Με γεμάτα τα χέρια από τη χρηματοοικονομική κρίση την οποία δεν κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν, οι ευρωπαϊκές αρχές επιδείκνυαν επί μήνες μεγάλη κινητικότητα, προσπαθώντας να μεταρρυθμίσουν το ευρωπαϊκό σύστημα επιτήρησης των τραπεζών. Στη σύνοδο του Ιουνίου του 2012, οι κυβερνήσεις ανέθεσαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συντάξει συγκεκριμένες προτάσεις. Ήδη από τον Σεπτέμβριο, η τελευταία έδωσε στη δημοσιότητα το –φεντεραλιστικής έμπνευσης- σχέδιό της, το οποίο και χαρακτήρισε «κβαντικό άλμα» για την Ένωση. Τελικά, το πρόγραμμα των μέτρων που υιοθετήθηκε από τους 27 στη σύνοδο του Δεκεμβρίου του 2012 περιλαμβάνει τρία κύρια σκέλη: τη συγκεντρωτικού χαρακτήρα επιτήρηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου για την εγγύηση των καταθέσεων και την κατάρτιση ενός κοινού μηχανισμού για την αντιμετώπιση των χρεοκοπιών των τραπεζών.
Η πλειονότητα των προβεβλημένων από τα μέσα ενημέρωσης οικονομολόγων και πολιτικών επιφύλαξε ευνοϊκή υποδοχή σε αυτό που παρουσιάστηκε ως πρόοδος στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Λόρενς Μπουν, διευθύντριας οικονομικής έρευνας στην Bank of America Merill Lynch (1), πρόκειται για «ένα ακόμα βήμα για την Ευρώπη». Από την πλευρά του, στο τέλος της συνόδου, ο Μισέλ Μπαρνιέ, επίτροπος με αρμοδιότητα την εσωτερική αγορά, δήλωσε ότι πρόκειται για «ιστορική» επιτυχία.
Η κρίση απέδειξε την αντίφαση ανάμεσα στον ολοένα και περισσότερο διεθνοποιημένο χαρακτήρα των ευρωπαϊκών τραπεζών και στα συστήματα επιτήρησης και εγγύησης των καταθέσεων, τα οποία εξακολουθούν να έχουν εθνικό χαρακτήρα. Κατά τον ίδιο τρόπο, το καθεστώς της χρεοκοπίας των τραπεζών ρυθμίζεται από τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου τη στιγμή που, λόγω της διεθνούς διάστασης των δραστηριοτήτων τους, η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους πυροδοτεί έναν συστημικό κίνδυνο, ο οποίος διαχέεται πέρα από τα σύνορα.
Ωστόσο, όπως προωθείται από τους Ευρωπαίους ιθύνοντες, το ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τα τραπεζικά ιδρύματα δεν δίνει λύσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα που έθεσε η κρίση. Το σχέδιο επικεντρώνεται στη ζώνη του ευρώ και στις δεκαεπτά χώρες μέλη της: Αυτό αποδεικνύεται από την επιθυμία να ανατεθεί ο ρόλος κεντρικού επιτηρητή στην ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι το 2010 δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΤΑ) με αποστολή να επιτηρεί τις τράπεζες των 27. Ποιοι θα είναι οι αντίστοιχοι ρόλοι των δύο οργάνων; Μπορούμε αλήθεια να κατηγορήσουμε τους Βρετανούς επειδή δεν επιθυμούν να ανήκουν στη δικαιοδοσία της ΕΚΤ, τη στιγμή που η χώρα τους δεν έχει υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα; Από την άλλη πλευρά, όμως, στο Σίτι του Λονδίνου πραγματοποιείται το 40% των συναλλαγών σε ευρώ…
Η δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού ταμείου εγγύησης των καταθέσεων, το οποίο θα καλείται να αποζημιώνει μέχρις ενός ποσού τους καταθέτες σε περίπτωση χρεοκοπίας της τράπεζάς τους, εγείρει επίσης επίμονα ερωτήματα. Παρά το γεγονός ότι έχει δρομολογηθεί η εναρμόνιση των καθεστώτων εγγύησης των καταθέσεων, στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν σαράντα διαφορετικά καθεστώτα. Οι γαλλικές αρχές, όπως εξάλλου και εκείνες του συνόλου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν δεσμευθεί ότι θα αποζημιώσουν τους καταθέτες των τραπεζών μέχρι το ποσό των 100.000 ευρώ. Τι θα συμβεί όμως απέναντι στις δυσκολίες της Ισπανίας, της Ελλάδας ή της Πορτογαλίας; (2)
Πράγματι, η Γερμανία και η Φινλανδία θα μπορούσαν να αρνηθούν να συνεισφέρουν σε αυτό το ταμείο, με πρόσχημα ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αύξηση της μεταφοράς εισοδημάτων από τον Βορρά προς τον Νότο της Ευρώπης, πράγμα που αρνούνται να δεχθούν οι περισσότερες χώρες του Βορρά… Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να περιορίσει το πεδίο της εφαρμογής της τραπεζικής ένωσης και κατόρθωσε να ενταχθούν στο καθεστώς της επιτήρησης από τις κεντρικές ευρωπαϊκές αρχές μονάχα οι 200 μεγαλύτερες από τις 6.000 τράπεζες της ζώνης του ευρώ.
Σε αυτό το σημείο συναντάμε μια νέα έκφραση των πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών των 27: πρόκειται για την επιλογή μιας Ευρώπης στην οποία θα κυριαρχούν οι αγορές, ο ανταγωνισμός και η εξουσία του χρηματοοικονομικού τομέα. Μέσα σε αυτήν τη συγκυρία, οι κυβερνώντες είχαν δύο επιλογές: να μεταφέρουν στο ευρωπαϊκό επίπεδο την εγγύηση των καταθέσεων για να αντιμετωπίσουν τυχόν χρεοκοπία κάποιων μεγάλων τραπεζών ή να θεσπίσουν όρια για το μέγεθος των τραπεζών και των τραπεζικών τομέων. Επέλεξαν την πρώτη λύση, καθώς αυτή επιτρέπει στους ηγέτες να μην λάβουν μέτρα ενάντια στο εξοργιστικά μεγάλο μέγεθος που έχει αποκτήσει ο χρηματοοικονομικός τομέας.
Η ανάθεση στην ΕΚΤ των καθηκόντων του μοναδικού και «ανεξάρτητου» επόπτη, εντάσσεται στην ίδια λογική. Πράγματι, για τους φιλελεύθερους οικονομολόγους το ζητούμενο είναι να περιοριστεί ο ρόλος των πολιτικών παραγόντων, έτσι ώστε να ενισχυθεί η «αξιοπιστία» απέναντι στις χρηματαγορές. Όμως, οι νέες προνομιακές αρμοδιότητες της ΕΚΤ θα αυξήσουν σημαντικά την εξουσία ενός θεσμού, ο οποίος δεν εκλέγεται από τους πολίτες. Έτσι, η τραπεζική ένωση αποτελεί ακόμα ένα βήμα προς την αποπολιτικοποίηση (δεδομένου ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται διοικητικά) και την αύξηση του δημοκρατικού ελλείμματος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Για να σώσουν τα προσχήματα, οι εμπνευστές της μεταρρύθμισης ισχυρίζονται ότι η ΕΚΤ θα υπόκειται σε αυξημένες απαιτήσεις όσον αφορά τα ζητήματα διαφάνειας. Αν και είναι αλήθεια ότι ο πρόεδρός της εμφανίζεται τακτικά ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να απαντήσει στις ερωτήσεις των βουλευτών, γνωρίζουμε όλοι ότι αυτή η ενέργεια έχει καθαρά τυπικό χαρακτήρα. Το ίδιο θα συμβεί και στην περίπτωση του τραπεζικού ελέγχου. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ο οποίος υπήρξε στο παρελθόν επικεφαλής της Goldman Sachs Europe, θα μπορεί –«εντελώς ανεξάρτητος»- να συνεχίσει να ευνοεί τους γίγαντες του χρηματοοικονομικού τομέα εις βάρος του συλλογικού συμφέροντος…
Εξάλλου, υπάρχει το ενδεχόμενο να προκύψουν συγκρούσεις με τις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να συμβιβαστεί η επιτήρηση της ΕΚΤ, η οποία στηρίζεται στη λογική της αγοράς, με τη δημιουργία των δημόσιων επενδυτικών τραπεζών που προωθεί η κυβέρνηση του Γάλλου πρωθυπουργού Ζαν Μαρκ Ερό ή ενός ευρύτερου δημόσιου ευρωπαϊκού τραπεζικού πόλου, στον οποίο η λήψη των αποφάσεων θα γίνεται με κριτήρια διαφορετικά από εκείνα του χρηματοπιστωτικού τομέα; Για να διαθέτει η μεταρρύθμιση συνοχή και αποτελεσματικότητα θα έπρεπε να υπάρξει μια τροποποίηση του καταστατικού της ΕΚΤ, έτσι ώστε να τεθεί ο θεσμός κάτω από δημοκρατικό έλεγχο, για παράδειγμα υπό τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν δρομολογηθεί δεν αμφισβητούν τις υπάρχουσες ρυθμίσεις και τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών, στις οποίες κυριαρχεί η λογική των ευρωπαϊκών και των διεθνών χρηματαγορών. Η φερεγγυότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τα ίδια κεφάλαιά τους –δηλαδή κυρίως από το κεφάλαιο που έχουν εισφέρει οι μέτοχοί τους- και συνεπώς από τις εκτιμήσεις και την αξιολόγηση των αγορών, γεγονός που ενισχύει το μοντέλο της τράπεζας με μετοχικό χαρακτήρα, η οποία έχει ως στόχο την οικονομική αποδοτικότητα. Συνεπώς, χαλαρώνουν οι δεσμοί που υπάρχουν ανάμεσα στις τράπεζες μιας χώρας και στις ανάγκες της χρηματοδότησής της (κι όχι μόνο των επιχειρήσεών της και των νοικοκυριών της, αλλά και του κράτους).
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα μπορούσαν να είχαν κάνει διαφορετικές επιλογές. Για παράδειγμα, ν’ απομονώσουν τον ευρύτατο τομέα της λιανικής τραπεζικής, ο οποίος επικεντρώνεται στην καρδιά της τραπεζικής δραστηριότητας (συγκέντρωση των καταθέσεων, χορήγηση πιστώσεων μικρής κλίμακας, χρηματοδότηση όλων όσων δραστηριοποιούνται στην οικονομική ζωή, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο), κατά τρόπο ώστε η φερεγγυότητά του να εξασφαλίζεται από ένα αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο. Μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να απαγορευθεί στις τράπεζες λιανικής τραπεζικής να προβαίνουν σε κερδοσκοπικές πράξεις υψηλού ρίσκου. Ο επιδιωκόμενος στόχος θα μπορούσε να συνίσταται στον διαχωρισμό των δραστηριοτήτων της λιανικής τραπεζικής και της επενδυτικής τράπεζας, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση του σημερινού μοντέλου όπου αυτές οι δύο δραστηριότητες αναμειγνύονται.
Συνεχώς στο έλεος των κερδοσκόπων
Το σημερινό μοντέλο –της λεγόμενης «τράπεζας πολλαπλών συναλλαγών»- το οποίο υπερασπίζεται μετά μανίας ο χρηματοοικονομικός τομέας, οδηγεί στον σχηματισμό ομίλων με σημαντικό μέγεθος, οι οποίοι αποκαλούνται «μεγάλες συστημικές οντότητες». Η κρίση του 2008 αποκάλυψε τους κινδύνους που εγκυμονούν, τόσο για την κοινωνία, όσο και για τις επιχειρήσεις: Τα ίδια κεφάλαια και οι καταθέσεις που συσσωρεύονται μέσα από τη δραστηριότητα της λιανικής τραπεζικής εξανεμίστηκαν μέσα σε χρόνο μηδέν από τις ζημίες που προκλήθηκαν από τις κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Έτσι, η επενδυτική τράπεζα Natixis έθεσε σε κίνδυνο την επιβίωση του ομίλου Banque populaire Caisse d’épargne (BPCE) στον οποίο ανήκει, συσσωρεύοντας ζημίες που κυμαίνονται μεταξύ 5 και 8 δισ. ευρώ, οι οποίες οφείλονται στις επενδύσεις της σε αμερικανικά τοξικά χρηματοοικονομικά προϊόντα. Αυτές οι «επικίνδυνες σχέσεις» περιόρισαν την ικανότητα του χρηματοοικονομικού τομέα να χρηματοδοτεί τον παραγωγικό τομέα –και είναι μία από τις αιτίες της διαρκούς οικονομικής πίεσης που υφίσταται η ζώνη του ευρώ.
Ωστόσο, σάμπως να μην είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά, οι ευρωπαϊκές αρχές ετοιμάζονται να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο το μοντέλο των τραπεζών πολλαπλών συναλλαγών. Η έκθεση Λιικάνεν (3) (Οκτώβριος του 2012), την εκπόνηση της οποίας διέταξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, περιορίζεται σε συστάσεις για δημιουργία εξειδικευμένων θυγατρικών που θα αναλαμβάνουν χρηματιστηριακές συναλλαγές υψηλού κινδύνου για δικό τους λογαριασμό, δηλαδή κερδοσκοπικά εγχειρήματα τα οποία θα πραγματοποιούνται από τις τράπεζες με τα ίδια κεφάλαιά τους. Το ελάχιστο αυτό μέτρο δεν θα οδηγήσει στον διαχωρισμό των τραπεζών που επιδίδονται στη λιανική τραπεζική και των επενδυτικών τραπεζών, ο οποίος επιβλήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες από τον πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ, το 1933, με τον νόμο Glass-Steagall Act, και στη Γαλλία, το 1944, από το πρόγραμμα του Εθνικού Συμβουλίου της Αντίστασης. Οι συγκεκριμένες πολιτικές κατέστησαν δυνατή την αποφυγή των τραπεζικών κρίσεων για πολλές δεκαετίες, μέχρι τη στιγμή που τέθηκαν σε αμφισβήτηση (το 1984 στη Γαλλία (4) και το 1999 στις Ηνωμένες Πολιτείες). Προφανώς, αυτοί που μας κυβερνούν σήμερα δεν επιθυμούν να διδαχθούν τίποτα από την ιστορία.
Στα τέλη του 2012, η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να πραγματοποιήσει τη δική της τραπεζική μεταρρύθμιση, αγνοώντας τον στόχο της εφαρμογής ενιαίων αλλαγών σε ολόκληρη την κλίμακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον προεκλογικό λόγο που εκφώνησε ο Φρανσουά Ολάντ στο Μπουρζέ, υποσχέθηκε ότι «θα ελέγξει τον χρηματοοικονομικό τομέα (..) με την ψήφιση ενός νόμου για τις τράπεζες, ο οποίος θα τις υποχρεώσει να διαχωρίσουν τις πιστωτικές από τις κερδοσκοπικές τους δραστηριότητες». Όμως, κάτω από την πίεση των λόμπι που θίγονταν, η γαλλική κυβέρνηση μαγείρεψε ένα νομοσχέδιο πολύ λιγότερο τολμηρό κι από τις συστάσεις της έκθεσης Λιικάνεν.
Πράγματι, το κείμενο του νόμου που παρουσιάστηκε στο υπουργικό συμβούλιο στις 19 Δεκεμβρίου του 2012, επιχειρεί μια ασαφή διάκριση ανάμεσα στις «χρήσιμες» τραπεζικές δραστηριότητες και στις «κερδοσκοπικές» δραστηριότητες (Τίτλος Ι, άρθρο 1). Όπως παρατηρεί η οργάνωση Finance Watch (5), το εννοιολογικό ολίσθημα από τις «δραστηριότητες χορήγησης πιστώσεων» στις «χρήσιμες» δραστηριότητες –έννοια για την οποία το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι είναι υποκειμενική- «μας οδηγεί αναπόφευκτα σε μια μη μεταρρύθμιση, δεδομένου ότι στον δημόσιο διάλογο για τη χρησιμότητα των τραπεζικών δραστηριοτήτων δεν θα επιτευχθεί ποτέ η απαραίτητη συναίνεση των εμπλεκομένων». Θα είναι, λοιπόν, δυνατόν να επιχειρούνται από μια τράπεζα που επιδίδεται σε λιανική τραπεζική, δραστηριότητες «παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» (δηλαδή, διεξαγωγή χρηματιστηριακών συναλλαγών), καθώς επίσης και «εξασφάλισης της ύπαρξης τιμών αγοράς και πώλησης των χρηματοοικονομικών εργαλείων» (δηλαδή, κατά κύριο λόγο, κερδοσκοπία πάνω σε παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα), δεδομένου ότι μπορεί να είναι «χρήσιμες» (!) για την πελατεία της και για τη χρηματοδότηση της οικονομίας…
Βέβαια, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι θα απαγορευθεί στις τράπεζες λιανικής τραπεζικής η πώληση παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων που βασίζονται σε αγροτικές πρώτες ύλες, καθώς επίσης και η πραγματοποίηση χρηματιστηριακών συναλλαγών υψηλών συχνοτήτων (6), δηλαδή οι χρηματιστηριακές εντολές που πραγματοποιούνται με αυτοματοποιημένο τρόπο από ταχύτατους υπερυπολογιστές, έτσι ώστε να μπορούν να επωφελούνται μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου από την παραμικρή συμφέρουσα διακύμανση ενός επιτοκίου. Εάν οι απαγορεύσεις περιοριστούν μονάχα σε αυτήν την κατεύθυνση, τότε θα αφορούν μικρό μονάχα μέρος των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων. Σύμφωνα, μάλιστα, με εκτιμήσεις που παρουσίασαν οι ίδιοι οι τραπεζίτες, το σύνολο της μεταρρύθμισης θα περιέχει απαγορευτικές διατάξεις μονάχα για το 2-4% της τραπεζικής δραστηριότητας στη Γαλλία (7)…
Οι υπέρμαχοι του νέου νόμου προβάλλουν το επιχείρημα ότι με το νέο νομοθετικό κείμενο (με τον τίτλο ΙΙ) ενισχύονται οι εξουσίες των τραπεζικών αρχών [Αρχή Προληπτικής Εποπτείας και Διευθέτησης (ACPR)] και ο έλεγχος των χρηματαγορών [Αρχή των Χρηματαγορών (Autorité des marchés financiers)]. Ποιες όμως εξουσίες θα διαθέτουν οι θεσμοί αυτοί απέναντι σε τόσο ισχυρούς γίγαντες; Το άθροισμα των ισολογισμών των τριών μεγάλων γαλλικών τραπεζών αντιπροσωπεύει δυόμιση φορές το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας! Μονάχα ο πλήρης διαχωρισμός της λιανικής τραπεζικής και των επενδυτικών τραπεζών θα μπορούσε να δημιουργήσει μια κάποια ασφάλεια για την οικονομία και την κοινωνία.
Το νομοσχέδιο δέχθηκε επιθέσεις από όλες τις πλευρές για τις ανεπάρκειές του. Για να αντιμετωπίσει την πολύπλευρη κριτική, η σοσιαλιστική ομάδα στο Κοινοβούλιο πρότεινε τροπολογίες με τις οποίες επιχειρείται να γίνει αυστηρότερη η μεταρρύθμιση και να υπάρξει καλύτερος ορισμός και μεγαλύτερος περιορισμός των «πράξεων για την εξασφάλιση τιμών αγοράς και πώλησης» που θεωρούνται χρήσιμες για την εξασφάλιση ρευστότητας στην αγορά χρηματοοικονομικών προϊόντων, δηλαδή για δυνατότητα των διάφορων παικτών της αγοράς να διαπραγματεύονται αυτά τα προϊόντα. Ωστόσο, οι τροπολογίες δεν θα οδηγήσουν σε έναν πραγματικό διαχωρισμό της λιανικής τραπεζικής και των επενδυτικών τραπεζών.
Όλες οι μεταρρυθμίσεις που έχουν δρομολογηθεί –τόσο στην κλίμακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ζώνης του ευρώ, όσο και στη Γαλλία- παρουσιάζουν το εξής κοινό χαρακτηριστικό: καμία από αυτές δεν αμφισβητεί την εξουσία των τραπεζών πολλαπλών συναλλαγών που δεσπόζουν στον παγκοσμιοποιημένο χρηματοοικονομικό τομέα, καθώς και τη δυνατότητά τους να προκαλούν τεράστιες καταστροφές.