Όταν οι ιστορικοί του μέλλοντος καταπιαστούν με τις γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις των αρχών του 21ου αιώνα, υπάρχει το ενδεχόμενο να τις χαρακτηρίσουν «στρατηγικούς λόξιγκες», δεδομένου ότι στο σύνολο των κινήσεων της τελευταίας δεκαετίας φαίνεται να κυριαρχούν αντίθετες τάσεις. Για να ολοκληρωθεί η περιγραφή της εκστρατείας στο Μάλι, με την οποία καταπιάνεται τις τελευταίες ημέρες ένα πλήθος γεμάτων ενθουσιασμό σχολιαστών, θα πρέπει προηγουμένως να την εντάξουμε μέσα στον χρόνο, ανατρέχοντας στο 2001, στο Αφγανιστάν. Την επομένη του χτυπήματος ενάντια στους δίδυμους πύργους του World Trade Center, η Γαλλία αποφασίζει να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις-αστραπή που έχουν ως στόχο την πτώση του καθεστώτος των Ταλιμπάν. Ωστόσο, καθώς η περιοχή την αφορά ελάχιστα και η κατάληψη της Καμπούλ από τους φιλοδυτικούς πολέμαρχους δεν συνεπάγεται καμία βελτίωση στο χάος που επικρατεί στο Αφγανιστάν, αποφεύγει -σε πρώτη φάση τουλάχιστον- να εμπλέξει και να ακινητοποιήσει σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή.
Σεπτέμβριος 2002, Ακτή του Ελεφαντοστού: ο Γάλλος πρόεδρος (ο γκολικός Ζακ Σιράκ) στέλνει τη δύναμη Licorne (Μονόκερως) να παρεμβληθεί –επιτυχώς- ανάμεσα στις εμπόλεμες δυνάμεις στην πρώην «βιτρίνα της γαλλόφωνης Αφρικής». Αρκετές χιλιάδες Γάλλων στρατιωτών αναπτύσσονται στο έδαφος της χώρας και ενεργούν για την αποτροπή ενός γενικευμένου εμφυλίου πολέμου σε μια ζώνη που έχει εξαιρετική σημασία για τα γαλλικά συμφέροντα.
Το 2003, στην περίπτωση του Ιράκ, αν και όχι δίχως κάποιους δισταγμούς, το Παρίσι αρνείται να συμμετάσχει στον νεοσυντηρητικό τυχοδιωκτισμό, τονίζοντας στην Ουάσιγκτον την απειλή που θα δημιουργήσει το χάος που δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα προκληθεί στην περιοχή, αλλά και τον κίνδυνο ενός ρήγματος ανάμεσα στις αυτοαποκαλούμενες «ηθικές δυνάμεις» και σε έναν αραβικό κόσμο στον οποίο κυριαρχεί έντονος εκνευρισμός που προκαλείται από τα πολιτικά προβλήματα και από την κρίση ταυτότητας.
Αφγανιστάν 2007 (από την άνοιξη αυτής της χρονιάς, πρόεδρος είναι πλέον ο φιλοατλαντιστής Νικολά Σαρκοζί): η Γαλλία, η οποία έως τώρα είχε αρκεστεί σε μια «χαλαρή εμπλοκή», αφήνεται να παρασυρθεί σε μια μακρά και δίχως τέλος επιχείρηση εκδημοκρατισμού και εξουδετέρωσης των εξεγερμένων, φορτωμένη με ανέφικτους ηθικούς στόχους και καταδικασμένη σε αποτυχία, παρά τον επαγγελματισμό και την αφοσίωση των μονάδων που ενεπλάκησαν σε αυτήν την αποστολή.
Λιβύη 2011 (και πάλι επί Σαρκοζί): με ένα κωμικοτραγικό μείγμα ρητορικής και αδιαμφισβήτητης στρατιωτικής αποτελεσματικότητας, το Παρίσι θέτει τέλος σε ένα δικτατορικό καθεστώς, λίγο πολύ εξίσου σκληρό, γελοίο και παράλογο με διάφορα άλλα όμοιά του, αποσταθεροποιώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα τη Βόρεια Αφρική και ανοίγοντας τον δρόμο σε έναν σκληρό ισλαμισμό, ο οποίος εξοπλίζεται και χρηματοδοτείται τυφλά από τα πετρέλαια του Περσικού Κόλπου (1).
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρει κανείς μια λογική σε αυτήν την αμφιταλάντευση ανάμεσα στον ρεαλισμό λόγω αδυναμίας και στον ιδεαλισμό λόγω απερισκεψίας. Από αυτή την άποψη, η ανάλυση του επεισοδίου του Μάλι παρουσιάζει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Παγιδευμένη στις αντιφάσεις της και μετά από αμφιταλαντεύσεις και υπεκφυγές πολλών μηνών –οι οποίες έδωσαν στους αντιπάλους της τον αναγκαίο χρόνο για να προετοιμαστούν- η γαλλική κυβέρνηση προσπαθεί να επανορθώσει τις ζημιές που προκάλεσε η επέμβαση στη Λιβύη, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον εξοπλισμό των πλέον ριζοσπαστικών φατριών της περιοχής της Υποσαχάριας Αφρικής (Σαχέλ). Έτσι, οι σαλαφιστές οπαδοί της τζιχάντ του Κινήματος για την Ενότητα της Τζιχάντ στη Δυτική Αφρική (Mujao) και της Αλ Κάιντα του Ισλαμικού Μαγκρέμπ (AQMI) απέκτησαν κυρίαρχη θέση στην εξέγερση των Τουαρέγκ, επιταχύνοντας με αυτόν τον τρόπο την ήττα των κυβερνητικών στρατευμάτων του Μάλι και την πολιτική αστάθεια στην Μπαμακό (2).
Η γαλλική κυβέρνηση δυσκολεύτηκε να καταλήξει στη μέθοδο που θα έπρεπε να ακολουθήσει. «Δεν θα σταλούν χερσαίες δυνάμεις, δεν θα εμπλακούν γαλλικά στρατεύματα στις μάχες», δήλωνε στις 11 Οκτωβρίου του 2012 ο Φρανσουά Ολάντ, προτιμώντας να μιλάει για απλή παροχή υλικής βοήθειας στις ένοπλες δυνάμεις του Μάλι (3). Με αυτήν την απερίσκεπτη δήλωση αρχών, η γαλλική προεδρία περιόριζε εκ των προτέρων την ελευθερία των κινήσεών της, διατρέχοντας τον κίνδυνο να διαψευστεί από την κατάσταση στην περιοχή, της οποίας οι εξελίξεις και οι προεκτάσεις τής διέφευγαν σε μεγάλο βαθμό.
Στις 10 Ιανουαρίου, οι ισλαμιστές μαχητές της Ançar Dine και της AQMI κατέλαβαν την πόλη Κόνα, η οποία βρίσκεται 700 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πρωτεύουσας Μπαμακό και έχει μεγάλη στρατηγική σημασία. Στο εξής, η πρωτεύουσα ήταν εντελώς εκτεθειμένη. Καθώς η Οικονομική Κοινότητα των Κρατών της Δυτικής Αφρικής (Cedeao) τηρούσε στάση αναμονής, η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν επιφυλακτική και οι Ηνωμένες Πολιτείες δίσταζαν, το μόνο που απέμενε για την αναχαίτιση τους ήταν τα γαλλικά πολεμικά αεροσκάφη και στρατεύματα. Στις 11 Ιανουαρίου ξεκίνησε η Επιχείρηση Σερβάλ (4). Τρεις μήνες μετά τη δήλωσή του ότι «δεν μπορούμε να επέμβουμε στη θέση των Αφρικανών», ο Γάλλος πρόεδρος είναι αναγκασμένος να αντιφάσκει. Αυτή η μεταστροφή δεν θέτει μονάχα το ερώτημα κατά πόσον η γαλλική κυβέρνηση είναι σε θέση να προβλέψει τις εξελίξεις. Αποδεικνύει επίσης πόσο επείγον είναι να κατανοήσουμε τις μορφές που μπορούν να λάβουν στο μέλλον –σε διάφορα επίπεδα- οι επιχειρήσεις που αποκαλούνται «επιχειρήσεις σταθεροποίησης».
Φυσικά, πίσω από την αναβλητικότητα της γαλλικής προεδρίας κρύβεται το βάλτωμα της κατάστασης στο Αφγανιστάν. Πρόκειται προπάντων για την αποτυχία της «κουλτουραλιστικής» (5) θεωρίας των Αμερικανών περί «καταστολής της εξέγερσης μέσα από έναν παγκόσμιο σχεδιασμό», καθώς εξέλαβε την τακτική στο στρατιωτικό επίπεδο για πολιτική και προσέδωσε έντονη ηθική διάσταση στους στόχους του πολέμου, στερώντας με αυτόν τον τρόπο τον εαυτό της από οποιαδήποτε οδό διαφυγής η οποία δεν θα ισοδυναμεί με ταπείνωση. Όμως, η ήττα τής εν λόγω στρατιωτικής σκέψης που έστειλε επί δέκα χρόνια εκατό χιλιάδες άνδρες σε ένα θέατρο επιχειρήσεων χωρίς εφικτό τελικό στόχο, δεν ακυρώνει αυτόματα την αναγκαιότητα των επιχειρήσεων σταθεροποίησης ή «παρεμβολής ανάμεσα στους αντιμαχόμενους», όπως αποδεικνύεται και από την περίπτωση του Μάλι.
Το Αφγανιστάν δεν μας διδάσκει ότι «δεν θα σταλούν ποτέ χερσαίες δυνάμεις», όπως βιάστηκε να δηλώσει ο Ολάντ, αλλά ότι όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά, υπό τον όρο ότι σέβεται κανείς τέσσερεις θεμελιώδεις αρχές. Καταρχήν, την αυτονομία της αξιολόγησης της απειλής: ο ορισμός της «τρομοκρατίας» δεν βρίσκεται ούτε στα PowerPoint του αμερικανικού Πενταγώνου, ούτε και μέσα στα μυθιστορήματα-έρευνες του Μπερνάρ Ανρί Λεβί (6). Αντίθετα, τα βιβλία της ιστορίας και της κοινωνιολογίας έχουν να μας πουν πλήθος πραγμάτων για τους «τρομοκράτες» της Υποσαχάριας Αφρικής… Τη νομιμοποίηση στη συνέχεια: σταθεροποίηση δεν σημαίνει ότι επιβάλλεις επ’ αόριστον την παρουσία σου και την προστατευτική κηδεμονία σου, ειδάλλως, υπάρχει ο κίνδυνος να καταστήσεις ευάλωτη την κυβέρνηση που υποστηρίζεις, τόσο απέναντι στις γειτονικές χώρες, όσο και στον ίδιο της τον πληθυσμό. Ακολουθεί, τρίτη, η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα: η στρατιωτική δράση στην πρώτη γραμμή οφείλει να στηρίζεται σε όλα τα αναγκαία στρατιωτικά μέσα, αλλά και να είναι περιορισμένης διάρκειας: αμέσως μόλις επιτευχθεί το ξεμπλοκάρισμα της κατάστασης στο επιχειρησιακό και στο τακτικό επίπεδο, οφείλει να δώσει τη θέση της στη δρομολόγηση της αποκατάστασης των τοπικών και περιφερειακών πολιτικών ισορροπιών, καθώς επίσης και στην ενίσχυση των ντόπιων στρατιωτικών δυνάμεων. Τέλος, πρέπει να υπάρχει η ελευθερία της πολιτικής δράσης: η στρατηγική της εξόδου να έχει καθοριστεί και καταστρωθεί πριν καν την έναρξη των επιχειρήσεων. Παράλληλα, είναι αναγκαίο να εξασφαλιστούν συμμαχίες, υπό τον όρο ότι θα στηρίζονται σε εθελοντική βάση και ότι οι σύμμαχοι θα είναι πεπεισμένοι ότι έχουν και οι ίδιοι συμφέροντα σε αυτή τη ζώνη.
Φιλοδοξίες προς επανεξέταση
Η περίπτωση του Μάλι ανταποκρίνεται άραγε σε αυτά τα χαρακτηριστικά; Όσον αφορά τη νομιμοποίηση της Γαλλίας να συμμετέχει στη σταθεροποίηση της Αφρικής, αυτή στηρίζεται σε υπαρκτά επιχειρήματα: υπάρχει γλωσσική (7), πολιτισμική και γεωγραφική εγγύτητα, η οποία δεν υπήρχε στην περίπτωση του Αφγανιστάν. Από αυτήν την άποψη, θα ήταν άδικο να συγχέει κανείς τις απολύτως καταδικαστέες παρεκτροπές της «Françafrique» (8) με τη χρησιμότητα στρατιωτικών συμφωνιών που συνάπτονται με αφρικανικές χώρες των οποίων γίνεται σεβαστή η εθνική κυριαρχία (ο σεβασμός προϋποθέτει επίσης και τον περιορισμό της οικονομικής τους εξάρτησης). Η γαλλική Λευκή Βίβλος για την Άμυνα και την Εθνική Ασφάλεια (LBDSN) του 2008, παραμελώντας την Αφρική και δίνοντας προτεραιότητα στην κατασκευή μιας στρατιωτικής βάσης στον Περσικό Κόλπο, απέναντι από το Ιράν, ακολούθησε την αντίθετη τακτική από αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί «αρχή της γεωεπικουρικότητας, σύμφωνα με την οποία το κύριο βάρος της προσπάθειας που αναλαμβάνει οποιαδήποτε χώρα για τη σταθεροποίηση του διεθνούς περιβάλλοντος και την παρεμβολή ουδέτερων στρατιωτικών δυνάμεων ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, ασκείται κατά προτίμηση σε ζώνες που σύμφωνα με τη λογική παρουσιάζουν ενδιαφέρον για αυτήν. Μακροπρόθεσμα, το Αφγανιστάν αφορά περισσότερο την Κίνα, την Ινδία και τη Ρωσία απ’ ότι τη Γαλλία. Κι αντίθετα, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον αδυνατούν να συλλάβουν τις ιδιομορφίες της Δυτικής Αφρικής, όσο κι αν η –όχι ανιδιοτελής- παρουσία των «εκπαιδευτών» τους αυξάνεται με ταχύτατο ρυθμό.
Είναι αποκαλυπτική η περίπτωση της πολιτικής παροχής γαλλικής στρατιωτικής βοήθειας στην Αφρική, για παράδειγμα με την επιχείρηση Επερβιέ (9) στο Τσαντ (10). Κι ακόμα χαρακτηριστικότερο είναι το πρόγραμμα της «ενίσχυσης των δυνατοτήτων των Αφρικανών για τη διατήρηση της ειρήνης» (Recamp), το οποίο δρομολογήθηκε το 1997. Μάλιστα, θεωρήθηκε επιτυχημένο και μεταφέρθηκε το 2004 και σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Eurocamp, σε συνεργασία με την Αφρικανική Ένωση). Η Γαλλία συνεχίζει να εφαρμόζει τη Recamp στο πλαίσιο των διμερών σχέσεών της με ορισμένες αφρικανικές χώρες που διάκεινται ευνοϊκά απέναντι στο εγχείρημα. Οι πρωτοβουλίες αυτές δεν είναι αρκετές για να εξασφαλιστεί το αξιόμαχο των ασκούμενων δυνάμεων που συμμετέχουν (από αυτή την άποψη, το παράδειγμα του Μάλι είναι χαρακτηριστικό), (11) ωστόσο, αποτελούν ένα υπόβαθρο στο οποίο μπορεί να στηριχθεί η πολιτική της παροχής βοήθειας σε ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας χωρίς να υπάρχει στρατιωτική ανάμειξη ξένης δύναμης σε αυτήν. Κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύσει ακόμα και στις περιπτώσεις δράσεων υψηλής έντασης, απέναντι σε ομάδες ατάκτων μαχητών που φέρουν βαρύ οπλισμό.
Το υπόβαθρο αμοιβαίας γνωριμίας εξηγεί εν μέρει το γεγονός ότι, στις 19 Ιανουαρίου, στο Αμπιτζάν (Ακτή Ελεφαντοστού), η έκτακτη σύνοδος κορυφής των ηγετών των χωρών της Cedeao επιδίωξε ομόφωνα την επιτάχυνση της συγκρότησης της Διεθνούς Αποστολής για την Ενίσχυση του Μάλι (Misma), έτσι ώστε να υποστηριχθούν οι ένοπλες δυνάμεις του Μάλι και της Γαλλίας που συμμετέχουν στην επιχείρηση Σερβάλ. Οκτώ χώρες, μουσουλμανικές ή χριστιανικές, αγγλόφωνες ή γαλλόφωνες (Τσαντ, Τόγκο, Μπενίν, Σενεγάλη, Νίγηρας, Γουινέα, Μπουρκίνα Φάσο, Νιγηρία και Γκάνα), υποσχέθηκαν ότι θα συμμετάσχουν στέλνοντας 3.600 άνδρες.
Αντίθετα, στο πλαίσιο του ορισμού του αντιπάλου που αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντικός για τον καθορισμό των συγκεκριμένων και χειροπιαστών στόχων της επέμβασης, ο απολογισμός είναι αμφιλεγόμενος. Οι δηλώσεις του προέδρου Ολάντ για «τον χρόνο που είναι αναγκαίος για να νικηθεί η τρομοκρατία» (12) φανερώνουν μια σημειολογική απερισκεψία, η οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι θυμίζει αρκετά τον Νικολά Σαρκοζί. Οι λέξεις έχουν τη δική τους σημασία: εκπλήσσει το γεγονός ότι, μετά τη δήλωσή του ότι «η Γαλλία δεν θα εμπλακεί», ο Γάλλος πρόεδρος δήλωσε ατάραχος τρεις μήνες αργότερα ότι δεν υπάρχει χρονικό όριο για τη γαλλική στρατιωτική παρουσία.
Θα ξαναρχίσουν, άραγε, οι στρατηγικοί λόξιγκες; Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι το απλοϊκό σύνθημα για «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» ξανακάνει την εμφάνισή του στην περίπτωση του Μάλι, τη στιγμή που οι Αμερικανοί, οι εφευρέτες αυτής της διατύπωσης, την έχουν εγκαταλείψει από το 2009. Μάλιστα, ο Μπάρακ Ομπάμα είχε παρατηρήσει –ποτέ δεν είναι αργά- ότι είναι «βλακώδες να κάνεις πόλεμο ενάντια σε έναν τρόπο δράσης» χωρίς να ασχολείσαι με τα πολιτικά αίτια της πυρκαγιάς που ισχυρίζεσαι ότι λογαριάζεις να σβήσεις… αφού προηγουμένως εσύ ο ίδιος την έχεις ανάψει (13). Δεν μπορούμε να νικήσουμε την «τρομοκρατία», όπως εξάλλου δεν μπορούμε να εξαλείψουμε την εποχική γρίπη ή τις ανοιξιάτικες νεροποντές. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιορίσουμε τις επιπτώσεις τους.
Ο τρόπος δράσης, όσο καταδικαστέος κι αν θεωρείται, βρίσκεται εξ ορισμού στη διακριτική ευχέρεια κάθε μαχητή και αυτό δεν του αφαιρεί αναγκαστικά τη δυνατότητα να διαδραματίσει κάποιο ρόλο σε μια λύση η οποία θα προκύψει στο μέλλον μέσα από διαπραγματεύσεις. Κάτι τέτοιο σας σοκάρει; Ίσως. Όμως, όπως και να έχει το πράγμα, το («τρομοκρατικό» κατά τους Γάλλους αποικιοκράτες) αλγερινό Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης, ο Μάικλ Κόλινς του IRA στην Ιρλανδία, ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου (UCK), η ισραηλινή Irgun, (14) αλλά και οι «καλοί Ταλιμπάν» με τους οποίους ο Αφγανός πρόεδρος Χαμίντ Καρζάι θα αναγκαστεί αναπόφευκτα να συνεργαστεί μετά το 2014, μας προσφέρουν χρήσιμα στοιχεία για να αναλογιστούμε την τροπή που μπορεί να λάβει η Ιστορία και να εξετάσουμε τις προοπτικές και τις εξελίξεις που μπορεί να υπάρξουν σε αυτό το τόσο λεπτό ζήτημα. Συνεπώς η στρατηγική αποτελεσματικότητα απαιτεί να καθοριστεί ο αντίπαλος και οι στόχοι της επέμβασης με περισσότερη σύνεση. Ο δε πρόεδρος της Δημοκρατίας θα ήταν καλύτερα να μιλούσε για τον χρόνο που απαιτείται ώστε να απωθηθούν μόνιμα εκτός της εδαφικής επικράτειας του Μάλι οι πλέον ριζοσπαστικοί άτακτοι μαχητές της Υποσαχάριας Αφρικής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν η επιχείρηση Σερβάλ θα έχει επιτύχει αυτόν τον λογικό στόχο, θα υπάρχουν πολύτιμα περιθώρια για την επίτευξη μιας πολιτικής συμφωνίας ανάμεσα στην κυβέρνηση του Μπαμακό, τα περιφερειακά της στηρίγματα και ένα πολυδιασπασμένο συνονθύλευμα που περιλαμβάνει παλαιούς και νέους άτακτους μαχητές, λιποτάκτες του στρατού του Μάλι, νεοτζιχαντιστές ριζοσπαστικοποιημένους από έναν ουαχαβιτισμό που εισάγεται από τις χώρες του Περσικού Κόλπου, καθώς και αυτονομιστές που δεν έχουν θρησκευτικά κίνητρα, αλλά και οπορτουνιστές διακινητές παράνομων ουσιών (15). Πώς μπορεί να διακρίνει κανείς καθαρά μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο, το οποίο βρίσκεται σε διαρκή αλλαγή και αναδιάταξη, εάν αρκείται αυτάρεσκα στο να φοράει τα παραμορφωτικά γυαλιά του «πολέμου ενάντια στην παγκόσμια τρομοκρατία»;
Επίσης, ένας μεσοπρόθεσμος στόχος -ο οποίος είναι περισσότερο συμβατός με τη σύγχυση που επικρατεί, όχι μόνο στο Μάλι αλλά και στην Υποσαχάρια Αφρική και στη Βόρεια Αφρική- θα ταίριαζε καλύτερα και με τις πραγματικές δυνατότητες του γαλλικού στρατού που βρίσκεται αντιμέτωπος με τις δραστικότερες δημοσιονομικές περικοπές της τελευταίας δεκαετίας. Ο πολεμοχαρής λόγος του υπουργείου Εξωτερικών και του υπουργείου Άμυνας είναι δεδομένος. Απομένει να μάθουμε εάν οι γαλλικές ένοπλες δυνάμεις μπορούν να ανταπεξέλθουν σε επιχειρήσεις που θα παραταθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα (16). Με ποιον τρόπο η Λευκή Βίβλος, η οποία θα δοθεί στη δημοσιότητα την άνοιξη, θα αντλήσει διδάγματα από την επιχείρηση Σερβάλ; Κι αυτό το ερώτημα δεν είναι το λιγότερο σημαντικό από όλα όσα εγείρει αυτή η επέμβαση.