el | fr | en | +
Accéder au menu

ΗΠΑ

Εκτροπή προς την αστυνομοκρατία

Κανείς δεν εξεπλάγη μαθαίνοντας ότι η Ουάσιγκτον διέθετε ένα πανίσχυρο σύστημα κατασκοπίας, ωστόσο η αποκάλυψη της έκτασής του από τον τεχνικό πληροφορικής Έντουαρντ Σνόουντεν πυροδότησε ένα σκάνδαλο πλανητικών διαστάσεων. Στις ΗΠΑ, το νέο έγινε δεκτό μάλλον με απάθεια. Πάει πια ο καιρός που οι υποθέσεις των τηλεφωνικών υποκλοπών ξεσήκωναν την οργή του κόσμου, των μέσων ενημέρωσης και των… επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών.

Οι πληροφορίες που έδωσε στη δημοσιότητα ο Έντουαρντ Σνόουντεν για την έκταση του προγράμματος ηλεκτρονικής επιτήρησης της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας (ΝSΑ) θέτουν το ερώτημα της παρείσφρησης των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών στη ζωή των πολιτών. Πέρα, όμως, από την καταγραφή των δεδομένων που διακινούνται μέσα από τις τηλεφωνικές γραμμές και την πλοήγηση στο Ίντερνετ, καθώς και των στοιχείων των χρηστών, η υπόθεση αναδεικνύει και μια άλλη πτυχή της πραγματικότητας, εξίσου ανησυχητική: είναι πολύ πιθανόν ότι η πλειονότητα των Αμερικανών επιδοκιμάζει τον έλεγχο των ιδιωτικών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Washington Post, μερικές ημέρες μετά τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν, το 56% των πολιτών θεωρεί ότι το πρόγραμμα επιτήρησης Prism είναι «αποδεκτό», ενώ το 45% πιστεύει ότι, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το κράτος «οφείλει να επιτηρεί τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οποιουδήποτε ατόμου». Το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης ελάχιστα εκπλήσσει: εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια, μέσα ενημέρωσης, εμπειρογνώμονες και πολιτικοί ηγέτες δεν παύουν να παρουσιάζουν τις παρακολουθήσεις ως αναγκαίο όπλο στον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία».

Η συναίνεση απέναντι στην κατασκοπία δεν υπήρχε ανέκαθεν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μερικές εβδομάδες πριν από το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2011, η εφημερίδα USA Today είχε τον εξής τίτλο: «4 Αμερικανοί στους 10 δεν εμπιστεύονται το FBI» (20 Ιουνίου 2001). Οι διαδοχικές έρευνες που πραγματοποιούσε επί δεκαετίες το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης φανέρωναν τη σφοδρή αντίθεση της κοινωνίας στις τηλεφωνικές υποκλοπές που πραγματοποιούσαν οι αρχές. Μάλιστα, την περίοδο 1971 – 2001, το ποσοστό καχυποψίας απέναντι στις αρχές κυμαινόταν μεταξύ 70% και 80%. Όμως, τα τρομοκρατικά χτυπήματα ενάντια στο World Trade Center και στο Πεντάγωνο, και στη συνέχεια ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» που εξαπέλυσε ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους, προκάλεσαν αλλαγή της κατάστασης, οδηγώντας τους Αμερικανούς να ξεχάσουν τη διαχρονική αντίθεσή τους στην παρακολούθηση των πολιτών.

Το 1877, σε ολόκληρο τον πλανήτη υπήρχε μονάχα μία τηλεφωνική γραμμή, η οποία συνέδεε 778 τηλεφωνικές συσκευές μεταξύ Βοστόνης και Σάλεμ (Μασαχουσέτη). Όμως, η τεχνολογία έμελλε να εξαπλωθεί με ταχύ ρυθμό. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ένας Αμερικανός στους χίλιους διαθέτει τηλέφωνο. Είκοσι χρόνια αργότερα, αυτό το ποσοστό έχει περάσει στο 1%, ενώ στα μέσα του αιώνα το ένα τρίτο του πληθυσμού διαθέτει τηλεφωνική σύνδεση. Σήμερα, στις ΗΠΑ υπάρχουν περισσότερα τηλέφωνα παρά κάτοικοι. Πριν από την ανάδυση της οπτικής ίνας και των κινητών τηλεφώνων, οι τηλεφωνικές υποκλοπές απαιτούσαν ελάχιστα εξελιγμένα τεχνικά μέσα και χαμηλό επίπεδο συνενοχής των εταιρειών τηλεφωνίας. Για να καταγραφεί μια συνομιλία που πραγματοποιείτο μέσω μιας τηλεφωνικής γραμμής με χάλκινο καλώδιο, αρκούσε να έχει κανείς πρόσβαση στο καλώδιο και να διαθέτει έναν «κοριό».

Λαθραία διακίνηση αλκοόλ και τηλεφωνικές υποκλοπές

Τα πρώτα σκάνδαλα υποκλοπών έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η συγκεκριμένη πρακτική –η οποία αποδοκιμαζόταν από την κοινωνία- αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε το Κογκρέσο την κήρυξε παράνομη, παρά την υπαρκτή απειλή που αποτελούσαν οι ξένοι κατάσκοποι. Μετά τη λήξη του πολέμου, αρκετές πολιτείες ακολούθησαν το παράδειγμα του Κογκρέσου, υιοθετώντας νομοθετικές ρυθμίσεις που περιόριζαν τις δυνατότητες πραγματοποίησης παρακολουθήσεων από τις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις.

Βέβαια, όλα αυτά δεν απέτρεψαν τη διαιώνιση αυτών των πρακτικών. Κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης (1919-1933), δεδομένου ότι η ομοσπονδιακή αστυνομία και οι τοπικές αστυνομικές δυνάμεις επιθυμούσαν να παρακολουθούν τους παράνομους διακινητές αλκοόλ, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το τηλέφωνο για να φέρνουν σε επαφή τους παραγωγούς, τους διανομείς και τους πωλητές οινοπνευματωδών, παραβίαζαν τακτικά τη σχετική νομοθεσία και κατέγραφαν τις τηλεφωνικές συνομιλίες. Με την υποστήριξη της κοινής γνώμης, ο Γενικός Εισαγγελέας των Ηνωμένων Πολιτειών, Χάρλαν Φ. Στόουν, ευαισθητοποιήθηκε ως προς αυτό το ζήτημα και απαγόρευσε, το 1924, στο υπουργείο Δικαιοσύνης να πραγματοποιεί υποκλοπές. Χαμένος κόπος: καθώς το υπουργείο Οικονομικών και το Γραφείο Ερευνών (πρόγονος του FBI) διαφωνούσαν με την εντολή, συνέχισαν μυστικά τις δραστηριότητές τους.

Δύο χρόνια αργότερα, ένα νέο σκάνδαλο ξανάφερε αυτό το ζήτημα κάτω από τους προβολείς της δημοσιότητας. Στο Σιάτλ, δύο ομοσπονδιακοί πράκτορες κατασκοπεύουν τις συζητήσεις του πρώην υπαστυνόμου Ρόι Όλμστεντ, ο οποίος πλέον διακινεί παράνομα ρούμι. Παρά την παράνομη φύση των υποκλοπών, η Δικαιοσύνη κρίνει υπέρ της Αστυνομίας και καταδικάζει τον Όλμστεντ. Η απόφαση προκαλεί αντιδράσεις στους διαδρόμους των δικαστηρίων. Ο δικαστής Φρανκ Ράντκιν δήλωσε με αυτήν την ευκαιρία, ότι η εγκληματική απειλή δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσει τις παράνομες πρακτικές της Αστυνομίας: «Κανένας ομοσπονδιακός πράκτορας δεν έχει το δικαίωμα να ακούει τις τηλεφωνικές συνομιλίες συμπολιτών του και να τις χρησιμοποιεί εναντίον του. Παρόμοιες ενέργειες είναι αξιοθρήνητες και απαράδεκτες. Εάν τις αποδεχθούμε, αυτό ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι οι πρόγονοί μας απέτυχαν να δημιουργήσουν –γι’ αυτούς και για τα παιδιά τους- ένα κράτος το οποίο θα εγγυάται την ελευθερία και την ευημερία» (1).

Το 1928, η υπόθεση Όλμστεντ παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών. Μάλιστα, μαζί με τους πολέμιους των υποκλοπών συντάχθηκαν και επιχειρήσεις, όπως η Pacific Telephone and Telegraph Company του Σιάτλ, η οποία εξέδωσε μια ανακοίνωση με την οποία υπερασπιζόταν το δικαίωμα των λαθρεμπόρων να συζητούν χωρίς να κατασκοπεύονται: «Όταν δύο τηλεφωνικές γραμμές συνδέονται με το τηλεφωνικό κέντρο της εταιρείας, υποτίθεται ότι προορίζονται για την εξυπηρέτηση των χρηστών τους και, με αυτήν την έννοια, τους ανήκουν αποκλειστικά. Ένας τρίτος που παρακολουθεί τη γραμμή παραβιάζει ταυτόχρονα, τόσο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας των χρηστών, όσο και εκείνο της τηλεφωνικής εταιρείας» (2). Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε σήμερα έναν πάροχο Ίντερνετ ή μια επιχείρηση του κλάδου των τηλεπικοινωνιών να υπερασπίζεται το δικαίωμα των πελατών της στην ιδιωτική ζωή. Οι Facebook, Google και MSN, τις οποίες κατηγορεί ο Σνόουντεν, προσποιούνται ότι δεν γνωρίζουν τίποτε για τις παραβιάσεις της ιδιωτικότητας…

Τελικά, το Ανώτατο Δικαστήριο –με έξι ψήφους έναντι τεσσάρων- δεν δικαίωσε τον Όλμστεντ. Ένας από τους δικαστές, ο Λούις Μπραντέις, εξέφρασε τη σφοδρή αντίθεσή του σε αυτήν την απόφαση: Κατά τη γνώμη του, «το έγκλημα είναι μεταδοτικό. Εάν το κράτος παρανομεί, ενθαρρύνει και τους πολίτες να πράξουν το ίδιο, τους καλεί στην αναρχία. Το να δηλώνει κανείς ότι στο πλαίσιο της καταπολέμησης του εγκλήματος ο σκοπός αγιάζει τα μέσα –δηλαδή ότι το κράτος μπορεί να διαπράττει εγκλήματα για να επιτύχει την καταδίκη ενός εγκληματία- θα έχει τρομερές συνέπειες. Το Ανώτατο Δικαστήριο οφείλει να αντιταχθεί σθεναρά σε αυτό το ολέθριο δόγμα» (3).

Η οπτική των Αμερικανών αλλάζει τη δεκαετία του ΄40. Αφενός, εξαιτίας του πολέμου, και, αφετέρου, επειδή το τηλέφωνο δεν αποτελεί πλέον προνόμιο μιας ελίτ την οποία οι δικαστές συναναστρέφονται και προσπαθούν να προστατεύσουν, αλλά γίνεται προσιτό και στις λαϊκές τάξεις. Αυτό οδηγεί τις αρχές να επανεξετάσουν το ζήτημα της νομιμότητας των υποκλοπών. Λίγο πριν από την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο, ο διευθυντής του FBI, Τζον Έντγκαρ Χούβερ, απαιτεί από το Κογκρέσο να αναγνωρίσει στην υπηρεσία του ακόμα ευρύτερες αρμοδιότητες για διεξαγωγή παρακολουθήσεων των τηλεφωνικών συνομιλιών. Παρά την αντίθεση του Τζέιμς Φλάι, του προέδρου της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC), ο Φραγκλίνος Ντ. Ρούσβελτ δίνει μυστικά άδεια στο υπουργείο Δικαιοσύνης να επιτηρεί τα «ανατρεπτικά στοιχεία» και όσους είναι ύποπτοι για κατασκοπία.

Καθώς η άποψή του για το τι αποτελεί «ανατρεπτική δραστηριότητα» είναι ευρύτατη, ο Χούβερ δεν χρησιμοποιεί τις νεοαποκτηθείσες αρμοδιότητές του για να διεξαγάγει έρευνες για τον εντοπισμό των ναζί. Ο βοηθός του, Ουίλιαμ Σάλιβαν, θα διηγηθεί ότι, κατά τη διάρκεια του πολέμου, το FBI πραγματοποιούσε τακτικά υποκλοπές χωρίς να διαθέτει εισαγγελική άδεια: «Δεδομένου ότι διακυβευόταν το μέλλον της χώρας, η άδεια της Ουάσιγκτον δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια άχρηστη τυπική διαδικασία. Πολλά χρόνια μετά [το τέλος του πολέμου], το FBI συνέχιζε να υποκλέπτει τηλεφωνικές συνομιλίες χωρίς να έχει εξασφαλίσει την άδεια του Γενικού Εισαγγελέα». Με άλλα λόγια, η ιστορία των υποκλοπών στις Ηνωμένες Πολιτείες εξελίσσεται σταδιακά προς την εκτροπή από το δημοκρατικό πλαίσιο, καθώς οι πράκτορες του FBI παρέκλιναν σταδιακά από την αποστολή τους –τον εντοπισμό των φιλοναζιστών- κι άρχισαν να παρακολουθούν αδιακρίτως ακτιβιστές που υπερασπίζονταν τα πολιτικά δικαιώματα, ηγετικές προσωπικότητες του συνδικαλιστικού κινήματος, κοινωνικούς λειτουργούς, προοδευτικούς χριστιανούς κι άτομα που υποπτεύονταν ότι ήταν κομμουνιστές.

Από το 1950, όταν ο γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι δρομολόγησε το κυνήγι μαγισσών, το FBI επωφελήθηκε από τους φόβους που προκαλούσε ο Ψυχρός Πόλεμος για να επεκτείνει τις τηλεφωνικές υποκλοπές του. Και μάλιστα, παρά την αντίθεση της Δικαιοσύνης, η οποία αρνείται να αποδεχθεί τις παραβιάσεις του δικαίου. Έτσι, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της έφεσης της Τζούντιθ Κόπλον, η οποία κατηγορούνταν ότι είναι πράκτορας της KGB, το FBI αποκάλυψε ότι είχε μαγνητοφωνήσει τις τηλεφωνικές συνομιλίες της κατηγορούμενης με τον δικηγόρο της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ακυρώσει το δικαστήριο την ποινή που της είχε επιβληθεί πρωτόδικα.

Τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Χούβερ και το σκάνδαλο του Γουοτεργκέιτ που ξέσπασε το 1972, έφεραν και νέες αποκαλύψεις για την παρείσφρηση του FBI και της CIA στην ιδιωτική ζωή των Αμερικανών. Το 1975, οι επιτροπές Τσερτς και Πάικ (4) αποκάλυψαν τις ευρύτατες εκστρατείες παρακολούθησης των πολιτών που εμπλέκονταν σε απόλυτα νόμιμες πολιτικές δραστηριότητες. Παρά την εξέγερση της κοινής γνώμης, όμως, το Κογκρέσο εγκατέλειψε πολύ σύντομα τις έρευνες.

Οι καταστροφικές συνέπειες του Patriot Act

Νέο σκάνδαλο, το 1978. Κατά τη διάρκεια της εξέτασής του από την υποεπιτροπή της Γερουσίας για τις υπηρεσίες πληροφοριών, ο Ντέιβιντ Γουότερς, μηχανικός τηλεπικοινωνιών ο οποίος είχε στο παρελθόν εργαστεί στη CIA, δήλωσε ότι η NSA επιτηρεί και καταγράφει χιλιάδες τηλεφωνικές συνομιλίες, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στο εξωτερικό. Η μαρτυρία του προκάλεσε την οργή της κοινής γνώμης, η οποία όμως δεν έφερε το παραμικρό αποτέλεσμα: τον Οκτώβριο του 1978, ο πρόεδρος Τζέιμς Κάρτερ εξέδωσε τον Foreign Intelligence Surveillance Act (FISA), ο οποίος καθιερώνει ένα μυστικό νομικό σύστημα για την προώθηση της «εθνικής ασφάλειας». Ήταν μια νίκη του μικρόκοσμου των υπηρεσιών πληροφοριών, ο οποίος αγωνιζόταν πολλά χρόνια για τη νομιμοποίηση των υποκλοπών. Ο αριθμός των αδειών που εκδίδονταν στο πλαίσιο αυτού του νόμου δεν έπαψε να αυξάνεται (από 322 το 1980, σε 2.224 το 2006), ενώ ο αριθμός των απορριπτικών απαντήσεων ήταν πραγματικά γελοίος: μονάχα 5 για 22.990 αιτήματα υποκλοπών, την περίοδο 1979-2006.

Όσο για το Ιντερνετ, αρχικά χρησιμοποιούνταν μονάχα από τους στρατιωτικούς και από τους πανεπιστημιακούς ερευνητές: έτσι, προβλήματα προέκυψαν μετά το άνοιγμά του στο ευρύ κοινό. Μέχρι την έκδοση του Electronic Communications Privacy Act (ECPA), το 1986, η υποκλοπή των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που διακινούνταν μέσω τηλεφωνικών γραμμών ήταν νόμιμη. Με αυτόν τον νόμο, οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες απέκτησαν το ίδιο καθεστώς νομικής προστασίας με εκείνο των τηλεφωνικών συνομιλιών.

Το 1994, πολλοί Αμερικανοί κατήγγειλαν τον Digital Telephony Act, ο οποίος επιβάλλει την υιοθέτηση των οπτικών ινών, έτσι ώστε να διευκολύνονται οι υποκλοπές, για τις οποίες δίδεται άδεια από τα δικαστήρια. Η Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες (ACLU) και το Κέντρο Ενημέρωσης για την Ιδιωτικότητα στις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (EPIC) οργανώνουν την αντίδραση σε αυτό το νομοσχέδιο. Σε ολόκληρη τη χώρα αποστέλλονται επιστολές στις εφημερίδες για να καταγγελθεί η καταπάτηση των ελευθεριών από αυτόν τον νόμο. Όμως, από την εποχή της δίκης του Όλμστεντ, οι καιροί έχουν αλλάξει: η βιομηχανία των τηλεπικοινωνιών υποστηρίζει θερμά τον Digital Telephony Act και τελικά ο νόμος ψηφίζεται. Χωρίς να το συνειδητοποιεί ιδιαίτερα η κοινή γνώμη, οι κυβερνήσεις Ρίγκαν, Μπους πατρός και Κλίντον επιτρέπουν την ολοένα μεγαλύτερη προσφυγή στις υποκλοπές, καθώς και τη συγκέντρωση προσωπικών δεδομένων από τις επιχειρήσεις. Και η Δικαιοσύνη δεν βρίσκει τίποτε το μεμπτό σε όλα αυτά.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ξεσπούν νέα σκάνδαλα. Η NSA κατηγορείται ότι παρακολουθεί διεθνείς τηλεφωνικές γραμμές και χρησιμοποιεί υπολογιστές για την ανάλυση λέξεων κλειδιών. Ταυτόχρονα, αρχίζει μια σειρά από δίκες για να αποφασιστεί κατά πόσον τα επαγγελματικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου θα πρέπει να απολαμβάνουν του ιδίου επιπέδου προστασία με τις επιστολές και τις τηλεφωνικές συνομιλίες. Οι περισσότεροι δικαστές αγνοούν εντελώς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το διαδίκτυο και δυσκολεύονται να κατανοήσουν γιατί η ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου θα πρέπει να καλύπτεται από το ίδιο καθεστώς εμπιστευτικότητας που ισχύει για τις τηλεφωνικές συνομιλίες.

Εάν, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η δικαστική εξουσία είχε θεωρήσει ότι τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι κάτι περισσότερο από ηλεκτρονικοί φάκελοι, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν σήμερα μια πολύ διαφορετική χώρα. Στην προειδοποίηση που απηύθυνε κατά τη διάρκεια της δίκης Όλμστεντ ο δικαστής Μπράντεϊς, είχε παραλληλίσει το τηλέφωνο με την ταχυδρομική επιστολή: «Δεν υπάρχει πραγματική διαφορά ανάμεσα σε μια σφραγισμένη επιστολή και σε ένα ιδιωτικό τηλεφωνικό μήνυμα». Όμως, στον κόσμο που αναδύθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες να προστατευθούν τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου χάρη σε έναν παρόμοιο συλλογισμό…

Πράγματι, ο Patriot Act της 26ης Οκτωβρίου του 2001 κατήργησε ορισμένους νομικούς περιορισμούς που είχε θέσει η Επιτροπή Τσερτς στις τηλεφωνικές υποκλοπές που πραγματοποιούνται από τις ομοσπονδιακές αρχές. Ο νόμος προχώρησε, επίσης, στην άρση των περιορισμών που εμπόδιζαν τις υπηρεσίες πληροφοριών να κατασκοπεύουν τους Αμερικανούς πολίτες, ενέκρινε τη χρήση κοριών με τους οποίους επιτυγχάνεται η καταγραφή των μετακινήσεων και επέτρεψε τον μαζικό έλεγχο των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και των λοιπών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται στο διαδίκτυο. Το 2003, με τη δημιουργία του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας (Department of Homeland Security), το αμερικανικό κράτος απέκτησε μια συγκεντρωτική υπηρεσία, η οποία συντονίζει τις επιχειρήσεις συγκέντρωσης πληροφοριών, χρησιμοποιώντας μέσα τα οποία ο Χούβερ δεν είχε καν τολμήσει να ονειρευτεί. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνει ένα πρωτοφανές επίπεδο επιτήρησης των ατόμων.

Έναν αιώνα μετά τη σφοδρή αντίθεσή της στις παρακολουθήσεις, η αμερικανική κοινωνία παραιτήθηκε σιγά σιγά από το δικαίωμά της στην εμπιστευτικότητα των επικοινωνιών. Για μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού η οποία ξεχνάει το παρελθόν, ο φόβος της τρομοκρατίας, ο οποίος καλλιεργείται έντεχνα, αλλά και η υπόσχεση ότι θα γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα των «αθώων», αποδείχθηκαν ισχυρότερα από την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των πολιτικών ελευθεριών.

David Price

Kαθηγητής ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο Saint Martin, στο Λέισεϊ της Washington DC. Συγγραφέας του Weaponizing Anthropology: Social Science in Service of the Militarized State, AK Press, Οκλαντ (Καλιφόρνια), 2011.
Παπακριβόπουλος Βασίλης (μτφ)

(1«Minority opinion on the appeal of the Olmstead defendants», Εφετείο των Ηνωμένων Πολιτειών για την 9η Περιφέρεια, 9-5-1927.

(2«Amicus curiae brief of telephone companies submitted to the Supreme Court in Olmstead v. United States», Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, 1928.

(3«Dissenting opinion of justice Louis D. Brandeis in Olmstead v. United States», Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, 1928.

(4Η πρώτη, από το όνομα του Δημοκρατικού γερουσιαστή Frank Church, ο οποίος είχε αντιταχθεί στον Ρίτσαρντ Νίξον, συγκροτήθηκε μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου του Γουοτεργκέιτ, για να ερευνήσει τις δραστηριότητες της CIA. Η δεύτερη, από το όνομα του –επίσης Δημοκρατικού- βουλευτή Otis Pike, ήταν η αντίστοιχη επιτροπή του Κογκρέσου.

Μοιραστείτε το άρθρο