el | fr | en | +
Accéder au menu

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η στρατηγική της αριστεράς για το μέλλον

Η επιστροφή των τελετουργικών διαφωνιών για το ύψος της μεγέθυνσης, τη μετανάστευση ή το τελευταίο επεισόδιο του αστυνομικού δελτίου ενισχύουν την άποψη ότι η νεοφιλελεύθερη τάξη ξαναβρήκε τον ρυθμό της. Το σοκ της χρηματοπιστωτικής κρίσης δεν μοιάζει να την τάραξε μακροπρόθεσμα. Αν δεν περιμένουμε οι κάποιες αυθόρμητες εξεγέρσεις να οδηγήσουν σε μια γενικευμένη ρηξικέλευθη απάντηση, ποιες είναι τότε οι προτεραιότητες και ποια μέθοδο θα πρέπει να ακολουθήσουμε για να αλλάξουμε τα δεδομένα;

«Η χώρα απαιτεί τολμηρούς και έντονους πειραματισμούς. Η λογική υπαγορεύει να επιλέγεις μια μέθοδο και να τη δοκιμάζεις. Αν αποτύχει, παραδεχτείτε το με ειλικρίνεια και δοκιμάστε κάτι άλλο. Αλλά, τέλος πάντων, δοκιμάστε κάτι»!

Φραγκλίνος Ρούσβελτ, 22 Μαΐου 1932

Πέντε χρόνια έχουν περάσει από τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, στις 15 του Σεπτέμβρη του 2008. Η νομιμοποίηση του καπιταλισμού ως μορφή οργάνωσης, έχει δεχτεί πλήγμα. Οι υποσχέσεις του για ευημερία, κοινωνική κινητικότητα και δημοκρατία δεν ξεγελούν πια. Όμως, δεν έχει επέλθει η μεγάλη ανατροπή. Το σύστημα δέχτηκε διαδοχικές αμφισβητήσεις, χωρίς να κλονιστεί. Το τίμημα των αποτυχιών, μάλιστα, ήταν η κατάργηση ορισμένων κοινωνικών κατακτήσεων που είχαν κερδηθεί με κόπο. «Οι φονταμενταλιστές των αγορών έχουν πέσει έξω σχεδόν στα πάντα, ωστόσο, ποτέ πριν δεν είχαν πετύχει μια τόσο πλήρη κυριαρχία στην πολιτική σκηνή», διαπίστωνε πριν από τρία χρόνια ο Αμερικανός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν (1). Εν ολίγοις, το σύστημα αντέχει, έστω και με τον αυτόματο πιλότο. Κι αυτό δεν τιμά τους αντιπάλους του. Τι συνέβη; Και τι πρέπει να κάνουμε;

Η αντιιμπεριαλιστική αριστερά απορρίπτει τον οικονομικό μονόδρομο, διότι κατανοεί είναι η πολιτική βούληση που τον έχει δημιουργήσει. Θα έπρεπε, λοιπόν, να είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι η οικονομική λαίλαπα της περιόδου 2007 – 2008 δεν θα έστρωνε κόκκινο χαλί στα σχέδιά της. Αυτό, άλλωστε, υποδεικνύει και η εμπειρία της δεκαετίας του ‘30. Ανάλογα με την κατάσταση που επικρατεί σε κάθε χώρα, τις κοινωνικές συμμαχίες και τις πολιτικές στρατηγικές, η ίδια οικονομική κρίση μπορεί να δώσει εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους αποτελέσματα, όπως την άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία, το Νιου Ντιλ στις ΗΠΑ, το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία και όχι σπουδαία πράγματα στη Βρετανία. Πολύ αργότερα, με διαφορά λίγων μηνών, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν έκανε την είσοδό του στον Λευκό Οίκο και ο Φρανσουά Μιτεράν στα Ηλύσια Πεδία. Ο Νικολά Σαρκοζί ηττήθηκε στη Γαλλία και ο Μπαράκ Ομπάμα επανεξελέγη στις ΗΠΑ. Επομένως, η τύχη, το ταλέντο και η πολιτική στρατηγική δεν αποτελούν διακοσμητικές μεταβλητές που θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν την κοινωνιολογία μιας χώρας ή την οικονομική της κατάσταση.

Η τελευταία νίκη των νεοφιλελεύθερων οφείλει πολλά στη βοήθεια του ιππικού των αναδυόμενων οικονομιών. Γιατί, «η ανατροπή του κόσμου» υπήρξε επίσης και η είσοδος στον χορό του καπιταλισμού των Κινέζων, των Ινδών και των Βραζιλιάνων παραγωγών και καταναλωτών, οι οποίοι έγιναν οι εφεδρικές δυνάμεις του συστήματος τη στιγμή που έμοιαζε να ψυχορραγεί. Μόνο μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια, το μερίδιο των μεγάλων αναδυόμενων χωρών στην παγκόσμια παραγωγή ανέβηκε από το 38% στο 50%. Η νέα φάμπρικα του κόσμου έγινε παράλληλα μία από τις σημαντικότερες αγορές του: από το 2009, η Γερμανία κάνει περισσότερες εξαγωγές προς την Κίνα παρά προς τις ΗΠΑ.

Η ύπαρξη «εθνικών αστικών τάξεων» -και η εφαρμογή εθνικών λύσεων– προσκρούει, λοιπόν, στο γεγονός ότι οι κυρίαρχες τάξεις σε ολόκληρο τον κόσμο είναι πλέον αλληλένδετες. Εκτός κι αν κάποιος παραμένει κολλημένος στον αντιιμπεριαλισμό της δεκαετίας του ’60, πώς να αναμένει, ότι, για παράδειγμα, μια προοδευτική λύση στα σημερινά προβλήματα μπορεί να ξεκινήσει από τις πολιτικές ελίτ της Κίνας, της Ρωσίας και της Ινδίας -τόσο αργυρώνητες όσο κι εκείνες στη Δύση;

Η παλινδρόμηση ωστόσο, δεν ήταν καθολική. «Η Λατινική Αμερική αποτέλεσε το success story της παγκόσμιας αριστεράς, την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Αυτό αποδεικνύεται εις διπλούν. Πρώτον, τα κόμματα της αριστεράς ή της κεντροαριστεράς πέτυχαν εντυπωσιακές διαδοχικές εκλογικές νίκες. Δεύτερον, οι κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής πήραν για πρώτη φορά ομαδικά τις αποστάσεις τους από τις ΗΠΑ. Η Λατινική Αμερική έγινε μια σχετικά αυτόνομη γεωπολιτική δύναμη», τόνιζε πριν από τρία χρόνια ο κοινωνιολόγος Ιμάνιουελ Βαλερστάιν (2).

Η περιφερειακή ολοκλήρωση, που για τους πιο τολμηρούς προοιωνίζεται τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», για άλλους θέτει τις βάσεις μιας από τις μεγαλύτερες αγορές στον κόσμο. Το παιχνίδι, πάντως, παραμένει πιο ανοιχτό στην πρώην πίσω αυλή των ΗΠΑ, παρά στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού εκτοπλάσματος. Και αν η Λατινική Αμερική γνώρισε έξι απόπειρες πραξικοπήματος σε λιγότερα από δέκα χρόνια (Βενεζουέλα, Βολιβία, Ονδούρα, Εκουαδόρ και Παραγουάη), αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι οι πολιτικές αλλαγές που δρομολόγησαν οι δυνάμεις της αριστεράς όντως απείλησαν την κοινωνική τάξη και μετέβαλαν τις συνθήκες διαβίωσης του κόσμου.

Με αυτό τον τρόπο αποδεικνύεται ότι υπάρχει εναλλακτικός δρόμος, ότι δεν είναι τα πάντα αδύνατα, αλλά για να δημιουργήσεις τις συνθήκες της επιτυχίας πρέπει να επιδοθείς σε δομικές, οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις που κινητοποιούν τα λαϊκά στρώματα, τα οποία η έλλειψη προοπτικής είχε εγκλωβίσει στην απάθεια, τον μυστικισμό ή στην ατομική επινοητικότητα. Ίσως είναι αυτός ο τρόπος που αγωνιζόμαστε σήμερα κατά της άκρας δεξιάς.

Δομικές αλλαγές, ναι, ποιες όμως; Οι νεοφιλελεύθεροι κατάφεραν να ριζώσουν τόσο βαθειά την ιδέα ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική», ώστε να πείσουν και τους αντιπάλους τους, σε σημείο που αυτοί να ξεχνούν καμιά φορά και τις δικές τους προτάσεις... Ας θυμηθούμε μερικές, έχοντας στο μυαλό μας ότι όσο πιο φιλόδοξες μοιάζουν σήμερα, τόσο επείγει να τις προσαρμόσουμε χωρίς καθυστέρηση. Και χωρίς να ξεχνάμε ποτέ ότι, αν φαίνονται σκληρές είναι εξαιτίας της βίας της κοινωνικής τάξης που θέλουν να αποδομήσουν.

Πώς να βάλεις φρένο σε αυτή την τάξη και κατόπιν να την αποκρούσεις; Η επέκταση του μη εμπορικού τομέα, καθώς και της οικονομίας του δωρεάν θα απαντούσε με μιας σε αυτό τον διπλό στόχο. Ο οικονομολόγος Αντρέ Ορλεάν θυμίζει ότι, τον 16ο αιώνα, «η γη δεν αποτελούσε ανταλλάξιμο αγαθό, αλλά ένα αγαθό κοινό και μη διαπραγματεύσιμο, πράγμα που εξηγεί την έντονη αντίσταση στον νόμο για την περίφραξη των κοινοτικών βοσκότοπων». Και προσθέτει: «Το ίδιο συμβαίνει σήμερα με την εμπορευματοποίηση των ζώντων οργανισμών. Ένα μπράτσο ή το αίμα δεν μας παρουσιάζονται ακόμα ως προϊόντα, αλλά τι θα γίνει αύριο;»

Για να αποκρούσουμε αυτήν την επίθεση, θα ήταν ίσως προς το συμφέρον μας να προσδιορίσουμε δημοκρατικά μερικές βασικές ανάγκες (στέγη, τροφή, πολιτισμός, επικοινωνίες, μεταφορές), να επιχειρήσουμε τη χρηματοδότησή τους από το σύνολο και να τις προσφέρουμε σε όλους. Δηλαδή, όπως συνιστά ο κοινωνιολόγος Αλέν Ακαρντό, «να επεκτείνουμε με ταχύτητα και συνέπεια τις δημόσιες υπηρεσίες έως ότου υλοποιηθεί η “δωρεάν” κάλυψη όλων των βασικών αναγκών, με γνώμονα την ιστορική τους εξέλιξη, κάτι που δε νοείται από οικονομικής σκοπιάς, παρά μόνο με την επιστροφή στο κοινωνικό σύνολο όλων των πόρων και όλου του πλούτου που υπηρετούν το κοινωνικό έργο και τα οποία είναι προϊόντα της προσπάθειας όλων». Έτσι, αντί να εκμεταλλευόμαστε τη ζήτηση αυξάνοντας τους μισθούς, θα μπορούσαμε να κοινωνικοποιήσουμε την προσφορά και να εγγυηθούμε στον καθένα νέες παροχές σε είδος.

Πώς, όμως, να αποφύγουμε να πέσουμε από την τυραννία των αγορών στον απολυταρχισμό του κράτους; Ας ξεκινήσουμε, μας λέει ο κοινωνιολόγος Μπερνάρ Φριό, γενικεύοντας το μοντέλο των λαϊκών κατακτήσεων που βλέπουμε ότι λειτουργούν, την κοινωνική ασφάλιση, για παράδειγμα, εναντίον της οποίας βάλλουν όλες οι κυβερνήσεις, όπου κι αν ανήκουν. Αυτό το «κεκτημένο χειραφέτησης», που χάρη στην αρχή της εισφοράς κοινωνικοποιεί ένα σημαντικό τμήμα του πλούτου, χρηματοδοτεί τις συντάξεις, την ιατροφαρμακευτική κάλυψη των αρρώστων και τα επιδόματα των ανέργων. Διαφορετική από τον φόρο που εμπνεύστηκε και εισπράττει το κράτος, η εισφορά δεν αποτελεί αντικείμενο συσσώρευσης, και στο αρχικό της στάδιο τη ρύθμιζαν κατά κύριο λόγο οι ίδιοι οι μισθωτοί. Γιατί να μην το συνεχίσουμε;

Ένα τέτοιο πρόγραμμα, εσκεμμένα επιθετικό, θα είχε τριπλό πλεονέκτημα. Κατ’ αρχήν, πολιτικό: παρόλο που θεωρητικά προϋποθέτει μια ευρύτατη κοινωνική συναίνεση, δεν θα μπορούσε ποτέ να εφαρμοστεί από τους φιλελεύθερους ή την άκρα δεξιά. Κατόπιν, οικολογικό: αποτρέπει την αναβίωση του κεϊνσιανισμού, η οποία, παρατείνοντας το υπάρχον μοντέλο, θα επανερχόταν στην αρχή της «διοχέτευσης ενός χρηματικού ποσού στους τραπεζικούς λογαριασμούς, για να επιστρέψει στην κατανάλωση από τη διαφημιστική αστυνομία» (3). Δίνει επίσης προτεραιότητα σε ανάγκες οι οποίες δεν καλύπτονται από την παραγωγή άχρηστων εμπορευμάτων σε χώρες με χαμηλούς μισθούς και την εν συνεχεία μεταφορά τους σε κοντέινερ από τη μια άκρη της γης στην άλλη. Τέλος, υπάρχει το δημοκρατικό πλεονέκτημα: ο προσδιορισμός συλλογικών προτεραιοτήτων (τι θα είναι δωρεάν, τι δεν θα είναι) δεν θα είναι πια προνόμιο των εκλεγμένων αρχόντων, των μετόχων ή των μανδαρίνων της διανόησης, που όλοι τους προέρχονται από τους ίδιους κοινωνικούς κύκλους.

Επείγει μια τέτοια προσέγγιση. Με τον σημερινό παγκόσμιο συσχετισμό κοινωνικών δυνάμεων, η ραγδαία ρομποτοποίηση της βιομηχανικής εργασίας (αλλά και των υπηρεσιών) ενέχει όντως τον κίνδυνο της δημιουργίας νέας απόδοσης για το κεφάλαιο (πτώση του «εργατικού κόστους») και μαζικής ανεργίας με ολοένα μικρότερες αποζημιώσεις. Η Amazon ή τα εργαλεία αναζήτησης αποδεικνύουν καθημερινά ότι εκατοντάδες εκατομμύρια πελατών εμπιστεύονται σε ρομπότ την επιλογή για τις εξόδους τους, τα ταξίδια τους, τα αναγνώσματά τους, τη μουσική που ακούν. Βιβλιοπωλεία, εφημερίδες και ταξιδιωτικά πρακτορεία πληρώνουν ήδη το σχετικό τίμημα. «Οι δέκα μεγαλύτερες επιχειρήσεις του Διαδικτύου, όπως το Google, το Facebook ή το Amazon», όπως μας αποκαλύπτει ο Ντόμινικ Μπάρτον, γενικός διευθυντής της McKinsey, «έχουν δημιουργήσει μόλις και μετά βίας 200.000 θέσεις εργασίας». Έχουν, ωστόσο, κερδίσει «εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια από τη χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση».

Συνεπώς, για να γιατρέψει το πρόβλημα της ανεργίας, η άρχουσα τάξη κινδυνεύει να υιοθετήσει το σενάριο που φοβόταν ο φιλόσοφος Αντρέ Γκορζ, τη διαρκή καταπάτηση τομέων όπου ακόμα ισχύει το δωρεάν και η προσφορά: «Πού θα σταματήσει η μετατροπή όλων των δραστηριοτήτων σε επί πληρωμή δραστηριότητες, με λόγο ύπαρξης την πληρωμή και σκοπό το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος; Για πόσο καιρό ακόμα θα αντέξουν τα ιδιαιτέρως εύθραυστα όρια που εμποδίζουν τη μετατροπή σε επάγγελμα της μητρότητας και της πατρότητας, τη δημιουργία εμβρύων για εμπορικούς σκοπούς, την πώληση παιδιών ή το εμπόριο οργάνων»;

Το ζήτημα του χρέους γίνεται εξίσου σημαντικό με το ζήτημα της δωρεάν οικονομίας, μόλις αποκαλυφθεί το πολιτικό και κοινωνικό του παρασκήνιο. Τίποτα πιο συνηθισμένο στην ιστορία από ένα κράτος που το έχουν αρπάξει από το λαιμό οι δανειστές του και που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απελευθερώνεται από τη μέγγενη τους για να μην επιβάλει πια στο λαό του μια διαρκή λιτότητα. Όπως η Δημοκρατία των Σοβιέτ, όταν αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα δάνεια που είχε υπογράψει η Ρωσία επί τσάρου. Όπως ο Ρεμόν Πουανκαρέ, ο οποίος έσωσε το φράγκο... υποτιμώντας το κατά 80%, μειώνοντας έτσι το χρέος της Γαλλίας, το οποίο εξοφλήθηκε με υποτιμημένο νόμισμα. Το ίδιο έκαναν και οι ΗΠΑ και η Βρετανία μετά τον πόλεμο, οι οποίες, χωρίς πρόγραμμα λιτότητας, αλλά αφήνοντας τον πληθωρισμό να κυλήσει, μείωσαν σχεδόν στο μισό το φορτίο του δημόσιου χρέους τους (4).

Έκτοτε, εξαιτίας της κυριαρχίας του μονεταρισμού, η χρεοκοπία μετατράπηκε σε ιεροσυλία, ο πληθωρισμός τέθηκε υπό διωγμόν (ακόμα κι όταν το ποσοστό του είναι σχεδόν μηδενικό), η υποτίμηση έγινε απαγορευμένος καρπός. Αλλά, παρόλο που οι πιστωτές έχουν απαλλαγεί από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, εξακολουθούν να απαιτούν «ασφάλιστρα κινδύνου». Εντούτοις, «σε κατάσταση υπερχρέωσης ιστορικών διαστάσεων», τονίζει ο οικονομολόγος Φρεντερίκ Λορντόν, «οι μόνες επιλογές είναι ανάμεσα σε μια δομική αναπροσαρμογή υπέρ των δανειστών ή στη ζημίωσή τους με τη μία ή την άλλη μορφή». Η διαγραφή ολόκληρου ή τμήματος του χρέους θα επιβάρυνε εκ νέου τους κεφαλαιούχους και τους χρηματιστές ανεξαρτήτως εθνικότητας, ύστερα από μια περίοδο που τους χαρίστηκαν τα πάντα.

Όσο πιο γρήγορα ανακτήσει μια χώρα τα φορολογικά έσοδα που εξαφανίστηκαν ύστερα από τριάντα χρόνια νεοφιλελευθερισμού, τόσο πιο γρήγορα θα απεγκλωβιστεί από τη θηλιά που της έχουν επιβάλει. Όχι μόνο όταν αμφισβητήθηκε ο κλιμακωτός φόρος και αποδεχτήκαμε την επέκταση της φοροδιαφυγής, αλλά και όταν δημιουργήθηκε ένα αδηφάγο σύστημα με το οποίο το μισό διεθνές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών περνά μέσα από φορολογικούς παραδείσους. Εκείνοι που επωφελούνται από αυτό δεν περιορίζονται μόνο σε Ρώσους ολιγάρχες ή έναν πρώην υπουργό Προϋπολογισμού της Γαλλίας. σε αυτούς περιλαμβάνονται κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις που προστατεύονται και από το κράτος (κι έχουν επιρροή στα ΜΜΕ) όπως οι Total, Apple, Google, Citigroup και BNP-Paribas.

Βέλτιστη εκμετάλλευση της φορολογίας, «τιμή μεταβίβασης» (που επιτρέπει την απόδοση των κερδών σε χώρες με χαμηλή φορολόγηση), μεταφορά των εταιρικών εδρών: τα ποσά που αφαιρούνται από το κοινωνικό σύνολο κατ’ αυτόν τον τρόπο υπό συνθήκες πλήρους νομιμότητας, πλησιάζουν το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δηλαδή, σε πολλές χώρες, η απώλεια εσόδων ξεπερνά το εθνικό τους χρέος. Στη Γαλλία, υπογραμμίζουν διάφοροι οικονομολόγοι, «αν μπορούσαμε να ανακτήσουμε έστω και το μισό του εν λόγω ποσού, ο προϋπολογισμός θα ισοσκελιζόταν χωρίς να θυσιαστούν οι συντάξεις, οι θέσεις στο, Δημόσιο ή οι οικολογικές επενδύσεις του μέλλοντος». Η εν λόγω «ανάκτηση», η οποία προαναγγέλθηκε εκατό φορές και αναβλήθηκε άλλες τόσες (εκατό φορές πιο αποδοτική από την αιώνια «απάτη είσπραξης κοινωνικών βοηθημάτων») θα ήταν πολύ πιο δημοφιλής και πολύ πιο δίκαιη, αφού οι απλοί φορολογούμενοι δεν μπορούν από μόνοι τους να μειώσουν το φορολογητέο εισόδημά τους προσφέροντας πλασματικά μερίσματα στις θυγατρικές τους στις νήσους Καϊμάν.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στη λίστα των προτεραιοτήτων το πάγωμα των υψηλών μισθών, το κλείσιμο του Χρηματιστηρίου, την εθνικοποίηση των τραπεζών, την αμφισβήτηση των ελεύθερων ανταλλαγών, την έξοδο από το ευρώ, τον έλεγχο των κεφαλαίων... Μια σειρά από επιλογές, τις οποίες έχουμε ήδη παρουσιάσει σε αυτές τις στήλες. Γιατί, άραγε, να προωθήσουμε την οικονομία του δωρεάν, την επανεξέταση του δημόσιου χρέους και τη φορολογική αποκατάσταση; Απλώς διότι, για να επεξεργαστούμε μια στρατηγική, να φανταστούμε την κοινωνική της βάση και τις πολιτικές συνθήκες για την πραγματοποίησή της, είναι καλύτερα να επιλέξουμε ένα μικρό αριθμό προτεραιοτήτων αντί να συνθέσουμε έναν κατάλογο που θα οδηγήσει στον δρόμο ένα ετερόκλητο πλήθος αγανακτισμένων, το οποίο θα διαλυθεί με την πρώτη θύελλα.

Η έξοδος από το ευρώ θα άξιζε σίγουρα μια περίοπτη θέση μεταξύ των προτεραιοτήτων (5). Όλοι πλέον κατανοούν ότι το ενιαίο νόμισμα και η θεσμική και νομική εργαλειοθήκη που το στηρίζει (ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνο σταθερότητας) απαγορεύουν την όποια πολιτική επιτίθεται ταυτόχρονα στην όξυνση των ανισοτήτων και στην αρπαγή της εθνικής κυριαρχίας από μια άρχουσα τάξη υποταγμένη στις απαιτήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ωστόσο, όσο απαραίτητη κι αν είναι, η αμφισβήτηση του ενιαίου νομίσματος δεν εγγυάται καμία νίκη σε αυτό το διπλό μέτωπο, όπως αποδεικνύει ο οικονομικός προσανατολισμός του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Ελβετίας. Η έξοδος από το ευρώ, περίπου όπως ο προστατευτισμός, θα στηριζόταν, εξάλλου, σε μια πολιτική συμμαχία που αναμειγνύει το χειρότερο με το καλύτερο και στο εσωτερικό της οποίας το πρώτο, μέχρι στιγμής, υπερισχύει του δεύτερου. Ο οικουμενικός μισθός, η μείωση του χρέους, η φορολογική αποκατάσταση είναι ενέργειες που επιτρέπουν ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα, αν όχι και παραπάνω, κρατώντας ωστόσο σε απόσταση τους ανεπιθύμητους συνδαιτυμόνες.

Περιττό να ισχυριστούμε ότι αυτό το «πρόγραμμα» διαθέτει πλειοψηφία σε οποιοδήποτε κοινοβούλιο στον κόσμο. Οι υπερβάσεις που επιβάλλει θίγουν πολλούς από τους κανόνες που θεωρούνται απαράβατοι. Όταν, όμως, πρόκειται να σώσουν το καταρρέον σύστημά τους, οι νεοφιλελεύθεροι δεν υστερούν σε τόλμη. Δεν υποχώρησαν ούτε μπροστά στην αισθητή αύξηση του χρέους (το οποίο ισχυρίζονταν ότι θα έβαζε φωτιά στα επιτόκια) ούτε μπροστά σε μια γενναία δημοσιονομική αύξηση του προϋπολογισμού (που ισχυρίζονταν ότι θα έκανε τον πληθωρισμό να ξεφύγει από κάθε όριο) ούτε μπροστά στην αύξηση των φόρων, την εθνικοποίηση των πτωχευμένων τραπεζών, στο υποχρεωτικό κούρεμα των καταθέσεων και την επαναφορά του ελέγχου των κεφαλαίων (όπως στην Κύπρο). Εν ολίγοις, όπως έγραφε ο Λουί Αραγκόν, «όταν το χαλάζι καταστρέφει το στάρι, είναι τρελός αυτός που κάνει τον ευαίσθητο». Και ό,τι ισχύει για αυτούς, ισχύει και για εμάς, που πάσχουμε από υπερβολική σεμνότητα... Ωστόσο, με το να φαντασιωνόμαστε την επιστροφή στο παρελθόν ή να ελπίζουμε ότι θα μειώσουμε το μέγεθος της καταστροφής, δεν θα ξαναβρούμε την αυτοπεποίθησή μας ούτε θα παλέψουμε το αίσθημα της παραίτησης που μας υποδεικνύει ότι, σε τελική ανάλυση, δεν έχουμε άλλη επιλογή από την εναλλαγή ανάμεσα σε μια σοσιαλδημοκρατία και μια δεξιά που εφαρμόζουν λίγο ως πολύ το ίδιο πρόγραμμα.

Τόλμη; Μια και μιλάμε για το περιβάλλον, ο Αντρέ Γκορζ διεκδικούσε το 1974 «μια πολιτική επίθεση σε όλα τα επίπεδα, η οποία να αφαιρέσει [από τον καπιταλισμό] τον έλεγχο της δράσης και να του αντιτάξει ένα εντελώς διαφορετικό σχέδιο για την κοινωνία και τον πολιτισμό». Γιατί, κατά τη γνώμη του, το σωστό θα ήταν να αποφευχθεί ο κίνδυνος η μεταρρύθμιση στο περιβαλλοντικό μέτωπο να υποβαθμίσει το κοινωνικό στάτους: «Ο αγώνας της οικολογίας μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στον καπιταλισμό και να τον αναγκάσει να αλλάξει. Αλλά όταν αυτός, αφού προηγουμένως αντισταθεί με βία και με κόλπα, θα υποχωρήσει τελικά γιατί το οικολογικό αδιέξοδο θα έχει καταστεί αναπόφευκτο, θα ενσωματώσει και αυτό το εμπόδιο όπως έχει ενσωματώσει και όλα τα άλλα. (...) Η αγοραστική δύναμη θα συμπιεστεί και όλα θα γίνουν ωσάν το κόστος της απορρύπανσης να πληρώνεται από τους πόρους που διαθέτουν οι άνθρωποι για να αγοράζουν εμπορεύματα». Η ελαστικότητα του συστήματος αποδείχθηκε όταν η απορρύπανση μπήκε κι αυτή με τη σειρά της στο παιχνίδι της αγοράς. Για παράδειγμα, στο Σέντζεν, όπου οι επιχειρήσεις που μολύνουν λιγότερο πουλούν σε άλλες το δικαίωμά τους να υπερβαίνουν τα ποσοστά που ορίζει ο κανονισμός, την ώρα που η μολυσμένη ατμόσφαιρα σκοτώνει περισσότερους από ένα εκατομμύριο Κινέζους τον χρόνο.

Λοιπόν, δεν λείπουν οι ιδέες για το πώς να ξαναβάλουμε τον κόσμο στη θέση του. Αλλά, πώς θα γίνει όλες αυτές να μην μπουν στο μουσείο με τις ανεφάρμοστες θεωρίες; Τον τελευταίο καιρό, στην κοινωνία εκδηλώνονται αμέτρητες διαμαρτυρίες, από τις εξεγέρσεις της αραβικής άνοιξης μέχρι τα κινήματα των αγανακτισμένων. Ξεκινώντας από τα τεράστια πλήθη που συγκεντρώθηκαν κατά του πολέμου στο Ιράκ πριν από δέκα χρόνια, δεκάδες εκατομμύρια διαδηλωτές πλημμύρισαν τους δρόμους στην Ισπανία, τις ΗΠΑ, την Τουρκία, τη Βραζιλία, την Αίγυπτο. Τράβηξαν την προσοχή, αλλά δεν πέτυχαν σπουδαία πράγματα. Η στρατηγική αποτυχία τους βοηθά να χαράξουμε την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε.

Το ίδιον των μεγάλων συμμαχιών διαμαρτυρίας είναι να αναζητούν την εδραίωση του δυναμικού τους αποφεύγοντας τα ζητήματα που τις διχάζουν. Ο καθένας μαντεύει ποια θέματα θα τίναζαν στον αέρα μια συμμαχία που ενίοτε δεν έχει άλλη βάση πέρα από κάτι γενικούς, πλην όμως, ασαφείς στόχους: καλύτερη ανακατανομή των εισοδημάτων, λιγότερο ακρωτηριασμένη δημοκρατία, άρνηση των διακρίσεων και του απολυταρχισμού. Όσο στενεύει η κοινωνική βάση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, όσο τα μεσαία στρώματα πληρώνουν με τη σειρά τους το τίμημα της επισφάλειας, των ελεύθερων συναλλαγών και του κόστους των σπουδών, τόσο ευκολότερη καθίσταται η συσπείρωση μιας πλειοψηφικής συμμαχίας.

Συσπείρωση, αλλά με ποιο στόχο; Οι πολύ γενικές ή οι πολυάριθμες διεκδικήσεις πασχίζουν να βρουν πολιτικά ερείσματα και μακρά διάρκεια. «Σε μια συνέλευση όλων των ηγετών των κοινωνικών κινημάτων», μας εξηγούσε πρόσφατα ο Αρτούρ Ενρίκε, πρώην πρόεδρος της Ενιαίας Κεντρικής Επιτροπής Εργατών (CUT), του σημαντικότερου συνδικάτου της Βραζιλίας, «μάζεψα τα διάφορα κείμενα. Η ατζέντα των κεντρικών συνδικάτων περιελάμβανε 230 σημεία, των αγροτών 77 κ.ο.κ. Τα πρόσθεσα όλα. Αποτέλεσμα, πάνω από 900 προτεραιότητες. Και ρώτησα: “Τι ακριβώς κάνουμε με όλα αυτά”»; Στην Αίγυπτο, την απάντηση έδωσαν... οι στρατιωτικοί. Η λαϊκή πλειονότητα αντιστάθηκε για μύριους εξαίρετους λόγους στον πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι, αλλά, ελλείψει άλλου στόχου πλην της πτώσης του, παρέδωσε την εξουσία στον στρατό. Με κίνδυνο να γίνει σήμερα όμηρός του και αύριο θύμα του. Γιατί, το να μην έχεις οδικό χάρτη, σε κάνει συχνά εξάρτημα αυτών που έχουν.

Ο αυθορμητισμός και ο αυτοσχεδιασμός είναι δυνατόν να εμπνεύσουν μια επαναστατική στιγμή. Δεν διασφαλίζουν, ωστόσο, μια επανάσταση. Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν ευνοήσει την οργάνωση των διαδηλώσεων. Η απουσία επίσημης οργάνωσης απέτρεψε –προσωρινά– την αστυνομική επιτήρηση. Όμως, η εξουσία κατακτάται ακόμα με ιεραρχικές δομές, με χρήμα, με στρατιωτικούς, με εκλογικούς μηχανισμούς και με στρατηγική: ποιο κοινωνικό μπλοκ και ποια συμμαχία για ποιο πρόγραμμα; Η μεταφορά του Ακαρντό εφαρμόζεται εδώ: «Η παρουσία όλων των κομματιών ενός ρολογιού στο ίδιο τραπέζι από μόνη της δεν επιτρέπει σε κάποιον να το κάνει να λειτουργήσει χωρίς σχέδιο συναρμολόγησης. Το σχέδιο συναρμολόγησης είναι η στρατηγική. Στην πολιτική, μπορείς είτε να βγάλεις διαδοχικές κραυγές είτε να σκεφτείς πώς θα συναρμολογήσεις τα κομμάτια» (6).

Το να ορίσεις κάποιες βασικές προτεραιότητες, να δομήσεις τον αγώνα γύρω από αυτές και να σταματήσεις να περιπλέκεις τα πάντα προκειμένου να αποδείξεις τη δική σου μαεστρία, σημαίνει να παίζεις τον ρόλο του ωρολογοποιού. Γιατί, «μια επανάσταση τύπου Wikipedia, όπου ο καθένας προσθέτει το δικό του περιεχόμενο», δεν θα επιδιορθώσει το ρολόι. Τα τελευταία χρόνια, κάποιες κατά τόπους δράσεις, εκρηκτικές και πυρετώδεις, γέννησαν μια μορφή αμφισβήτησης ερωτευμένης με τον εαυτό της, έναν γαλαξία ανυπομονησίας και αδυναμιών, μια διαδοχή απογοητεύσεων. Στον βαθμό που η μεσαία τάξη αποτελεί συχνά τη ραχοκοκαλιά αυτών των κινημάτων, μια τέτοια ασυνέπεια δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη: η τάξη αυτή ενώνεται με τα λαϊκά στρώματα μόνο σε συνθήκες ακραίου κινδύνου –και υπό την προϋπόθεση ότι θα αναλάβει και πάλι σύντομα την ηγεσία της δράσης.

Ωστόσο, όλο και πιο συχνά τίθεται το ζήτημα της σχέσης με την εξουσία. Αφού κανείς δεν μπορεί ακόμα να φανταστεί ότι τα μεγάλα κόμματα και οι υπάρχοντες θεσμοί θα μεταβάλουν, έστω και λίγο, τη νεοφιλελεύθερη τάξη, μεγαλώνει ο πειρασμός να δοθεί έμφαση στην αλλαγή νοοτροπίας αντί για την αλλαγή δομών και νόμων, να παρατήσει κανείς το εθνικό πεδίο, να επενδύσει ξανά στην τοπική, στην κοινοτική κλίμακα, με την ελπίδα πως θα δημιουργηθούν κάποια εργαστήρια για μελλοντικές νίκες. «Μια ομάδα στοιχηματίζει στα κινήματα, τις διαφορετικές τάσεις χωρίς κεντρική οργάνωση», συνοψίζει ο Βαλερστάιν. «Μια άλλη υποστηρίζει ότι χωρίς πολιτική εξουσία δεν μπορείτε να αλλάξετε τίποτα. Σε όλες τις κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής γίνεται η ίδια συζήτηση».

Οφείλουμε, όμως, να προσμετρήσουμε τη δυσκολία του πρώτου στοιχήματος. Αφ’ ενός, μια αλληλέγγυα άρχουσα τάξη, με γνώση των συμφερόντων της, κινητοποιημένη, κυρίαρχη της δημόσιας σφαίρας και της πολιτικής ισχύος. Αφ’ ετέρου, αμέτρητες ενώσεις, συνδικάτα, κόμματα, με μάλλον μεγαλύτερο μέλημα να διαφυλάξουν τα κεκτημένα τους, την ιδιαιτερότητά τους, την αυτονομία τους και με τον φόβο να αφομοιωθούν από την πολιτική εξουσία. Βέβαια, ενίοτε μεθούν από την ψευδαίσθηση του Διαδικτύου που τους κάνει να πιστεύουν ότι η δύναμή τους μετράει γιατί διαθέτουν μια ιστοσελίδα. Τότε, η «οργάνωσή τους στο δίκτυο» γίνεται η θεωρητική μάσκα της απουσίας οργάνωσης, στρατηγικής σκέψης, καθώς το δίκτυο δεν προσφέρει άλλη πραγματικότητα από την κυκλοφορία ηλεκτρονικών ανακοινωθέντων, τα οποία ο καθένας αναπαράγει και κανένας δεν διαβάζει.

Η σχέση ανάμεσα στα κοινωνικά κινήματα και τα θεσμικά όργανα ή τους αντιεξουσιαστές και τα κόμματα υπήρξε ανέκαθεν προβληματική. Εφόσον δεν υπάρχει πλέον ένας βασικός στόχος, μια «γενική γραμμή» -πόσω μάλλον κάποιο κόμμα ή συνασπισμός που να την ενσαρκώνει– πρέπει να «αναρωτηθούμε πώς να δημιουργήσουμε το όλον με αφετηρία το μέρος». Ο ορισμός κάποιων προτεραιοτήτων που να στοχεύουν ευθέως την εξουσία του κεφαλαίου, θα μας επέτρεπε να οπλίσουμε τα αγνά αισθήματα, να επιτεθούμε στην καρδιά του συστήματος και να ανακαλύψουμε τις πολιτικές δυνάμεις που είναι διατεθειμένες για κάτι τέτοιο.

Σημασία, πάντως, θα έχει να απαιτήσουμε από αυτές να δοθεί στους ψηφοφόρους η δυνατότητα να ανακαλούν μέσω δημοψηφίσματος τους εκλεγμένους τους άρχοντες πριν από τη λήξη της θητείας τους. Το Σύνταγμα της Βενεζουέλας παρέχει από το 1999 αυτή τη δυνατότητα. Πολλοί αρχηγοί κυβερνήσεων έλαβαν μείζονες αποφάσεις (ηλικία συνταξιοδότησης, πολεμικές επιχειρήσεις, συνταγματικές συνθήκες) χωρίς ο λαός να τους έχει δώσει προηγουμένως τη σχετική εντολή. Έτσι, ο λαός θα είχε το δικαίωμα να πάρει με άλλο τρόπο την εκδίκησή του αντί να τοποθετήσει στην εξουσία τα δίδυμα αδέλφια εκείνων που πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του.

Είναι αρκετό να περιμένει κανείς την ώρα του; «Στις αρχές του 2011, δεν είχαμε απομείνει παρά έξι άτομα στο Συνέδριο για τη Δημοκρατία (Congrès pour la République [CPR])», μας υπενθυμίζει ο Τυνήσιος πρόεδρος, Μονσέφ Μαρζούκι. «Εντούτοις, αυτό δεν εμπόδισε το CPR να καταλάβει τη δεύτερη θέση στις πρώτες δημοκρατικές εκλογές που διεξήχθησαν στην Τυνησία λίγους μήνες αργότερα... ». Στο σημερινό πλαίσιο, ο κίνδυνος μιας υπερβολικά παθητικής, υπερβολικά ποιητικής αναμονής, θα ήταν να δούμε κάποιους άλλους, πέρα από εμάς -λιγότερο υπομονετικούς, λιγότερο διστακτικούς και πιο επίφοβους– να οικειοποιούνται τη στιγμή για να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους μια απελπισμένη οργή που αναζητά στόχους και όχι απαραίτητα τους καλύτερους. Καθώς, εξάλλου, το έργο της κατεδάφισης της κοινωνίας δεν σταματά ποτέ από μόνο του, κινδυνεύουμε να απολέσουμε ερείσματα ή εστίες αντίστασης απ’ όπου θα μπορούσε να ξεκινήσει μια πιθανή ανασυγκρότηση (μη εμπορικές δραστηριότητες, δημόσιες υπηρεσίες, δημοκρατικά δικαιώματα). Πράγμα που θα καθιστούσε ακόμα δυσχερέστερη μια μεταγενέστερη νίκη.

Η παρτίδα δεν είναι χαμένη. Η ουτοπία του φιλελευθερισμού έχει κάψει το δικό της μερίδιο στο όνειρο, στο απόλυτο, στο ιδανικό, στοιχεία χωρίς τα οποία τα σχέδια για την κοινωνία μαραίνονται και στο τέλος πεθαίνουν. Το μόνο που παράγει πια είναι προνόμια, ψυχρές ή νεκρές υπάρξεις. Θα γυρίσουν, λοιπόν, τα πράγματα. Ο καθένας από εμάς μπορεί να συνεισφέρει ώστε αυτό να γίνει λίγο νωρίτερα.

Serge Halimi

Συντάκτης της «Le Monde diplomatique»
Βασιλοπούλου Κορίνα (μτφ)

(1Paul Krugman, «When zombies win», The NewYork Times, 19-12-2010.

(2Immanuel Wallerstein, «Latin America’s leftistdivide», International Herald Tribune, Νεγί-συρ-Σεν, 18-8-10.

(3Βλ. « Pourquoi le Plan B n’augmentera pas les salaires», Le Plan B, n° 22, Παρίσι, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2010.

(4Από 116 % έως 66 % του ΑΕΠ το 1945-1955 στην πρώτη περίπτωση, από 216 % έως 138 % στη δεύτερη.

(6Alain Accardo, «L’organisation et le nombre», La Traverse, n° 1, Γκρενόμπλ, 2010.

Μοιραστείτε το άρθρο