el | fr | en | +
Accéder au menu

Ιράκ: Δέκα χρόνια μετά την αμερικανική εισβολή

Μια δεκαετία οδύνης κι ένα αδιέξοδο πολιτικό σύστημα

Αποστολή

Αν είναι αλήθεια, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται από τα πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά έγγραφα, ότι η εισβολή στο Ιράκ αποσκοπούσε στον έλεγχο των πετρελαίων της χώρας, τότε κατέληξε σε απόλυτη αποτυχία. Όμως, ο πόλεμος προκάλεσε επίσης εκατοντάδες χιλιάδες θύματα και αποσταθεροποίησε το ιρακινό κράτος. Στη Βαγδάτη, πίσω από μια εντυπωσιακή βιτρίνα ομαλότητας, εξακολουθούν να επικρατούν οι πολιτικές εντάσεις και οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα θρησκευτικά δόγματα.

Μετά από τρομερές βιαιοπραγίες, οι οποίες τσάκισαν εκατοντάδες χιλιάδες ζωές και δεν άφησαν σχεδόν κανέναν κάτοικο της χώρας χωρίς να έχει να διηγηθεί μια τραγική ιστορία, στο Ιράκ έχει αρχίσει να εγκαθιδρύεται μια νέα ομαλότητα. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πού βαδίζει η χώρα, ενώ οι Ιρακινοί δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν σχέδια για το μέλλον τους. «Πώς είναι δυνατόν να διηγηθεί κανείς τα τελευταία δέκα χρόνια;» αναρωτιέται ένας μυθιστοριογράφος. «Το πρόβλημα δεν είναι η αφετηρία, αλλά το σημείο τερματισμού. Για να γραφτεί η ιστορία του πολέμου της Αλγερίας, χρειάστηκε να περιμένουμε το τέλος του. Εδώ, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε μέσα σε μια αλληλουχία γεγονότων των οποίων δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε το τέλος».

Δέκα χρόνια μετά την αμερικανική εισβολή που γκρέμισε το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν, το Ιράκ εξακολουθεί να βρίσκεται σε κρίση. Όμως, για να το διαπιστώσει κανείς, η Βαγδάτη είναι το τελευταίο μέρος που θα πρέπει να επισκεφθεί. Οι αιματηρές τρομοκρατικές επιθέσεις –χωρίς τις οποίες είναι βέβαιο ότι η χώρα θα έπαυε να υπάρχει για τα μέσα ενημέρωσης- είναι πιο σπάνιες σε σχέση με το παρελθόν, όταν η αντίσταση ενάντια στους κατακτητές και οι παραστρατιωτικές οργανώσεις των διάφορων θρησκευτικών δογμάτων έκαναν χρήση παγιδευμένων αυτοκινήτων, καμικάζι και πάσης φύσεως βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών.

Έχει, επίσης, αρχίσει να βελτιώνεται η κυκλοφορία των αυτοκινήτων που είχε μετατραπεί σε εφιάλτη από την ανεξέλεγκτη αύξηση των σημείων ελέγχου και των τσιμεντένιων τοίχων που έφραζαν τους δρόμους. Οι Ιρακινοί, οι οποίοι –κυρίως το 2006- προσπάθησαν να γλιτώσουν από τις βιαιοπραγίες καταφεύγοντας στο Κουρδιστάν ή στο εξωτερικό, έχουν αρχίσει να επιστρέφουν μαζικά. Κι όσοι «συνεργάστηκαν» με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ξαναβρίσκουν μια κανονική θέση μέσα στην κοινωνία. Όσο για την ακρίβεια, δεν εμποδίζει τις κοινωνικές ομάδες που επωφελούνται από τη νομή του πετρελαϊκού πακτωλού, να επιδίδονται σε μια ξέφρενη κατανάλωση. Έτσι, κατά τα φαινόμενα, η δραστηριότητα είναι πολύ πιο έντονη στους εμπορικούς δρόμους απ’ ό,τι στους διαδρόμους της εξουσίας, όπου πολιτικές προσωπικότητες από όλες τις παρατάξεις δείχνουν να προσεγγίζουν την τελευταία σύγκρουση που έπληξε την χώρα με μια μπλαζέ νωχέλεια.

Η πολιτική κατάσταση (βλ. ένθετο για τον Νούρι αλ Μαλίκι) αποτελεί τη μια από τις δύο καθοριστικές διαστάσεις της αμερικανικής κληρονομιάς στο Ιράκ. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που μεσολάβησε μεταξύ της εισβολής, που είχε σχεδιαστεί ως «χειρουργικό πλήγμα» χωρίς πραγματική ανάληψη ευθυνών, και της εσπευσμένης αποχώρησης που επιθυμούσε ο Μπάρακ Ομπάμα για να απεμπλακεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα από τις ατυχείς επιλογές του προκατόχου του Τζορτζ Μπους, γίναμε μάρτυρες, για αρκετά χρόνια, ενός πολιτικού σχεδιασμού, τον οποίο με τη μεγαλύτερη δυνατή επιείκεια θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ερασιτεχνικό μαστόρεμα. Ακόμα κι αν παραβλέψουμε τα «προπατορικά αμαρτήματα» της επιχείρησης: τον χαρακτηρισμό ολόκληρης της δομής του παλαιού καθεστώτος ως εγκληματική οργάνωση και τη συνακόλουθη διάλυσή της, τον σχεδιασμό του πολιτικού συστήματος με βάση το θρησκευτικό δόγμα των πολιτών, την προώθηση εξόριστων πολιτικάντηδων εντελώς αποκομμένων από την κοινωνία, την παρασκηνιακή διαπραγμάτευση ενός Συντάγματος στο οποίο αποτυπωνόταν η συμφωνία σιιτών και Κούρδων εις βάρος των σουνιτών, καθώς και τον πολλαπλασιασμό των εκλογών που σηματοδότησαν την περιθωριοποίηση των σουνιτών.

Tα λάθη αυτά θα μπορούσαν να είχαν σιγά σιγά διορθωθεί, ωστόσο η μεγαλύτερη ευθύνη των ΗΠΑ συνίσταται στις παραλείψεις τους. Αντίθετα από τους στόχους τους, η αποχώρησή τους πραγματοποιήθηκε χωρίς να υπάρξει καμία συμφωνία για τα ζητήματα που θα στοιχειώνουν το Ιράκ για πολύ καιρό ακόμα: αναθεώρηση του Συντάγματος, λήψη μιας απόφασης για την επαρχία στην οποία θα ενταχθούν οι διαφιλονικούμενες περιοχές με μεικτό πληθυσμό, διανομή των οικονομικών πόρων, σχέσεις ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και τις επαρχίες, αρμοδιότητες του πρωθυπουργού, δημιουργία θεσμικών αντίβαρων στην παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας, κανονισμός του Κοινοβουλίου, δομή του κατασταλτικού μηχανισμού κ.λπ.. Όλα αυτά πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και αναδιαπραγμάτευσης. Κι ένας στενός σύμβουλος του Αλ Μαλίκι συνοψίζει ως εξής την κατάσταση: «Η ταραγμένη περίοδος που διανύουμε αποτελεί ένα λογικά αναμενόμενο φαινόμενο που πυροδοτείται από ανώμαλες καταστάσεις. Συνεχίζουμε την πορεία μας στη διαδικασία της μετάβασης».

Το δεύτερο σκέλος της αμερικανικής κληρονομιάς αφορά την αρχιτεκτονική της ταυτότητας των πολιτών. Πράγματι, οι Ιρακινοί είναι για την ώρα εγκλωβισμένοι μέσα σε στρεβλές κι ατελείς ταυτότητες. Ενεργώντας με βάση μια απλουστευτική αντίληψη για την κοινωνία, κολλώντας στους Ιρακινούς τις χοντροκομένες «ταμπέλες» του μπααθισμού, του «σανταμισμού», του σεκταρισμού ή του φυλετισμού και οικοδομώντας ένα πολιτικό οικοδόμημα που στηρίζεται πάνω σε όλα αυτά τα κλισέ, οι ΗΠΑ μετέτρεψαν το Ιράκ σε μια παρωδία του ίδιου του του εαυτού (1). Το φαινόμενο αυτό μας φέρνει στον νου τις ταυτολογίες του αποικιοκρατικού φαντασιακού, όσο κι αν η αμερικανική εισβολή δεν είχε ποτέ ως στόχο τον «αποικισμό» της χώρας με την κυριολεκτική έννοια του όρου.

Ακριβώς επειδή οι κατοχικές αρχές αντιμετώπισαν τους σουνίτες σαν να ήταν όλοι οπαδοί του Σαντάμ, εκείνοι συσπειρώθηκαν εναντίον των εισβολέων, οι οποίοι στη συνέχεια τους περιθωριοποίησαν μέσα στο πολιτικό σύστημα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να νοσταλγούν οι σουνίτες την εποχή του Σαντάμ, παρά το γεγονός ότι κι εκείνοι υπέφεραν από το καθεστώς του. Όμως, και στο εσωτερικό του σιιτικού στρατοπέδου, οι Αμερικανοί προσπάθησαν να διακρίνουν τους «καλούς» από τους «κακούς» σιίτες, επιδεινώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια απλή ταξική αντιπαράθεση και προκαλώντας την εχθρότητα του προλεταριακού κινήματος –του σαντρισμού (2)- το οποίο αδίκως κατηγόρησαν ως υποχείριο της Τεχεράνης. Όσο για τους Κούρδους, θεωρήθηκαν από τους Αμερικανούς ως οι φυσικοί τους σύμμαχοι, με αποτέλεσμα να ενισχύσουν την αυτονομία τους και την υποστήριξη των φιλοδοξιών τους για ένταξη στο Κουρδιστάν όλων των διαφιλονικούμενων περιοχών.

Οι Ιρακινοί εξακολουθούν εν μέρει να είναι αιχμάλωτοι της εικόνας που διαμόρφωσαν οι Αμερικανοί, και την οποία άφησαν πίσω τους μετά την αποχώρησή τους. Εκ των πραγμάτων, οι ταυτότητες που προβάλλονται με τον πιο επιδεικτικό τρόπο είναι συχνά οι πιο χονδροειδείς, οι πιο γελοιογραφικές. Οι κάθε είδους ισλαμιστές διακηρύσσουν την ένταξή τους σε κάποια ιδιαίτερη ισλαμική ομάδα ή οργάνωση μέσα από τις κομμωτικές τους επιλογές: μακριά ή κοντή γενειάδα, με ή χωρίς μουστάκι, ξυρισμένο κεφάλι ή όχι. Οι στρατιωτικοί και οι αστυνομικοί, επηρεασμένοι από τους ξένους «εταίρους» τους, ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το «look» τους, μάλιστα, η ιρακινή «μόδα» προστάζει να φοράνε τις προστατευτικές επιγονατίδες στον…. αστράγαλο. Σχεδόν σε όλες τις συνοικίες της Βαγδάτης συναντάει κανείς πλήθος συμβόλων ταυτότητας (πορτρέτα «μαρτύρων», σημαίες και γκράφιτι) που αναγγέλλουν, χωρίς κανένα περιθώριο παρεξήγησης, την κοινοτική σύνθεση της γειτονιάς. Δυστυχώς, ούτε οι κρατικοί θεσμοί είναι προστατευμένοι από το φαινόμενο, σε μια χώρα όπου τα εθνικά σύμβολα έχουν υποκατασταθεί από εμβλήματα που τονίζουν την ιδιαιτερότητα των φορέων τους. Για παράδειγμα, στα περισσότερα αστυνομικά σημεία ελέγχου της πρωτεύουσας κυματίζουν σιιτικές σημαίες.

Προβολή της ταυτότητας που ενισχύει τα στερεότυπα

Όμως, και ο δημόσιος λόγος είναι διαποτισμένος από έναν σεκταρισμό ο οποίος, όσο κι αν υπήρχε στην κοινωνία και πριν από το 2003, απουσίαζε από τον δημόσιο χώρο. Στο εξής, οι αμοιβαίες προκαταλήψεις εκφράζονται ανοιχτά. Οι μακρηγορίες περί αδελφοσύνης ανάμεσα στις κοινότητες που απαρτίζουν το έθνος ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Όποιος κι αν είναι ο συνομιλητής σου, πλέον, αρκούν μονάχα λίγα λεπτά για να πέσουν οι μάσκες και να αρχίσει να κατηγορεί τους διαδηλωτές στο δυτικό Ιράκ ότι αποτελούν ένα μείγμα οπαδών του Μπάαθ, μελών της Αλ Κάιντα και ξένων πρακτόρων και να υποστηρίζει ότι «κάθε εποχή έχει τον άνθρωπό της, και τώρα ήρθε η σειρά μας, εμάς των σιιτών, να κυριαρχήσουμε». Κι αρχικά τουλάχιστον, οι σημαίες και τα τραγούδια της σουνιτικής αντιπολίτευσης δεν διέψευδαν διόλου τις συγκεκριμένες απόψεις, καθώς επικαλούνταν το σανταμικό καθεστώς, το πνεύμα της τζιχάντ και την επιθυμία για εκδίκηση απέναντι στους οπαδούς του αντίπαλου θρησκευτικού δόγματος. Πολύ συχνά, το ρεπερτόριο αυτό αποτελεί λιγότερο μια ομολογία πίστης και περισσότερο μια έντονη πρόκληση προς τους αντιπάλους, μια ενέργεια που γίνεται απλά και μόνο για τη χαρά της πρόκλησης. Ωστόσο, η επιθετική προβολή της ταυτότητας των αντίπαλων ομάδων επιβεβαιώνει και ενισχύει τα εκατέρωθεν στερεότυπα που έχει δημιουργήσει καθεμία από αυτές τις ομάδες για τους απέναντι.

Ωστόσο, μέσα σε έναν δημόσιο χώρο ο οποίος έχει κορεστεί από τις απλουστευτικές εικόνες για τον Άλλο, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ένα πλήθος από πολύ πιο περίπλοκες ταυτότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μια παρέα νεαρών που αποτελείται από σιίτες, σουνίτες και Κούρδους, η οποία συναντιέται κάθε βράδυ και συζητά, έστω κι αν η κουβέντα τους παίρνει μερικές φορές μια σεκταριστική τροπή. Ή αυτός ο καλλιτέχνης φωτογράφος, ο οποίος -παρά το γεγονός ότι αναγκάστηκε να καταφύγει σε μια αμιγώς σιιτική συνοικία για να γλιτώσει από το κύμα βίας που ξέσπασε το 2006- εξακολουθεί να διακηρύσσει την αθεΐα του δυνατότερα απ’ όσο ποτέ άλλοτε. Ένας σιίτης γιατρός διηγείται τον Γολγοθά που πέρασε όταν έπεσε στα χέρια μιας σιιτικής παραστρατιωτικής πολιτοφυλακής, ενώ ένας σουνίτης συνάδελφός του θυμάται τους κινδύνους που διέτρεχε κάθε φορά που αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει έναν από τους οδικούς άξονες της πόλης που έλεγχε η (σουνιτική) Αλ Κάιντα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι λογικές της κοινωνικής τάξης εξακολουθούν να υπερισχύουν των κοινοτικών αντανακλαστικών, ενώ δεν έχουν για την ώρα πλήρως εξαφανιστεί οι μεικτοί γάμοι.

Χαρακτηριστικό δείγμα της τεράστιας διαφοράς που παρατηρείται ανάμεσα στα συγκινησιακά φορτισμένα λόγια και στις πράξεις αποτελεί ένας σουνίτης επιχειρηματίας που φθάνει στον παροξυσμό καλώντας τους διαδηλωτές να γίνουν εντελώς σεκταριστές και –κυρίως- βίαιοι, ενώ παράλληλα δηλώνει ότι δεν κάνει τον κόπο να παρακολουθήσει τις διαδηλώσεις στις ειδήσεις, γιατί… κατά βάθος όλα αυτά δεν τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Επίσης, οι φιλίες που αντέχουν στις δυσκολίες επιτρέπουν ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις: ένας διανοούμενος που έγινε μετριοπαθής ισλαμιστής και οπαδός του Αλ Μαλίκι, όταν επισκέφθηκε τους πρώην συντρόφους του στα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος, θεώρησε απολύτως φυσιολογικό να προσευχηθεί όταν ήρθε η ώρα της προσευχής.

«Σήμερα, είναι πολλοί στην εξουσία κι η πείνα τους είναι ακόρεστη»

Σε τελική ανάλυση, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που θα μπορούσαν να μετριάσουν ακόμα και τις πλέον υπερβολικές ταυτότητες. Για να καταστεί δυνατόν να επιτευχθεί ο στόχος, αυτό που λείπει είναι ο χρόνος, η ηρεμία κι η χαλάρωση. Πάνω από την πόλη πλανιέται το φάντασμα των «μαύρων ημερών», των «σεκταριστικών γεγονότων»: πρόκειται για βία, η οποία έχει σημαδέψει βαθιά την ψυχή του πληθυσμού και την οποία οι ευφημισμοί προσπαθούν να εξορκίσουν. Κι ο καθένας δημιουργεί ένα χάρτη με οικεία μέρη, καθησυχαστικά, «ασφαλή», καθώς κι ανησυχητικές ζώνες στις οποίες δεν τολμάει πλέον να ξαναπατήσει. Οι κάτοικοι μιας συνοικίας στην οποία επικρατεί ηρεμία παραξενεύονται για την πολύ επικίνδυνη φήμη που έχει αποκτήσει η γειτονιά τους στα μάτια όσων έχουν καιρό να την επισκεφθούν, την ίδια ακριβώς στιγμή που προβάλλουν τους δικούς τους φόβους σε άλλες περιοχές της πόλης, στις οποίες έχει εξίσου επανέλθει η ηρεμία. Συναντάμε αυτήν την απόσταση και την άγνοια και στο πολιτικό επίπεδο, δεδομένου ότι είναι σπάνιες οι μετακινήσεις στις επαρχίες που πρόσκεινται στο αντίπαλο στρατόπεδο. Αποτελούν επίσης και μια παράμετρο και κινητήρια δύναμη του πολιτικού παιχνιδιού, το οποίο δεν χάνει ευκαιρία για να επισείει τον φόβο του Άλλου και να προβάλλει την αναδίπλωση στην ταυτότητα της κοινότητας και την προστασία των συμφερόντων της.

Δεδομένου ότι οι Ιρακινοί θεωρούν ότι η κατάσταση θα εξομαλυνθεί πλήρως μονάχα σε ένα μακρινό μέλλον, προσπαθούν να οργανώσουν την καθημερινή ζωή τους με όποιο μέσο έχουν στη διάθεσή τους και κατορθώνουν με αξιοθαύμαστο τρόπο να βρουν τον δρόμο τους μέσα στους δαιδάλους ενός πολύπλοκου πολιτικού συστήματος, μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε αναστάτωση, μιας πόλης αποδιαρθρωμένης και μιας οικονομικής δραστηριότητας που περιπλέκεται από τις χίλιες δυο αρπακτικές συμπεριφορές. Για παράδειγμα, τα περισσότερα σπίτια ηλεκτροδοτούνται από τρεις διαφορετικές πηγές που συνυπάρχουν μέσα σε ένα σύστημα παράλογο αλλά ταυτόχρονα καλά οργανωμένο: μερικές ώρες την ημέρα από το κρατικό δίκτυο και, στη συνέχεια, από την ιδιωτική γεννήτρια της συνοικίας ή από τη μικρή οικιακή γεννήτρια με την οποία αντιμετωπίζονται οι συχνές διακοπές ρεύματος. Η διαφθορά στα αστυνομικά σημεία ελέγχου είναι ένα γεγονός που έχει περάσει στην καθημερινή ζωή -μερικές φορές, ο μοναδικός λόγος ύπαρξής τους είναι η εκβιαστική απόσπαση χρημάτων. Σε μια χώρα που είναι συνηθισμένη στις ρήξεις και στις απρέπειες, η καθημερινή γλώσσα εμπλουτίζεται διαρκώς με τις λέξεις που είναι αναγκαίες για να περιγραφούν τα νέα φαινόμενα και για να επιχειρηθεί η εξοικείωση με το παράλογο: χαρακτηριστικό παράδειγμα ο –αμετάφραστος- όρος «χαβασίμ» (ο οποίος αρχικά χρησιμοποιήθηκε από την προπαγάνδα του Σαντάμ, το 2003, για να εκφράσει την έννοια του «αποφασιστικού χαρακτήρα»), ο οποίος τώρα υποδηλώνει τις αμέτρητες παραβατικές συμπεριφορές που έχουν καταστεί δυνατές από την αταξία που επικρατεί παντού στη χώρα. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης έχει επιστρατευθεί και το χιούμορ. Όμως, η δημιουργικότητα δεν αναιρεί διόλου τη σημασία που εξακολουθούν να έχουν τα παλαιότερα σημεία αναφοράς της καθημερινής ζωής στα οποία είναι προσκολλημένοι οι Ιρακινοί. Τα καλά ζαχαροπλαστεία δεν έκλεισαν και τα δημοφιλή καφέ εξακολουθούν να είναι στη μόδα. Όσο για την παράδοση του ψητού ψαριού «α λα μασγκούφ», κοντεύει να εξελιχθεί σε εμμονή.

Πιο ανησυχητική είναι η στάση του πολιτικού κόσμου, ο οποίος έχει μάλλον βολευτεί με την κατάσταση και δεν προσπαθεί να την αλλάξει. Το νέο καθεστώς βαδίζει ακριβώς στα χνάρια του παλιού. Οι πολιτικοί υπεύθυνοι έχουν κυριολεκτικά καταλάβει τα πολυτελή μέγαρα των προκατόχων τους, τα οποία ιδιοποιήθηκαν ακριβώς την εποχή όπου δήλωναν ότι δεν θα επιτρέψουν να διαιωνιστούν τέτοιες πρακτικές. Στη Βαγδάτη, σχεδόν καμία υποδομή δεν έχει κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, με εξαίρεση το δημαρχείο, τον δρόμο που οδηγεί στο αεροδρόμιο και μερικές γέφυρες. Οι σκοπιές, οι οποίες υποτίθεται ότι στεγάζουν τους αστυνομικούς στα σταυροδρόμια, φέρουν την επιγραφή «Δώρο του Δήμου», ακολουθώντας μια λογική που θυμίζει τις γενναιοδωρίες (μακαρίμ) του Σαντάμ, τη στιγμή που θα έπρεπε να φέρουν την ανώνυμη σφραγίδα της κρατικής διοίκησης. Οι μισθοί στον δημόσιο τομέα εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλοί, ωθώντας τους δημόσιους υπάλληλους να αναζητούν συμπληρωματικές πηγές εισοδήματος, νόμιμες ή παράνομες. Στα υψηλότερα επίπεδα της εξουσίας, η διαφθορά είναι αποδεκτή και διαπιστωμένη. Μάλιστα, όταν αποδεικνύεται αναγκαίο, χρησιμοποιείται ως μέσο πίεσης. Ο αριβισμός, οι πελατειακές σχέσεις και η ανικανότητα έχουν μετατραπεί σε γάγγραινα που παραλύει τους θεσμούς.

Στην καρδιά της Βαγδάτης, το προεδρικό μέγαρο, το οποίο μετατράπηκε σε «πράσινη ζώνη» όταν οι αμερικανικές κατοχικές αρχές το μετέτρεψαν στο νευραλγικό τους κέντρο, ενσαρκώνει τις χειρότερες στιγμές του νέου καθεστώτος, ακριβώς όπως συνέβαινε και στην περίπτωση του προηγούμενου. Η τεράστια περίμετρος, όπου επικρατεί λίγο πολύ καθεστώς ασφάλειας, έχει μετατραπεί σε έναν χώρο στον οποίο έχουν αποκλειστικά πρόσβαση οι πολιτικοί, σε έναν κόσμο προνομίων που κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να αποκοπεί από την υπόλοιπη κοινωνία. Έχει καθιερωθεί μια ολόκληρη διαβάθμιση από κάρτες ελεύθερης εισόδου, αναδεικνύοντας μια νέα ελίτ και καθιερώνοντας νέες ιεραρχικές σχέσεις. Το κλείσιμο του οδικού άξονα Κεράντα-Μανσούρ που διασχίζει την «πράσινη ζώνη», υποχρεώνει τους κοινούς θνητούς να κάνουν απίστευτες παρακάμψεις. Πιθανότατα, ο άξονας θα μπορούσε να ξαναδοθεί στην κυκλοφορία εάν πραγματοποιούνταν ορισμένα έργα και διευθετήσεις, όμως, το πραγματικό διακύβευμα είναι διαφορετικό: θα μπορούσαμε να πούμε ότι, κατά τα φαινόμενα, η ζώνη έχει μετατραπεί σε αναπαλλοτρίωτο προνόμιο μιας κάστας η οποία εννοεί να μην λογοδοτεί σε κανέναν.

Όλα τα παραπάνω θυμίζουν όλα όσα για πολύ κόσμο αποτελούσαν τον ανυπόφορο χαρακτήρα του προηγούμενου καθεστώτος. Εξάλλου, η κριτική που εκφράζεται από πολλούς Ιρακινούς υιοθετεί συχνά τη φρασεολογία που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή. Ο παραλληλισμός δεν αποτελεί πλέον ταμπού, ακόμα και για εκείνους οι οποίοι αντεύχονται όσο τίποτε άλλο την επιστροφή στο παρελθόν. Για παράδειγμα, εκείνος που δήλωνε «Τώρα είναι η σειρά μας», συνεχίζει: «Ο Σαντάμ ήταν μόνος και χορτάτος. Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα είναι πολλοί στην εξουσία κι η πείνα τους είναι ακόρεστη».

Από τα παραπάνω προκύπτει ένα οδυνηρό ερώτημα: μήπως το Ιράκ υπέστη άνευ λόγου μια δεκαετία οδύνης; Βέβαια, η πτώση του καθεστώτος ήταν αναγκαία για να βγει η χώρα από το αδιέξοδο και είχε ως αποτέλεσμα ένα κάποιο ξαναμοίρασμα της πολιτικής τράπουλας. Στο Γιαρμούκ, η συνοικία των αξιωματικών έχει αρχίσει να ρημάζει, ενώ στο Χέι αλ Τζαβαντέιν, μια άλλοτε εξαθλιωμένη συνοικία, εγκαινιάστηκε μια παιδική χαρά και –ποιος θα το πίστευε- ένα γήπεδο τένις. Όμως, ποιο τίμημα πληρώθηκε για να ανταλλάξουν οι παίκτες μερικές μπαλιές ή για να αποκτήσουν κάποιοι μερικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό; Πολύ συχνά, η μετανάστευση ή ο προσωπικός πλουτισμός αποτελούν την μοναδική προοπτική για μια κοινωνία η οποία δυσκολεύεται να σκεφθεί και να σχεδιάσει συλλογικά το μέλλον μέσα στο οποίο φιλοδοξεί να ζήσει. Η δε νέα ελίτ είναι προϊόν της κατάστασης και όχι ο ένοχος δημιουργός της, μέσα σε μια χώρα της οποίας το παρόν εντάσσεται σε μια μακρά αλληλοδιαδοχή ρήξεων.

Ωστόσο, οι νοσταλγοί του παλαιού καθεστώτος έχουν την τάση να ξεχνούν πολύ γρήγορα. Για παράδειγμα, δεν θυμούνται τους μπράβους που έστελνε ο Ουντάι Χουσέιν, ο έκφυλος γιος του τύραννου, στους τόπους παραθερισμού για να απαγάγουν κοπέλες καλών οικογενειών και να τις βιάσει απολαμβάνοντας απόλυτης ατιμωρησίας. Η χώρα έπρεπε να προχωρήσει, πράγμα για το οποίο ούτε ο Σαντάμ ούτε το περιβάλλον του είχαν την παραμικρή πρόθεση ή διέθεταν τα μέσα. Ακόμα και σήμερα, μπορεί κανείς να ελπίζει τα πάντα, γιατί τα πάντα απομένουν να γίνουν. Τουλάχιστον υπάρχουν πόροι και ανθρώπινο δυναμικό. Και η φυγή των εγκεφάλων θα μπορούσε μια μέρα να αναστραφεί, όταν ο κρατικός μηχανισμός, αντί να αμείβει παχυλώς πιστούς οπαδούς, τους φίλους και τα ξαδέλφια, θα αρχίσει να στελεχώνεται με ικανά άτομα. Το ζητούμενο είναι να ξεφύγει η χώρα από το αδιέξοδο πολιτικό σύστημα, του οποίου η αναποφασιστικότητα έχει μετατραπεί σε θεμέλιο μιας προσωρινής κατάστασης που διαρκεί υπερβολικά πολύ.

Peter Harling

Εειδικός σύμβουλος του International Crisis Group για τη Μέση Ανατολή, έζησε στη Βαγδάτη την περίοδο 1998-2004.
Παπακριβόπουλος Βασίλης (μτφ)

(1Βλέπε «Les dynamiques du conflit irakien», «Critique Internationale», n°34, Παρίσι, 2007/1.

(2Ο σαντρισμός είναι ένα ρεύμα που δημιουργήθηκε γύρω από τη μορφή Μοχάμεντ Σαντέκ αλ Σαντρ, δημοφιλούς θρησκευτικού ηγέτη, ο οποίος, τη δεκαετία του 1990, έγινε η φωνή των φτωχών κι εξαθλιωμένων στρωμάτων που είχαν παραμεληθεί από το σιιτικό κατεστημένο. Η θαρραλέα αντιπολίτευσή του στο καθεστώς είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του, το 1999. Ένας από τους γιούς του, ο Μοκτάντα, προσπαθεί από το 2003 να αναζωπυρώσει το κίνημα και να αναλάβει την ηγεσία του.

Μοιραστείτε το άρθρο