Η διαχείριση του μέλλοντος από την επιστήμη και την τεχνολογία: αυτή είναι η φιλοδοξία του ερευνητικού μεγα-προγράμματος FuturICT (ΜέλλονΠΕΤ –από τα αρχικά «Πληροφορία, Επικοινωνία, Τεχνολογίες). «Ένας μεγάλος αριθμός σύγχρονων προβλημάτων, όπως η χρηματοπιστωτική κρίση, η κοινωνική και οικονομική αστάθεια, οι πόλεμοι, οι επιδημίες, συνδέονται με την ανθρώπινη συμπεριφορά», επιχειρηματολογούν οι ερευνητές που το διευθύνουν. «Υπάρχει όμως σοβαρή έλλειψη στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν η κοινωνία και η οικονομία» (1). Το FuturICT είχε προεπιλεγεί στο πλαίσιο του πιο εκτεταμένου προγράμματος υποστήριξης της έρευνας που εκκινήθηκε ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν και τελικά δεν διασφάλισε τη χρηματοδότηση του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ –αντ’ αυτού, η Ένωση προτίμησε το Πρόγραμμα Ανθρώπινος Εγκέφαλος (Human Brain Project), που σκοπεύει να δημιουργήσει μια προσομοίωση του εγκεφάλου σε υπολογιστή, ώστε να κατασκευάσουν «νευρο-μορφικούς» σούπερ-υπολογιστές– τα ερωτήματα που θέτει το FuturICT παραμένουν στην ημερήσια διάταξη.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την εκμετάλλευση της υπολογιστικής ισχύος των ηλεκτρονικών υπολογιστών, προκειμένου να ενοποιηθούν οι γνώσεις της μηχανικής με εκείνες των φυσικών και κοινωνικών επιστημών, με στόχο τη διοίκηση της κοινωνίας. Η χιονοστιβάδα πληροφοριών που δημιουργήθηκε, μεταξύ άλλων, από την ανάπτυξη του Διαδικτύου και τις ανταλλαγές εντός των επονομαζόμενων «κοινωνικών» δικτύων, επιτρέπει την επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων (big data), με εφαρμογές που ήδη φανταζόμαστε πως μόνο ανώδυνες δεν είναι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η υπηρεσία IARPA (Intelligence Advanced Research Projects Activity – Δράση συγκέντρωσης πληροφοριών σχετικά με προηγμένα ερευνητικά έργα), επιφορτισμένη με τη διενέργεια ερευνών σχετικών με την πληροφόρηση, χρηματοδοτεί από το 2011 ένα έργο που υλοποιείται από πανεπιστημιακούς και επιχειρήσεις και το οποίο ως στόχο έχει την αυτόματη καταγραφή των διαδικτυακών δεδομένων από τις λατινοαμερικανικές χώρες, ώστε να «αναπτύξει μαθηματικές μεθόδους πρόβλεψης και πρόληψης πιθανών εξεγέρσεων».
Η ιδέα της χρήσης επιστημονικών μεθόδων για τη διακυβέρνηση της κοινωνίας κάθε άλλο παρά πρόσφατη είναι (2). Έπρεπε όμως να περιμένουμε την εφεύρεση της στατιστικής προκειμένου να αποκτήσει δυνατότητες εφαρμογής. Από τον 19ο αιώνα και μετά, προκειμένου να διευκολυνθεί η συλλογή των φόρων ή η στράτευση των νέων, τα ευρωπαϊκά κράτη απογράφουν τους πληθυσμούς και τις περιουσίες τους. Κάτι τέτοιο απαιτεί την εγκατάσταση μιας νομικής και υλικής υποδομής, τη γενίκευση της χρήσης διάφορων εργαλείων, όπως οι χάρτες ή το κτηματολόγιο, την ομογενοποίηση των μονάδων μέτρησης και της γλώσσας, ακόμη και τη σταθεροποίηση των οικογενειακών επωνύμων. Για να γίνει δυνατή η εκμετάλλευση των πληροφοριών αυτών από τις κεντρικές αρχές, κλήθηκε ο μεγάλος μαθηματικός Πιερ Σιμόν ντε Λαπλάς, ο οποίος εφηύρε μαθηματικά εργαλεία όπως ο υπολογισμός των πιθανοτήτων, ώστε το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού να εκτιμάται μέσα από επιμέρους δεδομένα.
Όμως, ο πραγματικός ιδρυτής της «επιστήμης» της κοινωνίας ήταν ένα ελάχιστα γνωστό πρόσωπο, ο Βέλγος αστρονόμος Αδόλφος Κετελέ. Δουλεύοντας δίπλα στον Λαπλάς στο Αστεροσκοπείο των Παρισίων, μελετούσε τις εθνικές απογραφές και γοητεύθηκε από τη σχετική σταθερότητα του αριθμού των αυτοκτονιών και των εγκλημάτων. Κατέληξε στο λογικό συμπέρασμα ότι η μη προβλεψιμότητα των ατομικών συμπεριφορών ισορροπείται όταν συναθροίζουμε έναν μεγάλο αριθμό ατόμων. Ότι το ανθρώπινο είδος, όταν μελετάται στο σύνολό του, εμπίπτει στην τάξη των φυσικών φαινομένων. Θέλησε, λοιπόν, να δημιουργήσει μια «Κοινωνική Μηχανική» εξίσου αυστηρή με την «Ουράνια Μηχανική» του Λαπλάς, ικανή να διακυβερνήσει τις μάζες των ανθρώπων. Αυτή η ανάλυση της κανονικότητας και της προβλεψιμότητας στη συμπεριφορά των κοινωνικών ομάδων χρησίμευσε ως σημείο εκκίνησης για τον φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Εμίλ Ντυρκέμ (1858-1917) και για την επιστήμη της σύγχρονης κοινωνίας, την κοινωνιολογία.
Έτσι, μέχρι και την «Ένδοξη Τριακονταετία» (3), τα κεντρικά διοικούμενα κράτη θα διακυβερνήσουν τους πολίτες κατανοώντας τους ως ομογενείς κοινωνικές ομάδες, τις οποίες τα κέντρα εξουσίας αντιλαμβάνονται σύμφωνα με προκαθορισμένα διοικητικά κριτήρια (φύλο, ηλικία, κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία… ). Στη συνέχεια, κατά τη δεκαετία του 1980, το νεοφιλελεύθερο κράτος εγκαταλείπει την ιδέα μιας κοινωνίας δομημένης σε κοινωνικές κατηγορίες. Την αντιλαμβάνεται περισσότερο σαν μια (αντι)παράθεση απομονωμένων ατόμων, «κοινωνικών μορίων» σε ανταγωνισμό μέσα σε μια ελεύθερη αγορά, τα οποία θα πρέπει να καθοδηγείς παρέχοντας ενθάρρυνση και δημοσιεύοντας καταλόγους επιτυχημένων, όπως κατέδειξε ο Αλέν Ντεροζιέρ (που χάθηκε πρόσφατα και στον οποίο οφείλει πολλά αυτό το κείμενο) στο ανεκτίμητο Η Πολιτική των μεγάλων αριθμών. Ιστορία της στατιστικής αντίληψης (4).
Το FuturICT συνδυάζει αυτή την αγαπητή στον φιλελευθερισμό αντίληψη των «κοινωνικών μορίων» με την παλιά ιδέα του Κετελέ περί ύπαρξης κοινωνικών νόμων. Ο ένας από τους στόχους του πράγματι είναι «να αποκαλύψει τους κρυμμένους νόμους που αποτελούν τη βάση της περίπλοκης κοινωνίας μας». Χάρη σε αυτούς, θα μπορούσαμε να κατασκευάζουμε εικονικές κοινωνίες, όπου θα δοκιμάζονται σενάρια. Κάτι τέτοιο θα μας επέτρεπε να επιλέξουμε τα «καλύτερα» ανάμεσά τους και έτσι «να αποτρέπουμε τις κρίσεις που συστηματικά κλονίζουν τον κόσμο». Στις πόλεις ήδη έχουμε τη δυνατότητα να καταφύγουμε σε προσομοιωτές κυκλοφορίας, προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η λειτουργία των φωτεινών σηματοδοτών με τη μέτρηση της μέσης ροής οχημάτων. Όμως, ο Ντιρκ Χέλμπινγκ, ένας από τους δύο υπευθύνους του σχεδίου FuturICT, εξετάζει μια άλλη προσέγγιση: χρησιμοποιώντας δεδομένα από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, δημιούργησε με την ομάδα του ένα μοντέλο συμπεριφοράς των οδηγών, λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως ο χρόνος της αντίδρασής τους. Βάζοντας έναν μεγάλο αριθμό από τέτοιους «οδηγούς-ρομπότ» να αλληλεπιδράσουν σε περιβάλλοντα που περιλαμβάνουν φανάρια συντονισμένα με διαφορετικούς τρόπους, μπόρεσε να διερευνήσει τον χρόνο της διαδρομής και να δείξει ότι, καθιστώντας τους φωτεινούς σηματοδότες ικανούς να μετρούν τη ροή των οχημάτων σε πραγματικό χρόνο και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τους κοντινούς ομόλογούς τους ώστε να συντονίζονται, είμαστε σε θέση να προβλέψουμε την άφιξη ενός «κύματος» αυτοκινήτων. Αυτή η «μικροκοινωνική» μηχανική μπορεί να έχει εφαρμογή και σε άλλα πεδία: έτσι, μια διεπιστημονική ομάδα αποτελούμενη από φυσικούς, γιατρούς και επιστήμονες πληροφορικής δημιούργησε ένα αναλυτικό μοντέλο που επιτρέπει την πρόβλεψη των επιδημιών γρίπης.
Με το FuturICT, η χρήση αυτού του τύπου προσέγγισης γενικεύεται στο σύνολο των κοινωνικών προβλημάτων. Παρ’ όλο που παραδέχεται ότι δεν είναι δυνατή η δημιουργία ενός μοντέλου που θα περιλαμβάνει όλους τους κατοίκους της Γης χρησιμοποιώντας πληροφορίες από την προσωπική ζωή τους, το FuturICT οραματίζεται ωστόσο έναν «παγκόσμιο προσομοιωτή», τροφοδοτούμενο από ένα «πλανητικό νευρικό σύστημα», ένα παγκόσμιο δίκτυο αισθητήρων που κάθε δευτερόλεπτο καταγράφει και συγκεντρώνει δισεκατομμύρια ατομικά και περιβαλλοντικά δεδομένα. Ιδανικά, αυτός ο προσομοιωτής θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει ένα μοντέλο λειτουργίας των κοινωνιών, όπως ήδη κάνουμε για τα σύνθετα συστήματα στη φυσική, και έτσι να είμαστε σε θέση να δοκιμάζουμε τις επιπτώσεις διαφορετικών πολιτικών. Ακριβώς όπως όλοι οι χημικοί στις μέρες μας μπορούν να πουν, «κι αν αναμείξω λίγο ζιρκόνιο με τον χαλκό ώστε να δρα καλύτερα ως καταλύτης στην παραγωγή καυσίμων;» και να δοκιμάσουν την ιδέα τους in silicio (στον υπολογιστή), οι ερευνητές θα μπορούσαν λοιπόν να πουν: «Κι αν αύξανα την κινητικότητα των ατόμων, θα μπορούσα άραγε να καταλήξω σε μια πιο αλληλέγγυα κοινωνία;»
Ωστόσο, τέτοια εξατομικευμένα μοντέλα, όπου κάθε ανθρώπινο ον αναπαρίσταται ως φορέας οικονομικής δραστηριότητας που ακολουθεί έναν απλό κανόνα, συχνά δυσκολεύονται να αναπαραγάγουν την πραγματικότητα. Για να πειστούμε, αρκεί να κοιτάξουμε μερικά από τα θεωρητικά άρθρα που έχουν αφιερωθεί στη δημιουργία μοντέλων βασισμένων στην «τραγωδία των κοινών αγαθών», τις καταστάσεις εκείνες όπου το ατομικό συμφέρον θα ωθούσε τον καθένα να υπερεκμεταλλευθεί ένα μοιραζόμενο αγαθό (ένα κοινόχρηστο βοσκοτόπι, για παράδειγμα) σε βάρος της συλλογικότητας, άρθρα που όλα επιβεβαιώνουν τη δυσκολία αποφυγής αυτής της υπερεκμετάλλευσης. Όπως όμως έδειξε μια εμπειρική εργασία, που το 2009 απέφερε στην Έλινορ Όστρομ (5) το βραβείο της Τράπεζας της Σουηδίας στις οικονομικές επιστήμες εις μνήμην του Αλφρέδου Νόμπελ, οι κοινοί κανόνες, οι οικογενειακοί δεσμοί, οι συζητήσεις πρόσωπο με πρόσωπο παίζουν έναν ρόλο κλειδί στη συγκρότηση μιας πραγματικής συνεργασίας, με στόχο την αποφυγή της «τραγωδίας». Όμως, αυτοί οι παράγοντες βρίσκονται έξω από την εμβέλεια των προσομοιώσεων…
Οι αναλογίες με τη φυσική αποτελούν πλάνη για πολλούς λόγους. Οι μέθοδοι των φυσικών επιστημών είναι έγκυρες στο μέτρο που οι επιστήμονες δεν εργάζονται στο ίδιο το φυσικό υλικό, αλλά πάνω σε τεχνητά υλικά, καθαρισμένα και ελεγχόμενα στο εργαστήριο. Εξάλλου, οι εφαρμογές των υποσχέσεων που δίνουν τα εικονικά «χωνευτήρια» είναι ακόμη σπάνιες, καθώς τα βέλτιστα υλικά είναι δύσκολο ή πολύ ακριβό να παρασκευαστούν. Τα αποτελέσματα του «παγκόσμιου προσομοιωτή» δεν θα έχουν άρα εφαρμογή παρά σε κοινωνίες αρκούντως ελεγχόμενες ώστε να εγγυώνται την ορθότητα των «κοινωνικών νόμων», όπως οι «οικονομικοί νόμοι» δεν αποδεικνύονται έγκυροι παρά μόνο σε έναν κόσμο διαμορφωμένο από τους οικονομολόγους, χάρη στη χρηματική αποτίμηση όλων των αξιών. Αν πιστεύουμε σε αυτούς τους νόμους, σημαίνει ότι ξεχνάμε πως οι χρηματοπιστωτικές αγορές δημιουργήθηκαν σύμφωνα με ένα θεωρητικό μοντέλο που κρίθηκε βέλτιστο σύμφωνα με μια ιδεολογία (η οποία είτε υπονοείται είτε όχι). Στο κοινωνικό πεδίο, σημαίνει ότι αρνούμαστε να διερευνήσουμε την πολιτική διάσταση της αιτιολόγησης των κοινωνικών κανόνων. Είναι γεγονός ότι ένας από τους επαναλαμβανόμενους όρους στις παρουσιάσεις του σχεδίου είναι η «ελαστικότητα», όρος που εξουδετερώνει την πιθανότητα συγκρούσεων.
Ωστόσο, το FuturICT έχει δίκιο σε ένα θεμελιώδες ζήτημα: τη σπουδαιότητα που έχει για την ακαδημαϊκή κοινότητα να αξιοποιήσει την ψηφιοποίηση της κοινωνίας –ένα πεδίο στο οποίο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ιδίως η Google και το Facebook, έχουν αναλάβει τον ηγετικό ρόλο. Η χρήση αυτών των δεδομένων φαίνεται πως δεν μπορεί να οδηγηθεί παρά προς δύο κατευθύνσεις: είτε προς την ενίσχυση της υπολογιστικής δύναμης ενός κέντρου που θα αξιώνει την καθοδήγηση της κοινωνίας, είτε προς την ανάπτυξη εργαλείων που θα επιτρέπουν τον συντονισμό της διασκορπισμένης νοημοσύνης. Το FuturICT επέλεξε την οπτική σύμφωνα με την οποία τα άτομα που χρησιμοποιούνται στο μοντέλο αποτελούν τα μόρια ενός οργανισμού του οποίου ο εγκέφαλος βρίσκεται αλλού, υιοθετώντας μια στρατηγική ανάλυσης τεράστιων ποσοτήτων δεδομένων. Ή αλλιώς, πίσω από τα big data κρύβεται ο Big Brother.
Εντούτοις, αν παραδεχθούμε την ύπαρξη νοημοσύνης στα άτομα και όχι μόνο στους συγκεντροποιητικούς θεσμούς, ένας άλλος ψηφιακός κόσμος μπορεί να αναδυθεί. Ήδη από το 1975, ένας ερασιτέχνης είχε επινοήσει ένα λογισμικό για να βοηθήσει τους ανθρώπους να διαχειρίζονται μια μικρή προσωπική βάση τροφικών δεδομένων, καταχωρώντας αυτόματα τις αγορές και προτείνοντας συνταγές. Τότε, αποτελούσε επιστημονική φαντασία, σήμερα, όμως, αρχίζουν να εμφανίζονται προγράμματα που επιτρέπουν στον καθένα να καταχωρεί τα δεδομένα του, να τα οργανώνει και να τα κοινοποιεί όποτε αυτός επιθυμεί στις επιχειρήσεις ή στις αρχές, διατηρώντας ταυτόχρονα τον έλεγχό τους (6). Βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον στόχο του έργου που έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «τη δημιουργία και τη λειτουργία παρατηρητηρίων κρίσεων και συστημάτων υποστήριξης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων εκ μέρους των επιχειρηματικών και πολιτικών ιθυνόντων», κάτι που θα προσδιόριζε μια πολύ περίεργη δημοκρατία…