Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2013, την ημέρα της Ντιάντα, της εθνικής καταλανικής εορτής, η Βαρκελώνη πλημμύρισε από ένα κύμα χρυσοκόκκινων σημαιών. Στην Πλάθα Καταλούνια, η Άννα Φέρι, μια σαραντάχρονη εκπαιδευτικός, κατευθύνει τα άτομα που ήρθαν να σχηματίσουν τη «via catalana», την αλυσίδα των 400.000 ατόμων που διασχίζει την επαρχία από τον Βορρά προς τον Νότο. Ο στόχος της Εθνικής Καταλανικής Συνέλευσης (ANC), μιας συλλογικότητας που αριθμεί 30.000 μέλη, ήταν να «αποκτήσει διεθνή προβολή η ιδέα της αυτονομίας της Καταλονίας». «Όλος ο κόσμος οφείλει να είναι στη θέση του στις 5.14 μ.μ.», τονίζει η Άννα Φέρι. Η επιλογή της ώρας παραπέμπει στις 11 Σεπτεμβρίου του 1714, ημερομηνία κατά την οποία έλαβε τέλος η ανεξαρτησία της Καταλονίας μετά από την κατάληψη της Βαρκελώνης από τον Φίλιππο του Ανζού, κατά τη διάρκεια του Πολέμου για τη Διαδοχή της Ισπανίας (1). Η Φέρι εξηγεί ότι ανέκαθεν θεωρούσε εαυτόν αυτονομίστρια, χωρίς ωστόσο και να στρατευθεί σε αυτήν την υπόθεση, καθώς το πολιτικό ιδανικό της ανήκε στη σφαίρα της ουτοπίας. Γι’ αυτήν, η μεγάλη ανατροπή συνέβη τον Μάρτιο του 2012, όταν δημιουργήθηκε η ANC. Πεπεισμένη στο εξής ότι «όλα αλλάζουν με ταχύτατο ρυθμό», η Φέρι έγινε πολιτική συντονίστρια του κινήματος στη συνοικία της.
Σύμφωνα με τη Μαρία Ντομίνγκεζ, κοινωνιολόγο στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης, «για πρώτη φορά μετά τη μετάβαση στη Δημοκρατία, το 1975, (2) ο αγώνας για την αναγνώριση της εθνικής κυριαρχίας της Καταλονίας γίνεται αντιληπτός ως ένας αγώνας των πολιτών που πηγάζει από τη βάση, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκεται να μετατραπεί σε μαζικό αγώνα». Προηγουμένως, οι περισσότερες από τις θεσμικές πρωτοβουλίες προωθούνταν από την Generalitat, την κυβέρνηση της αυτόνομης κοινότητας της Καταλονίας (3). Μετά τη νίκη του (δεξιού) Λαϊκού Κόμματος του Χοσέ Μαρία Αθνάρ, το 2000, οι σχέσεις με τη Μαδρίτη εντάθηκαν, καθώς ο πρωθυπουργός δεν δίσταζε να επιδεικνύει χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό έναν ανοιχτό και έντονο καστιλιάνικο εθνικισμό. Οι τοπικές πολιτικές ελίτ καταγγέλλουν τα όρια που θέτει το Σύνταγμα του 1979 και προτείνουν το Estatut, ένα νέο νομικό καθεστώς για την Καταλονία. Το κείμενο υιοθετεί τις διεκδικήσεις του Ζορντί Πουζόλ, προέδρου της Generalitat από το 1980 έως το 2003 και πραγματικού συμβόλου του καταλανικού αυτονομιστικού κινήματος. Προβλέπει κατά κύριο λόγο το τέλος της φορολογικής αλληλεγγύης απέναντι στην κεντρική εξουσία, η οποία, κατά τη γνώμη των αυτονομιστών, επιβαρύνει την καταλανική οικονομία. Πράγματι, η Ισπανία των αυτόνομων περιοχών είναι ένα καθεστώς ασύμμετρης αποκέντρωσης, στο οποίο ορισμένες περιφέρειες απολαμβάνουν διαφορετικού επιπέδου μεταφορά αρμοδιοτήτων. Οι Καταλανοί ζητούν σήμερα το ίδιο καθεστώς που απολαμβάνει η Περιοχή των Βάσκων και η Ναβάρα, οι οποίες εισπράττουν και παρακρατούν ελεύθερα τον φόρο εισοδήματος που καταβάλλουν οι πολίτες και οι εταιρείες, με βάση τα «fors», ένα σύνολο πολύπλοκων φορολογικών διατάξεων (4) που τους παραχώρησε ο βασιλιάς Φερδινάνδος Β’ ο Καθολικός (5).
«Είμαστε ένα έθνος»
Το 2010 σημειώθηκε μια νέα εξέλιξη: το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας της Καταλονίας ξέφυγε από τα στενά κοινοβουλευτικά πλαίσια στα οποία κινούνταν μέχρι τότε, όταν το ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε αρκετά άρθρα του Estatut και κυρίως κάθε αναφορά στο «καταλανικό έθνος», παρά το γεγονός ότι το κείμενο είχε εγκριθεί από το 73% των ψηφοφόρων της περιφέρειας. Σύμφωνα με την Άννα Φέρι, «η Μαδρίτη δεν σεβάστηκε την ψήφο μας. Είχαμε την αίσθηση ότι σφετερίστηκαν τα δικαιώματά μας». Έγιναν μεγάλες διαδηλώσεις, με αποκορύφωμα την πορεία της 10ης Ιουλίου του 2010, η οποία οργανώθηκε από την Omnium Cultural, έναν σύλλογο για την προβολή της καταλανικής γλώσσας και ταυτότητας, στην οποία συμμετείχαν ενάμισι εκατομμύριο άτομα. Με εξαίρεση το Λαϊκό Κόμμα, τα περισσότερα καταλανικά κόμματα υποστήριξαν την πρωτοβουλία, η οποία έγινε γνωστή με την ονομασία «Som une nacio. Nosaltres decidim» (Είμαστε ένα έθνος. Εμείς αποφασίζουμε).
Η Καταλονία είναι η πλουσιότερη περιφέρεια της Ισπανίας: το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της ανά κάτοικο, ύψους 27.430 ευρώ το 2012, είναι υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο (22.700 ευρώ) αλλά και από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (25.134 ευρώ). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η οικονομία αποτελεί σημαντικό παράγοντα στον οποίο στηρίζεται η δυναμική που έχει αποκτήσει η εθνική ταυτότητα, οι διαδηλώσεις του 2010 φανερώνουν ότι το γλωσσικό ζήτημα συνεχίζει να αποτελεί την κινητήρια δύναμη του καταλανικού εθνικισμού. Επιπλέον, η προβολή της καταλανικής ταυτότητας εντάσσεται σε μια ιστορικοπολιτική προοπτική που ανατρέχει στον 9ο αιώνα, όχι απαραίτητα με ευθύγραμμο τρόπο, αλλά η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο του σύνθετου χαρακτήρα του ισπανικού Στέμματος, το οποίο συγκροτήθηκε από το Βασίλειο της Καστίλης και από το Βασίλειο της Αραγονίας και της Καταλονίας. Από τον 17ο αιώνα, στην Καταλονία ανακηρύχθηκε τέσσερις φορές η Δημοκρατία (6). Μετά την προσάρτηση στη Γαλλία, την εποχή του Ναπολέοντα (οπότε και αντιστοιχούσε σε τέσσερις νομούς του γαλλικού κράτους), η ένταση της βιομηχανικής επανάστασης στην Καταλονία δημιούργησε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα τις συνθήκες για την ανάδυση, αφενός της Renaixença, ενός πολιτιστικού κινήματος που εντασσόταν στον ευρωπαϊκό ρομαντισμό, και, αφετέρου, του συνδικαλισμού και του αναρχισμού, μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο (1936-1939). Όλα αυτά συνέβαλαν στη διαφοροποίηση του καταλανικού στοιχείου. Αντίθετα, η συντηρητική εθνικιστική και καθολική ιδεολογία που προσπάθησε να επιβάλει το φρανκικό καθεστώς μέσα από τη στρατιωτική καταστολή, απονομιμοποίησε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον ισπανικό εθνικισμό.
Από το 2008, η κρίση ανέδειξε το ζήτημα του καταλανικού φορολογικού ελλείμματος. Σύμφωνα με την Generalitat, ναι μεν η αυτόνομη κοινότητα της Καταλονίας είναι η πλουσιότερη της χώρας, αλλά είναι επίσης και η πλέον υπερχρεωμένη, επειδή καταβάλλει υπερβολικά πολλά χρήματα στο ισπανικό κράτος. Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται θεμιτό να αναδιανέμεται ένα μέρος του καταλανικού πλούτου στην Εστραμαδούρα, στη φτωχότερη περιφέρεια της Ισπανίας, στην οποία το 2012 το ΑΕΠ ανά κάτοικο ανερχόταν στα 15.394 ευρώ. Ωστόσο, οι κανόνες της φορολογικής αναδιανομής καθορίστηκαν από συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων και από τον συνυπολογισμό των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων, κυρίως του ρόλου που διαδραμάτισαν οι Καταλανοί εθνικιστές στη μετάβαση στη Δημοκρατία. Με άλλα λόγια, όπως σχολιάζει ο Ματιέ Πετιτόμ, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μπεζανσόν, ειδικός στο ζήτημα των μειονοτήτων της Ισπανίας, η αλληλεγγύη στο εσωτερικό του ισπανικού έθνους «είναι ένα ζήτημα πολιτικό, σχετικό και υποκειμενικό». Εξάλλου, η πλειονότητα των οπαδών της ανεξαρτησίας της Καταλονίας φαντάζεται ότι μια ανεξάρτητη Καταλονία θα γινόταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα συμμετείχε στην οικονομική αλληλεγγύη η οποία οργανώνεται από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία.
Το 2012, τα καταλανικά λαϊκά κινήματα αποκτούν κυρίαρχο ρόλο στον δημόσιο διάλογο για την ανεξαρτησία, ο οποίος μέχρι τότε παρέμενε σε θεσμικό επίπεδο, και λαμβάνουν πρωτοφανείς διαστάσεις: δημιουργία της ANC, εκκλήσεις για πολιτική και φορολογική πολιτική, καινοτόμες προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση (7) και δημιουργία territori català lliure (ελεύθερου καταλανικού εδάφους), δηλαδή ένωση του ενός πέμπτου των κοινοτήτων της περιφέρειας, οι οποίες απορρίπτουν την ισπανική διοικητική εξουσία. Από εκείνη τη στιγμή, οι προτάσεις των αυτονομιστών διεισδύουν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η Εστελάντα, η καταλανική σημαία με το άστρο, κάνει μαζικά την εμφάνισή της στα παράθυρα, τόσο στα πιο απομακρυσμένα χωριά, όσο και στις μεγαλύτερες λεωφόρους της Βαρκελώνης και της Ταραγκόν. Σύμφωνα με το Centro de Investiciones Sociologicas (CIS), ένα ημιδημόσιο κέντρο ερευνών, το 75% των κατοίκων τάσσεται πλέον υπέρ της ανεξαρτησίας.
Ένα βαθύ κοινωνιολογικό ρήγμα
Έτσι, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2011, ημέρα του εορτασμού της Ντιάντα, ενάμισι εκατομμύριο άτομα παρελαύνουν στη Βαρκελώνη με το εξής σύνθημα: «Ένα νέο κράτος για την Ευρώπη». Όπως εξηγεί ο Ζοζέπ Κολομέρ, εκπαιδευτικός και μέλος του εκτελεστικού γραφείου της ANC, «στόχος μας ήταν να διεξαχθούν πρόωρες εκλογές, να υποχρεώσουμε το (τοπικό) Κοινοβούλιο να διακηρύξει την ανεξαρτησία της Καταλονίας και να διεκδικήσουμε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του καταλανικού λαού». Καταλανική πρωτοτυπία: στο όνομα του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση, το λαϊκό κίνημα επιβάλλει έναν νέο συσχετισμό δυνάμεων με την Generalitat και, συνεπώς, εμμέσως, με την κεντρική εξουσία της Μαδρίτης. Δύο ημέρες μετά την Ντιάντα, ο Αρτούρ Μας, πρόεδρος της Generalitat και ηγέτης της Convergència I Unió (CiU), της καταλανικής Δεξιάς, συμφώνησε με την ANC για τη διεξαγωγή πρόωρων περιφερειακών εκλογών, στις 28 Νοεμβρίου του 2012, τις οποίες μετέτρεψε σε δημοψήφισμα υπέρ της αυτοδιάθεσης. Παρά την υποχώρηση της CiU, η οποία έχασε τελικά επτά έδρες στο τοπικό Κοινοβούλιο (8), ο «καταλανισμός» βγήκε ενισχυμένος από τις εκλογές, χάρη στην αυξημένη απήχηση της Esquerra Republicana de Catalunya (ERC), του σημαντικότερου κόμματος της αυτονομιστικής Αριστεράς. Οι αυτονομιστές βουλευτές διατηρούν την απόλυτη πλειοψηφία με 83 έδρες στις 135.
Στην Κορνελά ντε Λομπρεγκά, ένα απρόσωπο «προάστιο-υπνωτήριο» στην περιφέρεια της Βαρκελώνης, αρκεί να τεντώσει κανείς τα’ αυτιά του για να κάνει έναν ολόκληρο γύρο της Ισπανίας ακούγοντας τις διάφορες ντοπιολαλιές. Πράγματι, την περίοδο 1950-1975, η αξιοθαύμαστη οικονομική ανάπτυξη της Καταλονίας προσέλκυσε 1.400.000 Ισπανούς, κυρίως από τις αγροτικές περιοχές της Ανδαλουσίας και της Γαλικίας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, σε αυτήν την εσωτερική μετανάστευση περιλαμβάνονταν επίσης και οι συμπαθούντες τον φρανκισμό, οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί σε καίριες θέσεις της δημόσιας διοίκησης, του κλήρου και του στρατού. Έτσι, παρά τις πολιτικές αφομοίωσης που προωθεί εδώ και τριάντα χρόνια η Generalitat, στην καταλανική κοινωνία εξακολουθεί να υφίσταται ένα βαθύ κοινωνιολογικό ρήγμα. Στην Κορνελά ντε Λομπρεγκά, οι εσωτερικοί μετανάστες που κατάγονται από τις υπόλοιπες περιφέρειες της Ιβηρικής Χερσονήσου και αποτελούν το 75% του πληθυσμού της συνοικίας, σπάνια χρησιμοποιούν την καταλανική γλώσσα –σχεδόν ποτέ- ενώ ψηφίζουν κατά κύριο λόγο το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Λαϊκό Κόμμα του Μαριάνο Ραχόι. Στην πράξη, η κοινοβουλευτική ζωή της Καταλονίας εξακολουθεί να καθίσταται πολύπλοκη από μια διπλή αντίθεση: αφενός μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς και, αφετέρου, υπέρ ή κατά της ανεξαρτησίας της Καταλονίας. Όμως, μετά τις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, τα πολιτικά κόμματα που μάχονται για την αναγνώριση της εθνικής κυριαρχίας της Καταλονίας –η CiU του προέδρου Μας και η ERC- ξεπέρασαν την ιστορική αντιπαλότητα μεταξύ τους, για να δηλώσουν, στις 23 Ιανουαρίου του 2013, ότι «ο καταλανικός λαός έχει στο εξής γίνει εθνικά κυρίαρχος, τόσο από πολιτική όσο και από νομική άποψη». Και, για πρώτη φορά, στις 11 Απριλίου του 2013, το καταλανικό Κοινοβούλιο έλαβε μέτρα για την προετοιμασία αυτής της εξέλιξης, όπως η συγκρότηση ενός Συμβουλίου Εθνικής Μετάβασης (Consell Assessor per a la Transició Nacional), το οποίο είναι επιφορτισμένο, αφενός, με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την αυτοδιάθεση, το 2014, και, αφετέρου, με τη μελέτη της βιωσιμότητας όλων των τομέων της νέας ανεξάρτητης Καταλονίας που θα προκύψει από αυτό.
Να πρόκειται άραγε για χρονολογική σύμπτωση ή για ιστορική καμπή της Γηραιάς Ηπείρου; Οι Σκοτσέζοι αυτονομιστές του Scottish National Party (SNP) έχουν συμφωνήσει με τον Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον για τη διεξαγωγή μέσα στο 2014 ενός δημοψηφίσματος για την αυτοδιάθεση της Σκωτίας. Φλάνδρα, Χώρα των Βάσκων, Γροιλανδία, Νότιο Τυρόλο κλπ: με την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, οι «περιφέρειες-έθνη» έχουν την τάση να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο είναι προγενέστερο των κοινωνικών εντάσεων που προκλήθηκαν από την οικονομική ύφεση στη ζώνη του ευρώ (9). Πράγματι, ήδη από το 1982, η Generalitat έχει δημιουργήσει τη δική της ομάδα άσκησης οικονομικής πίεσης στις Βρυξέλες, την Καταλανική Εργοδοσία (10). Μετά την ένταξη της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, το 1986, η Καταλονία μετατράπηκε σε ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα της Ευρώπης των Περιφερειών, δραστηριοποιούμενη έντονα στη Σύνοδο των Περιφερειών της Ευρώπης, στην Επιτροπή των Περιφερειών, στο δίκτυο Eurocities και στο «ευρωπαϊκό τέθριππο» (11).
Αυτή η «παραδιπλωματία» κορυφώθηκε τον Νοέμβριο του 2012, με τη δημιουργία του Συμβουλίου Δημόσιας Διπλωματίας της Καταλονίας (Diplocat), το οποίο οργάνωσε στη (φημισμένη) Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού έναν κύκλο συζητήσεων για το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση. Όταν ο αρχηγός της ισπανικής κυβέρνησης βρίσκεται αντιμέτωπος με ερωτήσεις που αφορούν αυτήν τη δυναμική, συνηθίζει να δηλώνει ότι, «για να υπάρχεις πραγματικά ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη, πρέπει να είσαι μεγάλος. Οι μικροί δεν μετράνε καθόλου». Πράγματι, η Βαρκελώνη προσκρούει στην έλλειψη ευρωπαϊκής αναγνώρισης, καθώς πολλές χώρες φοβούνται τα δικά τους αυτονομιστικά κινήματα, ενώ η Μαδρίτη επικαλείται τακτικά το άρθρο 4.2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να σέβεται «την εδαφική ακεραιότητα των μελών της». Εξάλλου, με μια επιστολή που απηύθυνε στην ισπανική κυβέρνηση τον Οκτώβριο του 2012, η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βίβιαν Ρέντινγκ δικαίωνε τις απόψεις της Μαδρίτης. Και στις 16 Σεπτεμβρίου του 2013, η Πία Αχρεκίλντε, εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας των Βρυξελών, επιβεβαίωνε ότι στην περίπτωση μιας ανεξάρτητης Καταλονίας θα είχαμε «ένα κράτος διαχωρισμένο από την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, στο οποίο δεν θα εφαρμόζονταν οι ευρωπαϊκές συνθήκες». Ωστόσο, σύμφωνα με τον Άλεξ Σάλμοντ, πρωθυπουργό της Σκωτίας, «εάν η Σκωτία αποσχιζόταν από το Ηνωμένο Βασίλειο, θα γινόταν αυτόματα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Πιο επιφυλακτικό, το ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο ανέστειλε στις 8 Μαΐου την ανακήρυξη της εθνικής κυριαρχίας της Καταλονίας της 23ης Ιανουαρίου, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές προηγούμενο από την εποχή της μετάβασης της χώρας στη Δημοκρατία, το 1975. Ο Αρτούρο Μας αντέδρασε έντονα: «Ο καταλανικός λαός δεν θα ανεχθεί να αγνοηθεί η θέλησή του, την οποία εξέφρασε μέσα από την κάλπη». Μέχρι πού είναι έτοιμος να προχωρήσει ο Μας; Υπάρχει άραγε κάποια κόκκινη γραμμή για την κυβέρνηση της Μαδρίτης; Ένα μονάχα πράγμα φαίνεται σίγουρο: η άσκηση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση προϋποθέτει στο εξής μια ιστορική ρήξη με τη στάση νομιμοφροσύνης που χαρακτήριζε τη CiU απέναντι στο ισπανικό κράτος. Όμως, εάν ένα μεγάλο τμήμα του καταλανικού οικονομικού κατεστημένου τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας, δείχνει εξίσου προβληματισμένο για τη σταθερότητα των αγορών. Όπως εξηγεί ο Κολομέρ, «γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η πρόοδος της διαδικασίας θα εξαρτηθεί από τη σημαντική κινητοποίηση των λαϊκών τάξεων της Καταλονίας». Από την πλευρά της, η ANC επιμένει: την 1η Ιουνίου του 2013 ξεκίνησε η εκστρατεία «Signa un vot per la independència» που αποσκοπεί να πιέσει το καταλανικό Κοινοβούλιο να οργανώσει ένα δημοψήφισμα για την αυτοδιάθεση της περιφέρειας πριν από τις 31 Μαΐου του 2014, το οποίο και θα αποτελέσει το πρελούδιο για τη μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας.
«Επιστροφή σε ένα τεχνο-φεουδαρχικό μοντέλο»
Στο Ρέους, μικρή εργατούπολη στα νότια της Ταραγκόν, σε μια συγκέντρωση της Candidatura d’Unitat Popular [(CUP)- «Υποψηφιότητα για τη Λαϊκή Ενότητα»], κόμματος της αυτονομιστικής καταλανικής άκρας Αριστεράς, ο ομιλητής καλεί επιδεικτικά σε φορολογική ανυπακοή. Αυτή η πρακτική που κάνει την εμφάνισή της ολοένα και συχνότερα, συνίσταται στο να πληρώνει κανείς τους φόρους του, όχι στην ισπανική κυβέρνηση, αλλά στην Generalitat. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 2012 για την ανάδειξη του καταλανικού κοινοβουλίου, η CUP εξέλεξε τρεις βουλευτές, οι οποίοι έκαναν μια εντυπωσιακή εμφάνιση στην Βουλή, τόσο με τις απόψεις τους για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία (κοινοβουλευτική θητεία η οποία δεν μπορεί να ανανεωθεί, θέσπιση ανώτατου ορίου για τις αποδοχές των βουλευτών του κόμματος), όσο και για την ελευθεροστομία τους και τις ενδυματολογικές επιλογές τους (T-shirt και σκουλαρίκια). Όπως μας εξηγεί ο τριαντάχρονος βουλευτής του κόμματος Ζόρντι Σαλβία, «στόχος μας δεν είναι η κατάκτηση της εξουσίας, αλλά η δημιουργία μιας δύναμης η οποία θα κάνει προτάσεις και θα ωθεί την καταλανική κυβέρνηση προς τη ρήξη. Η εθνική απελευθέρωση πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται και από μια διαδικασία κοινωνικής επανάστασης». Κατά τη γνώμη του, η είσοδος της CUP στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι υποχρέωσε την ERC, την καταλανική Αριστερά, να υιοθετήσει ένα λιγότερο σοσιαλδημοκρατικό οικονομικό πρόγραμμα.
Προφανώς, το ζήτημα του αναπτυξιακού μοντέλου έχει καίρια σημασία. Το γεγονός ότι η Καταλονία κατέχει το υψηλότερο ΑΕΠ της Ισπανίας δεν είναι και συνώνυμο ευημερίας για τον πληθυσμό της περιφέρειας. Μόνο στην πόλη της Βαρκελώνης, το ποσοστό των ατόμων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας ξεπερνάει το 29%. Το καταλανικό οικονομικό κατεστημένο συμμερίζεται τις απόψεις των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων Ξαβιέ Σάλα ι Μαρτίν και Ζόρντι Γκαλί και υπερασπίζεται ταυτόχρονα την επιλογή του «Δικού μας κράτους» αλλά και την ορθότητα των μέτρων λιτότητας, της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της «ελκυστικής φορολογίας». Από την άλλη πλευρά, η συμφωνία ανάμεσα στη CiU και στην ERC στηρίζεται στην αρχή ότι η ανεξαρτησία πρέπει να είναι αποτελεσματική τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τους εργαζόμενους. Και ο Άλμπερτ Καστελάνος, υπεύθυνος της ERC για τα οικονομικά ζητήματα, υποστηρίζει ότι «ανεξαρτησία δεν σημαίνει ότι πρέπει να συμμεριζόμαστε ή να υπερασπιζόμαστε τις πολιτικές ιδέες της καταλανικής αστικής τάξης, αλλά το να συνειδητοποιούμε ότι κι αυτή αποτελεί τμήμα της χώρας μας και μιας διαταξικής απελευθερωτικής διαδικασίας (12)».
Ο Ζεράρ Χόρτα, καθηγητής κοινωνικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, είναι επίσης και ιδιαίτερα ενεργό μέλος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Στα τέλη του περασμένου Μαΐου, κατέλαβε μαζί με άλλους πανεπιστημιακούς την πρυτανεία, για να καταγγείλει τη διάλυση του πανεπιστημιακού συστήματος: κατά τη γνώμη του, πρόκειται για μια οπισθοδρόμηση, η οποία προετοιμάζει την «επιστροφή σε ένα τεχνο-φεουδαρχικό μοντέλο». Η αναζωπύρωση των αυτονομιστικών ιδεών επωφελείται από την ολοένα μεγαλύτερη απόρριψη της «οικονομίας της οδύνης», δηλαδή –σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του βραβευμένου με «Νόμπελ Οικονομίας» Πολ Κρούγκμαν- της πολιτικής της λιτότητας. Κατά τη γνώμη του Χόρτα, η καταλανική Δεξιά ποτέ δεν θεώρησε ότι η ανεξαρτησία θα μπορούσε να αποτελέσει εργαλείο κοινωνικής χειραφέτησης: «Από τη στιγμή που η Καταλονία έχασε την ανεξαρτησία της πριν από περίπου τριακόσια χρόνια, η καταλανική αριστοκρατία και στη συνέχεια η καταλανική αστική τάξη, την περίοδο του 19ου και του 20ού αιώνα, συμμετείχαν στα αποικιοκρατικά σχέδια της καστιλιάνικης εξουσίας. Με την ανάδυση της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, δηλαδή της αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού, γινόμαστε μάρτυρες ενός συγκεντρωτισμού της εξουσίας. Η καταλανική ελίτ υπερασπίζεται σήμερα την επιλογή της ανεξαρτησίας, γιατί επιδιώκει να διαφυλάξει τα ταξικά της συμφέροντα, τα οποία απειλούνται από το γεγονός ότι η Μαδρίτη προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο της χώρας». Πράγματι, με πρόσχημα την κρίση, η ισπανική κυβέρνηση πραγματοποιεί μια επίθεση η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση του συγκεντρωτισμού στο πολιτικό και στο οικονομικό επίπεδο. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του τραπεζικού τομέα, εξαφανίζονται τα τοπικά ταμιευτήρια, τα οποία αποτελούσαν έναν σημαντικό οικονομικό μοχλό στον οποίο στηριζόταν η οικονομική ανεξαρτησία των περιοχών της χώρας.
Η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της Καταλονίας, οι οποίες εκπροσωπούνται από την εργοδοτική οργάνωση Petites i mitzanes empreses I els autònoms de Catalunya (Pimec), έχει ταχθεί υπέρ της δημιουργίας ενός «Δικού τους κράτους», καθώς η Καταλονία είναι η περιφέρεια της Ισπανίας η οποία επωφελήθηκε περισσότερο από την ευρωπαϊκή ενιαία αγορά. Μετά το 2011, οι εξαγωγές της προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξεπερνούν τις εξαγωγές της προς τις υπόλοιπες περιφέρειες της Ισπανίας (52,% έναντι 47,1%). Ο Ζοακίμ Γκέι ντε Μοντελά, διευθυντής του Foment del Treball, του Συνδέσμου Καταλανών Βιομηχάνων, προκάλεσε έκπληξη στις αρχές του Μαΐου του 2013, δηλώνοντας δημόσια ότι «στην ανεξαρτησία βλέπει πλεονεκτήματα». Οι μόνοι που αντιδρούν σε αυτήν την ιδέα είναι η πλειονότητα των πολύ μεγάλων χρηματοοικονομικών ομίλων, όπως η τράπεζα Caixa.
Η απόσχιση της Καταλονίας θα είχε τεράστιες συνέπειες για το βασίλειο της Ισπανίας, του οποίου το ΑΕΠ θα μειωνόταν κατά 20%• επιπλέον, θα μειωνόταν η σημασία του στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ θα έχανε και ένα μέρος του πολιτικού κύρους που διαθέτει στη Λατινική Αμερική. Επίσης, θα συνεπαγόταν τον κίνδυνο να δυναμιτιστεί η ενότητα της Ισπανίας, καθώς η Χώρα των Βάσκων, κατά κύριο λόγο, αλλά και άλλες «καταλανικές περιοχές», όπως οι Βαλεαρίδες Νήσοι (13), θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Καταλονίας. Όταν η κυβέρνηση Ραχόι βρέθηκε αντιμέτωπη με το καταλανικό ζήτημα, επέλεξε να συνεχίσει την αναστροφή της αποκέντρωσης και την επιστροφή στον συγκεντρωτισμό, διακινδυνεύοντας να ρίξει λάδι στη φωτιά των αυτονομιστικών διεκδικήσεων, οι οποίες τροφοδοτούνται και από τα σκάνδαλα διαφθοράς που ξεσπούν διαρκώς, φέρνοντας σε ολοένα πιο δυσχερή θέση το Λαϊκό Κόμμα. Ο ίδιος ο Ραχόι παρέμεινε εξαιρετικά διακριτικός ως προς το καταλανικό ζήτημα, αφήνοντας τη νεαρή αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Σοράγια Σάενθ ντε Σανταμαρία, να επαναλάβει άλλη μια φορά την επίσημη γραμμή: όχι στη συνταγματική μεταρρύθμιση που απαιτούν οι Σοσιαλιστές, όχι στο δημοψήφισμα που ζητούν οι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας. Πράγματι, στο εσωτερικό της ισπανικής Δεξιάς έχει πραγματοποιηθεί μια ριζική αλλαγή: η πολιτική τάση που ονομάστηκε νεοσυντηρητισμός επιδιώκει να επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη τις αρχές της πυγμής, του μεγαλείου του έθνους και της θρησκείας, ενώ ταυτόχρονα προωθεί ένα νεοφιλελεύθερο όραμα για την οικονομία: με λίγα λόγια, θυμίζει το Tea Party των Ηνωμένων Πολιτειών. Μάλιστα, το 2012, ο ευρωβουλευτής του Λαϊκού Κόμματος Αλέχο Βιντάλ-Κουάντρας έφθασε στο σημείο να αναφερθεί ακόμα και σε ένοπλη αντιπαράθεση. Όπως εξήγησε, «το άρθρο 8 του ισπανικού Συντάγματος αναθέτει στις ένοπλες δυνάμεις την υπεράσπιση της “εδαφικής ακεραιότητας” της Ισπανίας, γεγονός που επιτρέπει στην κεντρική κυβέρνηση να ανακτήσει τον έλεγχο μιας περιοχής». Αυτή η δήλωση που χαρακτηρίστηκε «μεταδικτατορική», προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων μέσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Ζαν Πιέρ Μασίας –εμπειρογνώμονα της Επιτροπής για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου, που έχει συγκροτήσει το Συμβούλιο της Ευρώπης- «οι περιφερειακές συγκρούσεις στην Ισπανία αποκαλύπτουν τα κενά και τις ελλείψεις του εκδημοκρατισμού της ισπανικής κοινωνίας». Αυτό που αποκλήθηκε μετάβαση στη δημοκρατία μετά τον θάνατο του Φράνκο αντιστοιχεί σε μια συναινετική θεσμική αλλαγή, κατά τη διάρκεια της οποίας η φασιστική ιδεολογία δεν δικάστηκε ποτέ. Έτσι, σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, ο «κοινωνιολογικός φρανκισμός» δεν παύει να κάνει διαρκώς αισθητή την εμφάνισή του: συγκλονιστικές εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας για τις παρεκτροπές της αστυνομίας (14), έλλειψη ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης (15), ατιμωρησία των πολιτικών που εμπλέκονται σε σκάνδαλα διαφθοράς ή –πιο πρόσφατα- πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης, Αλμπέρτο Ρουίζ-Γκαλαρντόν, για ποινικοποίηση των εκτρώσεων. Στην πράξη, στην Καταλονία, η ελπίδα για μια πραγματική δημοκρατική ρήξη είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με την επιθυμία για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας: όπως συμπεραίνει η Φέρι, «η Μαδρίτη συνεχίζει να ενεργεί με βάση μια στρατιωτικοθρησκευτική νοοτροπία αποικιοκράτη που προκαλεί τρόμο. Είναι πολύ σημαντικό να δημιουργήσουμε μια Καταλονία στην οποία οι άνθρωποι θα αισθάνονται ελεύθεροι να είναι Ισπανοί ή Καταλανοί, αλλά η οποία θα είναι απαλλαγμένη από τη “Μαύρη Ισπανία”».