el | fr | en | +
Accéder au menu

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Το σχέδιο Μαρζούκι για την ίδρυση Διεθνούς Συνταγματικού Δικαστηρίου

Αιματηρή καταστολή στην Αίγυπτο και στη Συρία, γενικευμένη κατασκοπία στις Ηνωμένες Πολιτείες, τσαλαπάτημα του δικαιώματος στο άσυλο στην Ευρώπη, τσάκισμα της αντιπολίτευσης στην Κίνα: αμέτρητες είναι πλέον οι χώρες που παραβιάζουν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό τους κανόνες δικαίου που έχουν οι ίδιες κυρώσει με διεθνείς συνθήκες. Μήπως έχει φθάσει ο καιρός να εφαρμοστούν οι κανόνες, όχι μέσα από την πολιτική των κανονιοφόρων, αλλά με την προσφυγή στο όπλο του Δικαίου;

Ένας από τους πλέον αναπάντεχους κι ενδιαφέροντες καρπούς της «αραβικής άνοιξης» είναι, χωρίς αμφιβολία, το σχέδιο για την ίδρυση ενός Διεθνούς Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η ιδέα προέκυψε από την πικρία που αισθάνθηκε ο Μόνσεφ Μαρζούκι, ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τυνησίας (ο οποίος αναμένει τη δημιουργία σταθερών θεσμών στη χώρα, τους οποίους οφείλει να θεσπίσει η Συντακτική Εθνοσυνέλευση), όταν βρέθηκε απέναντι στα αδιέξοδα του διεθνούς δικαίου. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Ζινεντίν Μπεν Αλί, είδε να οργανώνονται εκλογές κάτω από συνθήκες κατατρομοκράτησης και νοθείας και τα σημαντικότερα κείμενα της διεθνούς νομοθεσίας, τα οποία υποτίθεται ότι εγγυώνται τις δημόσιες ελευθερίες, να αδυνατούν να προσφέρουν μια αποτελεσματική βοήθεια.

Είναι αλήθεια ότι –παρά το γεγονός ότι η δημοκρατία προβάλλεται ως οικουμενική αξία- η διεθνής κοινότητα δεν διαθέτει τα μέσα που απαιτούνται για την εφαρμογή της στην πράξη. Γι’ αυτόν τον λόγο, πρέπει να ξαναγίνει σήμερα η καλή πίστη κομβικό σημείο της πολιτικής και να υποχρεωθούν οι εκπρόσωποι των κρατών να εναρμονίζουν τις πράξεις τους με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει (1). Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, απαιτείται η δημιουργία ενός δικαστικού μηχανισμού, ο οποίος θα ελέγχει κατά πόσον οι συνταγματικές διατάξεις και πρακτικές των κρατών συμβαδίζουν με τα διεθνή πρότυπα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών. Η συγκεκριμένη εξέλιξη θα μπορούσε να συμβαδίζει και με το περιεχόμενο πολλών Συνταγμάτων, τα οποία διακηρύσσουν την ανωτερότητα του Διεθνούς Δικαίου πάνω στο εσωτερικό δίκαιο.

Εάν η καλή πίστη έχει κάποιο νόημα, αυτό προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι δεν πρέπει να επιθυμεί κανείς ένα πράγμα και ταυτόχρονα το αντίθετό του. Εάν η πλειονότητα των κρατών έχει κυρώσει διεθνείς συμβάσεις οι οποίες, για παράδειγμα, ορίζουν ότι «κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα: α) να συμμετέχει στις δημόσιες υποθέσεις, είτε άμεσα, είτε μέσω των εκπροσώπων του οι οποίοι εκλέγονται ελεύθερα • (…) γ) να έχει πρόσβαση, κάτω από γενικές συνθήκες ισότητας, στα δημόσια αξιώματα της χώρας του (2)», τότε, σε εθνικό επίπεδο, οι διατάξεις του Συντάγματος ή της εθνικής νομοθεσίας πρέπει να κατοχυρώνουν αυτά τα δικαιώματα και όχι να τα παρεμποδίζουν. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα κάθε ατόμου στην ελευθερία σκέψης, έκφρασης και θρησκευτικής λατρείας. Με βάση αυτή την αρχή, όλες οι θρησκείες θα έπρεπε να είναι σεβαστές, και ταυτόχρονα καμία από αυτές δεν θα έπρεπε να επιβάλλεται σε κανένα άτομο.

Κουλτούρα ατιμωρησίας

Τα κράτη ξεχνούν ότι δεσμεύονται από αυτά τα νομικά κείμενα που έχουν κυρώσει και τα θεωρούσαν ως τώρα απλά ευχολόγια. Κι αυτό, παρά το γεγονός του μεγάλου βαθμού αποδοχής των συμφωνιών: πράγματι, ανάμεσα στα κράτη που τις έχουν κυρώσει, συναντάμε «Λαϊκές Δημοκρατίες» της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, κράτη που ενδιαφέρονται περισσότερο για τη θρησκευτική κατήχηση των υπηκόων τους και πολύ λιγότερο για τις ελευθερίες τους, καθώς και ανοιχτές δικτατορίες. Όσο για τα δυτικά κράτη που φουσκώνουν από υπερηφάνεια επειδή υπήρξαν οι πρωτεργάτες αυτών των διεθνών νομικών κειμένων, τα αντιμετωπίζουν περισσότερο ως βιτρίνα που τους επιτρέπει να εμφανίζονται ως ενάρετα κράτη και λιγότερο ως μια πραγματική δέσμευση η οποία παράγει έννομες συνέπειες για τις εθνικές τους πολιτικές.

Η υποβάθμιση των συνθηκών κάτω από τις οποίες πραγματοποιούνται οι εκλογές σε ολόκληρο τον κόσμο, κυρίως μέσα από τη χειραγώγηση των αποτελεσμάτων ή την αμφιλεγόμενη χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών, η κατάσταση στις φυλακές που αποτελεί σε ολόκληρο τον κόσμο μια τεράστια παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι ξένοι, πολύ συχνά κατά παράβαση των διατάξεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όλα αυτά τα ζητήματα διέπονται από συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις ή από διοικητικές πράξεις των κρατών, τα οποία αγνοούν επιδεικτικά τις διεθνείς συμφωνίες τις οποίες έχουν υπογράψει.

Το διεθνές δίκαιο δεν διαθέτει μέσα για να αποφεύγονται παρόμοιες καταστάσεις. Το γεγονός οφείλεται στη μεγάλη αντίφαση που βρίσκεται στο κέντρο της Χάρτας του ΟΗΕ, η οποία εμπόδισε την ανάπτυξη μιας παγκόσμιας κοινότητας οικοδομημένης πάνω στα θεμέλια των αξιών. Από τη μια πλευρά, διακηρύσσει την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου, ενώ, από την άλλη, εγγυάται μια αντίληψη περί εθνικής κυριαρχίας, η οποία αντιτίθεται σε κάθε πρόοδο προς την κατεύθυνση ενός οικουμενικού διεθνούς δικαίου. Κι όταν το διεθνές δίκαιο αποπειράται να επιβληθεί πάνω στα εθνικά κυρίαρχα κράτη, το πράττει με διστακτικό τρόπο, γνωρίζοντας ότι αυτά έχουν τον τελευταίο λόγο. Αυτό είχε συνέπεια να εδραιωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο μια κουλτούρα ατιμωρησίας. Κανένα διεθνές δικαστικό όργανο δεν είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο της εφαρμογής των δημοκρατικών αρχών από τα κράτη. Και τα υπάρχοντα διεθνή δικαστικά όργανα, δεν έχουν αυτήν ακριβώς την αποστολή και έχουν περιορισμένη εμβέλεια.

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει αρμοδιότητα μονάχα εάν προσφύγουν σε αυτό από κοινού τα δύο κράτη που έχουν κάποια διαφορά, ωστόσο, τίποτε δεν μπορεί να τα υποχρεώσει να πράξουν κάτι τέτοιο. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, το οποίο θεωρήθηκε μεγάλη πρόοδος, έχει ως μοναδική αποστολή την τιμωρία των διεθνών εγκλημάτων, ενώ η εμβέλειά του περιορίζεται σημαντικά από το γεγονός ότι ορισμένες εξαιρετικά ισχυρές χώρες δεν έχουν αναγνωρίσει την αρμοδιότητά του. Μονάχα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελεί υποχρεωτικό θεσμό για τα κράτη της ηπείρου και έχει την εξουσία να τα καταδικάζει για τις παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Χάρτας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ωστόσο, πρόκειται για ένα περιφερειακό δικαστήριο, με περιορισμένη γεωγραφική εμβέλεια. Έτσι, στην παγκόσμια θεσμική αρχιτεκτονική παρατηρείται ένα σημαντικό κενό. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έρχεται το σχέδιο που προτείνει η Τυνησία, για να συμπληρώσει ορισμένες πλευρές του.

Η πρωτοτυπία του δικαστηρίου του οποίου προτείνεται η συγκρότηση, συνίσταται στο γεγονός ότι επικεντρώνεται ταυτόχρονα στις δημόσιες ελευθερίες –που είναι συνυφασμένες με τη δημοκρατία- και στα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία ακριβώς εγγυάται η δημοκρατία. Έτσι, η υπεράσπιση της δημοκρατίας βρίσκεται στην καρδιά του σχεδίου. Οι υπάρχοντες διεθνείς οργανισμοί –οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ελάχιστα δημοκρατικοί- έχουν κάνει περιορισμένες προσπάθειες για να υπάρξει μεγαλύτερος σεβασμός των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από τα κράτη. Το Συμβούλιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, χωρίς να ξεχνάμε και τους περιφερειακούς οργανισμούς, δεν διαθέτουν πραγματικές δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Ωστόσο, οι νομικοί κανόνες που προκύπτουν από τα σύμφωνα του ΟΗΕ ή από άλλες συμβάσεις (για παράδειγμα, τη Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού ή εκείνη για τα δικαιώματα των μεταναστών), καθώς επίσης και από τα πολυάριθμα ψηφίσματα του ΟΗΕ που καθιερώνουν την αρχή της δημοκρατικής νομιμότητας και περιγράφουν αναλυτικά τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τα κράτη, αποτελούν σήμερα ένα διεθνές συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο. Το δικαστήριο που προτείνεται από το σχέδιο της Τυνησίας αποσκοπεί στην εφαρμογή αυτού ακριβώς του πλαισίου.

Το δικαστήριο θα μπορούσε να εφαρμόσει τις αρχές και τους κανόνες που αφορούν τη δημοκρατία και τις δημόσιες ελευθερίες με δύο τρόπους: αναλαμβάνοντας συμβουλευτικό ρόλο αλλά και επιλαμβανόμενο δικαστικώς των υποθέσεων παραβιάσεων. Όσον αφορά τον πρώτο, θα μπορούσαν να ζητήσουν τη γνωμοδότησή του διάφοροι φορείς (διεθνείς οργανισμοί οικουμενικής ή περιφερειακής εμβέλειας, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, πολιτικά κόμματα, ενώσεις πολιτών, επαγγελματικές οργανώσεις, ακόμα και τα ίδια τα κράτη), οι οποίοι ανησυχούν ότι επίκειται μια κατάσταση που αντιβαίνει στις δημοκρατικές αρχές. Συνεπώς, οι πάντες θα μπορούσαν να υποβάλλουν σε αυτό το δικαστήριο προσχέδια νομοθετικών κειμένων ή κείμενα τα οποία έχουν σχέση με τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το δε δικαστήριο θα εξέδιδε μια αιτιολογημένη γνωμοδότηση, αξιολογώντας κατά πόσον το κείμενο που του έχει υποβληθεί είναι συμβατό με τους κανόνες που αφορούν τη δημοκρατία και τις δημόσιες ελευθερίες.

Όσον αφορά τη δικαστική εξέταση των παραβιάσεων από το δικαστήριο, θα μπορούσαν να προσφύγουν σε αυτό μεμονωμένα άτομα (υπό τον όρο ότι η προσφυγή τους θα συνοδεύεται από έναν αριθμό υπογραφών που υποστηρίζουν το αίτημά τους), η ολομέλεια οργάνων διεθνών οργανισμών οικουμενικής ή περιφερειακής εμβέλειας, αλλά και ΜΚΟ. Όλοι αυτοί θα μπορούσαν να παραπέμψουν ενώπιον του δικαστηρίου οποιαδήποτε προσβολή των δημοκρατικών αρχών και των δημοκρατικών συνθηκών κάτω από τις οποίες διεξάγονται οι εκλογές, είτε αυτή συνίσταται σε συγκεκριμένες ενέργειες, είτε σε νομικές πράξεις. Έτσι, το εγκαλούμενο κράτος θα εξαναγκαζόταν να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του δικαστηρίου.

Προτείνεται οι δικαστές που θα στελεχώσουν το δικαστήριο να είναι είκοσι ένας –ή και περισσότεροι, εάν η επιτυχία του δικαστηρίου το απαιτήσει. Για να αποφευχθεί η άσκηση πολιτικής επιρροής από τα κράτη πάνω στους δικαστές, προτείνεται να επιλέγονται μέσα από μια διαδικασία η οποία θα ακολουθεί τρία στάδια. Τα κράτη θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στη σύνταξη της πρώτης –ευρύτερης- λίστας των υποψηφίων δικαστών: κάθε κράτος θα έχει τη δυνατότητα να προτείνει ένα όνομα. Στη συνέχεια, ο κατάλογος θα υποβάλλεται σε ένα εκλεκτορικό σώμα, το οποίο θα αποτελείται από δικαστές του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, καθώς επίσης και από μέλη της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ, δηλαδή από άτομα που έχουν την καλύτερη δυνατή γνώση, τόσο του διεθνούς δικαίου, όσο και του κόσμου των νομικών που ειδικεύονται στα διεθνή ζητήματα. Το εκλεκτορικό σώμα θα συντάξει έναν κατάλογο σαράντα δύο ονομάτων, στον οποίο θα περιλαμβάνονται οι πλέον ικανοί και ακέραιοι υποψήφιοι. Τέλος, η γενική συνέλευση του ΟΗΕ θα αναλάβει να επιλέξει από αυτήν τη μικρότερη λίστα τούς εικοσιέναν δικαστές.

Δεν απειλείται η εθνική κυριαρχία

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι μονίμως γκρινιάρηδες θα αρχίσουν να επικαλούνται πλήθος εμποδίων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αντιτείνουν ότι υπάρχουν ήδη -ανάλογα με τη χώρα ή τις μεγάλες γεωγραφικές περιφέρειες του πλανήτη- δυνατότητες προσφυγής, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Το επιχείρημα δεν αποδεικνύεται αρκετό για να πεισθούμε ότι είναι περιττή η δημιουργία του προτεινόμενου δικαστηρίου, καθώς –μέχρι σήμερα- δεν έχει υπάρξει καμία επιβολή κυρώσεων για παραβιάσεις του διεθνούς συνταγματικού κανονιστικού πλαισίου. Οι περιφερειακές ενώσεις (Αφρικανική και Παναμερικανική) προβλέπουν πολιτικές κυρώσεις (αναστολή της ιδιότητας μέλους ή αποβολή από τον οργανισμό), οι οποίες ωστόσο περιορίζονται στα πραξικοπήματα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προχωρήσει περισσότερο: τα άρθρα 2 και 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπουν κυρώσεις για την παραβίαση των δημοκρατικών αρχών γενικά και οι συμφωνίες σύνδεσης τρίτων χωρών με την Ε.Ε. περιλαμβάνουν μια δημοκρατική ρήτρα η οποία –θεωρητικά τουλάχιστον- προβλέπει την αναστολή της συμφωνίας σε περίπτωση παραβίασης. Συνεπώς, το σχέδιο για τη δημιουργία του δικαστηρίου πρέπει να συνδυάσει και να συναρθρώσει τον νέο δικαστικό μηχανισμό με όσους ήδη υπάρχουν. Και φυσικά, είναι αυτονόητο ότι για να προσφύγει κάποιος στο δικαστήριο, πρέπει να έχει ήδη εξαντλήσει όλα τα ένδικα μέσα που του προσφέρει το εθνικό δικαστικό σύστημα. Κατά τον ίδιο τρόπο, πρέπει να προβλεφθεί η σύνδεση των νομικών διαδικασιών του με εκείνες των περιφερειακών διεθνών οργανισμών, όπου υπάρχουν οργανισμοί αυτού του είδους.

Είναι βέβαιο ότι θα προβληθεί το επιχείρημα ότι πρέπει να γίνει σεβαστή η εθνική κυριαρχία των κρατών. Όμως, στην πραγματικότητα, σε πολλές χώρες όπου οι πολίτες έχουν την τάση να υποκύπτουν στον πειρασμό των –επικίνδυνα- εθνικιστικών ιδεολογιών, ξεχνούν πολύ συχνά την παρακάτω αλήθεια: αν κάτι μπορεί να τους προστατέψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αυτό είναι η πρόοδος του διεθνούς δικαίου –η οποία μάλιστα ελέγχεται με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο-, και όχι η υποχώρησή του. Πόσω μάλλον που οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι, όσο κι αν η ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου περιορίζει το πεδίο της εθνικής κυριαρχίας, αυτό ακριβώς το διεθνές δίκαιο είναι προϊόν μιας συμφωνίας στην οποία κατέληξαν οι φορείς της εθνικής κυριαρχίας. Με το σχέδιο για τη συγκρότηση ενός Διεθνούς Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν απειλείται η εθνική κυριαρχία των κρατών, προκύπτει μονάχα η απαίτηση να γίνονται σεβαστές οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει αυτά ακριβώς τα κράτη ασκώντας πλήρως την εθνική τους κυριαρχία.

Η Αφρικανική Ένωση έχει ήδη εκδώσει ένα ψήφισμα με το οποίο υποστηρίζει το σχέδιο. Θα παρουσιαστεί στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ μέσα στο φθινόπωρο του 2013. Οι πολίτες του κόσμου, οι οποίοι ενδιαφέρονται να υπάρξει πραγματική πρόοδος της δημοκρατίας έχουν μεγάλη ευθύνη: να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του σχεδίου από αυτό που αποκαλούμε «κοινωνία των πολιτών», αλλά και από τους εθνικούς θεσμούς και τα πολιτικά κόμματα που είναι προσηλωμένα στην πραγματική πρόοδο της δημοκρατίας. Το μόνο που θα απομένει πλέον στα κράτη θα είναι να υιοθετήσουν το σχέδιο ή να παραδεχθούν ξεδιάντροπα την κακοπιστία τους στον συγκεκριμένο τομέα.

Monique Chemillier-Gendreau

Διακεκριμένη καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης στο πανεπιστήμιο Paris 7 – Dennis Diderot.
Παπακριβόπουλος Βασίλης (μτφ)

(1Άρθρο 26 της Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των διεθνών συνθηκών της 29ης Μαΐου 1969: «Pacta sunt servanda («οι συνθήκες οφείλεται να γίνονται σεβαστές»). Κάθε συνθήκη η οποία βρίσκεται σε ισχύ, δεσμεύει τα μέρη και οφείλεται να εκτελείται από αυτά με καλή πίστη. Η σύμβαση κυρώθηκε από 113 χώρες αλλά θεωρείται ότι έχει κωδικοποιήσει κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου, με αποτέλεσμα να έχει κανονιστική αξία ακόμα και απέναντι στις χώρες οι οποίες δεν έχουν ρητά προσχωρήσει σε αυτήν.

(2Άρθρο 25 του Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα.

Μοιραστείτε το άρθρο