνιών του 1940 (δηλαδή πριν ακόμη την είσοδο της τηλεόρασης στη χώρα). Το κείμενο αμέσως χαρακτηρίζεται « νόμος-φίμωτρο » και απορρίπτεται. Την ίδια τύχη είχαν και όλα τα σχέδια που ακολούθησαν. Στην Αργεντινή, τη δεκαετία του 1980 και του 1990, διάφορες απόπειρες να εκσυγχρονιστεί η νομοθεσία που αφορούσε τα μέσα ενημέρωσης και χρονολογείτο από το 1980, δηλαδή από την εποχή της δικτατορίας, απέτυχαν, καθώς καταπνίγηκαν από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης της χώρας.
Παρά την αντίσταση αυτή, η βούληση ρύθμισης του πλαισίου λειτουργίας της ενημερωτικής βιομηχανίας δεν πρέπει να θεωρηθεί απλώς « προϊόν μιας ιδεολογικής τοποθέτησης », παρατηρεί η ερευνήτρια Έρικα Γκεβάρα. Η βούληση ρύθμισης του ενημερωτικού τοπίου τροφοδοτείται, επίσης, « από την απαίτηση διαφορετικών τομέων της βιομηχανίας των μίντια που προέρχεται από την ισχυρή διεθνή πίεση, η οποία συνδέεται με την έκρηξη των νέων τεχνολογιών ενημέρωσης και επικοινωνίας και με την είσοδο νέων παικτών στην αγορά [4] ». Οι νέοι παίκτες δεν επιθυμούν τα κενά της νομοθεσίας να ευνοήσουν τους πιο μεγάλους : οι ισχύουσες νομοθεσίες, κατά κανόνα ασαφείς και αυταρχικές, στην πράξη δεν εφαρμόζονται πια από τη δεκαετία του 1990, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο σε μια δράκα αυλικών της εξουσίας, οι οποίοι, επιπλέον, έχουν επωφεληθεί από τις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων και της απορρύθμισης.
Αποτέλεσμα ; Στη Βραζιλία, όπου οι μεγιστάνες του Τύπου ελέγχουν το 10% των εδρών του κοινοβουλίου και το 30% της Γερουσίας, ο όμιλος Globo είχε στον έλεγχό του, το 2006, « το 61,5% στον χώρο των τηλεοπτικών καναλιών » και « το 40,7% της συνολικής κυκλοφορίας των εφημερίδων » [5]. Με περισσότερα από εκατόν είκοσι κανάλια στον κόσμο, ο τηλεοπτικός γαλαξίας του μεγιστάνα Ρομπέρτο Μαρίνιο (του οποίου τον θάνατο, το 2003, ο πρόεδρος Λούλα τίμησε κηρύσσοντας τριήμερο εθνικό πένθος) ενημερώνει περισσότερους από εκατόν είκοσι εκατομμύρια ανθρώπους καθημερινά.
Οι εθνικής κυκλοφορίας εφημερίδες της Χιλής ανήκουν όλες είτε στον επιχειρηματία Αγουστίν Έντουαρντς, επικεφαλής του ομίλου El Mercurio, είτε στον τραπεζίτη Αλβάρο Σαϊέ, πρόεδρο του Consorcio periodístico de Chile SA (Copesa) [6].
Με εξήντα επιχειρήσεις σε σαράντα χώρες και σχεδόν 30.000 εργαζόμενους, ο όμιλος του Σισνέρος έχει πρόσβαση σε περισσότερους από 500 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Το κανάλι του Venevisión κατέχει το 67% του μεριδίου τηλεθέασης στη Βενεζουέλα, αλλά ο Σισνέρος διατηρεί συμφέροντα και στο Caracol TV της Κολομβίας, καθώς και στο ψηφιακό κανάλι DirecTV, το οποίο εκπέμπει σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.
Στην Αργεντινή, το μεγαθήριο Clarín αντιπροσωπεύει περίπου το 60% του συνόλου του ενημερωτικού τομέα. Είναι ο μεγαλύτερος πάροχος καλωδιακής τηλεόρασης και επίσης εκδίδει δεκατέσσερις εφημερίδες και ελέγχει αρκετές δεκάδες ραδιοφωνικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας, συγκροτώντας ένα σύνολο σχεδόν διακοσίων πενήντα επιχειρήσεων ενημέρωσης. Καταστάσεις που, στη Λατινική Αμερική, αποτελούν μάλλον τον κανόνα παρά την εξαίρεση.
Έτσι, μετά από μια πρώτη περίοδο όπου χρειάστηκε να επιδιώξουν τη συναίνεση (όπως έγινε με μία ανεπίσημη συνάντηση του Τσάβες με τον Σισνέρος, το 1999), οι προοδευτικοί ηγέτες της Λατινικής Αμερικής επανέφεραν την ιδέα της ρύθμισης του χώρου της ενημέρωσης από το κράτος. Στις 8 Δεκεμβρίου 2004, ο Τσάβες υπέγραφε το διάταγμα εφαρμογής του νόμου για την κοινωνική υπευθυνότητα του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης (του οποίου η ισχύς επεκτάθηκε και για το Διαδίκτυο, τον Δεκέμβριο του 2010), σκοπεύοντας στη ρύθμιση του περιεχομένου των προγραμμάτων. Εκτός του ότι επέβαλλε ελάχιστο υποχρεωτικό ποσοστό εθνικών προγραμμάτων, ο νόμος επιχειρούσε να εναρμονίσει τη νομοθεσία της Βενεζουέλας με τη σύμβαση των αμερικανικών χωρών για τα ανθρώπινα δικαιώματα : ρυθμίζει τη μετάδοση εικόνων με σεξουαλικό ή βίαιο χαρακτήρα (απαγορεύεται μεταξύ 7 το πρωί και 11 το βράδυ) και απαγορεύει τη διαφήμιση για προϊόντα αλκοόλ και καπνού. Αλλά οι ρυθμίσεις πάνε μακρύτερα, τιμωρούν τα μηνύματα που « προωθούν το μίσος και τη μισαλλοδοξία σε ζητήματα θρησκείας, πολιτικών απόψεων, φύλου, τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά μηνύματα, τα μηνύματα που προκαλούν άγχος στον πληθυσμό », καθώς και τη μετάδοση… « ψευδών » πληροφοριών. Τον Νοέμβριο του 2010, η Βολιβία ψήφισε αντίστοιχο νόμο, ο οποίος, όμως, περιοριζόταν « στην καταπολέμηση του ρατσισμού και κάθε μορφής διακρίσεων », ενώ το Σύνταγμα του Ισημερινού, που υιοθετήθηκε το 2008, καταδικάζει τις εσφαλμένες πληροφορίες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν « κοινωνική αναταραχή ».
Αριστερό κροσέ
Θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει, όπως κάνει ο διευθυντής του τμήματος Λατινικής Αμερικής της οργάνωσης Human Rights Watch Χοσέ Μιγέλ Βιβάνκο, ότι « το δικαίωμα στην ενημέρωση περιλαμβάνει κάθε είδους πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων και όσων (…) μπορεί να αποδειχτούν “εσφαλμένες”, “ψεύτικες” ή “ελλειπείς” [7] ». Για να λάβει την απάντηση ότι, το 2002, ακριβώς μια « ψεύτικη » πληροφορία, η οποία μεταδόθηκε εσκεμμένα από τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης της Βενεζουέλας και σύμφωνα με την οποία υποστηρικτές του προέδρου Τσάβες άνοιξαν πυρ κατά του πλήθους, αποτέλεσε το έναυσμα για το (αποτυχημένο) πραξικόπημα κατά του ηγέτη της Βενεζουέλας. Όμως, η συζήτηση για το περιεχόμενο των προγραμμάτων αποτελεί, άραγε, το πιο πρόσφορο μέσο για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος μετασχηματισμός του χώρου των μέσων ενημέρωσης ;
« Η χειρότερη κατάσταση », παρατηρεί ο Αράμ Αχαρονιάν, διευθυντής του μηνιαίου περιοδικού της Βενεζουέλας « Question », « θα ήταν να πληρώνουμε το πολιτικό κόστος μέτρων που καταγγέλλονται ως αυταρχικά (…) χωρίς τα μέτρα αυτά να επιφέρουν σημαντική πρόοδο ». Σύμφωνα με τον Αχαρονιάν, αντί για το περιεχόμενο των προγραμμάτων, θα πρέπει οι κυβερνήσεις να εγκύψουν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ομίλων ενημέρωσης : « Διαφορετικά, το 80% του κοινού θα παραμείνει στα χέρια των μονοπολιακών δομών των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης [8] ».
Το 2009, η Αργεντινή επέλεξε να ξεκινήσει μια τέτοιου τύπου διαδικασία. Τον Οκτώβριο του 2009, τέθηκε σε ισχύ ο νόμος για « την ιδιοκτησιακή αποσυγκέντρωση » των μέσων ενημέρωσης, με τον οποίο περιορίζεται ο αριθμός των αδειών εκπομπής που μπορεί να διαθέτει ένας όμιλος, ορίζεται στο 35% το μερίδιο ακροαματικότητας που μπορεί να έχει και μειώνει την περίοδο ισχύος των αδειών από 20 σε 10 χρόνια. Το κείμενο του νόμου, που κατοχυρώνει την επικοινωνία ως « δημόσιο αγαθό », χωρίζει το ραδιοηλεκτρικό φάσμα σε τρία μέρη : ένα προορίζεται για τον ιδιωτικό τομέα, ένα για το κράτος και ένα για τον μη κερδοσκοπικό τομέα της οικονομίας. Ο ειδικός απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών για την προώθηση της ελευθερίας γνώμης και έκφρασης Φρανκ Λα Ρι, ελάχιστα ευαίσθητος στις διαμαρτυρίες των αφεντικών του Τύπου, θεωρεί το νομοσχέδιο « σημαντικό βήμα στον αγώνα κατά της ιδιοκτησιακής συγκέντρωσης των μέσων ενημέρωσης [9] ». Στον Ισημερινό, η προτροπή του Λα Ρι να χρησιμεύσει ο συγκεκριμένος νόμος ως « υπόδειγμα » εισακούστηκε : το Κίτο συζητά (από το 2009 !) νομοσχέδιο που υιοθετεί τις βασικές κατευθύνσεις του αργεντίνικου νομοθετήματος.
Οι περισσότερες χώρες της περιοχής προσπάθησαν να αποδυναμώσουν την κυριαρχία του ιδιωτικού τομέα στα μέσα ενημέρωσης, θέτοντας σε λειτουργία τόσο δημόσια όσο και μη κερδοσκοπικά μέσα πληροφόρησης ή ενισχύοντας τα ήδη υπάρχοντα. Οι προσπάθειες αυτές, όμως, δεν απέφεραν πάντα καρπούς.
Κατ’ αρχήν, από την άποψη του πλουραλισμού, καθώς οι νέες αυτές επιχειρήσεις ενημέρωσης, ορισμένες φορές, δεν αντιστέκονται στον πειρασμό να ανταποδώσουν τις παρεκτροπές των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης, αναπαράγοντας μερικές από τις παθογένειές τους : τα στελέχη της Αριστεράς « γενικά θεωρούν ότι χρειάζονται πολλές απλουστεύσεις, υπερβολές και επαναλήψεις για να ισοφαριστεί η προπαγάνδα της άλλης πλευράς », αναφέρει με σαρκασμό ο Αμερικανός αναλυτής Κεν Ναμπ. « Κάτι τέτοιο είναι σαν να λέμε ότι ένας πυγμάχος ζαλισμένος από ένα δεξί κροσέ θα συνέλθει εάν δεχτεί και ένα καλό αριστερό [10] ».
Στη συνέχεια, από την άποψη της επιρροής τους. Μελέτη του Centre for Economic Policy Research (CEPR) δείχνει ότι μεταξύ 2000 και 2010, η ακροαματικότητα των δημόσιων τηλεοπτικών δικτύων στη Βενεζουέλα πέρασε από το 2,04% στο 5,4% [11]. Η θαρραλέα γενική μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου για τις τράπεζες, το 2010, η οποία, ακολουθώντας το παράδειγμα διάταξης του Συντάγματος του Ισημερινού, απαγορεύει στους μετόχους χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να κατέχουν μέσα ενημέρωσης, οπωσδήποτε δεν θα είναι αρκετή για να αντιστρέψει την κατάσταση.
Ωστόσο, αναρωτιέται ο Αχαρονιάν, « αφού η κοινωνία μας υποτίθεται ότι προχωρά προς τον σοσιαλισμό », δεν θα έπρεπε η Βενεζουέλα να καταργήσει τη χορήγηση συχνοτήτων και αδειών εκμετάλλευσης του ραδιοηλεκτρικού φάσματος σε ιδιωτικά συμφέροντα ; « Δεν θα έπρεπε να φανταζόμαστε, στη θέση τους, ένα και μοναδικό μεγάλο δημόσιο χώρο (…), ρυθμισμένο και αυτόν με τρόπο που να εγγυάται τη δημοκρατική χρήση του ; ». Από τη στιγμή που η ελευθερία έκφρασης δεν θα συγχεόταν πια με την ελευθερία των ιδιωτικών επιχειρήσεων ενημέρωσης, δεν θα χρειαζόταν πια ρύθμιση.
[1] Jo Tuckman, « Computer files link TV dirty tricks to favourite for Mexico presidency », « The Guardian », Λονδίνο, 8 Ιουνίου 2012.
[2] Βλ. Maurice Lemoine, « Στα εργαστήρια του ψέματος στη Βενεζουέλα », « Le Monde diplomatique »-« ΚΕ », 11-08-02.
[3] Elizabeth Fox και Silvio Waisbord (διευθ.), « Latin Politics, Global Media », University of Texas Press, Όστιν, 2002.
[4] Erica Guevara, « “Téléprésidents” ou “média-activistes” de gauche ? », στο Olivier Dabène (διευθ.), « La Gauche en Amérique latine, 1998-2012 », Presses de Sciences Po, Παρίσι, 2012.
[5] Giancarlo Summa, « Le Rôle politique de la presse au Brésil », Institut des hautes études de l’Amérique latine, Παρίσι, 2009.
[6] Βλ. Ernesto Carmona, « Chile. Los amos de la prensa », América latína en movimiento (ALAI), 23 Οκτωβρίου 2012.
[7] « Venezuela : Limit state control of media », ανοικτή επιστολή στον Ούγο Τσάβες, 1η Ιουλίου 2003.
[8] Aram Aharonian, « Democratizar las comunicaciones sí, pero…¿sabemos cómo y para qué ? », ALAI, 25 Αυγούστου 2009.
[9] Αναφέρεται στο Marcela Valente, « Nueva ley de medios audiovisuales », Inter Press Service (IPS), 10 Οκτωβρίου 2009.
[10] Αναφέρεται στο Rafael Uzcátegui, « Venezuela : révolution ou spectacle ? », Spartacus, Παρίσι, 2011.
[11] « Médias et Venezuela : qui étouffe qui ? », La Valise diplomatique, 14 Δεκεμβρίου 2010.