el | fr | en | +
Accéder au menu

Μετανάστες: από τη μια κόλαση στην άλλη

Τους αναγνωρίζουμε από τη λάσπη στα παπούτσια και το παντελόνι τους. Τον χειμώνα, ο Έβρος είναι επικίνδυνος και οι περισσότεροι μετανάστες επιλέγουν τη χερσαία οδό. Κάποιοι, όμως, όπως ο Μουσταφά, αψηφούν τα ταραγμένα νερά. Καθισμένος στην αποβάθρα του σταθμού της Αλεξανδρούπολης, ο Μαροκινός κρύβει το αριστερό του χέρι στο μπουφάν του. Όταν τον ρωτάμε, στην αρχή προσπαθεί να αποφύγει την απάντηση αλλά τελικά σχεδιάζει στο χώμα ένα ζευγάρι χειροπέδες και με χειρονομίες διηγείται τα σπρωξίματα των Τούρκων στρατιωτικών και το πέρασμα του ποταμού με τον ώμο του βγαλμένο. Εκείνη τη νύχτα, δύο βάρκες, που η καθεμία μετέφερε έξι μετανάστες, βούλιαξαν. Δύο Αφγανοί κι ένας Μαροκινός πνίγηκαν μπροστά στα μάτια του Μουσταφά. Ούτε κι αυτός ξέρει να κολυμπάει, αλλά φορώντας σωσίβιο αφέθηκε να επιπλέει μέχρι τη δυτική όχθη. Έχασε τα πάντα: κουβέρτα, γάντια, καπέλο, ρούχα, χαλί προσευχής, διαβατήριο.

Ο Έβρος χωρίζει την Ελλάδα και την Τουρκία από τη Βουλγαρία, στον βορρά, μέχρι το δέλτα του, στο Αιγαίο πέλαγος. Κατά μήκος των 170 χλμ. των συνόρων, ελληνικά και τουρκικά φυλάκια βρίσκονται το ένα απέναντι στο άλλο. Από την τουρκική πλευρά ξεχωρίζουν οι κόκκινες σημαίες που κυματίζουν και τα υπερυψωμένα φυλάκια, κι από την ελληνική, δίπλα στα χωράφια και τα στρατόπεδα βρίσκονται πεδία με νάρκες κατά προσωπικού. Από το 2011, η Frontex, η ευρωπαϊκή υπηρεσία για την ασφάλεια των εξωτερικών συνόρων ενισχύει τις ελληνικές δυνάμεις ώστε ν’ αποθαρρύνεται το πέρασμα των μεταναστών. Οι δυνάμεις της βρίσκονται κυρίως στον βορρά, στην Ορεστιάδα. Όμως, στο ύψος της Αλεξανδρούπολης, ο Έβρος εισχωρεί στην τουρκική πλευρά και το πολιτικό σύνορο διασχίζει για 10,3 χλμ ένα χωράφι, που εύκολα κανείς διασχίζει με τα πόδια.

Στην αποβάθρα του σταθμού, λίγα μέτρα μακριά από τον Μουσταφά, βρίσκονται συγκεντρωμένοι άνθρωποι από το Μπανγκλαντές. Τους πλησιάζουν τρεις Αφγανοί μιλώντας τους ούρντου (1). Έχει νυχτώσει, αλλά φορούν γυαλιά ηλίου. Το τρίο προτείνει στους μετανάστες να τους δανείσει χρήματα και να τους φιλοξενήσει. Θα μπορέσουν να τηλεφωνήσουν στις οικογένειές τους και να ξεκουραστούν. Κανείς δεν τους απαντά. Μόλις απομακρύνονται, ένας Μπανγκλαντεσιανός σχολιάζει διακριτικά: «Είναι μαφιόζοι. Αν πας μαζί τους, σε απαγάγουν και ζητούν λύτρα από την οικογένειά σου. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί». Οι Αφγανοί με τα γυαλιά ηλίου, επιστρέφουν κάθε βράδυ…

Η νύχτα προχωράει… ο σταθμός σκοτεινιάζει εντελώς… αρχίζει να βρέχει. Η μπόρα έρχεται από τον νότο και πέφτει διαγώνια, εξαιτίας του θαλασσινού αέρα. Τα πρόχειρα καταλύματα δεν αργούν να πλημμυρίσουν. Στην αίθουσα αναμονής του σταθμού, μετανάστες κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο. Για να προστατευτούν κάποιοι φοράνε κουκούλες, άλλοι βάζουν πλαστικές σακούλες στο κεφάλι τους. Ένας Σύριος με γαλανά μάτια, ψηλός και αδύνατος, περπατά κατά μήκος της αποβάθρας. Είναι η τέταρτη απόπειρά του να εισέλθει στην Ευρώπη.

Σ’ ένα κοντινό καφενείο, οι πελάτες παίζουν χαρτιά. Η τηλεόραση είναι ανοιχτή και δείχνει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Ο Θανάσης παρακολουθεί αφηρημένα πίνοντας μαλαματίνα. Το μυαλό του τρέχει αλλού. Μιλάει για τον τοίχο που το ελληνικό κράτος χτίζει στα 10,3 χλμ. των χερσαίων συνόρων. Τον περασμένο Οκτώβριο, η εταιρεία Δαγρές Α.Ε. ξεκίνησε την ανέγερση του διπλού μεταλλικού φράχτη, ύψους τεσσάρων μέτρων, κόστους 3,2 εκατ. ευρώ. Ο Θανάσης όμως αμφισβητεί την αποτελεσματικότητά του: «Ο τοίχος θα μας κοστίσει χρήματα αλλά δεν θ’ αλλάξει τίποτα. Πρόκειται για μιντιακό σόου. Οι μετανάστες θα περνάνε από αλλού».

Ο πατέρας του νεαρού παρακολουθεί τη συζήτηση. Το πρόσωπό του μοιάζει με τα πορτρέτα που στολίζουν τους τοίχους του καφενείου του. Ο ίδιος στηρίζει τη Χρυσή Αυγή: «Κατ’ αρχήν υπάρχει το θέμα της θρησκείας. Οι μετανάστες είναι μουσουλμάνοι κι εμείς είμαστε ορθόδοξοι. Κατόπιν, είναι η εγκληματικότητα. Οι μετανάστες στοιβάζονται στην Αθήνα, όπου υπάρχει ανεργία. Χωρίς δουλειά γίνονται εγκληματίες. Η Χρυσή Αυγή είναι το μόνο κόμμα που προτείνει την απέλασή τους».

Σιγά σιγά, το καφενείο αδειάζει, μόνο ο Θανάσης μένει. «Όπως και πολλοί Έλληνες, ο πατέρας μου φοβάται. Εδώ και δύο χρόνια χρηματοδοτεί μια τοπική πολιτοφυλακή, η οποία με το πρόσχημα της προστασίας του κόσμου, σακατεύει στο ξύλο τους μετανάστες».

Από το καφενείο διακρίνεται η αποβάθρα του σταθμού. Ο Θανάσης παραδέχεται ότι ποτέ δεν πήγε να μιλήσει μ’ αυτούς που έχουν εγκατασταθεί εκεί. «Δεν πρέπει να τους βοηθάς, αλλιώς θα έρθουν περισσότεροι. Αλλά τι να κάνουν κι αυτοί; Ζούνε έναν εφιάλτη. Έρχονται ταλαιπωρημένοι, νηστικοί. Έχουν ανάγκη από φάρμακα, από φαγητό… Αλλά πού να βρει η Ελλάδα τα κεφάλαια να χρηματοδοτήσει κάτι τέτοιο»;

Grégory Lassalle

Δημοσιογράφος
Καϊμάκη Βάλια (μτφ)

(1(ΣτΜ) Πακιστανικά.

Μοιραστείτε το άρθρο