«Όμοιος με τον εαυτό του, όπως επιτέλους τον μεταμορφώνει η αιωνιότητα» (1), ο Ούγο Τσάβες, ο οποίος απεβίωσε στις 5 του περασμένου Μάρτη πάνω στο αποκορύφωμα της πολιτικής του δράσης, συναντά στο συλλογικό υποσυνείδητο των καταφρονεμένων της Λατινικής Αμερικής τον μικρό λόχο των μεγάλων υπερασπιστών των αγώνων τους: τον Εμιλιάνο Ζαπάτα, τον Τσε Γκεβάρα, τον Σαλβαδόρ Αλιέντε… Στο ξεκίνημά του, όμως, τίποτα δεν έδειχνε ότι προοριζόταν για ένα τέτοιο θρυλικό πεπρωμένο.
Ο Τσάβες ήρθε στον κόσμο μέσα σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, στην εσχατιά του Φαρ Ουέστ της Βενεζουέλας, στη Σαμπανέτα, ένα μικρό χωριό στα Llanos, τις αχανείς Μεγάλες Πεδιάδες τις οποίες διακόπτει απότομα η οροσειρά των Άνδεων. Όταν γεννιέται, το 1954, οι γονείς του είναι δεν είναι 20 χρόνων. Αναπληρωτές δάσκαλοι και οι δύο σε έναν τόπο στη μέση του πουθενά και κακοπληρωμένοι, αναγκάζονται να εμπιστευθούν τα δυο μεγαλύτερα παιδιά τους, τον Ούγο και τον μεγάλο του αδερφό, τον Αδάν, στη γιαγιά τους από την πλευρά του πατέρα τους. Η Ρόσα Ινές, μια μιγάδα με αφρικάνικο και ινδιάνικο αίμα, τα μεγαλώνει μέχρι τα δεκαπέντε τους χρόνια. Έξυπνη, καλή παιδαγωγός, προικισμένη με εντυπωσιακή φρονιμάδα και με αγάπη που ξεχειλίζει, η γιαγιά θα ασκήσει καθοριστική επιρροή στον μικρό Ούγο.
Η Ρόσα Ινές κατοικεί στην άκρη του χωριού, σε ένα ινδιάνικο σπίτι με στέγη από φοινικόκλαδα, χωματένιο πάτωμα και πλίνθινους τοίχους, χωρίς τρεχούμενο νερό ούτε ηλεκτρικό. Μην έχοντας άλλους πόρους, ζει πουλώντας γλυκά που φτιάχνει η ίδια από τα φρούτα του μικρού της κήπου. Από τα πρώτα του κιόλας χρόνια, ο Ούγο μαθαίνει να δουλεύει τη γη, να κλαδεύει τα φυτά, να καλλιεργεί το καλαμπόκι, να μαζεύει τα φρούτα και να φροντίζει τα ζώα. Αφομοιώνει όλη την αγροτική γνώση της Ρόσα Ινές. Συμμετέχει στις δουλειές του σπιτιού, βοηθά στην ετοιμασία των γλυκών και από τα έξι - εφτά του χρόνια, πηγαίνει να τα πουλήσει στους δρόμους της Σαμπανέτα, στην είσοδο του κινηματογράφου, στα γήπεδα όπου γίνονται οι κοκορομαχίες, στην αγορά…
Το χωριό - «τέσσερεις χωματόδρομοι», αφηγείται, «που την εποχή των βροχών μεταμορφώνονταν σε βόρβορο της αποκάλυψης» - αντιπροσωπεύει για τον νεαρό Ούγο έναν ολόκληρο κόσμο. Έχει μάλιστα τις κοινωνικές του ιεραρχίες: οι «πλούσιοι» κατοικούν στο κάτω μέρος της πόλης, σε πέτρινα σπίτια με ορόφους. Οι φτωχοί, στην πλαγιά του λόφου, σε καλύβες με ψάθινη σκεπή. Έχει επίσης τις εθνικές και ταξικές του διαφορές: οι οικογένειες ευρωπαϊκής καταγωγής (Ιταλοί, Ισπανοί, Πορτογάλοι) έχουν στην κατοχή τους το σημαντικότερο κομμάτι του εμπορίου, καθώς και τα ελάχιστα εργοστάσια (πριονιστήρια), ενώ οι μιγάδες αποτελούν τη μάζα του εργατικού δυναμικού.
Το «πραγματάκι» (2) από τη Βενεζουέλα δεν θα ξεχάσει ποτέ την πρώτη του μέρα στο σχολείο, που έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του: τον αποβάλλουν επειδή φοράει εσπαντρίγιες από κάνναβη και όχι δερμάτινα παπούτσια, όπως πρέπει… Θα πάρει, ωστόσο, την εκδίκησή του. Η γιαγιά του τού έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Πολύ γρήγορα, θα γίνει ο καλύτερος μαθητής του σχολείου. Σε σημείο μάλιστα ώστε, όταν ο αρχιεπίσκοπος της περιοχής πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στο σχολείο, οι δάσκαλοί του να διαλέξουν αυτόν για να διαβάσει τον χαιρετισμό για την υποδοχή του ιεράρχη. Η πρώτη του δημόσια ομιλία…
Η γιαγιά του τού μίλησε επίσης πολύ για την ιστορία. Του έδειξε μάλιστα τα χνάρια της στη Σαμπανέτα: το μεγάλο αιωνόβιο δέντρο, στη σκιά του οποίου ξεκουράστηκε ο Σιμόν Μπολίβαρ πριν από το ανδραγάθημά του στο πέρασμα των Άνδεων, το 1810. Και στους δρόμους, ηχεί ακόμα ο καλπασμός των περήφανων αλόγων του Εσεκιέλ Σαμόρα, ο οποίος πήγαινε να δώσει, όχι πολύ μακριά από εκεί, τη μάχη της Σάντα Ινές, το 1859. Ο μικρός Ούγο μεγαλώνει, λοιπόν, μέσα στη λατρεία για αυτές τις δυο μορφές: από τη μια, τον Απελευθερωτή, τον πατέρα της ανεξαρτησίας. Από την άλλη, τον ήρωα των «ομοσπονδιακών πολέμων», τον υπερασπιστή μιας ριζοσπαστικής αγροτικής μεταρρύθμισης υπέρ των φτωχών χωρικών, που το σύνθημά του ήταν: «Ελεύθερη γη κι ελεύθεροι άνθρωποι». Ο Τσάβες θα μάθει εξάλλου ότι ένας από τους προγόνους του συμμετείχε σε εκείνη την ένδοξη μάχη και ότι ο παππούς της μητέρας του, ο συνταγματάρχης Πέδρο Πέρες Ντελγάδο με το παρατσούκλι Μαϊσάντα, ο οποίος πέθανε στη φυλακή το 1924, ήταν ένας πολεμιστής πολύ δημοφιλής στην περιοχή, ένα είδος Ρομπέν των Δασών που έκλεβε τους πλούσιους για να δίνει στους φτωχούς.
Δεν υπάρχει μηχανικός κοινωνικός ντετερμινισμός. Ο Τσάβες, με αυτή την ίδια παιδική ηλικία, θα μπορούσε να είχε άλλη μοίρα. Όμως, από πολύ νωρίς, η γιαγιά του τού εμφύσησε κάτι που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ισχυρή ταξική συνείδηση: «Ήξερα πάντα πού ήταν οι ρίζες μου, στα βάθη του λαϊκού κόσμου. Από εκεί προέρχομαι. Δεν το ξέχασα ποτέ», θα πει.
Αφού έγινε δεκτός στο Λύκειο, ο νεαρός Ούγο αφήνει την Σαμπανέτα κι εγκαθίσταται στο Μπαρίνας, την πρωτεύουσα του ομώνυμου κρατιδίου. Βρισκόμαστε στο 1966, ο πόλεμος του Βιετνάμ είναι «πρωτοσέλιδο» στις εφημερίδες και σε λίγο καιρό ο Τσε Γκεβάρα θα πεθάνει στη Βολιβία. Στη Βενεζουέλα, όπου η δημοκρατία αποκαταστάθηκε το 1958, μαίνονται διάφοροι ανταρτοπόλεμοι. Πολλοί νέοι παίρνουν μέρος στην ένοπλη πάλη. Εκείνη την εποχή, τα τρία μεγάλα του πάθη είναι οι σπουδές, το μπέιζ-μπολ και τα κορίτσια.
Λαμπρός μαθητής, ιδίως στις θετικές επιστήμες (μαθηματικά, φυσική, χημεία), κάνει με προθυμία μαθήματα στους πιο αδύναμους συμμαθητές του. Οι διάφορες πολιτικές οργανώσεις του σχολείου –ανάμεσά τους κι εκείνη του αδερφού του, του Αδάν, ο οποίος είναι ενταγμένος στη ριζοσπαστική αριστερά– ερίζουν για το ποια θα τον πρωτοπάρει. Αλλά, ο Τσάβες έχει μυαλό μόνο για το μπέιζ-μπολ. Του έχει γίνει κυριολεκτικά εμμονή. Είναι εξαιρετικός αριστερός pitcher (βολέας). Ο τοπικός τύπος μιλάει για αυτόν και για τα αθλητικά του κατορθώματα, πράγμα που ενισχύει την προσωπική του λάμψη.
Στα χρόνια του Λυκείου, αποκρυσταλλώνεται η προσωπικότητά του. Είναι σίγουρος για τον εαυτό του, μιλάει ωραία, κάνει καλή χρήση του χιούμορ και νιώθει άνετα παντού. Γίνεται αυτό που λέμε «γεννημένος αρχηγός», πρώτος στην τάξη και δεινός αθλητής. Επειδή, μάλιστα, θέλει να γίνει επαγγελματίας παίκτης του μπέιζ-μπολ, μόλις πάρει το απολυτήριό του, θα επιλέξει να δώσει εξετάσεις στη στρατιωτική ακαδημία. Πετυχαίνει και, το 1971, αυτός ο χωριάτης που ήρθε από τη μακρινή επαρχία, βρίσκεται στο Καράκας, μια πρωτεύουσα που στα μάτια του φαντάζει τόσο φουτουριστική και συνάμα τρομακτική όσο και η Μητρόπολη του Φριτς Λανγκ.
Ο κόσμος του στρατού τον συνεπαίρνει αμέσως. Ξεχνά το μπέιζ-μπολ. Ο Τσάβες πέφτει με τα μούτρα στις στρατιωτικές σπουδές. Εξάλλου, κι αυτές έχουν αλλάξει. Τώρα πια γίνονται δεκτοί στην ακαδημία οι απόφοιτοι Λυκείου και όχι Γυμνασίου. Το σώμα των καθηγητών έχει ανανεωθεί κι αυτό. Έχουν παραπεμφθεί εκεί αξιωματικοί που οι αρχές τούς θεωρούν ως τους «λιγότερο σίγουρους» ή ως τους πιο «προοδευτικούς», κι ενώ δυσανασχετούν στην ιδέα να θέσουν τα στρατεύματα στις διαταγές τους, δεν διστάζουν να τους εμπιστευθούν την εκπαίδευση των μελλοντικών αξιωματικών…
Μετά το 1968 και την πτώση του δικτάτορα Μάρκος Πέρες Χιμένες, τα μεγαλύτερα κόμματα –κυρίως η «Δημοκρατική Δράση» (σοσιαλδημοκρατικό) και το Copei (χριστιανοδημοκρατικό)– συνάπτουν μεταξύ τους συμφωνία, το σύμφωνο Punto Fijo (Σταθερό Σημείο) κι εναλλάσσονται στην εξουσία. Η διαφθορά αποτελεί γάγγραινα για τη χώρα. Κάποιοι αξιωματικοί που πρόσκεινται σε οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς είχαν ήδη κάνει ανταρσία το 1962, στο Πουέρτο Καμπέγιο και στο Καρουπάνο. Άλλοι στρατιωτικοί προσχωρούν στα διάφορα αντάρτικα στα βουνά. Η καταστολή είναι βάρβαρη: ομαδικές εκτελέσεις, βασανιστήρια και «εξαφανίσεις». Η παρουσία των εκπροσώπων των ΗΠΑ είναι επιδεικτική, όχι μόνο στους τόπους εκμετάλλευσης του πετρελαίου, αλλά και στους κόλπους του ίδιου του επιτελείου των ενόπλων δυνάμεων. Η CIA έχει αποστείλει εκεί πολλούς πράκτορές της για να βοηθήσουν στο κυνήγι των ανταρτών.
Ο Τσάβες ρουφά, στην κυριολεξία, τη θεωρητική εκπαίδευση που λαμβάνει στην Ακαδημία. Ένας από τους καθηγητές του, ο στρατηγός Πέρες Αρκάις, σπουδαίος ειδικός πάνω στον Εσεκιέλ Σαμόρα, τον μυεί στις ιδέες του Μπολίβαρ. Ο Τσάβες διαβάζει τα πάντα για τον Μπολίβαρ. Τα μαθαίνει απ’ έξω. Είναι ικανός να αναπαραστήσει με λεπτομέρειες πάνω στον χάρτη τη στρατηγική κάθε μίας από τις μάχες του. Διαβάζει επίσης τον Σιμόν Ροδρίγκες, τον εγκυκλοπαιδιστή δάσκαλο του Μπολίβαρ. Αναπτύσσει σύντομα τη διατριβή του πάνω στις «τρεις ρίζες»: Ροδρίγκες, Μπολίβαρ, Σαμόρα. Από τα πολιτικά κείμενα των τριών αυτών βενεζουελανών συγγραφέων αντλεί τις θέσεις του για την ανεξαρτησία και την εθνική κυριαρχία, για την κοινωνική δικαιοσύνη, τον αποκλεισμό, την ισότητα και τη λατινοαμερικάνικη ολοκλήρωση. Αυτές θα αποτελέσουν τους βασικούς πυλώνες του πολιτικού και κοινωνικού του προγράμματος.
Ο Τσάβες διαθέτει γερό μυαλό, με επιστημονική δόμηση και, επιπλέον, υπερβολικά καλή μνήμη. Δεν θα αργήσει, επομένως, να γίνει ένας από τους καλύτερους φοιτητές και αρχηγός των δόκιμων αξιωματικών. Διαβάζει (στα κρυφά) Καρλ Μαρξ, Λένιν, Αντόνιο Γκράμσι, Φραντς Φάνον, Τσε Γκεβάρα… Αρχίζει μάλιστα να συναναστρέφεται διάφορους πολιτικούς κύκλους της ριζοσπαστικής αριστεράς εκτός Ακαδημίας: το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCV), τη La Causa R (Η Αιτία R), το Κίνημα της Επαναστατικής Αριστεράς (MIR), το Κίνημα προς τον Σοσιαλισμό (MAS). Έχει μυστικές συναντήσεις με τους αρχηγούς τους. Κι εκεί ακόμα, όλοι θέλουν να τον στρατολογήσουν, καθώς ο εισοδισμός στους κόλπους των ενόπλων δυνάμεων αποτελούσε μια παλιά φιλοδοξία της αριστεράς.
Ο Τσάβες, αφού μελέτησε τις στρατιωτικές εξεγέρσεις στη Βενεζουέλα, πείστηκε ότι είναι δυνατό να πάρεις την εξουσία για να βάλεις τέλος στην ενδημική φτώχεια. Αλλά και ότι ο μόνος τρόπος για να μην ολισθήσεις σε μια δεξιά στρατιωτική δικτατορία είναι η σφυρηλάτηση συμμαχιών ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις και στις πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς. Αυτή θα είναι η κεντρική του ιδέα: η «πολιτικοστρατιωτική ενότητα».
Μελετά το πείραμα εξουσίας των αριστερών στρατιωτικών επαναστάσεων στη Λατινική Αμερική, ιδιαίτερα του Χακόμπο Άρμπενς στη Γουατεμάλα (3), του Χουάν Χοσέ Τόρες στη Βολιβία (4), του Ομάρ Τορίχος στον Παναμά (5) και του Χουάν Βελάσκο Αβαράδο στο Περού (6). Τον τελευταίο τον συναντά στη Λίμα, στη διάρκεια ενός εκπαιδευτικού ταξιδιού το 1974, συνάντηση που θα τον σημαδέψει βαθειά. Σε σημείο, μάλιστα, που, όταν θα εκλεγεί στην κυβέρνηση 25 χρόνια αργότερα, να φροντίσει ώστε το «Σύνταγμα της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας», το οποίο θα εγκριθεί με δημοψήφισμα το 1999, να εκδοθεί στην ίδια μορφή με το «μικρό γαλάζιο βιβλίο» του Βελάσκο Αλβαράδο.
Παρ’ όλο που μπήκε στη στρατιωτική ακαδημία χωρίς πολιτική παιδεία, ο Τσάβες τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1975, αποφοιτά στα 21 του με μία μόνο ιδέα στο μυαλό του: να βάλει τέλος στο διεφθαρμένο καθεστώς και να επανιδρύσει τη Δημοκρατία.
Θα χρειαστεί να περιμένει άλλα 25 χρόνια. Χρόνια με σιωπηλές συνωμοσίες στους κόλπους των ενόπλων δυνάμεων. Θα προηγηθούν και τέσσερα γεγονότα αποφασιστικής σημασίας: η μεγάλη λαϊκή εξέγερση –το «Καρακάσο», οι «ταραχές στο Καράκας»- ενάντια στη νεοφιλελεύθερη θεραπεία σοκ του 1989 (7), η αποτυχία της στρατιωτικής επανάστασης το 1992, η γόνιμη εμπειρία των δύο ετών στη φυλακή και η συνάντηση με τον Φιδέλ Κάστρο, το 1994. Από εκεί και πέρα, η εκλογική του νίκη είναι βέβαιη. Θα γίνει πραγματικότητα το 1998. Γιατί, όπως έλεγε κι ο ίδιος αναφερόμενος στον Βίκτορ Ουγκό, «τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό στον κόσμο από μια ιδέα που έχει έρθει η ώρα της».