Η ανακοίνωση, με ελάχιστες ημέρες διαφορά (16 και 29 Νοεμβρίου) της αθώωσης από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ΔΠΔΥ), των δύο Κροατών στρατηγών, και στη συνέχεια των Ραμούς Χαραντινάι, Ιντρίς Μπαλάι και Λαχί Μπραχιμάι, διοικητών του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου (UCK), προκάλεσαν σάλο, επιβεβαιώνοντας τις αμφιβολίες που έχουν εκφραστεί για την αμεροληψία του δικαστηρίου.
Στη Σερβία διαπίστωσαν ότι, από τη στιγμή που ιδρύθηκε, το ΔΠΔΥ έχει καταδικάσει μονάχα Σέρβους, με εξαίρεση τις δίκες κάποιων Κροατών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, οι οποίες ακόμα εκκρεμούν. Συνεπώς, η σερβική κυβέρνηση εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να διακόψει τη συνεργασία της με ένα προκατειλημμένο δικαστήριο. Μάλιστα, οι κριτικές δεν προέρχονται μονάχα από τους επίσημους κύκλους. Η ιστορικός Ντουμπράβακα Στογιάνοβιτς, εξέχουσα μορφή και σημείο αναφοράς των αντιεθνικιστικών κύκλων, εξηγεί: «Με θλίβει βαθύτατα το γεγονός ότι το ΔΠΔΥ φέρθηκε τόσο επιπόλαια. Αυτός ο θεσμός αποτελούσε μια ευκαιρία για να κατορθώσουμε να κατανοήσουμε τα γεγονότα των πολέμων. Όμως, το ΔΠΔΥ έχει χάσει την αξιοπιστία του και έχει ακυρώσει κάθε δυνατότητα συμφιλίωσης στην περιοχή» (1). Επίσης, πολλές οργανώσεις, όπως η Διεθνής Αμνηστία (2) έχουν εκφράσει την ανησυχία τους μετά από τις ετυμηγορίες του δικαστηρίου.
Στο ΔΠΔΥ -το οποίο ιδρύθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1993 με το ψήφισμα 808 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών- είχε ανατεθεί ένας ιδιαίτερος ρόλος: να πρωτοστατήσει στη δημιουργία μιας αντικειμενικής και αμερόληπτης διεθνούς δικαιοσύνης. Το δικαστήριο που δημιουργήθηκε για να δοθεί μια απάντηση στο πλήθος των βιαιοπραγιών που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των πολέμων που ακολούθησαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας (3) είχε ως αποστολή να εντοπίσει και να τιμωρήσει τις ατομικές ευθύνες των υπεύθυνων για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Ο στόχος ήταν διπλός: αφενός, να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να μείνουν ατιμώρητοι οι δράστες και, αφετέρου, να αποφευχθεί ο στιγματισμός των λαών που ενεπλάκησαν στη σύγκρουση με το να τους χρεωθεί η συλλογική ευθύνη γι’ αυτά.
Επίσης, το δικαστήριο όφειλε να συμβάλει στη συμφιλίωση των χωρών της περιοχής των Βαλκανίων, επιτρέποντάς τους να αντιμετωπίσουν το πρόσφατο παρελθόν τους. Όμως, οι αθωωτικές αποφάσεις για τους Γκοτοβίνα και Μάρκατς αναζωπύρωσαν τον εθνικισμό: τόσο στο Βελιγράδι όσο και στο Ζάγκρεμπ, ο Τύπος επέστρεψε στις χειρότερες πολεμοχαρείς κραυγές της δεκαετίας του 1990. Στην Κροατία, μονάχα οι φωνές των «αιωνίως διαφωνούντων» υψώνονται για να επιστήσουν την προσοχή στο γεγονός ότι η αθώωση δεν κλείνει το ζήτημα: από τη στιγμή που όντως διαπράχθηκαν εγκλήματα κατά του σερβικού πληθυσμού όταν οι Κροάτες ανακατέλαβαν την Κράινα, τον Αύγουστο του 1995 (4), αν δεν ήταν υπεύθυνοι οι στρατηγοί που διοικούσαν τα κροατικά στρατεύματα, τότε ποιος διέπραξε αυτά τα εγκλήματα;
Αποσιώπηση της συνενοχής των Δυτικών
Στο αιτιολογικό της απόφασής του, το δικαστήριο δεν δέχθηκε την εμπλοκή των στρατηγών σε μια «εγκληματική δράση από κοινού σχεδιασμένη», για την οποία είχαν καταδικαστεί πρωτόδικα τον Απρίλιο του 2011. Με βάση το σκεπτικό του, η μαζική εκδίωξη των Σέρβων από την Κράινα, οι λεηλασίες και οι δολοφονίες δεν εντάσσονταν σε μια προσχεδιασμένη στρατηγική εθνοκάθαρσης αλλά, αντίθετα, αποτελούσαν μεμονωμένα γεγονότα. Τα σημειωματάρια του στρατηγού Φιλίπ Ροντό, πρώην επικεφαλής των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, αποκάλυψαν ότι ο Γκοτοβίνα, πρώην στέλεχος της γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων, απολάμβανε της διαρκούς υποστήριξης των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών (5). Γνωρίζουμε επίσης ότι ο κροατικός στρατός είχε την υποστήριξη των Αμερικανών καθ’ όλη τη διάρκεια της επιχείρησης «Θύελλα», που είχε στόχο την ανακατάληψη της Κράινα. Στο εξής, είναι κάτι παραπάνω από πιθανόν ότι δεν θα εξεταστεί ποτέ η τυχόν συνενοχή των Δυτικών στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν.
Η περίπτωση του Χαραντινάι και των συγκατηγορούμενών του θυμίζει ακόμα περισσότερο αρνησιδικία, άρνηση απονομής δικαιοσύνης. Τουλάχιστον εννέα από τους μάρτυρες που κλήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή βρήκαν τον θάνατο κάτω από ύποπτες συνθήκες, ενώ ορισμένοι άλλοι υπαναχώρησαν από τις καταθέσεις τους κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το ΔΠΔΥ υποχρεώθηκε να αθωώσει, στις 3 Απριλίου του 2008, τον πρώην διοικητή του UCK. Μάλιστα, κατ’ εξαίρεσιν, αποφάσισε να αναιρέσει την πρώτη του απόφαση και να ξαναδικάσει τον Χαραντινάι και τους συγκατηγορούμενούς του, όχι πλέον για τις 39 κατηγορίες που περιλαμβάνονταν στο αρχικό κατηγορητήριο, αλλά μόνο για έξι κατηγορίες που αφορούσαν τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο κέντρο κράτησης της Ζαμπλάνιτσα, στο οποίο Σέρβοι, Ρομά και Αλβανοί πολίτες βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν από τους αντάρτες του UCK. Δεδομένου ότι το δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να αναστήσει τους μάρτυρες, τα ίδια αίτια παρήγαγαν το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα και δεν κατέστη δυνατόν να βεβαιωθεί η προσωπική ευθύνη των κατηγορούμενων.
Υποδοχή εθνικού ήρωα στους εγκληματίες
Κατά την επιστροφή του στο Κόσσοβο, ο Χαραντινάι έγινε δεκτός με τιμές εθνικού ήρωα και ενδέχεται πολύ σύντομα να ανέλθει στον πρωθυπουργικό θώκο. Η αθώωσή του είχε κριθεί αναγκαία από όλους όσους είναι υπεύθυνοι για τη χάραξη της στρατηγικής των δυτικών χωρών, οι οποίοι επιθυμούν να κλείσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα την εκκρεμότητα του Κοσόβου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, μια κυβέρνηση συνασπισμού στην οποία θα συμμετέχουν όλες οι φατρίες που προέκυψαν από το αντάρτικο του UCK, θα είναι σε θέση να κάνει την κοινή γνώμη του Κοσόβου να δεχθεί τους συμβιβασμούς και τις παραχωρήσεις που θα πρέπει να γίνουν απέναντι στο Βελιγράδι όσον αφορά το Βόρειο Κόσοβο, καθώς η πλειονότητα των κατοίκων του είναι Σέρβοι που έχουν δρομολογήσει την απόσχισή τους. Συνεπώς, ο πολιτικός πραγματισμός υπερίσχυσε των απαιτήσεων για δικαιοσύνη.
Σαν να ήθελαν δε να οξύνουν ακόμα περισσότερο τα πνεύματα, οι κυβερνήσεις της Αλβανίας και του Κοσόβου ζήτησαν, στις 2 Δεκεμβρίου του 2012, να διαταχθεί η διεξαγωγή μιας «ανεξάρτητης έρευνας» εις βάρος της Κάρλα ντελ Πόντε, της γενικής εισαγγελέως του ΔΠΔΥ την περίοδο 1999-2007, καθώς υποπτεύονται ότι διαδραμάτισε ρόλο «μεροληπτικό και παράνομο» στην απαγγελία κατηγοριών εναντίον του Χαραντινάι. Μερικές ημέρες αργότερα, οι δικηγόροι του Γκοτοβίνα ζητούσαν με τη σειρά τους την επιβολή κυρώσεων εναντίον της πρώην γενικής εισαγγελέως, την οποία κατηγορούσαν ότι αμφισβήτησε την αμεροληψία και την ηθική ακεραιότητα του δικαστηρίου, καθώς δήλωσε στη σερβική εφημερίδα Blic ότι η ετυμηγορία που αθώωσε τον κατηγορούμενο «κάθε άλλο παρά δικαιοσύνη απέδιδε». Δεν αποκλείεται η επίθεση να έχει ως στόχο να θεωρηθεί ανυπόληπτη η Κάρλα ντελ Πόντε, η οποία είχε αποκαλύψει ότι οι πρώην ηγέτες του UCK εμπλέκονταν πιθανότατα σε ένα κύκλωμα εμπορίας ανθρώπινων οργάνων: αν δινόταν συνέχεια στην υπόθεση, η οποία κάλλιστα μπορούσε να εξελιχθεί σε πολύκροτο σκάνδαλο, υπήρχε το ενδεχόμενο να αποκαλυφθεί η συνενοχή πολλών δυτικών χωρών (6). Το ΔΠΔΥ δεν είχε κατορθώσει να επιληφθεί αυτής της υπόθεσης, καθώς τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν συλλέξει οι ερευνητές καταστράφηκαν με μυστηριώδη τρόπο.