Φτάνοντας στο διεθνές αεροδρόμιο του Νέου Δελχί, ένα σύνολο ιδιαίτερα εμφανών πινακίδων και ειδικά γκισέ επιτρέπουν στα άτομα που ταξιδεύουν για ιατρικούς λόγους να διασχίσουν χωρίς πρόβλημα τον τερματικό σταθμό των αφίξεων. Χάρη σε έναν ολοκαίνουριο αυτοκινητόδρομο που πλαισιώνεται από τα νεόδμητα κτήρια γραφείων πολυεθνικών εταιρειών όπως η Ray-Ban, η Ericsson, η 3M, η Toshiba ή η Deloitte, οι ταξιδιώτες βρίσκονται μέσα σε δέκα λεπτά στο νοσοκομείο Medanta της Γκουργκάον, μιας πόλης δορυφόρου της ινδικής πρωτεύουσας (2). Στην όψη του αυτοκινητόδρομου αντικατοπτρίζεται η πρόσφατη ιστορία της ινδικής οικονομίας, η οποία γνωρίζει μια ιλιγγιώδη οικονομική μεγέθυνση, της τάξης του 6%-8% ετησίως.
Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι ασθενείς που προέρχονταν από αναπτυσσόμενες χώρες διάβαιναν τις πύλες των δυτικών νοσοκομείων για να τύχουν υψηλού επιπέδου περίθαλψης, που δεν υπήρχε στις χώρες τους. Πλέον, παρατηρείται μια αναστροφή της τάσης. Το κόστος της υγείας απογειώνεται στις ΗΠΑ, οι λίστες αναμονής μεγαλώνουν σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και η ζήτηση για επεμβάσεις πλαστικής χειρουργικής γνωρίζει εκρηκτική αύξηση. Έτσι, οι Δυτικοί καταφθάνουν στις αναδυόμενες χώρες αναζητώντας γρήγορη και φθηνή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Η βιομηχανία του ιατρικού τουρισμού ευημερεί: ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών της έχει υπολογιστεί στα 45 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με το Deloitte Center for Health Solutions (τον κλάδο υγείας της ομώνυμης ελεγκτικής εταιρείας), το 2012, περισσότεροι από 1.600.000 Αμερικανοί επιχείρησαν ένα «νυστεροσαφάρι», συνδυάζοντας τουρισμό και εγχείριση. Ο κλάδος γνωρίζει μια ξέφρενη ανάπτυξη, της τάξης του 35%.
Από το σύνολο αυτό, 100.000 επισκέφτηκαν το νοσοκομείο Medanta, ένα ολοκαίνουριο νοσοκομειακό συγκρότημα δυναμικότητας χιλίων κλινών, το οποίο έχει αναγερθεί σε έκταση 170 στρεμμάτων στις παρυφές του Νέου Δελχί. Χειρουργοί διεθνούς φήμης εργάζονται στα σαράντα χειρουργεία του, ενώ πλήθος στελεχών έχει αναλάβει τον συντονισμό του τουριστικού και του ιατρικού πακέτου. Οι πελάτες προέρχονται από τη Μέση Ανατολή, την Ασία, την Αφρική, τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική. Ιδιωτικές κλινικές αυτού του τύπου κατασκευάζονται σχεδόν σε κάθε περιοχή της Ινδίας, με την υποστήριξη της πολιτικής ηγεσίας, η οποία επιθυμεί να ενθαρρύνει με φορολογικές απαλλαγές και την παροχή διάφορων άλλων πλεονεκτημάτων (3) «τις ιατρικές υπηρεσίες που παρέχονται σε ξένους ασθενείς».
Μια μεταφορά οικονομικής δραστηριότητας που μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των τηλεφωνικών κέντρων
Το νοσοκομείο Medanta είναι ένα επιβλητικό κτήριο που περιβάλλεται από ένα άψογα περιποιημένο πάρκο. Στο εσωτερικό του, οι μαρμάρινοι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με πίνακες οι οποίοι θα μπορούσαν να φιλοξενούνται σε κάποιο μουσείο. Χαμογελαστές νεαρές γυναίκες συνοδεύουν τους ξένους επισκέπτες μέχρι το σαλόνι που προορίζεται γι’ αυτούς, εξοπλισμένο με εξαιρετικά άνετα δερμάτινα καθίσματα και τηλεοράσεις plasma: εκεί θα περιμένουν με όλη τους την άνεση την εισαγωγή τους για εγχείριση. Το νοσοκομείο πραγματοποιεί παντός τύπου εγχειρίσεις, από ορθοπεδικές έως καρδιολογικές.
Ο γιατρός Ναρές Τρεχάν δηλώνει: «Μπορούμε να πραγματοποιήσουμε μια καρδιολογική χειρουργική επέμβαση με κόστος κατώτερο των 5.000 δολαρίων και με αποτελέσματα εφάμιλλα ή και καλύτερα». Στις ΗΠΑ, μια αντίστοιχη επέμβαση –και μάλιστα χωρίς την ανάλογη υποδοχή- θα κόστιζε το πενταπλάσιο ποσό. Σύμφωνα με τον χειρουργό, οι χαμηλότεροι μισθοί δεν εξηγούν τα πάντα: «Υπάρχει μεγάλη σπατάλη στη Δύση, η οποία συνεπάγεται τον πληθωρισμό των γενικών εξόδων. Σε ένα νοσοκομείο, οι διοικητικοί υπεύθυνοι είναι περισσότεροι κι από τους γιατρούς!». Παρόμοια κατάσταση δεν παρατηρείται στην Ινδία, όπου οι έλεγχοι σε όλα τα ζητήματα που άπτονται της υγείας –από την συνταγογράφηση των φαρμάκων έως την επιμόρφωση του προσωπικού- είναι περιορισμένοι, αν όχι ανύπαρκτοι.
Όπως και πολλοί άλλοι υπέρμαχοι του ιατρικού τουρισμού, ο δόκτωρ Τρεχάν θεωρεί ότι η χειρουργική ινδικού τύπου αποτελεί μια ανέλπιστη ευκαιρία για τα δυτικά συστήματα υγείας που βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, έχει δρομολογηθεί μια μεταφορά οικονομικής δραστηριότητας που μπορεί να συγκριθεί με το κύμα μετεγκατάστασης στην Ινδία των τηλεφωνικών κέντρων εξυπηρέτησης πελατείας (με αυτόν τον τρόπο, ορισμένες επιχειρήσεις κατόρθωσαν να περιορίσουν το κόστος της εξυπηρέτησης της πελατείας τους έως και κατά 40%) (4). Μάλιστα, ορισμένες αμερικανικές ασφαλιστικές εταιρείες, όπως η Blue Cross, η Blue Shield ή η Aetna έχουν εξοικονομήσει σημαντικά ποσά εντάσσοντας διακριτικά τις ινδικές κλινικές –ή κλινικές άλλων αναπτυσσόμενων χωρών- στον κατάλογο των συμβεβλημένων με αυτές ιατρικών μονάδων (5).
Ωστόσο, το γεγονός ότι προτείνεται σε ξένους μια ιατρική περίθαλψη ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου τη στιγμή που σημαντικός αριθμός Ινδών δεν έχει πρόσβαση ούτε στη στοιχειώδη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη προκαλεί προβληματισμό (6). «Θα έπρεπε καταρχάς να βελτιώσουμε την κατάσταση στη χώρα μας και μετά να αρχίσουμε να καλύπτουμε τις ανάγκες των υπόλοιπων χωρών», είναι η άποψη του χειρουργού Σαμιράν Νουντί, ο οποίος έχει προσελκύσει τους προβολείς της δημοσιότητας με την κριτική που ασκεί στην ιδιωτικοποίηση του ινδικού συστήματος υγείας. Πράγματι, η χώρα αφιερώνει στη δημόσια υγεία περίπου το 1% του ΑΕΠ της -πρόκειται για ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά παγκοσμίως. Οι συνέπειες δεν εκπλήσσουν κανέναν: λιγότερα από τα μισά παιδιά είναι σωστά εμβολιασμένα και ένα εκατομμύριο Ινδοί πεθαίνουν κάθε χρόνο από φυματίωση, η οποία θα μπορούσε να έχει θεραπευθεί, ή από διάρροιες, που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Επιπλέον, καθώς τα έξοδα της υγειονομικής περίθαλψης αποτελούν ζήτημα ζωής ή θανάτου, βυθίζουν κάθε χρόνο στην εξαθλίωση σχεδόν σαράντα εκατομμύρια άτομα (7).
Οι οπαδοί της ανοιχτής στους ξένους ασθενείς ιατρικής υποστηρίζουν ότι η επιλογή αυτή επιτρέπει την προσφορά καλύτερων υπηρεσιών στους ντόπιους ασθενείς, καθώς διευκολύνει τις επενδύσεις σε νοσοκομειακές μονάδες, από τις οποίες υπάρχει τεράστια έλλειψη στη χώρα. Το 2005, σε μια συνέντευξή του ο δόκτωρ Τρεχάν εξηγούσε: «Το ίδιο συμβαίνει και με την κατάκτηση του διαστήματος. Ο κόσμος αναρωτιέται γιατί ξοδεύουμε χρήματα τη στιγμή που υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που υποφέρουν από την πείνα. Όμως, αυτό δεν είναι το σωστό ερώτημα (8)».
Ένας κάτοικος στους πέντε ενδέχεται να καταναλώσει μολυσμένες τροφές
Οι ασθενείς που περιθάλπονται στις συγκεκριμένες νοσοκομειακές μονάδες υποβάλλονται σε υπερσύγχρονες θεραπείες, ενώ λαμβάνουν τα πλέον ενδεδειγμένα αντιβιοτικά για την καταπολέμηση των μετεγχειρητικών λοιμώξεων. Οι υπόνομοι και τα υδάτινα ρεύματα είναι γεμάτα από τα υπολείμματα της δραστηριότητας αυτής, με αποτέλεσμα να ευνοείται η εμφάνιση μεταλλαγμένων βακτηρίων, ανθεκτικών στα αντιβιοτικά. Το φαινόμενο αναδεικνύει και άλλες αμφισβητήσιμες συνέπειες του ιατρικού τουρισμού και της υποστήριξης που παρέχει η κυβέρνηση σε αυτόν.
Ο δόκτωρ Τσαντ Βατάλ, διευθυντής ενός από τα ελάχιστα ινδικά εργαστήρια μικροβιολογίας που είναι εγκατεστημένα σε νοσοκομειακό περιβάλλον, ανήγγειλε, το 2011, ότι στο νοσοκομείο του Νέου Δελχί όπου εργάζεται εντοπίστηκε μια νέα μορφή βακτηρίου ανθεκτική στα αντιβιοτικά. Μάλιστα, κανένα από τα υπάρχοντα αντιβιοτικά δεν είναι σε θέση να εξουδετερώσει τον μικροοργανισμό, ούτε καν εκείνα που χρησιμοποιούνται ως έσχατο όπλο και χορηγούνται ενδοφλεβίως. Τα «υπερβακτήρια» είναι φορείς του βακτηρίου NDM-1, που προσδίδει ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά (τα αρχικά σημαίνουν Νέο Δελχί μεταλλο-βητα-λακταμάση και επιλέχθηκαν επειδή το μικρόβιο έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά στην ινδική πρωτεύουσα). Μονάχα δύο αντιβιοτικά είναι σε θέση να τα καταπολεμήσουν –με ιδιαίτερα ατελή τρόπο- ενώ ουσιαστικά στα φαρμακευτικά εργαστήρια δεν υπάρχει κανένα νέο αντιβιοτικό στη φάση της ανάπτυξης. Όπως δηλώνει ο δόκτωρ Βατάλ, ο ιατρικός κλάδος έχει καταληφθεί από «τεράστιο πανικό».
Τα πολυανθεκτικά βακτήρια αποτελούν πλέον παγκόσμιο πρόβλημα. Για παράδειγμα τα νοσοκομεία της Δύσης, από τη Νέα Υόρκη ως το Λονδίνο, έχουν μολυνθεί από χρυσούς σταφυλόκοκκους που είναι ανθεκτικοί στη μετικυλλίνη (SARM). Ωστόσο, στην Ινδία, ο ιατρικός τουρισμός, η φτώχεια και οι δημόσιες πολιτικές δημιουργούν έναν ανησυχητικό συνδυασμό, που ευνοεί την εμφάνιση και τη διάδοσή τους.
Η πρώτη μόλυνση εντοπίστηκε το 2008 σε έναν Σουηδό ασθενή, ο οποίος λίγο καιρό πριν είχε νοσηλευθεί στην Ινδία. Την επόμενη χρονιά, οι βρετανικές ιατρικές αρχές σήμαναν συναγερμό, καθώς αρκετά άτομα που είχαν νοσηλευθεί στην Ινδία ή στο Πακιστάν είχαν μολυνθεί από το βακτήριο NDM-1. Το 2010, καταγράφηκαν τρία κρούσματα στις ΗΠΑ και επρόκειτο επίσης για ασθενείς που είχαν νοσηλευθεί στην Ινδία (9). Έκτοτε, αναφέρθηκαν λοιμώξεις με βακτήρια NDM-1 σε τριάντα πέντε χώρες. Πολύ συχνά, επρόκειτο για ταξιδιώτες που είχαν επιστρέψει από την Ινδία. Γνωρίζουμε επίσης ότι τα βακτήρια NDM-1 έχουν αρχίσει να εξαπλώνονται ευρύτερα, δημιουργώντας αποικίες σε οργανισμούς ατόμων τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ στην ινδική χερσόνησο.
Όμως, αν υπάρχει κάπου ο κίνδυνος να σημειωθεί ταχύτατη εξάπλωση των βακτηρίων, είναι στην Ινδία. Το γονίδιο NDM-1 εμφανίζεται σε μια οικογένεια βακτηρίων, των οποίων το κυτταρικό περίβλημα είναι ταυτόχρονα τοξικό και ανθεκτικό. Κάποιες ποσότητες -αποκαλούνται βακτήρια «με αρνητικό Gram»- δημιουργούν αποικίες στο ανθρώπινο έντερο. Γνωρίζουν δε ραγδαία εξάπλωση σε περιοχές που δεν διαθέτουν τουαλέτες και στερούνται συστημάτων υγιεινής και αποχέτευσης. Μεταδίδονται από ξενιστή σε ξενιστή μέσω μολυσμένου νερού και τροφίμων.
Παρόλο που ο ιατρικός τουρισμός αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, πολύ συχνά οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας των αστικών λυμάτων εξακολουθούν να είναι πρωτόγονες. Στο Νέο Δελχί, μονάχα το 65% των λυμάτων της πόλης υφίστανται την ενδεδειγμένη επεξεργασία, ενώ ένας στους πέντε κατοίκους ζει στοιβαγμένος σε μια υπερβολικά πυκνοκατοικημένη τενεκεδούπολη, όπου υπάρχει ο κίνδυνος να καταναλώσει μολυσμένο νερό ή τρόφιμα (10). Στην είσοδο του Medanta συνωστίζεται ένα πλήθος ατόμων και συσσωρεύονται βουνά από ακαθαρσίες. Πλανόδιοι πωλητές πωλούν φρεσκοστυμμένους χυμούς και λαχανικά στοιβαγμένα σε ξύλινα καροτσάκια. Μπροστά από την πύλη των εγκαταστάσεων της κλινικής περνάει ένα ρυάκι, οι όχθες του είναι γεμάτες σκουπίδια και μπάζα. Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, σε μια τενεκεδούπολη, τα παιδιά παίζουν ξυπόλυτα σε μια στενή αλάνα, την οποία διασχίζουν ρυάκια υπονόμων.
Να περιοριστεί η πώληση και η χρήση ορισμένων αντιβιοτικών
Τον Απρίλιο του 2011, ερευνητές ανακάλυψαν βακτήρια NDM-1 σε δείγματα πόσιμου νερού της ινδικής πρωτεύουσας, καθώς και σε δείγματα που ελήφθησαν από λακκούβες και λάκκους γεμάτους νερό στις γειτονιές της. Τα βακτήρια αφθονούν ήδη στα αποθέματα νερού και στο έδαφος. Το τροπικό κλίμα ευνοεί την εξάπλωσή τους. Μάλιστα, ο κίνδυνος αυξάνεται κατά τη διάρκεια της περιόδου των βροχών, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών και των πλημμυρών.
Η απειλή θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τη βελτίωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που παρέχεται στους φτωχούς, τη βελτίωση της υγιεινής μέσα στο νοσοκομειακό περιβάλλον, καθώς και με την προσεκτικότερη χρήση των αντιβιοτικών. Ωστόσο, το καμάρι της χώρας, ο κλάδος που γνώρισε τεράστια ανάπτυξη όλα αυτά τα χρόνια, αντιτίθεται σε τέτοια σχέδια. Σύμφωνα με το «Indian Express» της 15ης Αυγούστου 2010, πολιτικοί υπεύθυνοι και επικεφαλής των αρμόδιων αρχών αρνούνταν το πρόβλημα δημόσιας υγείας που έχει παρατηρηθεί και κατηγορούσαν τους ερευνητές ότι συμμετέχουν σε μια «συνωμοσία που αποσκοπεί στην εξασθένηση του ιατρικού τουρισμού στην Ινδία». Ο αγγλικός τηλεοπτικός σταθμός Channel 4 News αποκάλυψε ότι, όταν δόθηκαν στη δημοσιότητα οι πρώτες εκθέσεις, η κυβέρνηση έστειλε απειλητικές επιστολές στους ερευνητές που είχαν συνεργαστεί με τους Βρετανούς επιστήμονες (11). Ο Βαλς, υπεύθυνος για πολλές από αυτές τις μελέτες, υποστηρίζει ότι στους Ινδούς συνεργάτες του ασκήθηκαν πιέσεις για να αποκηρύξουν τις ίδιες τους τις μελέτες, ενώ ο ίδιος θεωρείται πλέον ανεπιθύμητο πρόσωπο στην Ινδία. Και καταλήγει σε ένα ειρωνικό σχόλιο: «Για την ινδική κυβέρνηση, πρέπει να είμαι η προσωποποίηση του διαβόλου και να τρέφομαι με ανθρώπινες σάρκες. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πραγματικό κυνήγι μαγισσών».
Καταρχάς, τον κατηγόρησαν επειδή έδωσε στο βακτήριο το όνομα της ινδικής πρωτεύουσας… Καθώς δε η πολεμική πήρε μεγάλη έκταση, η κυβέρνηση συγκρότησε μια επιτροπή στην οποία ανατέθηκε η μελέτη της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά και πρότεινε μια φιλόδοξη ιδέα: να απαγορευθεί η πώληση των φαρμάκων χωρίς ιατρική συνταγή και να περιοριστεί η χρήση των αντιβιοτικών που αποτελούν το έσχατο θεραπευτικό μέσο των γιατρών και χορηγούνται ενδοφλεβίως μονάχα μέσα σε νοσοκομειακό περιβάλλον. Τον Αύγουστο του 2011, οι φαρμακοποιοί απέργησαν διαμαρτυρόμενοι ενάντια στο μέτρο και πέτυχαν την κατάργησή του (12). Σύμφωνα με τον Ραμανάν Λαξμιναραγιάν, στέλεχος του Ινδικού Ιδρύματος για την Υγεία, «η επιτροπή ήταν καθαρά προσχηματική». Επιπλέον, ο Βατάλ, ο Λαξμιναραγιάν αλλά και πολλοί άλλοι εκτιμούν ότι, όσον αφορά το μέτρο που είχε προταθεί, θα είχε επιπτώσεις σε μια μεγάλη γκάμα φαρμάκων που δεν ανήκουν στην κατηγορία των αντιβιοτικών και θα είχε στερήσει τους πληθυσμούς των απομακρυσμένων περιοχών της ινδικής υπαίθρου από σωτήρια αντιβιοτικά. Επιπλέον, είχε ελάχιστες πιθανότητες να εφαρμοστεί πραγματικά, δεδομένου ότι αρμόδιες για τη χάραξη και την εφαρμογή των υγειονομικών πολιτικών είναι οι κυβερνήσεις των επιμέρους ομόσπονδων κρατιδίων της χώρας και όχι η κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Σήμερα φαίνεται μάλλον απίθανη η επίτευξη κάποιας προόδου στον αγώνα ενάντια στα βακτήρια NDM-1. Κι είναι σίγουρο ότι η κατάσταση θα διαιωνίζεται όσο οι εύποροι ασθενείς από ολόκληρο τον κόσμο θα συνεχίσουν να συρρέουν στους δερμάτινους καναπέδες του Medanta και των άλλων ινδικών κλινικών.