Έμαθα τα νέα για το πραξικόπημα από το ραδιόφωνο, το πρωινό της 12ης Σεπτεμβρίου 1973, και αμέσως αποφάσισα να πάω στη Χιλή για να κάνω γυρίσματα. Τηλεφώνησα στον Τεό Ρομπισέ, βέβαιος ότι θα συμφωνούσε. Ο Τεό ήταν ηχολήπτης, εγώ εικονολήπτης. Την εποχή εκείνη συμμετείχαμε ενεργά στην περιπέτεια των Ομάδων Μεντβέντκιν (1), που ξεκίνησε το 1967 στην Μπεζανσόν από τον Κρις Μαρκέρ και συνεχιζόταν στη Σοσό. Μαζί με τους φίλους μας, εργάτες στην αλυσίδα παραγωγής της Πεζώ, μιλούσαμε συχνά για τη Χιλή, όπως άλλωστε συνέβαινε σε όλες τις στρατευμένες ομάδες και οργανώσεις. Όσα συνέβαιναν εκεί τα νιώθαμε κοντά μας.
Φτάνοντας στο Μπουένος Άιρες, πήραμε το πρώτο αεροπλάνο για το Σαντιάγο, μαζί με αντιπάλους της Λαϊκής Ενότητας, καταχαρούμενους που είχαν ανακτήσει τη χώρα τους. Καθώς περνούσαμε τις χιονισμένες κορυφές της Κορδιλιέρας των Άνδεων, άνοιξαν σαμπάνιες κραυγάζοντας και τραγουδώντας.
Πάνω σε ένα χαρτί με τον λογότυπο ενός αγγλοσαξωνικού τηλεοπτικού καναλιού είχαμε συντάξει μια ωραιότατη διαπίστευση και είχαμε γεμίσει με αυτοκόλλητα την κάμερα και το μαγνητόφωνο. Ευτυχώς, η Υπηρεσία Τύπου του χιλιανού στρατού ήταν αρχάρια επί του θέματος και μας παρέδωσε, χωρίς άλλες ερωτήσεις, μια δημοσιογραφική κάρτα πρόχειρα κολλημένη σε χαρτόνι.
Δεν είχαμε στη διάθεσή μας παρά ελάχιστους αριθμούς τηλεφώνων, μεταξύ των οποίων εκείνα του Πιερ Καλφόν, ανταποκριτή της Monde στο Σαντιάγο, ενός νεαρού Χιλιανού δικηγόρου, του οποίου δεν έχω συγκρατήσει το όνομα, και μιας εκπατρισμένης Γαλλίδας.
Οι στρατιωτικοί φυλούσαν τις εξόδους του Σαντιάγο και «χτένιζαν» διαρκώς την πόλη. Αν και η τάξη είχε «αποκατασταθεί», η ατμόσφαιρα παρέμενε βαριά. Στην πόλη είχε επιβληθεί πλήρης απαγόρευση κυκλοφορίας και, από το σούρουπο ώς την αυγή, βρισκόμασταν υπό περιορισμό στο αχανές ξενοδοχείο όπου κατέφθαναν όλο και περισσότεροι δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο. Η χούντα οργάνωσε μια ξενάγηση στο εσωτερικό του Εθνικού Σταδίου (2). Την επομένη επιστρέψαμε για να κινηματογραφήσουμε τα ανήσυχα πρόσωπα των οικογενειών μπροστά από τα κάγκελα.
Προκειμένου να συναντήσουμε εκείνους που δέχονταν να μας καταθέσουν τη μαρτυρία τους, έπρεπε να μετακινούμαστε πολύ διακριτικά, με το υλικό μας κρυμμένο μέσα σε ταξιδιωτικούς σάκους. Έτσι ο φίλος μας ο δικηγόρος μάς πήγε σε ένα εγκαταλειμμένο κτήριο γραφείων, όπου βρήκαμε δύο νεαρές Βραζιλιάνες. Με το μοναδικό φως να μπαίνει από την κόχη ενός παραθύρου, είχα καθίσει καταγής. Καθώς κοιτούσα εκείνα τα όμορφα πρόσωπα με το μάτι της κάμεράς μου και άκουγα όσα μας έλεγαν, ένιωθα λες και βούλιαζα στο χώμα, κάτω από το βάρος των λόγων τους.
Εκείνες και εκείνοι που ρίσκαραν να μιλήσουν δείχνοντας το πρόσωπό τους ήθελαν να στείλουν ένα μήνυμα και οι λέξεις έρχονταν στο στόμα τους σπρωγμένες από τη δύναμη της ανάγκης: δεν επρόκειτο για συνεντεύξεις, αλλά για δηλώσεις. Τα βράδια, υπό περιορισμό στο ξενοδοχείο μας, δεν μιλούσαμε για όσα είχαμε δει και ακούσει κατά τη διάρκεια της ημέρας· δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για αυτά. Η συσκότιση επιβαλλόταν και μέσα στο κεφάλι μας.
Μετά από καμιά δωδεκαριά μέρες, είχε γίνει δύσκολο να κυκλοφορούμε στους δρόμους. Όλο και πιο συχνά μας σταματούσαν στρατιώτες, μας ζητούσαν τα χαρτιά μας και κοιτούσαν με δυσπιστία τα φαιδρά διαπιστευτήριά μας. Ένα πρωινό, μετά από μια συνάντηση με δύο φοιτητές του Πολυτεχνείου, κινηματογραφημένη στη μικροσκοπική αυλή ενός σπιτιού, είπα στον Τεό: «Νομίζω ότι μόλις βάλαμε την ταινία μας στο κουτί της. Είναι ώρα να φεύγουμε».
Την προηγουμένη είχαμε κινηματογραφήσει την κηδεία του Πάμπλο Νερούδα. Δεν ξέραμε αν θα παρακολουθούσαμε την πρώτη δημόσια εκδήλωση εναντίωσης στους στρατιωτικούς πραξικοπηματίες. Μισή ώρα πριν από την τελετή, περιμέναμε στην είσοδο του νεκροταφείου όταν δύο καμιόνια γεμάτα ένοπλους στρατιώτες πέρασαν ανάμεσα στους ανθρώπους που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται· ύστερα έφυγαν και το πλήθος μεγάλωσε.
Βεβαίως, όλος ο κόσμος αναρωτήθηκε αν θα ξανάρχονταν, αυτή τη φορά πυροβολώντας. Αναμφίβολα η παρουσία πολυάριθμων κινηματογραφικών μηχανών και ξένων διπλωματών τούς έκανε να τα παρατήσουν. Και, πάνω από αυτή την ανθρώπινη μάζα που είχε τραγουδήσει τη Διεθνή, ανάμεσα στους τάφους ανάβλυζαν στεντόρειες απαγγελίες στίχων του Νερούδα.
Για την τελευταία βραδιά μας στη Χιλή, εκείνοι που είχαν διακινδυνεύσει προκειμένου να μας καθοδηγήσουν θέλησαν να οργανώσουν μια μικρή γιορτή –σε πείσμα της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Αποφάσισαν αντί για μια απλή συγκέντρωση να κάνουμε ολονυκτία. Κουβαλώντας ο καθένας φαγητό και ποτό, βρεθήκαμε ξανά σε ένα έρημο κτήριο, του οποίου όλα τα γραφεία ήταν κλειστά. Κάποιος είχε προμηθευθεί ένα πικάπ και ακούγαμε Βίκτορ Χάρα (3) και όλους εκείνους που με τη μουσική τους είχαν συνοδεύσει τη Λαϊκή Ενότητα. Εκείνους που οι στρατιωτικοί ετοιμάζονταν να απαγορεύσουν.
Κι ύστερα, λίγο πριν από το τέλος της απαγόρευσης κυκλοφορίας, ένας σεισμός έκανε ποτήρια και μπουκάλια να κουδουνίσουν. Μερικά γυαλικά έσπασαν, οι πόρτες χτυπούσαν και χάσαμε προς στιγμήν την ισορροπία μας. Η δόνηση δεν ήταν ισχυρή και οι Χιλιανοί είναι συνηθισμένοι σε αυτές. Παρ’ όλα αυτά, κατεβήκαμε έχοντας σχηματίσει μια μονή «φάλαγγα», ελαφρώς ελικοειδή, και ανοίξαμε τη βαριά τζαμωτή πόρτα που έβγαζε στον δρόμο. Ένα περίεργο θέαμα μας περίμενε. Οι λιγοστοί κάτοικοι της συνοικίας είχαν βγει έξω σαν κι εμάς, φορώντας πυτζάμες, νυχτικιές, ρόμπες ή ένα βιαστικά φορεμένο πανωφόρι, και οι στρατιώτες, που υποτίθεται ότι έπρεπε να πυροβολήσουν οτιδήποτε κινείτο, δεν ήξεραν πια τι να κάνουν, στριφογυρίζοντας αναμεταξύ τους κάτω από το χλωμό φως της χαραυγής.
Στο αεροδρόμιο του Σαντιάγο περάσαμε από το τελωνείο, καταγράψαμε τα κιβώτια με τον εξοπλισμό και τις κούτες με τα φιλμ και τις ταινίες ήχου από τα τελευταία μας γυρίσματα –είχαμε καταφέρει να παραδώσουμε τις πρώτες μας μπομπίνες σε κάποιους πιλότους της Air France. Βρισκόμασταν στην αίθουσα αναμονής όταν το όνομά μου ακούστηκε από τα μεγάφωνα. Κατευθύνθηκα προς το σημείο που είχε υποδειχθεί, αρκετά ανήσυχος. Κι ανησύχησα ακόμη περισσότερο βλέποντας τα κιβώτια και τις κούτες μας στοιβαγμένα πάνω σε ένα γκισέ, πίσω από το οποίο βρίσκονταν θρονιασμένοι τρεις αξιωματικοί του χιλιανού στρατού. Χωρίς να ζητήσει να δει τη δημοσιογραφική κάρτα μου ή τη διαπίστευσή μου, ο πιο υψηλόβαθμος με ρώτησε πολύ σοβαρά τι είχαμε δει στη Χιλή. Ψέλλισα ότι είχαμε βρει το Σαντιάγο πολύ ήσυχο…