Ανάμεσα στα σχόλια που συνόδευσαν την παραίτηση του Πάπα Βενέδικτου του 16ου, κυριαρχεί ομόφωνα το ακόλουθο συμπέρασμα: ο Ποντίφηκας, εγκαταλείποντας τον θρόνο του με «θάρρος και με λάμψη», προσαρμόζεται στα κριτήρια της σύγχρονης εποχής. Ωστόσο, στη Λατινική Αμερική, η ανάμνηση που αφήνει ο καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσινγκερ, θα μείνει για πάντα συνδεδεμένη με ένα μεγάλο πισωγύρισμα.
Ας κάνουμε μια αναδρομή στη δεκαετία του ’60, τότε που ο δον Έλντερ Κάμαρα, αρχιεπίσκοπος του Ρεσίφε, ο οποίος ενσαρκώνει την συνείδηση των προοδευτικών Καθολικών της ηπείρου, κάνει την ακόλουθη διαπίστωση που θα έμενε στην ιστορία: «Όταν δίνω φαγητό στους φτωχούς, με λένε άγιο. Όταν ρωτάω γιατί είναι φτωχοί, με λένε κομμουνιστή». Η εξαθλίωση, ο αναλφαβητισμός και η περιθωριοποίηση δεκάδων εκατομμυρίων κατοίκων οδήγησαν στη ριζοσπαστικοποίηση σημαντικού αριθμού Χριστιανών, καθώς και ορισμένων μελών της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Μέσα σε ένα κλίμα «ατζορναμέντο» (εκσυγχρονισμός, ανακαίνιση) που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ και κυρίως, μετά το Σύνοδο του Βατικανού Β΄ (1962 – 1965) η εγκύκλιος «populorum porgressio» που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1967 εφιστά την προσοχή στις προοδευτικές θέσεις τις οποίες υιοθετεί ένα τμήμα του κλήρου, ιδίως στη Βραζιλία.
Από τις 26 Αυγούστου ως τις 6 Σεπτεμβρίου του 1968 συνέρχεται στο Μεδεγίν της Κολομβίας η δεύτερη γενική σύνοδος επισκόπων Λατινικής Αμερικής με πρωτοβουλία του Πάπα Παύλου ΣΤ’. Στην πρώτη της συνεδρίαση, ένας νεαρός θεολόγος από το Περού, ο Γουστάβο Γκουτιέρες, παρουσιάζει μια έκθεση πάνω στη «θεολογία της ανάπτυξης». Η ιδέα διένυσε την πορεία της και το τελικό κείμενο, αφού κάνει τη διαπίστωση ότι η ήπειρος είναι θύμα της «νεοαποικιοκρατίας», του «διεθνούς ιμπεριαλισμού του χρήματος» και της «εσωτερικής αποικιοκρατίας», αναγνωρίζει την ανάγκη για «γενναίες, επείγουσες και βαθιά καινοτόμες αλλαγές» (1) Αυτή η δήλωση πίστης σηματοδοτεί την απαρχή της θεολογίας της απελευθέρωσης. Έχοντας ως αφετηρία μια στρατευμένη ανάγνωση του Ευαγγελίου, μια από τις κεντρικές αρχές της είναι ότι υπάρχει παράλληλα με το προπατορικό αμάρτημα ένα συλλογικό και δομικό αμάρτημα, δηλαδή μια ιεράρχηση της κοινωνίας τέτοια που να προκαλεί τον πόνο, τη δυστυχία και τον θάνατο «αμέτρητων αδερφών μας». Στις αγροτικές περιοχές, στις λαϊκές γειτονιές και στις παραγκουπόλεις, μια ολόκληρη γενιά μελών του κλήρου στρατεύεται στην πράξη, επομένως και πολιτικά, στο πλευρό των απόκληρων.
Αν και βαρετός συνήθως, ο λόγος των επισκόπων λαμβάνει ακόμα πιο αυστηρό χαρακτήρα. Σχηματίζονται τρεις πόλοι αντίστασης: η Αργεντινή και η Βραζιλία, οι οποίες κυβερνώνται από στρατιωτικά καθεστώτα χωρίς να αντιδρούν σε αυτό οι ιεράρχες τους, καθώς και η Κολομβία. Οπότε, κανένας δεν εκπλήσσεται όταν επικεφαλής της προσπάθειας για να ανακτηθεί το έδαφος που είχε χαθεί στο Μεδεγίν, τοποθετείται ένας υπήκοος της συγκεκριμένης χώρας, ο Αλφόνσο Λόπες Τρουχίγιο. Ο ρόλος του διευρύνεται όταν, ενώ είναι ακόμα αναπληρωτής επίσκοπος της Μπογοτά, εκλέγεται γενικός γραμματέας του Συμβουλίου Επισκόπων Λατινικής Αμερικής (Celam) το Νοέμβριο του 1972, στο οποίο τελικά θα προεδρεύσει ως το 1983. Από το 1973, τα ηγετικά στελέχη του οργανισμού καταγγέλλουν τη «μαρξιστική διείσδυση» στην εκκλησία. Οι θεολόγοι της απελευθέρωσης, παρόλα αυτά, επαναλαμβάνουν ένα σωρό φορές ότι από τον μαρξισμό χρησιμοποιούν μόνο τις έννοιες που βρίσκουν κατάλληλες, όπως την πίστη ότι ο λαός σφυρηλατεί την ιστορία του, ορισμένα εργαλεία κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης, την λειτουργία της κυρίαρχης ιδεολογίας και την πραγματικότητα της κοινωνικής σύγκρουσης (2). Ο Τρουχίγιο θα πολλαπλασιάσει τις προσπάθειές του προκειμένου να τορπιλίσει το ρεύμα. Σύντομα μάλιστα θα λάβει και ιερή βοήθεια εκ μέρους του Βατικανού.
Μετά το θάνατο του Πάπα Παύλου Στ’, ο άνθρωπος που προεδρεύει στην Τρίτη Γενική Σύνοδο Επισκόπων Λατινικής Αμερικής στην Πουέμπλα, είναι ο πολωνός Κάρολ Βοϊτίλα, ο οποίος στις 16 Οκτωβρίου του 1978 έγινε ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Στ’. Την περίοδο εκείνη, όλες οι χώρες της περιοχής εκτός από τέσσερεις, έχουν στρατιωτικά καθεστώτα. Κι ενώ οι επίσκοποι επιβεβαιώνουν την «πρωταρχική επιλογή υπέρ των φτωχών», ο νέος Πάπας αποφεύγει οποιαδήποτε δήλωση σχετικά με τις εντάσεις που ταλανίζουν τη λατινοαμερικάνικη εκκλησία. Παράλληλα όμως, κρατά αποστάσεις και από την καταδίκη των δικτατορικών καθεστώτων. Σημαδεμένος από την εμπειρία του σε μια χώρα του ανατολικού μπλοκ και φανατικός αντικομουνιστής, υιοθετεί μια απλουστευτική ανάγνωση των γεγονότων και το 1981 καλεί στη Ρώμη ένα γερμανό θεολόγο με τον οποίο έχει συνάψει προσωπικούς δεσμούς, τον καρδινάλιο Ράτσινγκερ, που γίνεται επικεφαλής της Συνέλευσης του Δόγματος της Πίστης – της πάλαι ποτέ Ιεράς Εξέτασης.
Με μόνη του εμπειρία στο αντικείμενο ένα χρόνο επιτροπείας σε ενορία του Μονάχου, ο νέος «ιδεολογικός αρχηγός» γίνεται το καλύτερο στήριγμα του Λόπες Τρουχίγιο, (ο οποίος θα προσχωρήσει στις τάξεις του το 1983 ως μέλος της εν λόγω Συνέλευσης). Μέσα σε ένα ψυχροπολεμικό κλίμα, η Νικαράγουα ειδικά μετατρέπεται σε ένα είδος «πολωνικού μοντέλου» όπου η εκκλησιαστική ιεραρχία καλείται σε ανοιχτή αντίσταση κατά του καθεστώτος των Σαντινίστας – οι οποίοι είχαν εξίσου χριστιανικές και μαρξιστικές επιρροές – και σχηματίζεται μια άτυπη συμμαχία ανάμεσα στο Βατικανό και τις ΗΠΑ του Ρόναλντ Ρίγκαν με στόχο, μεταξύ άλλων, την «πάταξη της κομμουνιστικής απειλής» στη Λατινική Αμερική.
Σε μια διάλεξη στο Βατικανό τον Σεπτέμβριο του 1983, ο Ράτσινγκερ εξαπολύει ένα δριμύ κατηγορητήριο: «Η ανάλυση του φαινομένου της θεολογίας της απελευθέρωσης αναδεικνύει πασιφανώς ένα θεμελιώδη κίνδυνο για την εκκλησιαστική πίστη (3). Αφού καταγγέλλει ένα ριζοσπαστισμό «η βαρύτητα του οποίου υποτιμάται συχνά διότι αυτή η θεολογία δεν χωρά σε κανένα υπάρχον αιρετικό σχήμα μέχρι σήμερα», κάνει την ακόλουθη παρατήρηση: «Ο κόσμος ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της πάλης των τάξεων. (…) Ο “λαός” με αυτό τον τρόπο, μετατρέπεται σε μία έννοια αντίθετη προς αυτή της “ιεραρχίας” και αντιθετική σε όλους τους θεσμούς οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως δυνάμεις καταπίεσης». Οι αυστηροί όροι που εμπεριέχονται σε μια οδηγία προς την Σύνοδο, η οποία χρονολογείται από τις 3 Σεπτεμβρίου του 1984, ηχούν ως καταδίκη για την λατινοαμερικάνικη εκκλησιαστική αριστερά.
Προηγουμένως, ο «μέγας ιεροεξεταστής» είχε στείλει στην περουβιανή επισκοπή ένα κείμενο δέκα σημείων σχετικά με τη δουλειά του πατέρα Γκουτιέρες, προτού τον υποχρεώσει να «αναθεωρήσει» τα έργα του σε μια δίκη αντάξια εκείνης του Γαλιλαίου.
Τον Μάρτιο του 1985, το έργο του φραγκισκανού Βραζιλιάνου Λεονάρντο Μποφ «Εκκλησία, χάρισμα και εξουσία» συγκεντρώνει όλα τα πυρά. Ο πατέρας Μποφ όχι μόνο απομακρύνθηκε από τον εκδοτικό οίκο που διηύθηνε, αλλά του απαγορεύθηκε και η διδασκαλία, καθώς και η ανάληψη οποιουδήποτε δημοσίου αξιώματος. Η τιμωρία αυτή προκαλεί αγανάκτηση σε μια χώρα, όπως η Βραζιλία, η οποία έβγαινε από 20 χρόνια χουντικής λογοκρισίας (4).
Ο Ιωάννης Παύλος Β’, καθώς έρχεται αντιμέτωπος με την πικρία που προκαλούν αυτές οι αποφάσεις, προσπαθεί να δαμάσει τις φωτιές που ανάβει το «Ροτβάιλερ του Θεού» τη μια μετά την άλλη. Κάνοντας αναφορά στην εν λόγω θεολογία σε επιστολή του προς τους επισκόπους της Βραζιλίας στις 9 Απριλίου του 1986, ο πάπας κρίνει ότι είναι «όχι απλώς επίκαιρη, αλλά επίσης χρήσιμη και αναγκαία». Θα φτάσει μάλιστα στο σημείο να καταδικάσει τη νέα κυρίαρχη ιδεολογία, τον φιλελεύθερο καπιταλισμό. Λίγη σημασία έχει πια: η Ρώμη, φανερά αποφασισμένη να εξαλείψει αυτή την επικίνδυνη κληρονομιά, γκρεμίζει τα κεκτημένα του Μεδεγίν. Το δίδυμο Βοϊτίλα – Ράτσινγκερ ενισχύει τη συντηρητική τάση διορίζοντας συντηρητικούς επισκόπους και μέλη της Opus Dei (5), αφιερώνοντας μεγαλύτερο χώρο σε κινήματα όπως η Νέα Κατήχηση, οι Λεγεωνάριοι του Χριστού και η Χαρισματική Αναγέννηση. Για να μειωθεί η επιρροή ιερέων ύποπτων για ατίθαση συμπεριφορά, ορισμένες ενορίες κατακερματίζονται, όπως εκείνη του καρδινάλιου Πάουλο Εβαρίστο Αρνς. Το 1985, ο Ζοζέ Καρντόζο, ο οποίος προσγειώθηκε από την Κουρία της Ρώμης, αντικαθιστά τον Έλντερ Κάμαρα που έχει περάσει το όριο ηλικίας. Ο νεοφερμένος θα στραφεί σύντομα ενάντια σε όλο σχεδόν τον κλήρο του Κάμαρα και στις ομάδες των λαϊκών που τον υποστήριζαν.
Κι ενώ οι ιερείς που συμμετέχουν στο κίνημα των Σαντινίστας δέχονται μομφές, δεν θα συμβεί ποτέ το ίδιο με εκείνους που συνεργάστηκαν με τη χούντα της Αργεντινής. Και, από τον Ιωάννη Παύλο Β΄, ο οποίος επισκέφθηκε πολλές φορές τη Λατινική Αμερική, πολλοί θα θυμούνται για καιρό τη μέρα όπου έδωσε τη θεία κοινωνία στο ζεύγος Πινοτσέτ στη Χιλή. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι μόλις ο τέως δικτάτορας συνελήφθη στο Λονδίνο τον Νοέμβριο του 1998, όπου και παρέμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό έως τον Μάρτιο του 2000, ο Χιλιανός καρδινάλιος Χόρχε Μεδίνα ξεκίνησε μυστικές διαπραγματεύσεις για να αφεθεί ελεύθερος και να επιστρέψει άμεσα στη Χιλή. Περιττό να διευκρινίσουμε ότι τις διαπραγματεύσεις αυτές στήριξε η Αγία Έδρα με τη βοήθεια των καρδιναλίων Λόπες Τρουχίγιο και Ράτσινγκερ. Λιγότερο τυχεροί στάθηκαν 140 θεολόγοι οι οποίοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τα ανοίγματα της Συνόδου του Βατικανού Β΄, αλλά τιμωρήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του Ιωάννη Παύλου Β’.
Ο εμπνευστής και θεωρητικός των συντηρητικών μέτρων του Βοϊτίλα, ενώ έχει γίνει πια ο Πάπας Βενέδικτος 16ος, όταν υποδέχτηκε μια ομάδα ιεραρχών από τη Βραζιλία στη Ρώμη στις 5 Δεκεμβρίου του 2009, εξακολουθεί να αναθεματίζει όταν αναφέρεται στη θεολογία της απελευθέρωσης: «Οι πληγές, είτε περισσότερο είτε λιγότερο ορατές, αυτής της συμπεριφοράς που έχει ως χαρακτηριστικά την ανταρσία, τη διάσπαση, τη διχόνοια, την προσβολή και την αναρχία, παραμένουν ανοιχτές, πλήττοντας άσχημα τις ενορίες σας και απομυζώντας τη ζωντάνια τους… (6)». Το να είσαι ο Άγιος Πατέρας, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχεις και κλίση στη μετάνοια και τη συγχώρεση.