el | fr | en | +
Accéder au menu

ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ

Ο πληθωρισμός και η φτώχεια πνίγουν τη χώρα στο πετρέλαιό της

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Βενεζουέλα πλήρωσε ένα μέρος των εισαγόμενων τροφίμων με κρατικά ομόλογα. Δείγμα ανησυχητικό για ενδεχόμενη έλλειψη συναλλάγματος. Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει κάνει απανωτούς εσφαλμένους χειρισμούς. Η χώρα, πάντως, η οποία διαθέτει από τα σημαντικότερα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο, παράλληλα υποφέρει εξαιτίας του πλούτου της: ένα σημαντικό εισόδημα βγαίνει από τα σύνορά της χωρίς να μπολιάζει την οικονομία της.

Κάτι δεν πάει καλά, είναι ολοφάνερο. Ατελείωτες ουρές στην είσοδο των καταστημάτων που πουλούν είδη βασικής ανάγκης, όπως γάλα, αλεύρι, λάδι ή χαρτί υγείας. Η παραοικονομία ανθίζει, οι πλανόδιοι πωλητές προσφέρουν τα ίδια αγαθά σε απαγορευτικές τιμές. Μπορεί οι Βενεζουελάνοι να πάσχουν εδώ και πολύ καιρό από συγκεκριμένες ελλείψεις, ωστόσο η επιδείνωση του κακού από τις αρχές του χρόνου κατέλαβε τους πάντες εξ απήνης. Πλήττει πια τόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ώστε να προστίθεται στα δομικά προβλήματα που προκαλούν διακοπές στην ύδρευση και στην ηλεκτροδότηση. Όσοι μπορούν, γεμίζουν τις μπανιέρες τους για να έχουν απόθεμα νερού και όλοι παρακαλούν να μη χάσουν ό,τι έχουν στο ψυγείο τους.

Τις τελευταίες εβδομάδες, η κυβέρνηση ανακοινώνει κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα νέα μέτρα, με τα οποία υπόσχεται ότι θα πατάξει τον πληθωρισμό και τις ελλείψεις. Η αιτία των δυσκολιών, καθώς και το ποια θα πρέπει να είναι η απάντηση, γίνονται αντικείμενο ένθερμων αντιπαραθέσεων. Ενώ η μπολιβαριανή κυβέρνηση καταγγέλλει ένα οικονομικό σαμποτάζ ενορχηστρωμένο από την αντιπολίτευση, τους επιχειρηματικούς κύκλους και την αμερικανική κυβέρνηση, η δεξιά στοχοποιεί την αμέλεια του προέδρου Νικολάς Μαδούρο και του επιτελείου του. Η διαμάχη, ωστόσο, ίσα που αγγίζει την καρδιά του προβλήματος, το οποίο συνοψίζεται στο ερώτημα με ποιον τρόπο θα έπρεπε η Βενεζουέλα, μια από τις σημαντικότερες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες στον πλανήτη, να διαχειριστεί τον πλούτο που αποκομίζει από τους φυσικούς της πόρους.

Πριν από την άφιξη του Ούγο Τσάβες στην εξουσία, το 1999, από τα τεράστια έσοδα που προέρχονταν από το μαύρο χρυσό ωφελούνταν μόνο οι πετρελαϊκές εταιρείες. Ο Τσάβες, από τη στιγμή που εξελέγη, αντέστρεψε αυτή την πολιτική, αφ’ ενός δίνοντας επίμονο αγώνα στους κόλπους του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγών Χωρών (ΟΠΕΚ) για να αυξηθεί η τιμή του πετρελαίου, αφ’ ετέρου αναγκάζοντας τις ιδιωτικές εταιρείες που το εκμεταλλεύονταν να πληρώσουν την οφειλή τους στο κοινωνικό σύνολο. Ενώ στο παρελθόν η βιομηχανία των υδρογονανθράκων στη Βενεζουέλα κατέβαλλε μόνο το 30% των κερδών της στα δημόσια ταμεία, το ποσοστό συμμετοχής της σκαρφάλωσε στο 70% μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν.

Αφότου ο κρατικός κορβανάς άρχισε να γεμίζει με πετροδολάρια και η αντιπολίτευση απέτυχε, το 2003, να μπλοκάρει την εξαγωγή πετρελαίου, στοχεύοντας με αυτόν τον τρόπο στην ανατροπή του Τσάβες, το ερώτημα ποιον θα πρέπει να υπηρετεί όλο αυτό το χρήμα και ποια νομισματική πολιτική είναι η καταλληλότερη, έχει γίνει ένα κρίσιμο διακύβευμα για το μέλλον της μπολιβαριανής επανάστασης. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να βάλει τα κεφάλαια στην άκρη για ώρα ανάγκης, όπως η Νορβηγία, να τα επενδύσει σε μεγάλα, επιβλητικά έργα υποδομής στα πρότυπα του Κατάρ ή μήπως, να τα διοχετεύσει σε κοινωνικά προγράμματα και στην καταπολέμηση της φτώχειας; Η νεοσύστατη μπολιβαριανή δημοκρατία επέλεξε την τρίτη λύση, συνδυάζοντάς τη με μια πολιτική ελέγχου στην αγορά συναλλάγματος, ούτως ώστε να φρενάρει την εκροή κεφαλαίων, κάτι που αποτέλεσε μείζονα πρόκληση για την κυβέρνηση μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος της αντιπολίτευσης, το 2002.

Σε συνδυασμό με τη δημογραφική αύξηση, η πολιτική αυτή επέτρεψε στους Βενεζουελάνους να καταναλώνουν κατά 50% περισσότερες θερμίδες σε σχέση με το 1998, μειώνοντας παράλληλα τις ανισότητες με ταχύτερους ρυθμούς από οπουδήποτε αλλού στην περιοχή. Ωστόσο, η ανακατανομή του εισοδήματος από το πετρέλαιο προς τους φτωχούς παρουσίαζε αναμφίβολα και τον κίνδυνο του πληθωρισμού, καθώς, αν ντοπάρεις την εσωτερική κατανάλωση πιο γρήγορα από όσο αυξάνεις την παραγωγή, προκαλείς αυτόματα και άνοδο των τιμών.

Είχαν πάντως περάσει ήδη 20 χρόνια από τότε που η Βενεζουέλα υπέφερε από τον πυρετό των τιμών, εκείνη τη «μαύρη Παρασκευή» στις 18 Φεβρουαρίου του 1983, όταν η χώρα προχώρησε σε απότομη υποτίμηση του νομίσματός της. Κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε της εκλογής του Τσάβες και επί δύο διαφορετικών προέδρων, ο πληθωρισμός έφτανε κατά μέσο όρο το 52% το χρόνο. Μια από τις πρώτες δουλειές του προέδρου Τσάβες ήταν να περιορίσει την αστάθεια. Με μέσο ποσοστό της τάξης του 22% μεταξύ 1999 και 2012, ο στόχος επετεύχθη εν μέρει. Η νηνεμία όμως δεν συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του Τσάβες, τον περασμένο Μάρτιο. Ο πληθωρισμός ανέβηκε και φέτος στα ύψη, για να φτάσει στο 49% τον Σεπτέμβριο.

Λαθρεμπόριο και φυγή κεφαλαίων

Τη δεύτερη πρόκληση για την οικονομία αποτελεί το αποκαρδιωτικό φαινόμενο της έλλειψης αποθεμάτων, για τα οποία ακόμα και η Κεντρική Τράπεζα της Βενεζουέλας (BCV) κατέγραψε σχεδόν διπλασιασμό μέσα σε ένα χρόνο. Με βάση τα λεγόμενα της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, η εγχώρια αστική τάξη ενορχηστρώνει το σαμποτάζ στις αλυσίδες ανεφοδιασμού και την κερδοσκοπία στη μαύρη αγορά, με στόχο να δυναμιτίσει την κυβερνητική πολιτική. Ο πρόεδρος Μαδούρο επανέλαβε αυτές τις κατηγορίες στις 8 του περασμένου Οκτώβρη, σε ομιλία του ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης: «Η οικονομία της Βενεζουέλας διέρχεται από μια κρίσιμη καμπή, στην οποία ο παραγωγικός μηχανισμός της χώρας δέχεται βαρύτατο πλήγμα από την κερδοσκοπία, τα μονοπώλια, το λαθρεμπόριο και τη μαύρη αγορά του συναλλάγματος» (1).

Ο αρχηγός του κράτους παρομοιάζει τις σημερινές δυσκολίες της Βενεζουέλας με εκείνες που γνώρισε η Χιλή πριν από το πραξικόπημα του Αουγούστο Πινοτσέτ, όταν ο ιδιωτικός τομέας, με τη βοήθεια της CIA, προκαλούσε τεχνητές ελλείψεις στα αγαθά για να αποδυναμώσει τον πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε. Η δε αντιπολίτευση αποδίδει τις ανωμαλίες στους κακούς κυβερνητικούς χειρισμούς. Δεν αποκλείεται και οι δύο πλευρές να έχουν δίκιο… Η κυβέρνηση άφησε όντως ελεύθερο το πεδίο στους επιχειρηματικούς κύκλους για να προσφεύγουν στα κόλπα για τα οποία σήμερα τους κατηγορεί. Τώρα, αν η παράνομη διακίνηση, το λαθρεμπόριο και η φυγή κεφαλαίων αποδεικνύονται περισσότερο εύκολα και επικερδή από τις νόμιμες επενδύσεις στην παραγωγή και τη διανομή, τότε η πολιτική του κράτους κάπου έχει αποτύχει.

Το στοίχημα της οικοδόμησης τους σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα, όταν παντού τριγύρω κυριαρχεί ο καπιταλισμός, δεν ευνοεί τα σχέδια του μπολιβαριανού καθεστώτος. Τόσο η Χιλή στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όσο και η Νικαράγουα τη δεκαετία του 1980 προσέκρουσαν στο ίδιο εμπόδιο. Και στις δύο χώρες, όπως και στη Βενεζουέλα, η πολιτική βούληση για υπέρβαση των νόμων του καπιταλισμού προκάλεσε μαζική εκροή κεφαλαίων, επιφέροντας μια αστάθεια μπροστά στην οποία οι κυβερνώντες βρέθηκαν απροετοίμαστοι. Ο έλεγχος των τιμών και των συναλλαγματικών ισοτιμιών επιτρέπει βέβαια, μέσα σε κάποια πλαίσια, να αναχαιτιστεί αυτή η αντεπίθεση, δημιουργεί όμως άλλα μείζονα προβλήματα, όπως η έλλειψη αγαθών.

Το γεγονός ότι η Βενεζουέλα κατόρθωσε για πολύ καιρό να περιορίσει τις ζημιές, οφείλεται στο πετρελαϊκό της οπλοστάσιο που της προσδίδει σημαντικό εμπορικό και νομισματικό πλεονέκτημα. Αυτό όμως δεν αρκεί για να εγγυηθεί τη σταθερότητα του νομίσματος, στο βαθμό που ο ιδιωτικός τομέας, η επιρροή του οποίου παραμένει ιδιαίτερα μεγάλη στην οικονομία της χώρας, συγκεντρώνει στα χέρια του σημαντικό τμήμα του πετρελαϊκού πλούτου. Έχει επομένως στη διάθεσή του τεράστιους όγκους κεφαλαίων, που η μόνη του επιδίωξη είναι να τα εξαγάγει από τη χώρα μόλις βρει αλλού πιο πρόσφορο μέρος.

Επί Μαδούρο, όπως και επί Τσάβες, ο βασικός μηχανισμός προστασίας του εθνικού νομίσματος παραμένει η Επιτροπή Διαχείρισης Συναλλάγματος (Cadivi), η οποία ορίζει τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες οι Βενεζουελάνοι μπορούν να ανταλλάσσουν ένα νόμιμο ποσοστό των μπολίβαρ τους με δολάρια. Αυτό επιτρέπεται μόνο για πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως για την εισαγωγή προϊόντων που δεν διατίθενται στην εγχώρια αγορά, τη βοήθεια προς συγγενείς που ζουν στο εξωτερικό ή ακόμα και για ορισμένες αγορές στο διαδίκτυο. Όσο η κυβέρνηση επιτρέπει μια σχετικά χαλαρή πρόσβαση σε ξένα νομίσματα, το ποσοστό των συναλλαγματικών ισοτιμιών στη μαύρη αγορά και ο πληθωρισμός παραμένουν σε ανεκτά όρια. Όμως, η Βενεζουέλα εισάγει το 70% των προϊόντων που καταναλώνει. Προσπαθεί, επομένως, να διατηρήσει μια συναλλαγματική ισοτιμία που να ευνοεί το δικό της νόμισμα, ούτως ώστε οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων στις βιτρίνες να μην εκτοξεύονται στα ύψη.

Όμως, η συγκεκριμένη πολιτική αποτελεί πηγή διαφόρων στρεβλώσεων. Με το πέρασμα του χρόνου, μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στην πραγματική τιμή του μπολίβαρ, στο οποίο ο πληθωρισμός, έστω και ελεγχόμενος, επιφέρει αυτόματη υποτίμηση στην εσωτερική αγορά, παραμένοντας ωστόσο την ίδια στιγμή ισχυρό στην αγορά συναλλάγματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τιμωρούνται οι βιομηχανίες της Βενεζουέλας, αφού το κόστος των προϊόντων τους αυξάνεται ταχύτερα από το κόστος των εισαγόμενων ειδών. Κατά συνέπεια, οι ντόπιοι παραγωγοί συνθλίβονται από τον ανταγωνισμό. Γι’ αυτό η κυβέρνηση αποφάσισε να περιορίσει τις εισαγωγές μόνο στα είδη που κατασκευάζονται στο εξωτερικό. Αλλά, ο περιορισμός αυτός αποδεικνύεται συχνά ανεφάρμοστος, αφού τα βασικά είδη διατροφής, για παράδειγμα, ναι μεν παράγονται στην πλειονότητά τους στη Βενεζουέλα, όχι όμως σε ποσότητες αρκετές ώστε να καλύπτουν τη ζήτηση.

Η άλλη ατυχής συνέπεια του συναλλαγματικού ελέγχου είναι ότι δημιουργείται ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία και σε εκείνη που ισχύει στη μαύρη αγορά. Η πρόσβαση στα κυβερνητικά γραφεία συναλλαγών εξελίσσεται σε ένα ολοένα και πιο ζηλευτό και περιζήτητο προνόμιο. Ένα έτος σπουδών σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο των ΗΠΑ, για παράδειγμα, κόστιζε 46.000 μπολίβαρ στις αρχές του 2010, δηλαδή 10.000 δολάρια. Σήμερα, το κόστος παραμένει το ίδιο, παρόλο που από τεχνική άποψη το μπολίβαρ στο μεταξύ έχει χάσει το 50% της αξίας του εντός Βενεζουέλας. Μέσα σε τρία χρόνια, το κόστος ενός έτους πανεπιστημιακών σπουδών έχει πέσει στο μισό.

Κυβερνητική αδεξιότητα

Εν ολίγοις, ο έλεγχος των συναλλαγματικών ισοτιμιών έγινε πλεονέκτημα ιδίως για τα πιο εύπορα στρώματα του πληθυσμού, αφού η αγορά δολαρίων απευθύνεται σε εκείνους που έχουν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν, να στέλνουν χρήματα σε συγγενείς ή να χρηματοδοτούν σπουδές στο εξωτερικό. Αυτά τα τρία κίνητρα αφορούν σχεδόν το 20% των αγορών που πραγματοποιήθηκαν με συνάλλαγμα μέσα στο 2012, στα πλαίσια της Cadivi, δηλαδή 5,8 εκατομμύρια δολάρια. Πράγμα που σημαίνει ότι η Βενεζουέλα είναι πλέον η μόνη χώρα στη Λατινική Αμερική όπου η αποστολή χρήματος γίνεται από Νότο προς Βορρά αντί για το αντίστροφο. Μεταξύ 2011 και 2013, ο αριθμός των Βενεζουελάνων που ταξιδεύουν στο εξωτερικό διπλασιάστηκε. Οι περισσότεροι πάντως επιστρέφουν χωρίς να έχουν ξοδέψει τα περισσότερα δολάριά τους, τα οποία κρατούν για να τα ανταλλάξουν με μπολίβαρ στη μαύρη αγορά...

Η κυβέρνηση επιχειρεί να χτυπήσει τη μαύρη αγορά, αλλά, οι προσπάθειές της έως τώρα έχουν αποβεί μάλλον άκαρπες. Κατ’ αρχήν, δεν είναι δυνατό να πραγματοποιήσεις μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό χωρίς άδεια. Αλλά, το να υπερπηδήσεις το εμπόδιο αυτό είναι παιχνιδάκι. Αρκεί να απευθυνθείς σε κάποιο μεσάζοντα που να έχει λογαριασμό κι εδώ κι εκεί. Μόλις τα χρήματα κατατεθούν στο λογαριασμό του στη Βενεζουέλα, αυτός θα αποδεσμεύσει το αντίστοιχο ποσό στο λογαριασμό του στις ΗΠΑ, αφαιρώντας την προμήθειά του και τα κέρδη που βγάζει από τη συναλλαγματική ισοτιμία στη μαύρη αγορά. Δύσκολο για το κράτος να θέσει περιορισμούς σε μια τόσο θολή διακίνηση.

Οι στρεβλές συνέπειες του ελέγχου στο συνάλλαγμα επιδεινώθηκαν κι άλλο από τις αρχές του 2013. Ο πρώτος λόγος, προφανώς, είναι η συντονισμένη πρωτοβουλία επιχειρηματικών κύκλων που πρόσκεινται στην αντιπολίτευση, με στόχο να ενταθούν οι οικονομικές δυσκολίες της χώρας, δράττοντας τις ευκαιρίες που ανοίχτηκαν με την απουσία του Τσάβες κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του και εν συνεχεία με το θάνατό του. Σε πολλές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της χρονιάς, οι αρχές ανακάλυψαν αποθήκες γεμάτες μέχρι πάνω με μαγειρικά λάδια και άλλα βασικά είδη διατροφής, τα οποία ήταν φανερό ότι είχαν αποσυρθεί κρυφά από την κυκλοφορία, προκειμένου να επιδεινωθούν οι ελλείψεις.

Εδώ πρέπει να προστεθεί και η αδεξιότητα του καθεστώτος: τη στιγμή που το κράτος μείωνε την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία του μπολίβαρ κατά 32%, κατάργησε παράλληλα το δευτερεύον σύστημα συναλλαγών του, το λεγόμενο σύστημα συναλλαγών για κεφάλαια σε ξένο νόμισμα (Sitme). Η ταυτόχρονη επιβολή των δύο μέτρων, τα οποία ανακοινώθηκαν ένα μήνα πριν από το θάνατο του Τσάβες, είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα στην οικονομία, βάζοντας φωτιά στον πληθωρισμό, που ανέβηκε κατά 2,8% από τον επόμενο μήνα.

Με τον καιρό, οι Βενεζουελάνοι έμαθαν να ζουν και καλά και κακά με αυτά τα σκαμπανεβάσματα. Οι αποταμιευτές που νοιάζονται να διαφυλάξουν τις οικονομίες τους από τη διαρκή υποτίμηση του νομίσματός τους, πραγματοποιούν μελετημένες επενδύσεις. Ανάλογα με το μέγεθος της περιουσίας τους, οι πιο ευκατάστατοι επενδύουν κατά σειρά στα ακίνητα, στα αυτοκίνητα και στο χρηματιστήριο (το πιο αποδοτικό στον κόσμο, με αύξηση 165% ανάμεσα στον Ιανουάριο και τον Οκτώβριο του 2013), ένας λόγος για τον οποίο αυτές οι τρεις αγορές, από την καθιέρωση του ελέγχου στην αγορά συναλλάγματος, από το 2003 και μετά, επεκτάθηκαν με ρυθμό πολύ ταχύτερο από τον αντίστοιχο του πληθωρισμού.

Το δολάριο πάντως διατηρεί το ρόλο του ως ασφαλές καταφύγιο. Όταν ο πληθωρισμός ξεκίνησε την ξέφρενη πορεία του ώσπου να φτάσει στο 61% το Μάιο, πολλοί Βενεζουελάνοι το έριξαν στα δελτία της μαύρης αγοράς, αναθερμαίνοντας την παράνομη αγορά συναλλάγματος. Δεδομένου ότι το δολάριο αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό των τιμών στα περισσότερα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο, η ξέφρενη ζήτηση είχε ως αποτέλεσμα να βάλει φωτιά στον πληθωρισμό και κατά συνέπεια να αυξήσει ακόμα περισσότερο την ανάγκη για δολάρια. Επομένως, η οικονομία της Βενεζουέλας είναι παγιδευμένη στο φαύλο κύκλο μιας σπάνιας καταστροφικής δύναμης.

Το όλο και μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στην επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία και στο αντίκρισμά της στην πιάτσα προκαλεί μεγάλη ζημιά στην κοινωνία. Δεν είναι σπάνιο, προϊόντα που επιδοτούνται από το κράτος (κυρίως τα τρόφιμα) να καταλήγουν λαθραία στις γειτονικές χώρες. Οι κάτοικοι των συνοριακών περιοχών βλέπουν συχνά να παρελαύνουν φορτηγά γεμάτα γάλα, λάδι ή ρύζι, τα οποία θα ξεφορτώσουν την πραμάτεια τους στην Κολομβία, στη Βραζιλία ή στη Γουιάνα. Οι τελωνειακοί κάνουν τα στραβά μάτια. Η διαφορά ανάμεσα στην τιμή των τροφίμων στη Βενεζουέλα και στην τιμή στην οποία παζαρεύονται στην άλλη πλευρά των συνόρων, είναι μεγάλη κι επιτρέπει στους λαθρέμπορους να «εξασφαλίζουν» την εύνοια των υπαλλήλων. Τώρα, αν διπλασιάζονται οι ελλείψεις στο εσωτερικό της χώρας, τόσο το χειρότερο.

Το αποτέλεσμα είναι το σύστημα ελέγχου των συναλλαγών, εργαλείο μιας εθνικά κυρίαρχης και αντικαπιταλιστικής πολιτικής, να λειτουργεί υπέρ των πλουσιότερων Βενεζουελάνων. Οι προνομιούχοι που έχουν πρόσβαση στην επίσημη αγορά συναλλάγματος βάζουν στην τσέπη τους εξωφρενικά κέρδη, καθώς αποκτούν εμπορεύματα με βάση τη νόμιμη ισοτιμία για να τα πουλήσουν κατόπιν σε αστρονομικές τιμές στη μαύρη αγορά. Στη μπολιβαριανή δημοκρατία, τα ποσοστά κέρδους από 100% έως 500% αποτελούν καθημερινό φαινόμενο.

Η κυβέρνηση σωστά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να παραμείνει άλλο αδρανής. Στις 8 Οκτωβρίου, ο Μαδούρο ζήτησε από την ΕΘνοσυνέλευση την άδεια να κυβερνήσει με διατάγματα, έτσι ώστε όχι μόνο να καταπολεμήσει τη διαφθορά, αλλά και να ανορθώσει την οικονομία (2). Λίγο μετά, ο Ραφαέλ Ραμίρες, πρόεδρος της κρατικής εταιρείας Petroleos de Venezuela (PDSA) και αντιπρόεδρος της δημοκρατίας, αρμόδιος για οικονομικά ζητήματα, εξήγγειλε το λανσάρισμα ενός νέου «δημοπρατικού» συστήματος συναλλαγών, ανοίγοντας την πρόσβαση σε 100 εκατομμύρια δολάρια την εβδομάδα. Το καθεστώς αυτό, το οποίο προορίζεται να αντικαταστήσει το παλιό Sitme, ήδη εγείρει τις επικρίσεις πολλών οικονομολόγων, οι οποίοι το βρίσκουν υπερβολικά άτολμο για να ικανοποιήσει τη ζήτηση και να εξαρθρώσει τη μαύρη αγορά.

Η μόνη λύση για να σταματήσει η εξανέμιση των κεφαλαίων θα ήταν σίγουρα να επανεδραιωθεί ο έλεγχος του κράτους επί της οικονομίας, παραδείγματος χάριν μέσω μιας συνολικής εθνικοποίησης του τραπεζικού τομέα ή ενός αυστηρότερου ελέγχου στις εισαγωγές. Είναι πολλοί οι πιστοί στον Τσάβες, όπως οι πρώην υπουργοί Οικονομίας Βίκτορ Άλβαρες και Φελίπε Πέρες ή και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας, οι οποίοι τάσσονται υπέρ ενός τέτοιου αναπροσανατολισμού. Ωστόσο, η κυβέρνηση Μαδούρο δείχνει μάλλον να ακολουθεί την οδό των ελιγμών (τα βασικά ηγετικά στελέχη του στρατού δεν έχουν εκφραστεί δημόσια).

Η εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση στη Βενεζουέλα οφείλεται στο ότι είναι μια μεγάλη πετρελαιοπαραγωγός χώρα και ταυτόχρονα αποφασισμένη να εγκαθιδρύσει ένα μη καπιταλιστικό σύστημα. Τα έσοδα από το πετρέλαιο δεν αλλάζουν τίποτα στο γεγονός ότι η οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής νησίδας μέσα σε ένα ωκεανό φιλελευθερισμού επιφέρει αυτόματα επιδημία φυγής κεφαλαίων. Το μάννα του πετρελαίου όσο γρήγορα μπαίνει στη χώρα, άλλο τόσο γρήγορα φεύγει, αφήνοντας πίσω του ένα κόσμο εξουθενωμένο από τον πληθωρισμό, τις ελλείψεις και την αστάθεια.

Διαβάστε επίσης: Για ψώνια στο Καράκας

Gregory Wilpert

Κοινωνιολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Changing Venezuela by Taking Power: The History and Policies of the Chávez Government», Verso Books, Λονδίνο, 2007.
Βασιλοπούλου Κορίνα (μτφ)

(1El Universal, Caracas, 10 Οκτωβρίου 2013.

(2(ΣτΜ) Στις 19 Νοεμβρίου, η Βουλή της Βενεζουέλας έδωσε έκτακτες εξουσίες στον πρόεδρο Νικολάς Μαδούρο, με στόχο την αντιμετώπιση του «οικονομικού πολέμου».

Μοιραστείτε το άρθρο