Τεράστιες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για έναν βιασμό. Πρωτοφανές για το Νέο Δελχί, όπου δεκάδες χιλιάδες γυναίκες και άνδρες συγκεντρώθηκαν επανειλημμένα προκειμένου να δηλώσουν την αγανάκτησή τους για τον μαρτυρικό θάνατο μιας νέας 23 χρόνων, η οποία, στις 28 Δεκεμβρίου 2012, υπέκυψε στα τραύματα που της είχαν προκαλέσει οι βιαστές της.
Οι νέοι και οι νέες της μεσαίας τάξης της Ινδίας κατέβηκαν στον δρόμο πρώτα απ’ όλα γιατί το έγκλημα αφορούσε έναν δικό τους άνθρωπο: μια φοιτήτρια με ταπεινή αγροτική καταγωγή, η οποία είχε έρθει στην πρωτεύουσα για να σπουδάσει, ενσάρκωση της γενιάς που έχει επιβιβαστεί στο τρένο της κοινωνικής ανέλιξης. Μια γενιά που γεννήθηκε με την παγκοσμιοποίηση, που, σε κάποιες περιπτώσεις, σπούδασε στο εξωτερικό, που είναι οικονομικά ανεξάρτητη. Μια γενιά που άρχισε, επίσης, να πειραματίζεται με την ισότητα των φύλων, τόσο στο πανεπιστήμιο (όπου οι γυναίκες είναι ισάριθμες με τους άνδρες), όσο και στην εργασία. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της προηγούμενης δεκαετίας πράγματι προσέφεραν στις γυναίκες δυνατότητες απασχόλησης. Εκτός από τον δημόσιο τομέα, ο οποίος απασχολούσε 2,9 εκατομμύρια γυναίκες το 2005 (1), οι γυναίκες έχουν στελεχώσει τους πιο δυναμικούς τομείς της οικονομίας: τις υπηρεσίες τεχνολογίας, τις αερομεταφορές, τη φαρμακευτική βιομηχανία... Για παράδειγμα, αντιπροσωπεύουν το 32% των τριών εκατομμυρίων νόμιμων εργαζομένων στους τομείς των τεχνολογιών ενημέρωσης και των υπηρεσιών πληροφορικής (2). Το μερίδιό τους στον γενικό ενεργό πληθυσμό πέρασε, άλλωστε, από το 19,7%, το 1981, στο 25,7%, το 2011.
Ανύπαντροι νέοι που δυσκολεύονται να βρουν σύζυγο
Στους κόλπους αυτής της μειονότητας των πόλεων, λοιπόν, ο βιασμός ήταν η ευκαιρία μιας κάθαρσης. Στις διαδηλώσεις, εκφράστηκε η απόρριψη της, απαράδεκτης πλέον, κυριαρχίας των ανδρών. Το νέο στοιχείο που εισέβαλε στην πολιτική σκηνή τον περασμένο Δεκέμβριο δεν είναι άλλο από τη σύγκρουση πολιτισμών μεταξύ της Ινδίας της σκιάς, η οποία κανοναρχείται από τις πατριαρχικές παραδόσεις, και της «Ινδίας που λάμπει» -της περιβόητης «shining India»- της οποίας οι συγκεκριμένοι νέοι και νέες αποτελούν το σύμβολο.
Το βορειοδυτικό τμήμα της χώρας, όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα, παραμένει σημαδεμένο από την πατριαρχική κουλτούρα. Αποτελεί, άλλωστε, τη λεγόμενη «Foeticide Belt», τη ζώνη που σκοτώνει στο μεγαλύτερο βαθμό τα θηλυκά έμβρυα. Γιατί η κατωτερότητα των γυναικών εκδηλώνεται ήδη από τη σύλληψη του παιδιού, με την επιλογή των γεννήσεων προς όφελος των αγοριών. Τα αγόρια διαιωνίζουν το οικογενειακό όνομα και την οικογενειακή κληρονομιά, ενώ η παρουσία των κοριτσιών κρίνεται άχρηστη, ακόμη και επιζήμια: ο γάμος τους προϋποθέτει την καταβολή προίκας που καταχρεώνει την οικογένεια για χρόνια. Η προτίμηση στα αγόρια μεταφράζεται σε εκατομμύρια επιλεκτικές αμβλώσεις, οι οποίες, μολονότι απαγορεύτηκαν με νόμο, το 1994, έχουν αφήσει την Ινδία σε κατάσταση πληθυσμιακής ανισορροπίας: η χώρα αριθμεί μόλις 940 γυναίκες για κάθε 1.000 άνδρες (3).
Η παραδοσιακή ανδροκρατία εξηγεί, επίσης, και το αυξημένο ποσοστό ενδοοικογενειακής βίας. Πάνω από το 37% των παντρεμένων Ινδών γυναικών πέφτουν θύματα περιστατικών ενδοοικογενειακής σεξουαλικής και φυσικής βίας (4), μεταξύ των οποίων γύρω στις 7.000-8.000 εγκλήματα τον χρόνο συνδέονται με την προίκα και διαπράττονται από τους συζύγους που θέλουν να αποσπάσουν περισσότερα χρήματα από τα πεθερικά τους. Επιπλέον, οι στατιστικές αφορούν μόνο τα καταγεγραμμένα περιστατικά, με τον πραγματικό αριθμό τέτοιων επεισοδίων να θεωρείται πολύ μεγαλύτερος. Όσο για τους βιασμούς, διπλασιάστηκαν μεταξύ 1990 και 2008, σύμφωνα με το ινδικό National Crimes Records Bureau (NCRB). Με βάση τα επίσημα στοιχεία, στην Ινδία διαπράττεται κατά μέσο όρο ένας βιασμός κάθε είκοσι λεπτά.
Παρ’ ότι δεν αρκεί για να εξηγήσει την αύξηση των βιασμών, ο υπερπληθυσμός των ανδρών αναμφίβολα σχετίζεται με το φαινόμενο. Στατιστικά, η σχέση μεταξύ των δύο φαινομένων δεν έχει αποδειχθεί, αλλά τη σύνδεση την κάνει, συχνά, η ίδια η κοινωνία: στα χωριά της «Foeticide Belt» (στα κρατίδια του Πεντζάμπ, της Χαριάνα, του Ρατζαστάν... ), πολλές οικογένειες δεν αφήνουν πλέον τα κορίτσια τους να πάνε μόνα στο σχολείο ή στα χωράφια, ενώ οι γιατροί των κέντρων υγείας διαπιστώνουν συχνά ομαδικούς βιασμούς από ανύπαντρους νέους που δυσκολεύονται να βρουν σύζυγο.
Παραδοσιακά, οι σεξουαλικές επιθέσεις αντανακλούν, επίσης, τις σχέσεις ανάμεσα στις κάστες, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές. Γυναίκες «dalit» (ανέγγιχτες) υφίστανται συχνά τη βίαιη συμπεριφορά των ανδρών της ανώτερης κάστας, καθώς είναι θύματα ενός διπλού μειονεκτήματος: είναι γυναίκες και κατώτερης κάστας. Συνήθως, επωμίζονται μόνες τους το βάρος του βιασμού, μέσα σε ένα πλαίσιο ατιμωρησίας των βιαστών και αδιάφορης σιωπής της κοινωνίας. Η υπόθεση του Νέου Δελχί θα αλλάξει, άραγε, τα δεδομένα;
Η σεξουαλική παρενόχληση έχει εξαπλωθεί στα μέσα μαζικής μεταφοράς της πρωτεύουσας. Οι βιασμοί έχουν αυξηθεί στα πανεπιστημιακά συγκροτήματα, στον προαστιακό σιδηρόδρομο ή στις στάσεις των λεωφορείων τις βραδινές ώρες. Στο Νέο Δελχί, ο αριθμός των καταγεγραμμένων βιασμών έχει αυξηθεί: 572 περιστατικά, το 2011, πολύ περισσότερα από το σύνολο των βιασμών που δηλώθηκαν στη Βομβάη (221), στην Καλκούτα (46), στο Μαδράς (76), στην Μπανγκαλόρη (97) και στο Χαϊντεραμπάντ (59) (5).
Έχοντας εξαπλωθεί στα αστικά κέντρα, η σεξουαλική βία έχει γίνει και πιο ορατή στα μέσα ενημέρωσης. Οι γυναίκες έχουν αντιδράσει, συρρέοντας στα ιδιωτικά κέντρα μαθημάτων αυτοάμυνας, τα οποία έχουν ανοίξει ειδικά για τον συγκεκριμένο σκοπό στις μεγάλες πόλεις. Άλλωστε, η Πρατίμπα Πατίλ, όσο ήταν πρόεδρος της χώρας, τις είχε καλέσει επανειλημμένα να μάθουν πολεμικές τέχνες, εκτιμώντας ότι «η καλύτερη προστασία είναι η αυτοπροστασία (6)». Μαθήματα αυτοάμυνας άρχισαν να εισάγονται σταδιακά σε αρκετά δημόσια σχολεία θηλέων του Νέου Δελχί.
Η Ινδία, ωστόσο, δεν αποτελεί εξαίρεση στο ζήτημα του βιασμού. Για παράδειγμα, σε ένα διαφορετικό πολιτισμικό πλαίσιο, στις ΗΠΑ, ο αριθμός των βιασμών παραμένει υψηλός (188.380 καταγεγραμμένα περιστατικά για το 2010, σε πρόσωπα άνω των 12 ετών (7)). Στη Γαλλία, περισσότερες από 75.000 γυναίκες και σχεδόν ισάριθμα παιδιά πέφτουν θύματα βιασμού κάθε χρόνο (8). Παραμένει ακόμη αναγκαία η οργάνωση εκστρατειών προκειμένου να τολμήσουν τα θύματα να μιλήσουν και «η ντροπή να αλλάξει στρατόπεδο», σύμφωνα με τη διατύπωση του μανιφέστου κατά των βιασμών που κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβριο.
Όμως, μολονότι η αντίδραση των πολιτών υπήρξε τόσο έντονη στην Ινδία, δεν έχει σημειωθεί σχεδόν καμία πρόοδος ως προς την απονομή δικαιοσύνης για τα θύματα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες. Η κατάθεση μήνυσης συνεπάγεται έρευνα, με ταπεινωτικές ερωτήσεις και εξετάσεις, ενώ, τελικά, δεν υπάρχει καμία εγγύηση για τη σύλληψη και την καταδίκη των βιαστών. Στο Νέο Δελχί, για παράδειγμα, από τους 754 κατηγορούμενους σε 635 καταγεγραμμένες υποθέσεις βιασμού από τον Ιανουάριο μέχρι τον Νοέμβριο του 2012 -αριθμοί που αποκαλύπτουν τη διάπραξη ομαδικών βιασμών- μόνο ένας καταδικάστηκε. Οι υποθέσεις εκκρεμούν για τους περισσότερους από τους υπόλοιπους (9).
Μπροστά στη συγκίνηση που εκδηλώθηκε, η κυβέρνηση ανακοίνωσε, βέβαια, περισσότερες προσλήψεις γυναικών στην αστυνομία και μεγαλύτερη αυστηρότητα απέναντι στους εγκληματίες, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι τέτοιες κινήσεις επαρκούν για να αμβλυνθεί η κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στις δυνάμεις της τάξης, οι οποίες θεωρούνται ανίκανες να αναχαιτίσουν την αύξηση των επιθέσεων. Άλλωστε, η οργή των διαδηλωτών στρεφόταν τόσο απέναντι στους εγκληματίες όσο και απέναντι στην αστυνομία και το κράτος, που κατηγορούνται ότι δεν ασκούν τον ρόλο τους.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το κίνημα διαμαρτυρίας είχε πολιτικό αντίκτυπο. Παίρνει τη σκυτάλη από τη δυσαρέσκεια που εκφράστηκε το 2011 με το κίνημα κατά της διαφθοράς της Άννα Χαζάρε. Ήδη από τότε, τα μεσαία στρώματα της πόλης είχαν κατέβει μαζικά στους δρόμους. Τα δύο κινήματα αποτυπώνουν το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ μιας Ινδίας που αναδύεται στον οικονομικό και τον πολιτιστικό τομέα και μιας ηγετικής τάξης, η οποία κρίνεται -σε όλες τις εκφάνσεις της- ως αναποτελεσματική απέναντι στα προβλήματα της χώρας και, συχνά, αναμεμιγμένη σε υποθέσεις διαφθοράς.
Τα δύο κινήματα δείχνουν, επίσης, ότι μια μορφωμένη γενιά, η οποία ξέρει να αξιοποιεί τα μέσα ενημέρωσης, να χρησιμοποιεί τα κοινωνικά δίκτυα και να βρίσκει συνθήματα που ηχούν δίκαια, ήρθε για να μείνει στη δημόσια ζωή της Ινδίας. Παρ’ όλο που, σε πρώτη φάση, η συλλογική συνείδηση των μεσαίων στρωμάτων μπόρεσε να αναδυθεί γύρω από την κατανάλωση και τις ανώτερες σπουδές, τα ίδια μεσαία στρώματα ξαναβρίσκονται σήμερα γύρω από ένα κοινό αίτημα για ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του κράτους. Το κίνημα γεννά ελπίδες για πιο προοδευτικούς μελλοντικούς κοινωνικούς κανόνες και θα είναι καθοριστικό για την εξέλιξη του συνόλου της κοινωνίας.
Ωστόσο, τα συγκεκριμένα μεσοστρώματα παραμένουν μειοψηφικά και οι αλλαγές θα απαιτήσουν χρόνο. Πολύ περισσότερο που η Ινδία είναι μια κοινωνία πολλών ταχυτήτων, και όχι μόνο από την άποψη του δικαιώματος των γυναικών να γεννιούνται και, στη συνέχεια, να τρέφονται επαρκώς, να λαμβάνουν εκπαίδευση και να θεωρούνται ισότιμες με τους άνδρες. Στο συγκεκριμένο σημείο, η οικονομική ανάπτυξη σημαδεύεται από βαθιές ανισότητες: δεν έχει επιτρέψει να εξαλειφθεί η πείνα και πάνω από το 37% των Ινδών ζει ακόμη σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας. Επιπλέον, η οικονομική ανάπτυξη δεν επέτρεψε τη βελτίωση των υποδομών παντού, ιδιαίτερα στο θέμα της πρόσβασης στο νερό, ενώ διευρύνει τις ανισότητες μεταξύ πόλεων και υπαίθρου.
Έτσι, εκτός από τις διαχωριστικές γραμμές που αναφέρθηκαν ήδη -μεταξύ σύγχρονου τρόπου ζωής και πατριαρχίας, μεταξύ της κοινωνίας και της πολιτικής ελίτ- βαθύ χάσμα χωρίζει τους νέους πλούσιους από τους ξεχασμένους της ανάπτυξης, τις πλούσιες από τις φτωχές περιοχές, τους κατοίκους των πόλεων από τον κόσμο της υπαίθρου. Οι ανισορροπίες αυτές ενισχύουν την αστυφιλία και προκαλούν τη χαοτική επέκταση των αστικών ζωνών, η οποία τροφοδοτεί την εγκληματικότητα. Πάνω απ’ όλα, όμως, αυτές οι διαχωριστικές γραμμές της ινδικής κοινωνίας θα μπορούσαν σύντομα να αποδειχθούν μη βιώσιμες.
Η κυβέρνηση, εάν επιθυμεί να απαντήσει στην οργή που πυροδότησε ο βιασμός της νεαρής φοιτήτριας, πρέπει να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις στην αστυνομία, να βελτιώσει τους νόμους και να διασφαλίσει καλύτερα την εφαρμογή τους και να βοηθήσει τις μη κυβερνητικές οργανώσεις να καταπολεμήσουν αιωνόβιες διακρίσεις. Ευρύτερα, η κυβέρνηση πρέπει να καταπιαστεί με το ζήτημα της «κακής κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης», σύμφωνα με τη διατύπωση του ερευνητή Κριστόφ Ζαφρελό (10). Γιατί, παρ’ όλο που η παρέμβαση του κράτους δεν αρκεί για να αλλάξουν οι νοοτροπίες, συγκεκριμένες κοινωνικά προοδευτικές πολιτικές θα συνέβαλαν στη βελτίωση της τύχης όλων των γυναικών.