el | fr | en | +
Accéder au menu

ΑΙΓΥΠΤΟΣ

Το διπλωματικό κουβάρι

Παρά τους περιοριστικούς όρους που του επιβλήθηκαν, η αποφυλάκιση του πρώην προέδρου της Αιγύπτου, Χόσνι Μουμπάρακ, μοιάζει ιδιαίτερα συμβολική. Η διαδικασία που ξεκίνησε με τις λαϊκές κινητοποιήσεις κατά του Μοχάμεντ Μόρσι αποκτά χαρακτηριστικά επιστροφής στο παλαιό καθεστώς. Η κυρίαρχη τάξη όχι μόνο θέλει να τελειώνει με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, αλλά απειλεί και τις δημοκρατικές κατακτήσεις της εξέγερσης του 2011. Κατάσταση που κάνει και τις διεθνείς συμμαχίες περισσότερο ρευστές.

Η «μαύρη Τετάρτη» του Καΐρου, η 14η Αυγούστου 2013, θα μείνει αναμφίβολα στα χρονικά ως η μεγαλύτερη σφαγή διαδηλωτών μέσα σε μια ημέρα από δυνάμεις καταστολής μετά τη σφαγή της Τιανανμέν, τον Ιούνιο του 1989, στο Πεκίνο (1). Βέβαια, δεν θα μάθουμε ποτέ τον ακριβή απολογισμό -λίγο περισσότεροι από εξακόσιοι νεκροί, σύμφωνα με τις αιγυπτιακές αρχές, στην πραγματικότητα πολύ περισσότεροι: σύμφωνα με τις μαρτυρίες δημοσιογράφων, αρκετές σοροί δεν δόθηκαν στις οικογένειες των θυμάτων παρά μόνο όταν αυτές δέχθηκαν να «αναγνωρίσουν» ότι ο θάνατος οφειλόταν σε φυσικά αίτια ή σε αυτοκτονία.

Η Ύπατη Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Νάβι Πιλάι, απαίτησε τη διενέργεια «ανεξάρτητης, αμερόληπτης, αποτελεσματικής και αξιόπιστης» έρευνας «για τις πράξεις των δυνάμεων ασφαλείας», αίτημα που έχει λίγες πιθανότητες να ικανοποιηθεί. Όχι μόνο επειδή οι αρχές στο Κάιρο, έχοντας την υποστήριξη σχεδόν όλων των «φιλελεύθερων» και αριστερών δυνάμεων -με την εξαίρεση ενός μικρού συνασπισμού των Επαναστατών Σοσιαλιστών, του κινήματος της 6ης Απρίλη, του κόμματος Αιγυπτιακό Ρεύμα και οπαδών του υποψηφίου στις προεδρικές εκλογές Αμπντέλ Μονέιμ Αμπούλ Φουτούχ (2)- την απορρίπτουν, αλλά και γιατί η «διεθνής κοινότητα» μοιάζει να έχει παραλύσει για μια ακόμη φορά.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών στις 15 Αυγούστου, περιορίστηκε σε δήλωση που διάβασε η πρόεδρός του, πρέσβης της Αργεντινής στα Ηνωμένα Έθνη: «Τα μέλη του Συμβουλίου εκφράζουν, κατ’ αρχήν, τη συμπάθειά τους για τα θύματα και τη λύπη τους για την απώλεια ανθρώπινων ζωών. Είναι σημαντικό να σταματήσει η βία στην Αίγυπτο, όλες οι πλευρές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση. Η διαδικασία εθνικής συμφιλίωσης πρέπει να προχωρήσει». Η πρέσβης της Αργεντινής, αφού διάβασε βαριεστημένα αυτό το άχρωμο κείμενο, επανέλαβε τη θέση της χώρας της, η οποία υποφέρει ακόμη από τα σημάδια της στρατιωτικής καταπίεσης της δεκαετίας του 1970: καταδίκασε το «πραξικόπημα» κατά ενός εκλεγμένου προέδρου και κάλεσε τη χούντα «να σταματήσει πλήρως και αμέσως το κύμα της βίαιης καταστολής των τελευταίων ημερών απέναντι σε άοπλους πολίτες».

Από την Ινδονησία μέχρι τη Βραζιλία, από τη Νότια Αφρική μέχρι τη Μαλαισία, από τη Βολιβία μέχρι τη Νιγηρία, από το Πακιστάν μέχρι τον Ισημερινό, για να μη μιλήσει κανείς για την Αφρικανική Ένωση, που ανέστειλε τη συμμετοχή της Αιγύπτου στα όργανά της, η συντριπτική πλειονότητα των κυβερνήσεων που δεν έχουν σημαντικά γεωπολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα στην Αίγυπτο καταδίκασαν απερίφραστα την ανατροπή του προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι και την καταστολή που ακολούθησε. Όσον αφορά την Ινδία και την Κίνα –οι οποίες έχουν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην Αίγυπτο-, απέφυγαν οποιαδήποτε αποδοκιμασία, με τον επίσημο Τύπο στο Πεκίνο να ειρωνεύεται τα αποτελέσματα ενός «δυτικότροπου» (3) εκδημοκρατισμού. Μολονότι διαφωνούν σε πολλά ζητήματα, Ινδία και Κίνα καταδικάζουν την «ισλαμική τρομοκρατία», την οποία δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν και οι ίδιες στο Κασμίρ και το Σινγιάνγκ, αντίστοιχα.

Ανάμεσα στις αντιδράσεις των άλλων άμεσα εμπλεκόμενων μερών, η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών αποτέλεσε το αντικείμενο της πιο σχολαστικής ανάλυσης. Παρακολουθώντας τους Αιγύπτιους σχολιαστές, θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι η Ουάσινγκτον υιοθετεί, την ίδια στιγμή, δύο διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις. Σύμφωνα με τα επίσημα μέσα ενημέρωσης στο Κάιρο, ο Λευκός Οίκος υποστήριζε και συνεχίζει να παροτρύνει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Για τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, αντίθετα, η Ουάσινγκτον υποστήριξε την επιχείρηση του στρατού. Πράγματι, μπορεί κανείς να αποπροσανατολιστεί -σε τέτοιο βαθμό εναλλάσσονται οι αντιφατικές μικρές φράσεις και εκτιμήσεις στο κείμενο της επίσημης αμερικανικής αντίδρασης. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ήταν σαν να αγνοεί κανείς τα θεμέλια της αμερικανικής πολιτικής στην Αίγυπτο.

Διαφύλαξη της συνθήκης ειρήνης με το Ισραήλ

Στον Χένρι Τζον Τεμπλ, Βρετανό πρωθυπουργό τις δεκαετίες 1850-1860, ανήκει το κυνικό και καίριο απόφθεγμα: «Η Αγγλία δεν έχει μόνιμους φίλους ή εχθρούς, έχει μονάχα μόνιμα συμφέροντα». Η διατύπωση ταιριάζει θαυμάσια στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες διαδέχθηκαν το Ηνωμένο Βασίλειο στον ρόλο της παγκόσμιας δύναμης. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα υποστήριξε τον Χόσνι Μουμπάρακ κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου του 2011 και στη συνέχεια προσέγγισε το Ανώτατο Συμβούλιο Ενόπλων Δυνάμεων (SCAF), πριν παίξει το χαρτί του προέδρου Μόρσι και των Αδελφών Μουσουλμάνων, ελπίζοντας ότι θα διαδραμάτιζαν σταθεροποιητικό ρόλο. Πίσω από αυτές τις φαινομενικές μετατοπίσεις, οι ΗΠΑ εξυπηρετούν έναν και μοναδικό σκοπό: τη διαφύλαξη της συνθήκης ειρήνης μεταξύ Καΐρου και Τελ-Αβίβ. Το έχουν πετύχει. Μολονότι η πολιτική του Μόρσι είχε εγκαινιάσει κάποιες αποκλίσεις στο παλαιστινιακό ζήτημα -χαλάρωση του αποκλεισμού της Γάζας, πιο αποφασιστικές τοποθετήσεις απέναντι στην ισραηλινή επιθετικότητα, τον Νοέμβριο του 2012-, στα ουσιώδη παρέμενε στα χνάρια των προκατόχων του.

Για τον Ομπάμα, δεν τίθεται ζήτημα, εξαιτίας μερικών εκατοντάδων νεκρών, να διαρρήξει τους δεσμούς με τους νέους κυρίαρχους της Αιγύπτου. Αν και δεν μπορεί να αποφύγει την αναβολή των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων και της παράδοσης τεσσάρων αεροσκαφών F-16, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν θα προχωρήσει πιο πέρα. Ο πανεπιστημιακός και αναλυτής σε ζητήματα Μέσης Ανατολής Χουάν Κόουλ βλέπει τουλάχιστον δέκα λόγους για τους οποίους η Ουάσινγκτον δεν θα διακόψει τη στρατιωτική βοήθεια προς την Αίγυπτο -1,3 δισεκατομμύρια δολάρια, έναντι 250 εκατομμυρίων δολαρίων αναπτυξιακής βοήθειας. Ο πρώτος λόγος είναι ότι αυτό το μάννα εξ ουρανού χρησιμοποιείται, κατ’ αρχήν, για την απόκτηση αμερικανικού στρατιωτικού υλικού και, επομένως, επιδοτεί το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, ιδιαίτερα τις εταιρείες Lockheed Martin, Boeing, Raytheom. Ακόμη ισχυρότερο κίνητρο; Η βοήθεια αυτή, εξηγεί ο Κόουλ, «χορηγήθηκε στην αιγυπτιακή ελίτ για να εξαγοράσει την καλή της θέληση απέναντι στο Ισραήλ. Εάν ληφθεί υπόψη το χάος που επικρατεί στη χερσόνησο του Σινά και η αστάθεια στην Αίγυπτο, το αμερικανικό Κογκρέσο είναι τόσο ανήσυχο όσο δεν υπήρξε τα τελευταία σαράντα χρόνια (4)».

Παρόλο που η ισραηλινή ηγεσία αποφεύγει να εκφράσει δημόσια τις απόψεις της, αυτές διαφαίνονται μέσα από τις εκμυστηρεύσεις αξιωματούχων που έχουν αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Ο πρώην πρωθυπουργός Εχούντ Μπαράκ επέμεινε στην εξής θέση, σε εμφάνισή του στο CNN: ο στρατηγός Αμπντέλ Φάταχ Σίσι, ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος, «οι φιλελεύθεροι και άλλοι αξίζουν την υποστήριξη του ελεύθερου κόσμου. Σε ποιον άλλον θα μπορούσαν να στραφούν; (5)». Ο Ντάνι Γιατόμ, πρώην διοικητής της Μοσάντ, επιβεβαιώνει ότι «το Ισραήλ προτιμά τον στρατό από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και ένα κοσμικό από ένα θρησκευτικό καθεστώς (6)». Η προδιάθεση αυτή γίνεται ακαταμάχητη, ειδικά εάν ληφθεί υπόψη ότι ο στρατηγός Σίσι, ο οποίος παρουσιάζεται από τα αιγυπτιακά μέσα ενημέρωσης ως «νέος Νάσερ», διατηρεί εδώ και πολύ καιρό στενές σχέσεις με τους Ισραηλινούς ομολόγους του (7).

Σαουδαραβική εχθρότητα απέναντι στους Αδελφούς Μουσουλμάνους

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, την ώρα που, με δική τους παρότρυνση, αρχίζουν ξανά οι συνομιλίες μεταξύ του Ισραήλ και της παραπαίουσας Παλαιστινιακής Αρχής –η οποία, όμως, εμφανίζεται κάπως ενισχυμένη μετά την ανατροπή του Μόρσι και τη συνακόλουθη αποδυνάμωση της Χαμάς- δεν μπορούν να επιτρέψουν την απομόνωση του αιγυπτιακού καθεστώτος. Πολύ περισσότερο που γνωρίζουν, εδώ και αρκετά χρόνια, μια αισθητή εξασθένηση της επιρροής τους στην περιοχή, ιδιαίτερα μετά την ήττα τους στο Ιράκ. Το μαρτυρά και η αποτυχία τους να σφραγίσουν μια συμφωνία μεταξύ των στρατιωτικών και των Αδελφών Μουσουλμάνων, η οποία θα διασφάλιζε την αποχώρηση του Μόρσι και την αποφυγή χρήσης βίας (8).

Η Ευρωπαϊκή Ένωση συμμετείχε δραστήρια στη συγκεκριμένη προσπάθεια μεσολάβησης και μπόρεσε να διαπιστώσει ότι ο στρατός ήταν εκείνος που την απέρριψε. Αλλά, μολονότι ορισμένες χώρες, όπως η Δανία, πρότειναν τη διακοπή της βοήθειας προς την Αίγυπτο, οι 28 περιορίστηκαν, μέχρι στιγμής, στην αναστολή παράδοσης υλικού που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για πράξεις καταστολής.

Η σχετική υποχώρηση (και αμηχανία) των Ηνωμένων Πολιτειών συνοδεύεται από την ενίσχυση της επιρροής των χωρών του Κόλπου. Η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ -στα οποία πρέπει να προστεθεί και το βασίλειο του Μπαχρέιν, που συνεχίζει, μακριά από τις κάμερες, τη βίαιη καταστολή του δημοκρατικού κινήματος- δεν εφείσθησαν ούτε δηλώσεων ούτε χρηματοδότησης προς όφελος του καθεστώτος στο Κάιρο. Ο βασιλιάς Αμπντάλα της Σαουδικής Αραβίας είχε υποσχεθεί στους στρατιωτικούς, πριν ακόμη τις διαδηλώσεις της 30ης Ιουνίου 2013, γενναία βοήθεια εάν ανέτρεπαν τον Μόρσι (9). Κράτησε τον λόγο του.

Δύο παράγοντες υπαγορεύουν τη στήριξη αυτή: ο αποτροπιασμός που οι ανοικτές διαδικασίες των επαναστάσεων σε Τυνησία και Αίγυπτο γεννούν στη βασιλική οικογένεια, καθώς και η εχθρότητα προς τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, η οποία χρονολογείται από τον πόλεμο του Κουβέιτ (1990-1991), λόγω του ρόλου τους στις διαμαρτυρίες της δεκαετίας του 1990 στις χώρες του Κόλπου, αλλά και της υποστήριξής τους στην «αραβική άνοιξη». Οι δειλές προσπάθειες του Μόρσι να προσεγγίσει το Ιράν προφανώς εδραίωσαν την εχθρότητα αυτή, την οποία μοιράζεται και η συριακή ηγεσία, που εξέφρασε ανοιχτά την ικανοποίησή της για την ανατροπή του Αιγύπτιου προέδρου.

Απέναντι στην «αντεπανάσταση» διαμορφώνεται ένα ετερόκλητο μεσανατολικό μέτωπο που περιλαμβάνει την Τουρκία, το Ιράν, το Κατάρ και, από κάποια απόσταση, την Τυνησία, της οποίας η ηγεσία παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις στην Αίγυπτο. Η Άγκυρα έχει υιοθετήσει τις πιο ξεκάθαρες θέσεις, με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να καταγγέλλει την «κρατική τρομοκρατία (10)» στην Αίγυπτο και να ανακαλεί τον πρεσβευτή του στο Κάιρο. Θα μπορούσε να μη διακρίνει κανείς στις κινήσεις αυτές παρά μια «ισλαμιστική» αλληλεγγύη, θα ήταν, όμως, σαν να ξεχνά ότι το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένου και του κουρδικού Κόμματος Ειρήνης και Δημοκρατίας (BDP), καταδίκασαν το πραξικόπημα.

Θα μπορούσε, επίσης, να διατυπωθεί η εκτίμηση ότι ο Ερντογάν επιδιώκει να χρυσώσει το χάπι μετά την καταστολή των διαδηλώσεων στο πάρκο Γκεζί. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός αναμφίβολα προσπαθεί να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, καθώς η περιφερειακή πολιτική του βρίσκεται εδώ και μερικούς μήνες στο τέλμα της συριακής σύγκρουσης και έχει χάσει μέρος της λάμψης της. Το κάνει υψώνοντας, ταυτόχρονα, τη σημαία της δημοκρατίας και τη σημαία της Παλαιστίνης, φέρνοντας, έτσι, σε αμηχανία τις χώρες του Κόλπου, οι οποίες, το λιγότερο που μπορεί κανείς να πει είναι ότι κινητοποιούνται ελάχιστα για τα δύο αυτά ζητήματα.

Το γεγονός ότι η Τουρκία, με την καταδίκη του πραξικοπήματος στην Αίγυπτο, βρίσκεται στο πλευρό του Ιράν -με το οποίο διαφωνούν τελείως στο ζήτημα της Συρίας- υποδηλώνει, άραγε, ανατροπή των περιφερειακών συμμαχιών; Ο νέος Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ρουχανί αναλαμβάνει τα καθήκοντά του και είναι υποχρεωμένος να ασχοληθεί, πριν από όλα, με το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος της χώρας του. Όπως και ο προκάτοχός του, δεν ξεχνά ότι η Σαουδική Αραβία είναι, μαζί με το Ισραήλ, η βασική δύναμη της περιοχής που ωθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες στην αδιαλλαξία. Όμως, γνωρίζει, επίσης, ότι η Τουρκία, έχοντας συμμαχήσει με την αυτόνομη κουρδική κυβέρνηση του Ιράκ, αντιτίθεται στους δικούς της συμμάχους στη Βαγδάτη σε αρκετά ζητήματα, μεταξύ των οποίων και το συριακό. Τέλος, η τρίτη κορυφή του τριγώνου, το Κατάρ, κύριο στήριγμα των Αδελφών Μουσουλμάνων στην περιοχή, υποχρεώθηκε να παραχωρήσει τον έλεγχο της συριακής αντιπολίτευσης στη Σαουδική Αραβία. Ο νέος εμίρης, που ανέλαβε καθήκοντα πρόσφατα, αναζητεί ακόμη τον προσανατολισμό του, ακόμη κι αν φοβάται, όπως και ο πατέρας του, την ισχυρή γειτονική Σαουδική Αραβία.

Στο ρευστό αυτό περιφερειακό έδαφος, η Ρωσία επιχειρεί να ανακτήσει θέσεις. Απομονωμένη στον αραβικό κόσμο λόγω της υποστήριξής της στο καθεστώς του προέδρου Μπασάρ Αλ-Άσαντ, εχθρική απέναντι στις αραβικές επαναστάσεις από το ξεκίνημά τους, φοβισμένη από την ενίσχυση του ισλαμισμού που την «απειλεί» στην καρδιά του εδάφους της (είτε στο Ταταρστάν είτε στον Καύκασο), επιδιώκει να επωφεληθεί από τη νέα συγκυρία. Στις 31 Ιουλίου, η συνάντηση στο Κρεμλίνο μεταξύ του πρίγκιπα Μπαντάρ Μπεν Σουλτάν, επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών της Σαουδικής Αραβίας, και του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν έδωσε τροφή για πολλές εικασίες (11). Οι δύο χώρες, αν και βρίσκονται σε διαφορετικά στρατόπεδα στο ζήτημα της Συρίας, μοιράζονται την ίδια ανάλυση για την Αίγυπτο. Θα μπορούσαν να βρουν κοινό έδαφος συνεννόησης στην εχθρότητά τους απέναντι στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, με το Ριάντ να εγγυάται ότι οποιαδήποτε αλλαγή στη Δαμασκό δεν θα οδηγήσει στην άνοδο στην εξουσία ούτε της Αδελφότητας ούτε και των ισλαμιστικών ομάδων που συνδέονται με την Αλ-Κάιντα, την οποία Μόσχα και Ριάντ πολεμούν. Επίσης, ο πρίγκιπας Μπαντάρ ενδεχομένως να δελέασε το Κρεμλίνο και με την υπόσχεση πλουσιοπάροχων εξοπλιστικών προγραμμάτων. Επίκεινται, άραγε, θεαματικές ανατροπές συμμαχιών; Δεν είναι πολύ πιθανό, αλλά το παιχνίδι ανοίγει περισσότερο με τη -σχετική- υποχώρηση της επιρροής των ΗΠΑ.

Στις 4 Ιουνίου 2009, στον περιβόητο λόγο του στο Κάιρο, ο πρόεδρος Ομπάμα δήλωνε ότι ανοίγει μια νέα σελίδα στις σχέσεις της χώρας του με τον μουσουλμανικό κόσμο. Τέσσερα χρόνια μετά, ο απολογισμός τόσο στο παλαιστινιακό ζήτημα όσο και στα ζητήματα εκδημοκρατισμού είναι πενιχρός. Ο Αϊμάν Αλ-Ζαουαχίρι, επικεφαλής της Αλ-Κάιντα, το έχει αντιληφθεί πολύ καλά. Όσα συνέβησαν στην Αίγυπτο, δήλωσε, «αποτελούν την καλύτερη απόδειξη της αποτυχίας των δημοκρατικών μέσων για να φτάσουμε στο ισλαμικό κράτος». Αυτός που είχε επανειλημμένα επικρίνει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους -και τη Χαμάς-, τους κάλεσε να εγκαταλείψουν τη δημοκρατία για «να προσχωρήσουν στον ιερό πόλεμο και να εγκαθιδρύσουν ένα αυθεντικό ισλαμικό κράτος (12)». Πρέπει να φοβάται κανείς μήπως η παρότρυνση αυτή εισακουστεί από τους συγγενείς των θυμάτων της καταστολής στην Αίγυπτο, αλλά και από μερίδα των νέων του αραβικού κόσμου που είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στις επαναστάσεις.

Alain Gresh

Διευθυντής της διαδικτυακής εφημερίδας Orient XXI, συγγραφέας (μαζί με την Hélène Aldeguer) του Un chant d’amour. Israël-Palestine, une histoire française, Libertalia, Μοντρέιγ, 2023
Λογοθέτης Χάρης (μτφ)

(1Για συγκρίσεις, βλ. Olga Khazan, «The one chart that shows the importance of Egypt’s massacre», The Atlantic, 15 Αυγούστου 2013.

(2Βλ. Mohamed El-Dahshan, «Finding sanity in Cairo», Foreign Policy, Ουάσινγκτον, 6 Αύγούστου 2013.

(3Βλ., για παράδειγμα, τα σχόλια που μετέφερε το BBC Monitoring Service Egypt, Λονδίνο, 16 Αυγούστου 2013.

(5Αναφέρεται στους The Times of Israel, 13-8-13, http://www.timesofisrael.com/ehud-barak-calls-for-backing-liberal-egyptian-leaders.

(6Αναφέρεται στο Isabel Kreshner, «Israel watches the bloodshed in uneasy silence», International Herald Tribune, Neuilly-sur-Seine, 17-6-13.

(7Βλ. David D. Kirkpatrick, Peter Baker και Michael R. Gordon, «How American hopes for a deal in Egypt were undercut», The New York Times, 17-8-13.

(8Οπ. π.

(9Βλ. «L’armée, les Frères musulmans et l’Arabie saoudite», Αύγουστος 2013.

(10Hurriyet, Κωνσταντινούπολη, 18-8-13.

(11Theodore Karasik, «The Kingdom and the Kremlin: The strategic significance of the Bandar-Putin meeting», Institute for Near East and Gulf Military Analysis (Inegma), Ντουμπάι, 5-8-13.

(12Δήλωση στις 3 Αυγούστου 2013, την οποία αναφέρει το Kavkaz Center.

Μοιραστείτε το άρθρο