el | fr | en | +
Accéder au menu

Όταν οι Βρετανοί Συντηρητικοί χρησιμοποιούν την απειλή δημοψηφίσματος

Ο λαϊκίστικος ευρωσκεπτικισμός του Ντέιβιντ Κάμερον

Εχθρικός προς την ευρωπαϊκή τραπεζική μεταρρύθμιση, ο βρετανός πρωθυπουργός αναβιώνει τη ρητορική της εσωτερικής ανδίπλωσης

«Το να μιλά κανείς για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πια κάτι αποδεκτό»! Στις 23 του περασμένου Γενάρη, ο Νάιτζελ Φάρατζ παρίστανε πως πανηγύριζε. Ο αρχηγός του Κόμματος για την Ανεξαρτησία της Βρετανίας (UKIP), ο οποίος σπεύδει συνήθως να εμφανιστεί ως θύμα του φιλοευρωπαϊσμού της βρετανικής «ελίτ», εξέφραζε κι εκείνος την ικανοποίησή του για την ομιλία που είχε βγάλει το ίδιο πρωί ο Ντέιβιντ Κάμερον. Ο συντηρητικός πρωθυπουργός έλεγε ότι σκόπευε να «ξεκαθαρίσει» τη θέση της Βρετανίας εντός της Ένωσης και άφηνε να εννοηθεί ότι δεν απέκλειε το ενδεχόμενο για διάρρηξη των σχέσεων της χώρας του με τις Βρυξέλλες. Αυτό, κατά τον Φάρατζ, αποτελούσε μείζονα πολιτική στροφή.

Η προσοχή, εκτός από το περιεχόμενο της ομιλίας που έβγαλε ο πρωθυπουργός στις 23 του Γενάρη, εστιάστηκε και στο συμβολικό χαρακτήρα του χώρου και του χρόνου που επέλεξε: ο Κάμερον, πρώην διευθυντικό στέλεχος της εταιρίας Carlton Communications, δεν συνηθίζει να αφήνει τις λεπτομέρειες στην τύχη. Όχι απλώς φρόντισε να τονίσει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί δέλεαρ μόνο ως φορέας της παγκοσμιοποίησης και της απελευθέρωσης των ανταλλαγών (σε μια αγορά 500 εκατομμυρίων καταναλωτών), αλλά και επέλεξε να τα πει αυτά από την έδρα της αμερικανικής αλυσίδας οικονομικής ενημέρωσης Bloomberg στο Λονδίνο, σαράντα χρόνια μετά την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).

Παγκοσμιοποίηση και απελευθέρωση: το σχέδιο αυτό, εκ των πραγμάτων, δεν φαίνεται να απέχει καθόλου από τις προθέσεις των Βρυξελλών. Όμως, τα σχέδια για ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα και για τραπεζική ένωση ανησυχούν το Λονδίνο. Ο Τζον Γκάπερ, ο οποίος υπογράφει το εντιτόριαλ των Financial Times, θορυβήθηκε στην ιδέα ότι «ύστερα από 40 χρόνια ανάπτυξης που το ανέβασαν στην πρώτη θέση στον κόσμο ως τόπο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών», το City ενδέχεται να υποστεί τον ανταγωνισμό από άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (1). Εξάλλου, για τους συντηρητικούς, το ισχύον δίκαιο για τους ευρωπαίους μισθωτούς εξακολουθεί να θέτει υπερβολικούς περιορισμούς στη λειτουργία των βρετανικών επιχειρήσεων: απαιτούν διάφορες εξαιρέσεις, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με το ανώτατο επιτρεπτό εβδομαδιαίο όριο ορών εργασίας.

Ανατρέχοντας στην ανάλυση του στρατηγού Ντε Γκολ με την οποία αιτιολογούσε το 1963 την αντίθεσή του στην ένταξη της Βρετανίας στην ΕΕ (2), ο Κάμερον δήλωσε: «Ο εθνικός μας χαρακτήρας φανερώνει ένα έθνος νησιωτικό, ανεξάρτητο, το οποίο εκφράζεται χωρίς περιστροφές και υποστηρίζει με πάθος στην εθνική του κυριαρχία. (…) Για εμάς, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο για την επίτευξη ενός στόχου: της ευημερίας, της σταθερότητας και της προσήλωσης στην ελευθερία και τη δημοκρατία».

Αποκρύπτοντας την αποτυχία των μέτρων λιτότητας

Ακολουθούσε ένας πανηγυρικός υπέρ της αυξημένης ελαστικοποίησης και της ενίσχυσης της επικουρικότητας, της αρχής (η οποία τέθηκε τον Δεκέμβριο του 1992 στην Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Κορυφής στο Εδιμβούργο), η οποία αναγνωρίζει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν κατά προτεραιότητα σε τομείς που δεν άπτονται της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης, ώστε να επιτυγχάνουν στόχους που θεωρούνται χρήσιμοι για το σύνολο. Ο Κάμερον, εμφανιζόμενος ως εκπρόσωπος της πλειοψηφίας των Βρετανών που «ανησυχούν» για την περιθωριοποίηση της χώρας τους λόγω της ολοένα μεγαλύτερης πίεσης που δέχονται από την ευρωζώνη, έκλεινε την ομιλία του με αναφορές στη φθορά του πατριωτικού τους συναισθήματος. Ήταν, επομένως, «θεμιτό» να ζητήσει τη γνώμη τους, σχεδόν 40 χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 1975 (3).

Παρά τις απανωτές δημοσκοπήσεις που γίνονται κατά παραγγελία ενός αντιευρωπαϊκού, σε μεγάλο μέρος του, τύπου (οι οποίες τονίζουν ότι πάνω από το 70% των Βρετανών επιθυμεί δημοψήφισμα), άλλα είναι τα θέματα «ανησυχούν» περισσότερο τον κόσμο. Ο υπουργός οικονομίας Τζορτζ Οσμπορν, αφού επέβαλε μια βάρβαρη πολιτική λιτότητας με το πρόσχημα της εξάλειψης του ελλείμματος στον προϋπολογισμό, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι οι δυσκολίες στη χώρα επιδεινώνονταν: το χρέος σκαρφάλωσε από το 60% του ΑΕΠ το 2011 στο 71% το 2012. Όχι μόνο αυξάνεται το έλλειμμα, αλλά και η ανάπτυξη παραμένει αναιμική (+0,1 % το 2012). Τον περασμένο Φεβρουάριο, το Λονδίνο έχανε την αξιολόγηση των τριών Α.

Αγνοώντας ίσως το γεγονός ότι ο πολλαπλασιασμός των σκανδάλων που διαβρώνουν την αξιοπιστία της πολιτικής ελίτ (4) απασχολεί περισσότερο τους πολίτες από τις ευαισθησίες του City απέναντι στις απειλές από την «ηπειρωτική Ευρώπη», ο Κάμερον εκτιμά αναμφίβολα ότι το ευρωπαϊκό ζήτημα θα βρεθεί στο επίκεντρο της εκστρατείας για τις εκλογές του 2015, μεταθέτοντας έτσι σε δεύτερο πλάνο τις οικονομικές αποτυχίες του. Θα πετύχει άραγε αυτός ο ελιγμός;

Η ανησυχία των επιχειρηματικών κύκλων

Αντί να απομακρυνθεί από τους ομοίους του, ο βρετανός πρωθυπουργός κατόρθωσε να συσπειρώσει γύρω του αρκετούς από τους ευρωπαίους εταίρους, ανάμεσά τους τη Γερμανία. Έτσι, η γαλλική εφημερίδα Le Figaro κυκλοφορούσε με τον τίτλο: «Ο Κάμερον και η Μέρκελ στρώνουν την ΕΕ στη δίαιτα» (9 Φεβρουαρίου 2013). Την παραμονή, ενώπιον της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της βουλής των Κοινοτήτων, ο Ουίλιαμ Χαγκ βεβαίωνε ότι η ανακοίνωση του βρετανού πρωθυπουργού αντί να θέσει το Ηνωμένο Βασίλειο στο περιθώριο της κοινής ευρωπαϊκής συμφωνίας, θα ενισχύσει την επιρροή του. Αναφέρθηκε μάλιστα σε ένα άρθρο της γερμανικής εφημερίδα Die Welt στις 24 Ιανουαρίου το οποίο απηύθηνε έκκληση για τη δημιουργία ενός άξονα Βερολίνου – Λονδίνου.

Στις Βρυξέλλες, η Ανγκέλα Μέρκελ, η οποία ενδιαφέρεται να ενισχύσει την εικόνα της ως αυστηρού θεματοφύλακα της δημοσιονομικής λιτότητας στην Ευρώπη εν όψει των βουλευτικών εκλογών στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2013, συνήψε μια περιστασιακή συμμαχία με τον Κάμερον η οποία δεν θα πρέπει να δημιουργεί ψευδαισθήσεις. Παρ’ όλο που η γερμανίδα καγκελάριος είναι έτοιμη να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις απέναντι στους Βρετανούς, ο υπουργός των εξωτερικών της κυβέρνησής της, Γκουίντο Βεστερβέλε, έδειξε πολύ λιγότερη προθυμία, φτάνοντας στο σημείο να δηλώσει ότι δεν τίθεται θέμα μιας Ευρώπης α λα καρτ.

Την πιο δεξιά πτέρυγα του συντηρητικού κόμματος τη χαρακτηρίζει η εχθρότητα απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ούτε ο νόμος του Ιουλίου του 2011, ο οποίος προβλέπει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σε περίπτωση μιας νέας ευρωπαϊκής συνθήκης που θα περιλαμβάνει και άλλες μεταβιβάσεις αρμοδιοτήτων, ούτε η αναγγελία ένα χρόνο αργότερα, για την σύνταξη απολογισμού σχετικά με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν καταφέρει να την απαλύνουν. Το σχέδιο περί δημοψηφίσματος κατάφερε τουλάχιστον να τη συγκρατήσει. «Άδειασε, όμως, το βρετανό υπουργό εξωτερικών, Ουίλιαμ Χαγκ ο οποίος, στις 24 Οκτωβρίου του 2011, είχε κάνει τις ακόλουθες δηλώσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων: «Το να προσθέσουμε σε αυτή την αβεβαιότητα ένα δημοψήφισμα για ενδεχόμενη έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση από όπου προέρχονται οι μισές ξένες επενδύσεις σε αυτή τη χώρα και προς την οποία προορίζονται οι μισές εξαγωγές μας, δεν θα ήταν συνετή απόφαση». Ένα επιχείρημα το οποίο επαναλαμβάνουν οι περισσότεροι διευθυντές επιχειρήσεων καθώς και ο πρόεδρος της ένωσης εργοδοτών (CBI), Ρότζερ Καρ, ο οποίος μάλιστα εξομολογήθηκε την ανησυχία του στην κυριακάτικη εφημερίδα The Observer (13 Ιανουαρίου 2013): «Η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην εργασία, θα αποδυνάμωνε τις διεθνείς σχέσεις και θα έθετε σε κίνδυνο τον εθνικό πλούτο».

Η στρατηγική του Κάμερον, εξάλλου, δυσχεραίνει περαιτέρω το ενδεχόμενο να συμμαχήσει εκ νέου με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες οι οποίοι βλέπουν στην πολιτική περί δημοψηφίσματος ένα τέχνασμα ανάλογο με εκείνο που είχε χρησιμοποιήσει το 1974 ο Χάρολντ Γουίλσον για να φέρει την ηρεμία σε ένα κόμμα το οποίο ξέσκιζε τις σάρκες του ως προς το ευρωπαϊκό ζήτημα.

Αλλά, ο σκοπός του ηγέτη των συντηρητικών ήταν αναμφίβολα άλλος: να στερήσει από το αντιευρωπαϊκό κόμμα UKIP ένα μεγάλο μέρος της ρητορικής του. Από αυτή την πλευρά, η επιτυχία του είναι αναμφισβήτητη. Οδήγησε μάλιστα την ευρωβουλευτή Μάρτα Άντριασεν στην απόφαση να εγκαταλείψει τον Φάρατζ για τους συντηρητικούς.

Στο μέτωπο των Εργατικών, επικρατεί αμηχανία. Στις 31 Οκτωβρίου του 2011, ο μηχανισμός της κοινοβουλευτικής ομάδας του Έντουαρντ Μίλιμπαντ επέβαλε στους βουλευτές του να συνταχθούν με το μέρος των 50 περίπου συντηρητικών βουλευτών, οι οποίοι σκόπευαν να πιέσουν την κυβέρνηση να απαιτήσει μείωση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά τη σύγκληση του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 22 Νοεμβρίου. Αν και χωρίς συνέπειες στην ελευθερία δράσης του Λονδίνου, η τροποποίηση, η οποία πέρασε με 307 ψήφους υπέρ και 294 κατά, έδειχνε πόσο μεγάλη ικανότητα κινητοποίησης έχουν οι «επαναστάτες» των συντηρητικών ως προς το ευρωπαϊκό ζήτημα.

Η ηγεσία των εργατικών, η οποία είχε κατηγορηθεί τότε για καιροσκοπισμό και υποκρισία, δεν ήταν τόσο πειστική όταν κατήγγειλε τον Κάμερον για τυχοδιωκτισμό την επομένη της ομιλίας του στις 23 Ιανουαρίου, χωρίς, παράλληλα, ν’ αποποιηθεί του δικαιώματος να προσφύγει, εάν το απαιτήσουν οι περιστάσεις, σε δημοψήφισμα, αν επανέλθει στα πράγματα το 2015. Στις 11 Φεβρουαρίου, στη Βουλή των Κοινοτήτων, οι ελάχιστοι βουλευτές των Εργατικών που ήταν παρόντες κράτησαν χαμηλό προφίλ, ενώ οι συντηρητικοί συνάδελφοί τους επευφημούσαν τον αρχηγό τους μετά τη νίκη του στις Βρυξέλλες.

Μια σχετική νίκη, αλλά με συμβολική σημασία. Ο Κάμερον δεν έκανε καμία παραχώρηση, ενώ ο Άντονι Μπλερ το 2005 είχε δεχτεί να περικοπεί η «επιστροφή» (5), που είχε πετύχει η Μάργκαρετ Θάτσερ το 1984. Η επιστροφή παρέμεινε σταθερή στα 4 περίπου δισ. ευρώ το χρόνο, για τα επτά έτη του προϋπολογισμού. Παρ’ όλα αυτά το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να συνεισφέρει στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό 8 δισ ευρώ. Όμως, ο Κάμερον μπορεί να υπερηφανευθεί ότι συνεισέφερε στη μείωση κατά 1 δισ. ευρώ στο βιοτικό επίπεδο των ευρωπαίων δημοσίων υπαλλήλων, προσφιλής στόχος του συντηρητικού βρετανικού τύπου.

Περιορισμένα περιθώρια ελιγμών

Παρ’ όλο που μπροστά στις στρατιές των πιστών του μπορεί να ισχυρίζεται ότι έπαιξε μείζονα ρόλο στο να αναστραφεί η δυναμική ανάπτυξης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, δεν εξυπακούεται ότι και οι άλλοι στόχοι που έχει θέσει ο Κάμερον, και κυρίως να εμποδίσει το σχέδιο της τραπεζικής ένωσης, θα επιτευχθούν με την ίδια ευκολία. Ο αποφασιστικός ρόλος που θα κληθεί να παίξει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε αυτό τον μηχανισμό, ο οποίος οριστικοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2012 από το Συμβούλιο Οικονομικών και Χρηματοπιστωτικών Υποθέσεων (Ecofin), θα έχει αναγκαστικά αντίκτυπο και στη λειτουργία του βρετανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στις ύστατες διαπραγματεύσεις, η φωνή ενός κράτους που έχει μείνει οριστικά εκτός του κοινού νομίσματος και αρέσκεται σε ένα ενδιάμεσο ρόλο θα έχει, ως εκ των πραγμάτων, λιγότερη επιρροή από όση ελπίζουν στις τάξεις των συντηρητικών.

Κι αυτή δεν είναι παρά μόνο μία από τις δυσκολίες που θα πρέπει να επιλύσει η συντηρητική κυβέρνηση. Υπάρχουν κι άλλες, οι οποίες καταδεικνύουν περισσότερο τις αντιφάσεις της. Πώς, για παράδειγμα, να συνδιαστεί η ενίσχυση της ευρωζώνης – η οποία περνά απαραίτητα μέσα από μια πιο φιλόδοξη δημοσιονομική και τραπεζική ρύθμιση και την οποία ο πρωθυπουργός επιθυμεί διακαώς - με την απαίτηση για μεγαλύτερη ελαστικότητα στην εφαρμογή των μηχανισμών, συμπεριλαμβανομένης και της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς; Όπως παρατηρεί ο Αντριου Γκίντες, παλαίμαχος αναλυτής της βρετανικής πολιτικής απέναντι στην Ευρώπη, η ενίσχυση της ευρωζώνης μεταφράζεται σε μια πιο ουσιαστική οικονομική ολοκλήρωση στους κόλπους της και το Ηνωμένο Βασίλειο, παραμερισμένο σε θέση παρατηρητή, «δεν θα έχει άλλη δυνατότητα από το να ασκήσει μια περιθωριακή επιρροή υπέρ των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων τις οποίες πρεσβεύει (6)».

Jean-Claude Sergeant

Επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Sorbonne Nouvelle (Paris 3). Είχε τη γενική επιμέλεια (μαζί με τον David Fée) του βιβλίου «Ethique, politique et corruption au Royaume-Uni», Presses universitaires de France, Aix-en-Provence, 2013.
Βασιλοπούλου Κορίνα (μτφ)

(1John Gapper, «Europe takes its bite from the City», Financial Times, Λονδίνο, 20-2-13.

(2Σε συνέντευξη τύπου στις 14 Ιανουαρίου του 1963, ο στρατηγός Ντε Γκολ δήλωνε την αντίθεσή του στη βρετανική υποψηφιότητα για ένταξη στην ΕΕ επικαλούμενος «την ιδιαίτερη φύση, δομή και το σύνολο του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι της Αγγλίας, τα οποία παρουσιάζουν βαθιές διαφορές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη».

(3Το δημοψήφισμα θα εξαρτηθεί από τη νική των συντηρητικών στις επόμενες βουλευτικές εκλογές το 2015.

(4Βλ. «Ce rapport qui accable les médias britanniques», Le Monde diplomatique, Ιανουάριος 2013.

(5Στη διάσκεψη του Φοντενεμπλό, το 1984, η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε πετύχει μείωση κατά 60% στη συμμετοχή της χώρας της στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για να αντισταθμίσει την απόκλιση ανάμεσα στην ποσοστιαία συνεισφορά της Βρετανίας και στο ποσό των κεφαλαίων που επιστρέφονταν στο Λονδίνο. Το 2005, ο Άντονι Μπλερ είχε δεχτεί να περικοπούν 10,5 δισ. λίρες στερλίνες από αυτή την «επιστροφή» για την περίοδο 2007-2013, με αντάλλαγμα μια μεταρρύθμιση στην κατάρτιση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

(6Andrew Geddes, Britain and the European Union, Basingstoke, Palgrave-Macmillan, Basingstoke, 2013.

Μοιραστείτε το άρθρο