Μαζί υποδέχονται τον επισκέπτη. Στο αριστερό μέρος της οθόνης, ο Ούγο Τσάβες, ο Ερνέστο Γκεβάρα, ο Μουαμάρ Καντάφι, ο Πατρίς Λουμούμπα και ο Τομάς Σανκαρά, καθώς και οι Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, Φιδέλ Κάστρο και Βλαντίμιρ Πούτιν. Στο δεξί μέρος, η Ζαν ντ’Αρκ και ο δημιουργός αυτών των επαφών τρίτου τύπου, ο Αλέν Σοράλ. Σε μαύρο φόντο, όλοι πλαισιώνουν το όνομα της ιστοσελίδας, Ισότητα και Συμφιλίωση (Egalité et Réconciliation –E&R), και το εμβληματικό του σύνθημα: «Αριστερά της εργασίας και Δεξιά των αξιών». Η ιστοσελίδα βρίσκεται στη 269η θέση της κατάταξης Alexa (θεωρείται αξιόπιστη), η οποία ιεραρχεί τις γαλλικές ιστοσελίδες με βάση τη διαδικτυακή κίνηση που προκαλούν. Η ιστοσελίδα του επιτυχημένου περιοδικού Télérama καταλαμβάνει τη 260η θέση...
Γκεβάρα και Πούτιν; Τσάβες και η «δεξιά των αξιών»; Τα σημεία αναφοράς είναι πια θολά στη σημερινή πολιτική συγκυρία. Ή, με άλλα λόγια, υπάρχει ιδεολογική σύγχυση. Ποιος είναι τι, αυτό είναι το μεγάλο θέμα. Τι σημαίνει να είσαι δεξιός; Τι σημαίνει να είσαι αριστερός;
Η Κίνηση Επιχειρήσεων Γαλλίας (Medef -το αντίστοιχο του ελληνικού ΣΕΒ) χειροκρότησε θερμά τον Γάλλο υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί, ο οποίος πήγε στο θερινό πανεπιστήμιο των εργοδοτών για να δηλώσει: «Πρέπει να είμαστε μαζί στη μάχη». Ο Αλέν ντε Μπενουάστ, συνιδρυτής της Ομάδας Έρευνας και Μελετών για τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό (Groupement de recherche et d’études pour la civilisation européenne - Grece), κεντρική φιγούρα του ρεύματος που ονομάστηκε «Νέα Δεξιά», δηλώνει υπέρ της εθνικοποίησης των τραπεζών, υπέρ της δημιουργίας ενός κοινωνικοποιημένου πιστωτικού συστήματος, υπέρ της άρνησης πληρωμής του χρέους, και στηρίζει τα επιχειρήματά του στους προοδευτικούς διανοούμενους Εμανουέλ Τοντ και Πέρι Άντερσον ή στους «Προσγειωμένους Οικονομολόγους» (1). Το Εθνικό Μέτωπο (FN) υποστηρίζει τον προστατευτισμό, από κοινού με μια μερίδα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, και κάνει λόγο, όπως και το Μέτωπο της Αριστεράς (Front de Gauche-FG), για «λαϊκή κυριαρχία».
Όταν, λοιπόν, συνδικαλιστικά στελέχη που ήταν κοντά στην Αριστερά, όταν μια κομμουνίστρια, υποψήφια με το Μέτωπο της Αριστεράς στις βουλευτικές εκλογές του 2012 στη Μασσαλία, επιλέγουν να εμφανιστούν κάτω από τη σημαία του Εθνικού Μετώπου, είναι ίσως δείγμα διανοητικής οκνηρίας να θεωρήσει κανείς ότι πρόκειται για αξιοπρόσεκτες, αλλά μεμονωμένες, μετατοπίσεις. Και, στη συνέχεια, να κατατάξει στην ίδια κατηγορία και τη μετακίνηση προς το Εθνικό Μέτωπο ενός καθόλου αμελητέου ποσοστού των ψηφοφόρων του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις τοπικές βουλευτικές εκλογές σε δύο γαλλικές περιφέρειες. Πρόκειται μάλλον για σημάδι βαθιάς σύγχυσης.
Τότε, λοιπόν, τι σημαίνει όλος αυτός ο κυκεώνας; Πρέπει, μαζί με τον Ζακ Ζιγιάρ, να προσεγγίσει κανείς το φαινόμενο ως υπερσυναισθηματική μετατόπιση, με φόντο «τον σκεπτικισμό απέναντι στους κυρίαρχους κύκλους, τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς» (2) ή ως επιλογή υπέρβασης των διαχωριστικών γραμμών, καθώς τα «άκρα» θα μπορούσαν, επιτέλους, να συναντηθούν με σωτήριο τρόπο; Έχοντας οριστεί εκ των προτέρων ως να «διατρέχουν οριζόντια τα πολιτικά ρεύματα» και ως εργαλεία αντίστασης στο «σύστημα», τα μηνιαία βίντεο που δημοσιεύει ο Σοράλ στην ιστοσελίδα του, της οποίας το κοινό σίγουρα δεν παραπέμπει σε μεμονωμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων (15 εκατομμύρια επισκέψεις για 382 βίντεο), επιτρέπουν να διευκρινιστεί το τι συμβαίνει.
Ο Σοράλ απευθύνεται, χωρίς να δεσμεύει κανέναν άλλον, στους καλοπροαίρετους πολίτες που προσπαθούν να καταλάβουν ορισμένα πράγματα μέσα σε αυτό το «μπουρδέλο» -έκφραση του ίδιου του Σοράλ. Φορώντας μακό μπλουζάκι, καθισμένος σε έναν καναπέ, αυθάδης και προσηλωμένος, ο Σοράλ εξηγεί την κατάσταση: την επικαιρότητα και την κατεύθυνση της ιστορίας. Το παρελθόν του μαρτυρά άνθρωπο με καλλιτεχνικές ευαισθησίες: αρκετές ταινίες, ένα μυθιστόρημα. Αλλά και με διανοητικό θάρρος, καθώς η πολιτική διαδρομή του ανταποκρίνεται στους πειρασμούς πολλών ανήσυχων πνευμάτων. Από τη (σύντομη, απ’ ό,τι φαίνεται) ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, τη δεκαετία του 1990, μέχρι την Αντισιωνιστική Λίστα, που ίδρυσε μαζί με τον κωμικό Ντιεντονέ για τις ευρωεκλογές του 2009, με μια ενδιάμεση στάση δύο χρόνων στο Εθνικό Μέτωπο (2007 έως 2009), ο Σοράλ διένυσε τη διαδρομή αυτή χωρίς τον φόβο της παραδοξότητας και των ρήξεων. Δηλώνει με ηρεμία την «κακεντρέχειά» του, όπως ακριβώς το έκανε ο δικηγόρος Ζακ Βερζές, τον οποίο αποχαιρέτισε στην κηδεία του (20 Αυγούστου 2013), πλάι στον πρώην σοσιαλιστή υπουργό Ρολάν Ντιμά, τον πρώην υπουργό της κυβέρνησης Μπαλαντίρ, Μισέλ Ρουσέν και τον Ντιεντονέ...
Ο Σοράλ, που, επιπλέον, είναι οπαδός των αθλημάτων μάχης (της πυγμαχίας, γαλλικής και αγγλικής), παρουσιάζεται, διακριτικά αλλά σταθερά, ως σύζευξη του αιώνιου έφηβου -που χαρακτηρίζεται, ως συνήθως, από την ένταση των προβληματισμών του, τον αντικομφορμισμό των δεσμεύσεων (και των αποδεσμεύσεών του)- και ενός σχεδόν μέσου ανθρώπου, ο οποίος ζει την ηρωική, αλλά και απαιτητική μοναξιά εκείνου που, χωρίς κόμμα, χωρίς στήριγμα, κόντρα σε όλους, προσπαθεί να δει καθαρά. Είμαστε μακριά από την εικόνα του πανεπιστημιακού στοχαστή ή του πολιτικού στελέχους. Γεγονός που διευκολύνει αρκετά την επιφανειακή ιδεολογική σταχυολόγηση, στην οποία προχωρούν αρκετοί χρήστες του Διαδικτύου, οι οποίοι στερούνται της κατάρτισης που κάποτε προσέφεραν κόμματα ή συνδικάτα και η οποία συγκροτούσε τη σκέψη των μελών τους.
Η ρητορική του Σοράλ οργανώνεται γύρω από κάποια συναισθήματα και έννοιες-κλειδιά: το αίσθημα αδυναμίας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και στην απώλεια της αυτονομίας μιας χώρας που έχει υποταχθεί στους ευρωπαϊκούς κανόνες, την ανησυχία μπροστά στην οικονομική και κοινωνική οπισθοδρόμηση, τη δυσφορία απέναντι στις αξίες μιας νεωτερικότητας που έχει αυτοαναγορευτεί προοδευτική, τη δυσκολία στη διαμόρφωση αφήγησης για ένα διαφορετικό μέλλον. Κάτω από την αιγίδα της τολμηρής συνάντησης μιας αγίας του πολέμου και πολιτικών ηγετών που δεν φημίζονται για τις συναινετικές αρετές τους, ο Σοράλ προσφέρει την ανάλυσή του και τις απαντήσεις του.
Η έμμονη ιδέα της ηθικής και του έθνους
Πρώτα απ’όλα, σημασία έχει να αγωνίζεται κανείς κατά της «παγκοσμιότητας», δηλαδή ενός «ιδεολογικού σχεδίου που αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας κυβέρνησης και, κατά συνέπεια, στην κατάλυση των εθνών με το πρόσχημα της οικουμενικής ειρήνης», με την όλη διαδικασία να περνά μέσα από την «ολοκληρωτική εμπορευματοποίηση της ανθρωπότητας» (3). Η «παγκοσμιότητα» αυτή αποτυπώνεται σε μια «ολιγαρχική κυριαρχία», η οποία καταπατά τη λαϊκή κυριαρχία και συντηρεί τον μύθο της παντοδυναμίας της αγοράς «σαν να μην ήταν η κυριαρχία αυτή πολιτική, σαν να μην ήταν αποτέλεσμα ενός συσχετισμού δυνάμεων, ενός ταξικού συσχετισμού» (βίντεο, Ιανουάριος 2013). Η απόδοση δικαιωμάτων στις «καταπιεσμένες μειονότητες» έρχεται, λοιπόν, να υποκαταστήσει τα συλλογικά κοινωνικά κεκτημένα και οδηγεί σε μια βαλκανοποίηση που απειλεί να πυροδοτήσει εμφύλιο πόλεμο: η πιο χειροπιαστή μαρτυρία της παρέκκλισης αυτής φέρεται να είναι «η φυλετική ανάγνωση των κοινωνικών σχέσεων», «“ντόπιοι” εναντίον “Αράβων”, στη βάση της κοινωνικής κλίμακας, παρά εργασία εναντίον κεφαλαίου», η οποία και μετατρέπει τους μουσουλμάνους σε «αποδιοπομπαίους τράγους».
Με λίγα λόγια, η παγκόσμια Νέα Τάξη, η οποία αποκαλείται και Αυτοκρατορία, επιθυμεί να θριαμβεύσει μια τυπική δημοκρατία, μια απλή «εξουσία των πλουσιότερων» (βίντεο, Μάιος 2013), με έμβλημα μια αφηρημένη ιδέα της ισότητας που θα υποκαθιστά «το ζήτημα της κοινωνικής ανισότητας, της ταξικής εκμετάλλευσης» με «ζητήματα κοινωνικού αποκλεισμού» (βίντεο, Μάιος-Ιούνιος 2013): η επίκληση των ανθρώπινων δικαιωμάτων αποτελεί φύλλο συκής.
Επομένως, ο Σοράλ προτείνει «να βγούμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να βγούμε από το ΝΑΤΟ και να ανακτήσουμε τον έλεγχο του νομίσματός μας» (...) «για να αποδώσουμε ξανά στη Γαλλία την εθνική της κυριαρχία και στη δημοκρατία λίγο από το νόημά της». Να αγωνιστούμε κατά της «ολιγωρίας των κρατών απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία». Και να επαναφέρουμε τον προστατευτισμό.
Καταλαβαίνει κανείς καλά πως η συγκεκριμένη ανάγνωση της γενικής κατάστασης δεν σοκάρει όσους θέλουν, όπως ο Σοράλ, να τελειώνουν με «την ολιγαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου πάνω στην ανθρώπινη εργασία». Ο Σοράλ, μάλιστα, θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ότι είναι, όχι όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, «μαρξιστής» -θα έπρεπε κανείς να είναι συστηματικά αφηρημένος για να παρασυρθεί- αλλά σε αναζήτηση μιας «γνήσιας Αριστεράς». Ειδικά εάν προστεθεί ότι καταδικάζει την αποικιοκρατία, «την προδοσία της Αριστεράς από τον γαλλικό οικουμενισμό», καθώς και τη νεοαποικιοκρατία, επιμένει στο γεγονός ότι η «ενορχήστρωση των εθνοτικο-θρησκευτικών εντάσεων» χρησιμεύει στον αποπροσανατολισμό της πάλης των τάξεων και, τέλος, επιθυμεί έναν πολυπολικό κόσμο. Ωστόσο, επικαλείται ελάχιστα τα κοινωνικά κινήματα ή την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, καθώς μοιάζει να εμπνέεται περισσότερο από την καταγγελία της «ιερής συμμαχίας μεταξύ της τραπεζικής Δεξιάς και της φιλελεύθερης Αριστεράς», την οποία νομιμοποιούν οι ελίτ και τα μέσα ενημέρωσης...
Αυτό συμβαίνει, γιατί η βασική εμμονή του είναι πολύ λιγότερο η κοινωνική δικαιοσύνη και πολύ περισσότερο η σωτηρία της Γαλλίας -«Ναι, λοιπόν, θέλω να σώσω τη Γαλλία» (βίντεο Σεπτεμβρίου 2012, 3ο μέρος)- και ό,τι θεωρεί ότι η Γαλλία εκπροσωπεί. Με άλλα λόγια, αποδίδει μικρότερη σημασία στην πολιτική από ό,τι στην ηθική, μικρότερη σημασία στην επανάσταση και μεγαλύτερη στο έθνος. Στην ηθική, για το νόημα που μπορεί να δώσει στην προσωπική ζωή. Στο έθνος, για το νόημα που μπορεί να δώσει στη συλλογική ζωή.
Μολονότι οι ταξικές σχέσεις αποτελούν θεματική που βρίσκει κανείς παντού στη ρητορική του Σοράλ, η μελέτη τους παραμένει αδύναμη. Γιατί ο πυρήνας της ανάλυσής του διέπεται από μια σύλληψη του ανθρώπου, την οποία ο νεοφιλελευθερισμός, που έχει μετατραπεί σε συνώνυμο της νεωτερικότητας, υποτίθεται ότι προσπαθεί να καταστρέψει. Ο βασικός εχθρός είναι όσα παροτρύνουν «στην παρορμητική κατανάλωση και στον ατομικισμό» (χάρτα της E&R), δηλαδή «η ιδεολογία του εμπορευματικού κόσμου». Πολύ περισσότερο από την εκμετάλλευση, αυτό που πρέπει να καταδικαστεί στον νεοφιλελευθερισμό είναι ότι παράγει «μια κοινωνία αφοσιωμένη στις παρορμήσεις της» (βίντεο, Μάιος 2013), προκαλώντας, έτσι, την αποδυνάμωση της έννοιας του συλλογικού και, επομένως, και της πολιτικής συνείδησης, μέσω της συστηματικής καλλιέργειας του εγωισμού, του πνεύματος του ανταγωνισμού, της αναζήτησης της ευχαρίστησης. Όμως, μόνο το έθνος είναι «σε θέση να προστατεύσει τους λαούς από τα κοσμοπολίτικα κέρδη, που δεν έχουν ούτε πατρίδα ούτε ηθική» και διαφθείρουν τις αξίες που υπερβαίνουν την απλή προσωπική ευχαρίστηση. Το λογικό άλμα είναι τεράστιο.
Επομένως, τίνος πράγματος το όνομα είναι εδώ το έθνος;
Προφανώς, για να «προστατεύσει τους λαούς», το έθνος πρέπει να ενσαρκώνει την άρνηση του εγωισμού και «των κοσμοπολίτικων κερδών». Πράγμα που προϋποθέτει, από τη μία πλευρά, ότι πρόκειται για κάποια μοναδική ουσία, για το πνεύμα που προσιδιάζει σε κάποια ιδιαίτερη κουλτούρα. Και, από την άλλη πλευρά, πρέπει να αποκλείει τον ανήθικο κοσμοπολίτη.
Ιερή παρέκκλιση. Από το αίτημα ανάκτησης της κυριαρχίας έναντι, μεταξύ άλλων, των υπερεθνικών κανόνων, φτάνει κανείς να καταφεύγει σε μια σχεδόν μυστικιστική έννοια, η οποία υποτίθεται ότι επιτρέπει, εάν υιοθετηθεί, τη δημιουργία «ενός μετώπου της εργασίας, πατριωτικού και λαϊκού, ενάντια σε όλα τα δίκτυα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και του παγκοσμιοποιημένου ακραίου νεοφιλελευθερισμού» (4). «Αδελφωμένη εθνική κοινότητα, με συνείδηση της ιστορίας και του πολιτισμού της», όπου συμμετέχουν «όσοι θέλουν να διατηρήσουν ό,τι καλό, μετρημένο και ανθρώπινο υπήρχε στην παράδοση», αυτή την ελληνοχριστιανική παράδοση, η οποία υποτίθεται ότι οδήγησε στην απαίτηση της πραγματικής ισότητας. Για να τελειώσουμε με τον υλισμό, πρέπει, σύμφωνα με τον Σοράλ, να ξαναβρούμε την πνευματική δύναμη που λειτουργούσε κάποτε ως αντίβαρό του και την οποία αντιπροσώπευαν τόσο η θρησκεία όσο και ο κομμουνισμός ή ο γαλλικός οικουμενισμός, την έννοια της αδελφοσύνης, τον σεβασμό προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους, τη συνείδηση ότι είμαστε άτομα που συνδέονται σε ένα σύνολο.
Κατά συνέπεια, το έθνος θα ήταν μια οντότητα αντικαπιταλιστική από τη φύση της, από την οποία αποκλείονται, κατά τα φαινόμενα, όλοι οι, συνειδητοί ή ασυνείδητοι, φορείς του νεοφιλελευθερισμού: στην Αριστερά, όσοι θεωρούν ότι η μάχη περιορίζεται στο ζήτημα της «νομικής ισότητας», στη Δεξιά, όσοι «θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους». Αυτό που έχει σημασία είναι η δυνατότητα υιοθέτησης κοινών αξιών, οι οποίες θα υπερβαίνουν τις ατομικές διαθέσεις και τα ατομικά χαρακτηριστικά. Έτσι, λίγη σημασία έχει ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, ο οποίος έχει γίνει «θρησκεία, η πιο φανατική από όλες», λίγη σημασία έχει η καταγωγή του πολίτη -οι Γάλλοι μουσουλμάνοι που έχουν ενσωματωθεί «αποτελούν ευκαιρία για τη Γαλλία», σε αντίθεση με «αυτή τη νέα γενιά κακομοίρηδων, που έχουν βγει από τα γκέτο όπου τους εκτόπισαν» (...) «και είναι φορείς μιας ιδεολογίας της εγκληματικότητας με αμερικανική νεοφιλελεύθερη προέλευση». Εχθρός της αδελφοσύνης είναι, επίσης, όποιος προτάσσει τη μειονοτική του ένταξη, στο όνομα της ισότητας «των θυμάτων», ο μη παραγωγικός, ο άπληστος, ο βολεμένος -ο ατομικιστής. Άρα, όλοι οι «προοδευτικοί» και όλοι οι «αντιδραστικοί» δεν αποτελούν δύο ομογενοποιημένες ομάδες.
Σημασία έχει να οριστούν οι αυθεντικοί συμμέτοχοι σε μια κοινωνία απελευθερωμένη από την αναπαράσταση του νεοφιλελεύθερου κόσμου: ο πραγματικός λαός, ο φορέας του πνεύματος του έθνους. Μακριά από τους ψεύτικους ανταγωνισμούς, μακριά από τις τετριμμένες διαχωριστικές γραμμές, ο πραγματικός λαός συμπεριλαμβάνει τη μικροαστική τάξη που μπορεί να βρίσκεται κοντά στο προλεταριάτο, τον μικροεπιχειρηματία που δεν υιοθετεί τις ίδιες πρακτικές με τη Medef. Όλοι μαζί, αγρότες, εργάτες, μικροεπιχειρηματίες... θα μπορέσουν να βαδίσουν προς μια «κοινωνία της αμοιβαιότητας των πολιτών-μικροπαραγωγών», καθώς, για τον καθένα, «η οικονομική και κοινωνική -άρα και πολιτική- υπευθυνότητα είναι αποτέλεσμα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής του». Ο Σοράλ δεν είναι μακριά από τον Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν ούτε από τον Πιέρ Πουζάντ. Είναι, όμως, πολύ μακριά από τον Καρλ Μαρξ.
Αυτή η «συμφιλιωμένη», αξιοπρεπής κοινωνία θα μπορούσε να αποτελέσει κοινό στόχο της αντι-νεοφιλελεύθερης Δεξιάς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς. «Υπάρχει μια ηθική Δεξιά που, αν το σκεφτούμε καλά, είναι σύμμαχος της οικονομικής και κοινωνικής Αριστεράς. Και, αντίθετα, υπάρχει μια ανήθικη Αριστερά, η οποία έχει αποδειχθεί ιδεολογική προϋπόθεση της οικονομικής Δεξιάς στην πιο πρόσφατη και πιο βάναυση μορφή της». «Αριστερά της εργασίας, Δεξιά των αξιών»: το σύνθημα της E&R αποκτά το πλήρες νόημά του. Στην κοινωνική Αριστερά ενσωματώνεται η έννοια της υπέρβασης που φέρουν οι αξίες του έθνους και η πάλη των τάξεων καταργείται μέσα σε μια πολύμορφη, αλλά ενωμένη κοινωνία.
Μένει να εξηγηθεί η νίκη του νεοφιλελευθερισμού, μεταξύ άλλων και η ιδεολογική επικράτησή του σε βάρος της ανήθικης Αριστεράς. Είναι πολύ απλό: οφείλεται στην αμερικανο-σιωνιστική συνωμοσία.
Εάν η δημοκρατία είναι προσχηματική, εάν οι θέσεις υπέρ του νεοφιλελευθερισμού διαδίδονται τόσο συστηματικά, εάν η αντιπολίτευση είναι τόσο συχνά αποδυναμωμένη, αυτό συμβαίνει επειδή σκοτεινά δίκτυα υποτίθεται ότι έχουν διεισδύσει σε όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων της... Αυτοκρατορίας, εξουδετερώνοντας ή διαφθείροντας την πολιτική δράση: από τα δείπνα των ελίτ (5) μέχρι τις «νέες μασονικές στοές για την υπερ-τάξη, δηλαδή τα think tanks τύπου Μπίλντερμπεργκ και Τριμερούς», η ολιγαρχία προετοιμάζει και τις μεθοδεύσεις της και την κοινή γνώμη, ενώ, από συνωμοσία σε συνωμοσία, δημιουργεί την τρομοκρατική απειλή με τους Δίδυμους Πύργους ή με τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Κάτι που δικαιολογεί την υποστήριξη του Σοράλ στο «Ισλάμ της αντίστασης» και τους συμμάχους του, που, μόνοι, αντιστέκονται στην παγκόσμια κυριαρχία της κάστας αυτής...
Στην καρδιά των συνωμοσιών βρίσκονται, σε συντονισμό με την αρπακτική Αμερική, οι «Εβραίοι», οι οποίοι, εάν δεν είναι περιπλανώμενοι, τουλάχιστον είναι από τη φύση τους ξένοι προς την έννοια του έθνους και, επιπλέον, ειδικεύονται στη συσσώρευση κεφαλαίου. Οι τράπεζες είναι εβραϊκές, ο Τύπος είναι εβραϊκός, οι καταστροφείς της εθνικής ενότητας είναι οι Εβραίοι... Ο Σοράλ τρέφει απέναντί τους ένα πραγματικά άσβεστο μίσος. Τους βλέπει παντού. Φυσικά, του είναι εύκολο να προτιμά να μιλά για αντισιωνισμό ή για αντίθεση στην πολιτική του Ισραήλ. Αλλά πρόκειται απλούστατα για αντισημιτισμό και όχι για την έκφραση υποστήριξης στον παλαιστινιακό λαό ή για κάποια εμφανή κλίση προς την υποτιθέμενη απελευθερωτική πρόκληση. Εάν επανεκδίδει τα κλασικά αντισημιτικά έργα (Edouard Drumont, La France juive, κτλ.) από τον εκδοτικό οίκο του, τον Kontre Kulture, είναι από φλογερή πεποίθηση. Καμία αμφιβολία.
Ωστόσο, αυτά τα μανιακά ξεσπάσματα δεν είναι αρκετά για να τον απαξιώσουν στα μάτια των οπαδών του. Κι αυτό, γιατί οι θεωρίες συνωμοσίας, των μασόνων, των Εβραίων, των Ιλουμινάτι και άλλων, παραπέμπουν στο τόσο διαδεδομένο σήμερα συναίσθημα αδυναμίας, το οποίο δεν μετριάζουν καθόλου οι, συχνές βέβαια, επιθέσεις κατά των ελίτ και της ολιγαρχίας. Αναμφίβολα, επίσης, γιατί, ορισμένες φορές, υπάρχουν συμφωνίες που κρατιούνται κρυφές (τι άλλο ήταν, για να μην μακρηγορήσει κανείς, οι σχέσεις ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και ορισμένα στοιχεία της χιλιανής εργοδοσίας στην προετοιμασία του πραξικοπήματος που ανέτρεψε τον Σαλβαδόρ Αλιέντε;). Αλλά έχει, έτσι κι αλλιώς, σημασία να αναρωτηθεί κανείς, εάν αυτός ο τύπος προβληματισμού, που εμφανίζεται πάνω απ’ όλα ηθικός, πάνω από κόμματα, αντικαπιταλιστικός και εθνικιστικός, δεν οδηγεί αρκετά συχνά σε έναν «φαιοκόκκινο» λαϊκισμό, ελάχιστα αντικαπιταλιστικό, αλλά με έντονα χαρακτηριστικά ξενοφοβίας, αν όχι φασισμού. Εάν πιστέψουμε την ιστορία, η απάντηση είναι ναι.
Θα ήταν, πάντως, επιπόλαιο να θεωρήσει κανείς ότι όσοι παρακολουθούν τον Σοράλ είναι όλοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο φασίστες. Θα ήταν εξίσου επιπόλαιο να μη δοθεί σημασία στα στοιχεία της ρητορικής του που «γεφυρώνουν» τα διφορούμενα, που διευκολύνουν την απόκλιση. Η ουσία των αναλύσεών του και των συνεπειών τους περιστρέφεται γύρω από τον παραλληλισμό των κοινωνικών ζητημάτων με τα ζητήματα κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς και γύρω από την επιστροφή στο έθνος: μια φαινομενικά συνεκτική οπτική των κοινωνικών και προσωπικών ερειπίων της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, η οποία απαλλάσσει τους χρήστες του Διαδικτύου από την ίδια τους την υποψία ότι έχουν γίνει θλιμμένοι αντιδραστικοί, κάνοντάς τους, ταυτόχρονα, να αναθαρρήσουν, νιώθοντας ότι ανήκουν σε μια μειοψηφία που, επιτέλους, είδε το φως. Επομένως, ίσως θα είχε ενδιαφέρον, για μια Αριστερά αποφασισμένη να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις πραγματικής κοινωνικής δικαιοσύνης, να υπενθυμίζει ότι τίποτε στη ρητορική και στους στόχους της δεν πρέπει να συνδέεται με τη ρητορική και τους στόχους της Ακροδεξιάς. Για να πετύχει κάτι τέτοιο, το καλύτερο θα ήταν να κάνει πιο ξεκάθαρη τη δική της ανάλυση για τα ζητήματα αυτά, ακόμη κι όταν θα προκαλεί συγκρούσεις στο εσωτερικό της.