Έχουμε περάσει πλέον σε διαφορετική εποχή. Την περίοδο που η Δύση καταδίκαζε τις ανατρεπτικές δραστηριότητες των κομμουνιστών που υποκινούσε η Μόσχα, ενώ στο Ανατολικό Μπλοκ υμνούσαν την πάλη των τάξεων και τον αντιιμπεριαλισμό, διαδέχτηκε η φάση όπου έχουν έλθει στο προσκήνιο οι αγώνες των θρησκευτικών ή των εθνοτικών κοινοτήτων, ακόμα κι οι αγώνες μικρών φυλετικών ομάδων.
Η νέα ιδεολογική ερμηνεία του κόσμου απέκτησε τεράστια δύναμη πριν από δύο δεκαετίες, όταν ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Σάμιουελ Χάντιγκτον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή την έννοια της «σύγκρουσης των πολιτισμών», εξηγώντας ότι πολλές κρίσεις οφείλονται στις διαφορές των πολιτισμικών, θρησκευτικών, ηθικών ή πολιτικών αξιών. Το μόνο που έκανε ο Χάντιγκντον ήταν να ξαναζωντανέψει την παλιά ρατσιστική διχοτομία που είχε κάνει ιδιαίτερα δημοφιλή ο Ερνέστ Ρενάν τον 19ο αιώνα: κατ’ αυτόν, υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στον κόσμο των Αρίων (ο οποίος υποτίθεται ότι είναι πολιτισμένος και εκλεπτυσμένος) και στον σημιτικό κόσμο, τον οποίο θεωρεί άναρχο και βίαιο.
Η επίκληση των «αξιών» ενθαρρύνει την επιστροφή σε πρωτόγονες ταυτότητες, οι οποίες είχαν υποχωρήσει μπροστά στα μεγάλα διαδοχικά κύματα του εκσυγχρονισμού και οι οποίες –κατά παράδοξο τρόπο- επανέρχονται ως αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση, στην ομογενοποίηση των τρόπων ζωής και κατανάλωσης ή ακόμα κι εξαιτίας των κοινωνικών ανατροπών που προκαλούνται από τον νεοφιλελευθερισμό και από τις οποίες πλήττονται ευρύτατα στρώματα του παγκόσμιου πληθυσμού. Η επίκληση «αξιών» επιτρέπει την κινητοποίηση της κοινής γνώμης σε παγκόσμιο επίπεδο υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς μιας σύγκρουσης. Η κινητοποίηση αυτή ενισχύεται σημαντικά από την επιβίωση στους πανεπιστημιακούς κύκλους μιας παράδοσης που είναι διαποτισμένη από τον ουσιοκρατικό κουλτουραλισμό (1) που κληροδότησαν οι αποικιοκρατικές αντιλήψεις.
Καθώς απ’ ό,τι φαίνεται ο ουδετερόθρησκος φιλελευθερισμός ευρωπαϊκού τύπου και η σοσιαλιστική ιδεολογία που είχαν διαχυθεί εκτός Ευρώπης βρίσκονται και οι δύο υπό εξαφάνιση, οι συγκρούσεις εμφανίζονται να έχουν μονάχα ανθρωπολογική και πολιτισμική διάσταση. Λίγοι δημοσιογράφοι ή πανεπιστημιακοί ενδιαφέρονται να διατηρήσουν ένα πλαίσιο ανάλυσης βασισμένο στην κλασική πολιτική επιστήμη και το οποίο να λαμβάνει υπόψη, όχι μόνον τους δημογραφικούς, οικονομικούς, γεωγραφικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, ιστορικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες, αλλά και τις φιλοδοξίες των ηγετών, τις νεοϊμπεριαλιστικές δομές του κόσμου και την επιθυμία των περιφερειακών δυνάμεων να τους αναγνωριστεί το γεγονός ότι διαθέτουν πλέον αυξημένη επιρροή.
Συνήθως, στην παρουσίαση μιας σύγκρουσης αποσιωπείται το πλήθος των παραγόντων που πυροδότησαν το ξέσπασμά της. Αρκεί το να αναδεικνύονται οι «καλοί» και οι «κακοί», ενώ τα διακυβεύματα προβάλλονται με ιδιαίτερα χονδροειδή τρόπο. Θα υπερτονιστεί η εθνοτική, θρησκευτική ή κοινοτική καταγωγή των πρωταγωνιστών, πράγμα που προϋποθέτει την ομοιογένεια των απόψεων και των συμπεριφορών στο εσωτερικό των ομάδων που παρουσιάστηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Τα σημάδια που προανήγγειλαν αυτόν τον τύπο ανάλυσης έκαναν την εμφάνισή τους στα τέλη του ψυχρού πολέμου. Έτσι, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης σύγκρουσης στον Λίβανο (1975-1990), οι διάφοροι πρωταγωνιστές χωρίστηκαν σε «χριστιανούς» και σε «μουσουλμάνους». Οι πρώτοι υποτίθεται ότι είχαν συγκροτήσει το Λιβανικό Μέτωπο ή είχαν προσχωρήσει στο Κόμμα των Φαλαγγιτών, τον δεξιό πολιτικό σχηματισμό της χριστιανικής κοινότητας. Οι δεύτεροι κατατάσσονταν στον «προοδευτικό - παλαιστινιακό» συνασπισμό, ο οποίος στη συνέχεια μετατράπηκε σε «ισλαμοπροοδευτικό». Η στεγνή αυτή προβολή της σύγκρουσης δεν περιελάμβανε το γεγονός ότι πολλοί χριστιανοί συμμετείχαν στον αντιιμπεριαλιστικό και αντιισραηλινό συνασπισμό και υποστήριζαν το δικαίωμα των Παλαιστινίων να διεξάγουν στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του Ισραήλ χρησιμοποιώντας ως ορμητήριο το έδαφος του Λιβάνου, τη στιγμή που πλήθος μουσουλμάνων διαφωνούσε έντονα με την προοπτική αυτήν. Επιπλέον, τα προβλήματα που δημιουργούσε στον Λίβανο η παρουσία ένοπλων παλαιστινιακών ομάδων και τα μαζικά και βίαια ισραηλινά αντίποινα που υφίστατο ο πληθυσμός της χώρας, δεν είχαν καμία σχέση με τη θρησκεία, όπως εξάλλου ήταν άσχετα και με τις διάφορες κοινότητες στις οποίες ανήκαν οι Λιβανέζοι.
Κούφιες γενικεύσεις και στερεότυπα
Την ίδια περίοδο επιχειρήθηκαν κι άλλες χειραγωγήσεις των θρησκευτικών ταυτοτήτων, οι οποίες δεν καταγγέλθηκαν καθόλου από τους εξειδικευμένους αναλυτές και από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης. Έτσι, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, ο οποίος προκλήθηκε από τη σοβιετική εισβολή τον Δεκέμβριο του 1979, έμελλε να αποτελέσει αφορμή για μια μαζική κινητοποίηση του «Ισλάμ» ενάντια σε εισβολείς που αποκλήθηκαν άθεοι, τη στιγμή που αποσιωπείτο εντελώς η εθνική διάσταση της αντίστασης. Χιλιάδες νεαροί μουσουλμάνοι, διάφορων εθνικοτήτων (κυρίως Άραβες) ριζοσπαστικοποιήθηκαν και εκπαιδεύτηκαν κάτω από την καθοδήγηση Αμερικανών, Σαουδαράβων και Πακιστανών, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη μιας ισλαμικής διεθνούς της τζιχάντ, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα.
Επιπλέον, η ιρανική επανάσταση, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1979, οφείλεται σε μια μείζονα γεωπολιτική παρεξήγηση: οι δυτικές δυνάμεις θεωρούσαν ότι, για τη διαδοχή του Σάχη και για την αποφυγή της ανόδου στην εξουσία μιας αστικής εθνικιστικής κυβέρνησης (όπως εκείνη του Μοχάμεντ Μοζαντέκ στις αρχές της δεκαετίας του 1950) ή μιας σοσιαλίζουσας αντιιμπεριαλιστικής κυβέρνησης, η καλύτερη λύση θα ήταν η άνοδος των θρησκευτικών ηγετών στην εξουσία. Το παράδειγμα δύο ιδιαίτερα θρησκευόμενων κρατών της περιοχής –της Σαουδικής Αραβίας και του Πακιστάν- τα οποία ήταν στενοί σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών, τις έκανε να υποθέσουν ότι το Ιράν θα μπορούσε με τη σειρά του να μετατραπεί σε πιστό εταίρο, ο οποίος θα αγωνίζεται με αποφασιστικότητα για την πάταξη του κομμουνισμού.
Στη συνέχεια, η ιδεολογική ερμηνεία της κατάστασης άλλαξε. Η αντιιμπεριαλιστική και φιλοπαλαιστινιακή πολιτική του Ιράν καταγγέλθηκε ως «σιιτική», αντιδυτική και ανατρεπτική, σε αντίθεση με τη σουνιτική πολιτική, που θεωρήθηκε μετριοπαθής. Έτσι, η στρατηγική των ΗΠΑ εστιάστηκε στην πυροδότηση της αντίθεσης ανάμεσα σε σιίτες και σουνίτες (και δευτερευόντως ανάμεσα σε Άραβες και σε Πέρσες) και ο Σαντάμ Χουσέιν έπεσε σαν κοροΐδο στην παγίδα όταν επιτέθηκε στο Ιράν, τον Σεπτέμβριο του 1980. Η προσπάθεια να υποδαυλιστεί η εχθρότητα ανάμεσα σε σιίτες και σουνίτες εντάθηκε ακόμα περισσότερο μετά την αποτυχία της εισβολής στο Ιράκ και οδήγησε τελικά στην αύξηση της επιρροής του Ιράν (2).
Μια ολόκληρη πολιτική και δημοσιογραφική φιλολογία επικαλείται, πλέον, τον κίνδυνο που αποτελεί το «σιιτικό τόξο» που διαγράφεται από το Ιράν, το Ιράκ, τη Συρία και την λιβανέζικη Χεζμπολάχ, το οποίο υποτίθεται ότι επιδιώκει να αποσταθεροποιήσει το σουνιτικό Ισλάμ, ενώ παράλληλα κατηγορείται ότι επιδίδεται στην τρομοκρατία και αποσκοπεί στην εξόντωση του κράτους του Ισραήλ. Κανείς δεν θυμάται ότι ο προσηλυτισμός ενός τμήματος των Ιρανών στο σιιτικό Ισλάμ πραγματοποιήθηκε μόλις τον 16ο αιώνα και ενθαρρύνθηκε από τη δυναστεία των Σαφαβιδών για να χρησιμοποιηθεί ως αντίβαρο στον οθωμανικό επεκτατισμό (3). Προσποιούνται, επίσης, ότι αγνοούν το γεγονός πως το Ιράν υπήρξε ανέκαθεν μια μείζονος σημασίας περιφερειακή δύναμη, με ένα θεοκρατικό καθεστώς το οποίο συνεχίζει –κάτω από μια νέα μεταμφίεση- την πολιτική εθνικού μεγαλείου του Σάχη, ο οποίος ήθελε να μετατραπεί σε «χωροφύλακα του Περσικού Κόλπου», με πυρηνικές φιλοδοξίες, τις οποίες εκείνη την εποχή ενθάρρυνε η Γαλλία. Παρόλα αυτά τα ιστορικά δεδομένα, τα οποία δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τη θρησκεία, οτιδήποτε αφορά τη Μέση Ανατολή αναλύεται πλέον υπό το διπολικό πρίσμα «σουνιτών και σιιτών».
Από τη στιγμή που ξέσπασαν οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, στις αρχές του 2011, το παιχνίδι των απλοποιήσεων συνεχίζεται. Στο Μπαχρέιν, οι διαδηλωτές περιγράφονται ως «σιίτες» που χειραγωγούνται από το Ιράν και στρέφονται εναντίον των σουνιτών κυβερνώντων. Ξεχνούν, βέβαια, να αναφέρουν ότι υπάρχουν και πολίτες που ασπάζονται το σιιτικό δόγμα και είναι οπαδοί των κυβερνώντων, καθώς και σουνίτες που συμπαρατάσσονται με τους αντιφρονούντες. Στην Υεμένη, η εξέγερση των χουτιστών (4), οπαδών της βασιλικής δυναστείας που κυβέρνησε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη χώρα, παρουσιάζεται μονάχα ως ένα «σιιτικό» φαινόμενο, το οποίο οφείλεται αποκλειστικά στην επιρροή του Ιράν.
Στον Λίβανο, η Χεζμπολάχ –παρά τις ενστάσεις που υπάρχουν για τη δράση της στους κόλπους της σιιτικής κοινότητας, αλλά και της δημοφιλίας που έχει αποκτήσει σε πολλούς κύκλους χριστιανών και μουσουλμάνων άλλων δογμάτων, ακόμα και σουνιτών- παρουσιάζεται ως ένα απλό όργανο που εξυπηρετεί τις φιλοδοξίες του Ιράν. Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το κόμμα δημιουργήθηκε από την ισραηλινή κατοχή ενός μεγάλου μέρους του Νότιου Λιβάνου την περίοδο 1978-2000, στο οποίο πλειοψηφούν οι σιίτες. Μάλιστα, χωρίς τη σφοδρή αντίσταση του κόμματος, είναι βέβαιο ότι η κατοχή θα συνεχιζόταν ώς τις μέρες μας.
Εξάλλου, το γεγονός ότι η Χαμάς είναι ένα καθαρό προϊόν του «σουνιτισμού κι ότι προέρχεται από το πολιτικό ρεύμα των Παλαιστίνιων Αδελφών Μουσουλμάνων, δεν ενοχλεί διόλου τους αναλυτές που υποστηρίζουν τον «μετριοπαθή» σουνιτισμό: η Χαμάς πρέπει να καταγγέλλεται, καθώς ο οπλισμός της προέρχεται από το Ιράν και χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί η άρση του αποκλεισμού της Λωρίδας της Γάζας από το Ισραήλ.
Με λίγα λόγια, επιλέγεται η απλουστευτική λύση του «μαύρου και του άσπρου». Αποσιωπούνται τα ζητήματα της καταπίεσης και της κοινωνικοοικονομικής περιθωριοποίησης. Οι ηγεμονικές φιλοδοξίες των διάφορων πλευρών που εμπλέκονται σε μια σύγκρουση, δεν υπάρχουν καν: υπάρχουν μονάχα «δυνάμεις του Καλού» και «δυνάμεις του Κακού». Κοινότητες με διαφοροποιημένες απόψεις και συμπεριφορές περιγράφονται με κούφιες ανθρωπολογικές γενικεύσεις και με τα στερεότυπα του ουσιοκρατικού κουλτουραλισμού, παρά το γεγονός ότι έχουν ζήσει για πολλούς αιώνες μέσα σε μια στενή πολιτισμική και κοινωνικοοικονομική αλληλεπίδραση.
Επίσης, στον δημόσιο διάλογο έχουν εισβάλει νέες έννοιες: στη Δύση, οι «ιουδαιοχριστιανικές αξίες» αντικατέστησαν την επίκληση της ουδετερόθρησκης φύσης των «ελληνορωμαϊκών ριζών». Κατά τον ίδιο τρόπο, η έμφαση που δίδεται στις «αξίες, στις ιδιαιτερότητες και στα έθιμα» των «μουσουλμάνων» ή των «αραβομουσουλμάνων» έχει αντικαταστήσει τις αντιιμπεριαλιστικές, σοσιαλίζουσες ή αναπτυξιακές - βιομηχανικές διεκδικήσεις του ουδετερόθρησκου αραβικού εθνικισμού, οι οποίες για μεγάλο χρονικό διάστημα κυριαρχούσαν στην περιφερειακή πολιτική σκηνή.
Στο εξής, οι ατομικιστικές και δημοκρατικές αξίες, τις οποίες ισχυρίζεται ότι ενσαρκώνει η Δύση, αντιπαρατίθενται στις αξίες της Ανατολής, οι οποίες υποτίθεται ότι είναι αποκλειστικά ολιστικές, «πατριαρχικές και επικεντρωμένες στις φατρίες και στις τοπικές φυλές». Ήδη, στο παρελθόν, κορυφαίοι Ευρωπαίοι κοινωνιολόγοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι βουδιστικές κοινωνίες δεν θα έφταναν ποτέ στο στάδιο του βιομηχανικού καπιταλισμού, ο οποίος, κατά τη γνώμη τους, ήταν στενά συνδεδεμένος με τις ιδιαιτερότητες του προτεσταντισμού…
Ακολουθώντας την ίδια οπτική, το παλαιστινιακό ζήτημα δεν γίνεται πλέον αντιληπτό ως εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος ο οποίος θα μπορούσε να τερματιστεί με τη δημιουργία μιας και μόνης χώρας, όπου θα ζούσαν μέσα σε καθεστώς απόλυτης ισότητας εβραίοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, όπως για μεγάλο χρονικό διάστημα ζητούσε η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης του Γιάσερ Αραφάτ (5). Ο αγώνας των Παλαιστινίων εκλαμβάνεται ως η άρνηση του αραβομουσουλμανικού κόσμου να αναγνωρίσει την εβραϊκή παρουσία στο έδαφος της Παλαιστίνης και συνεπώς πρόκειται για αντισημιτική εμμονή, την οποία πρέπει να πατάξουμε. Ωστόσο, λίγη κοινή λογική αρκεί για να κατανοήσουμε ότι, εάν στην περιοχή είχε σημειωθεί βουδιστική εισβολή ή εάν η μεταοθωμανική Τουρκία είχε επιχειρήσει να ανακαταλάβει τα χαμένα εδάφη της παλαιάς αυτοκρατορίας της, η αντίσταση θα ήταν εξίσου έντονη και βίαιη.
Θιβέτ, Ξινγιάνγκ, Φιλιππίνες, Καύκασος υπό ρωσική κατοχή, Βιρμανία (όπου ανακαλύφθηκε πρόσφατα η ύπαρξη ενός μουσουλμανικού πληθυσμού που βρίσκεται σε σύγκρουση με τους βουδιστές γείτονές του), Μάλι, αλλά και πρώην Γιουγκοσλαβία που διαμελίστηκε με βάση τις κοινοτικές γραμμές (Καθολικοί Κροάτες, Ορθόδοξοι Σέρβοι, Βόσνιοι Μουσουλμάνοι) ή Ιρλανδία (διαιρεμένη ανάμεσα σε Καθολικούς και Προτεστάντες)… Σε όλες αυτές τις περιοχές, μπορούν άραγε οι συγκρούσεις να γίνουν αντιληπτές μονάχα υπό το πρίσμα των θρησκευτικών αξιών; Ή, μήπως, αντίθετα πρόκειται για μια σύγκρουση χωρίς θρησκευτικό υπόβαθρο, δηλαδή βαθιά ριζωμένη μέσα σε κοινωνικές πραγματικότητες των οποίων κανένας δεν ενδιαφέρεται πλέον να αναλύσει τη δυναμική, ενώ παράλληλα πολλοί αυτόκλητοι κοινοτικοί ηγέτες βρίσκουν στην επίκληση της θρησκείας μια ευκαιρία για να υλοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους;
Η χειραγώγηση των ταυτοτήτων για την προώθηση των σχεδίων και των φιλοδοξιών μικρών ή μεγάλων δυνάμεων είναι ένα φαινόμενο τόσο παλιό όσο και ο κόσμος. Νομίζαμε ότι η πολιτική νεωτερικότητα και οι δημοκρατικές αρχές που απλώθηκαν σε ολόκληρο τον πλανήτη μετά τη Γαλλική Επανάσταση είχαν εμπεδώσει για πάντα έναν κοσμικό χαρακτήρα στη διεθνή πολιτική ζωή και στις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη. Ωστόσο, τελικά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, παρατηρούμε τις προθέσεις ορισμένων κρατών να μετατραπούν σε σημαιοφόρους υπερεθνικών θρησκειών. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο στην περίπτωση των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών (χριστιανισμός, ιουδαϊσμός, Ισλάμ).
Παράκαμψη του Δικαίου
Τέτοιου είδους κράτη καταφεύγουν στη θρησκεία για να τη χρησιμοποιήσουν ως μέσο για την αύξηση της ισχύος τους, της επιρροής τους ή του επεκτατισμού τους. Με αυτόν τον τρόπο δικαιολογούν τη μη εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως αυτές έχουν καθοριστεί από τον ΟΗΕ. Έτσι, η Δύση επιδοκιμάζει τη συνεχιζόμενη κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών από το 1967, ενώ ορισμένες μουσουλμανικές δυνάμεις αποδέχονται τις μαστιγώσεις, τους λιθοβολισμούς και το κόψιμο των χεριών των κλεφτών. Όμως, και οι κυρώσεις που επιβάλλονται στους παραβάτες του διεθνούς δικαίου ποικίλουν επίσης: από τις αυστηρές κυρώσεις που επιβάλλονται από τη «διεθνή κοινότητα» σε ορισμένες περιπτώσεις (Ιράν, Ιράκ, Λιβύη, Σερβία κ.α.) έως την απόλυτη απουσία έστω και της παραμικρής επίπληξης (ισραηλινή κατοχή, αμερικανικά κρατητήρια στο Γκουαντάναμο).
Είναι υπερεπείγον να σταματήσουμε τη χρησιμοποίηση της θρησκείας για την επίτευξη ιδιοτελών στόχων, αλλά και την προσφυγή σε απλουστευτικές αναλύσεις που αποσιωπούν τον μη θρησκευτικό χαρακτήρα που έχουν στην πραγματικότητα οι συγκρούσεις. Από αυτήν την άποψη, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην Μέση Ανατολή, εάν βέβαια όντως επιθυμούμε περισσότερη γαλήνη σε αυτήν τη βασανισμένη περιοχή.