Η διατύπωση «για λόγους ασφαλείας» («for security reasons», «pour raisons de sécurité») λειτουργεί ως εξουσιαστικό επιχείρημα, το οποίο, κόβοντας κάθε συζήτηση, επιτρέπει την επιβολή μέτρων και προοπτικών που χωρίς την επίκλησή του δεν θα αποδεχόμασταν. Θα πρέπει να του αντιτάξουμε την ανάλυση μιας φαινομενικά ανώδυνης έννοιας, που όμως μοιάζει να έχει παραμερίσει κάθε άλλη πολιτική αντίληψη: της ασφάλειας.
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι στόχος κάθε πολιτικής που προτάσσει την ασφάλεια είναι απλώς η αποτροπή των κινδύνων, των ταραχών, εντέλει των καταστροφών. Με μια κάποια «γενεαλογική» αναδρομή μπορούμε πράγματι να εντοπίσουμε την προέλευση της έννοιας στο ρωμαϊκό ρητό Salus publica suprema lex («Υπέρτατος νόμος η σωτηρία του λαού») –κάτι που συνεπώς την εγγράφει στο μοντέλο της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Ας σκεφθούμε το senatus consultum ultimum και τη δικτατορία στην αρχαία Ρώμη (1)· την αρχή του καθολικού εκκλησιαστικού δικαίου, σύμφωνα με το οποίο Necessitas non habet legem («Η ανάγκη δεν υπόκειται σε νόμο»)· τις επιτροπές κοινής σωτηρίας (2) κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης· το Σύνταγμα της 22ης Φριμέρ του Έτους VIII της Γαλλικής Επανάστασης (1799), το οποίο επικαλούνταν «τις ταραχές που απειλούν την ασφάλεια του Κράτους»· ή ακόμη και το άρθρο 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης (1919), νομικό θεμέλιο του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, το οποίο επίσης αναφερόταν στη «δημόσια ασφάλεια».
Αν και ορθή, αυτή η «γενεαλογία» δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τους σύγχρονους μηχανισμούς ασφαλείας. Οι κατ’ εξαίρεση διαδικασίες αποσκοπούν στην αντιμετώπιση μιας άμεσης και πραγματικής απειλής, αναστέλλοντας για περιορισμένο χρόνο τις εγγυήσεις του νόμου· αντιθέτως, οι «λόγοι ασφαλείας» για τους οποίους μιλάμε σήμερα, αποτελούν μια κανονική και μόνιμη τεχνική διακυβέρνησης.
Περισσότερο και από την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ο Μισέλ Φουκό (3) μάς συμβουλεύει να αναζητήσουμε την προέλευση της σύγχρονης έννοιας της ασφάλειας στις απαρχές της σύγχρονης οικονομίας, στον Φρανσουά Κενέ (1694-1774) και τους Φυσιοκράτες (4). Παρ’ όλο που, λίγο μετά τις Συνθήκες της Βεστφαλίας (5), τα μεγάλα απολυταρχικά κράτη εισήγαγαν στο δημόσιο λόγο τους την αντίληψη ότι ο ηγεμόνας οφείλει να επαγρυπνεί για την ασφάλεια των υπηκόων του, χρειάστηκε να περιμένουμε τον Κενέ, ώστε η ασφάλεια να καταστεί η κεντρική έννοια του δόγματος διακυβέρνησης.
Πρόληψη ή διαχείριση των αναταραχών;
Το αφιερωμένο στα «Σιτηρά» άρθρο του στην Εγκυκλοπαίδεια παραμένει, δυόμιση αιώνες αργότερα, απαραίτητο, προκειμένου να κατανοήσουμε το σύγχρονο τρόπο διακυβέρνησης. Εξάλλου, ο Βολταίρος έλεγε ότι, από τη στιγμή που δημοσιεύθηκε το άρθρο, οι Παριζιάνοι έπαψαν να συζητούν για θέατρο και λογοτεχνία, προκειμένου να συζητήσουν περί οικονομικών και γεωργίας...
Ένα από τα κυριότερα προβλήματα που οι τότε κυβερνήσεις έπρεπε να αντιμετωπίσουν, ήταν εκείνο της σιτοδείας και του λιμού. Μέχρι τον Κενέ, προσπαθούσαν να τους αποτρέψουν δημιουργώντας δημόσιους σιτοβολώνες και απαγορεύοντας την εξαγωγή σιτηρών. Αυτά, όμως, τα προληπτικά μέτρα είχαν επιπτώσεις στην παραγωγή. Η ιδέα του Κενέ ήταν να αντιστρέψουν τη διαδικασία: αντί να προσπαθούν να αποτρέψουν τους λιμούς, έπρεπε να τους αφήνουν να εμφανίζονται και, μέσω της απελευθέρωσης του εξωτερικού και εσωτερικού εμπορίου, να τους διαχειρίζονται αφότου εκδηλωθούν. Η συγκεκριμένη έννοια της «διαχείρισης» είχε αναλογίες με τη διακυβέρνηση ενός πλοίου: ένας καλός καπετάνιος δεν μπορεί να αποφύγει τη φουρτούνα, αν όμως πέσει σε αυτή, οφείλει να είναι ικανός να κουμαντάρει το σκάφος του.
Με αυτήν την έννοια θα πρέπει να αντιληφθούμε την έκφραση που αποδίδεται στον Κενέ, την οποία όμως στην πραγματικότητα ποτέ δεν έγραψε: «Laisser faire, laisser passer». Μακριά από την αποκλειστική χρήση της ως εμβληματικού ρητού του οικονομικού φιλελευθερισμού, η φράση ορίζει ένα πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο τοποθετεί την ασφάλεια –ο Κενέ επικαλείται την «ασφάλεια των αγροτών και των καλλιεργητών»– όχι στην πρόληψη των αναταραχών και των καταστροφών, αλλά στην ικανότητα διοχέτευσής τους προς μια χρήσιμη κατεύθυνση.
Οφείλουμε να υπολογίσουμε τη φιλοσοφική εμβέλεια αυτής της αντιστροφής, καθώς ανατρέπει την παραδοσιακή ιεραρχική σχέση ανάμεσα στα αίτια και τα αποτελέσματα: αφού είναι μάταιο ή, εν πάση περιπτώσει, δαπανηρό να διαχειριστούμε τις αιτίες, είναι πιο ωφέλιμο και πιο σίγουρο να διαχειριστούμε τα αποτελέσματα. Η σπουδαιότητα αυτού του αξιώματος δεν είναι αμελητέα: διέπει τις κοινωνίες μας, από την οικονομία έως την οικολογία, από την εξωτερική και την αμυντική πολιτική έως τα μέτρα εσωτερικής ασφαλείας και την αστυνομία. Επίσης, μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τη διαφορετικά μυστηριώδη σύγκλιση μεταξύ ενός απόλυτου φιλελευθερισμού στην οικονομία και ενός δίχως προηγούμενο ελέγχου εν ονόματι της ασφάλειας.
Ας πάρουμε δύο παραδείγματα, προκειμένου να καταδείξουμε αυτήν την προφανή αντίφαση. Καταρχάς, το παράδειγμα του πόσιμου νερού. Μολονότι γνωρίζουμε ότι σύντομα θα εκλείψει από μεγάλο μέρος του πλανήτη, καμία χώρα δεν εφαρμόζει κάποια σοβαρή πολιτική αποφυγής της κατασπατάλησής του. Από την άλλη, βλέπουμε να αναπτύσσονται και να πολλαπλασιάζονται, σε όλον τον κόσμο, τεχνικές και εργοστάσια επεξεργασίας μολυσμένων υδάτων –μια τεράστια αγορά εν τω γίγνεσθαι.
Ας εξετάσουμε τώρα τα βιομετρικά συστήματα, που αποτελούν μία από τις πιο ανησυχητικές όψεις των σημερινών τεχνολογιών ασφαλείας. Η βιομετρία εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο εγκληματολόγος Αλφόνς Μπερτιγιόν (1853-1914) βασίστηκε στη φωτογραφία της σήμανσης και στις ανθρωπομετρικές τεχνικές για να συνθέσει το «αφηγηματικό πορτρέτο», το οποίο χρησιμοποιεί ένα τυποποιημένο λεξικό, προκειμένου να περιγράψει τα άτομα σε ένα δελτίο σήμανσης. Λίγο αργότερα, στην Αγγλία, ένας εξάδελφος του Καρόλου Δαρβίνου και μεγάλος θαυμαστής του Μπερτιγιόν, ο Φράνσις Γκάλτον (1822-1911), τελειοποίησε την τεχνική των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Είναι προφανές ότι οι τεχνικές αυτές δεν επέτρεπαν την πρόληψη των εγκλημάτων, αλλά την αποκάλυψη υπότροπων εγκληματιών. Εδώ συναντάμε και πάλι την περί ασφαλείας αντίληψη των Φυσιοκρατών: το κράτος δεν μπορεί να επέμβει αποτελεσματικά, παρά μόνο όταν τελεστεί το έγκλημα.
Επινοημένες για τους υπότροπους και τους αλλοδαπούς, οι ανθρωπομετρικές τεχνικές, για πολύ καιρό, παρέμειναν αποκλειστικό προνόμιο των συγκεκριμένων ομάδων. Το 1943, το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών απέρριπτε για ακόμη μία φορά το Citizen Identification Act (Νομοθετική Πράξη για την Αναγνώριση των Πολιτών), που αποσκοπούσε στον εφοδιασμό όλων των πολιτών με δελτία ταυτότητας τα οποία θα έφεραν και τα δακτυλικά αποτυπώματά τους. Μόνο στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα γενικεύτηκε η χρήση τους. Το τελευταίο βήμα, όμως, δεν έγινε παρά πρόσφατα. Οι οπτικοί σαρωτές, που επιτρέπουν τη γρήγορη αναγνώριση των δακτυλικών αποτυπωμάτων, όπως και της ίριδας του ματιού, έκαναν τις βιομετρικές μεθόδους να βγουν από τα αστυνομικά τμήματα και να ενταχθούν για τα καλά στην καθημερινότητα. Έτσι, σε μερικές χώρες, η είσοδος στα σχολικά κυλικεία ελέγχεται από μια συσκευή οπτικής αναγνώρισης, πάνω στην οποία το παιδί τοποθετεί αφηρημένα το χέρι του.
Αρκετές φωνές υψώθηκαν για να τραβήξουν την προσοχή στους κινδύνους που ενέχει ένας απόλυτος και χωρίς όρια έλεγχος εκ μέρους μιας εξουσίας που έχει στη διάθεσή της τα βιομετρικά και γενετικά δεδομένα των πολιτών της. Με τέτοια εργαλεία, η εξόντωση των Εβραίων (ή κάθε άλλη γενοκτονία που θα μπορούσαμε να φανταστούμε), υλοποιημένη στη βάση μιας ασύγκριτα πιο αποτελεσματικής τεκμηρίωσης, θα ήταν ολική και εξαιρετικά ταχεία. Η ισχύουσα, σήμερα, νομοθεσία για θέματα ασφαλείας στις ευρωπαϊκές χώρες είναι, σε ορισμένα θέματα, αισθητά πιο αυστηρή από εκείνη των φασιστικών κρατών του 20ού αιώνα. Στην Ιταλία, το ενιαίο κείμενο νόμων για τη δημόσια ασφάλεια (Testo unico delle leggi di pubblica sicurezza, συντομογραφικά Tulsp), υιοθετημένο το 1926 από το καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι, επί της ουσίας βρίσκεται ακόμη σε ισχύ –όμως οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι που ψηφίστηκαν κατά τη διάρκεια των «μολυβένιων χρόνων» (από το 1968 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980) περιόρισαν τις εγγυήσεις που περιείχε. Και, καθώς η γαλλική αντιτρομοκρατική νομοθεσία είναι ακόμη πιο αυστηρή από την ομόλογή της ιταλική, το αποτέλεσμα της σύγκρισης με τη φασιστική νομοθεσία δεν θα ήταν πολύ διαφορετικό.
Ο αδιάκοπος πολλαπλασιασμός των μηχανισμών ασφαλείας μαρτυρά μια αλλαγή στην πολιτική εννοιολόγηση, σε σημείο που μπορούμε δικαιολογημένα να αναρωτηθούμε, όχι μόνο αν οι κοινωνίες μέσα στις οποίες ζούμε μπορούν ακόμη να χαρακτηρίζονται δημοκρατικές, αλλά, επίσης και πάνω απ’ όλα, αν μπορούν ακόμη να θεωρούνται πολιτικές κοινωνίες.
Τον 5ο π.Χ. αιώνα, όπως κατέδειξε ο ιστορικός Κρίστιαν Μάιερ, στην Ελλάδα είχε ήδη προκύψει ένας μετασχηματισμός του τρόπου αντίληψης της πολιτικής μέσω της πολιτικοποίησης (Politisierung) της ιδιότητας του πολίτη. Ενώ η ιδιότητα του μέλους της πόλεως μέχρι τότε οριζόταν από την κοινωνική θέση και την ιδιότητα –ευγενείς και λατρευτικές κοινότητες, χωρικοί και έμποροι, άρχοντες και υποτελείς, πατριάρχες και συγγενείς κ.λπ.– η άσκηση της πολιτικής ιδιότητας γίνεται κριτήριο της κοινωνικής ταυτότητας. «Δημιουργήθηκε, έτσι, μια συγκεκριμένα ελληνική πολιτική ταυτότητα, μέσα στην οποία η αντίληψη ότι τα άτομα όφειλαν να συμπεριφέρονται ως πολίτες θα έβρισκε τη θεσμοθετημένη μορφή της», γράφει ο Μάιερ. «Η συμμετοχή σε ομάδες σχηματισμένες με βάση οικονομικές ή θρησκευτικές κοινότητες πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Στον βαθμό που οι πολίτες μιας δημοκρατίας αφιερώνονταν στην πολιτική ζωή, αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως μέλη της πόλεως. Η πόλις και η πολιτεία (η ιδιότητα και τα δικαιώματα του πολίτη) αλληλοπροσδιορίζονταν αμοιβαία. Έτσι, η ιδιότητα του πολίτη κατέστη ασχολία και τρόπος ζωής, μέσω του οποίου η πόλις συγκροτήθηκε ως πεδίο σαφώς διακριτό από τον οίκο. Η πολιτική έγινε ένας ελεύθερος δημόσιος χώρος, αντιπαρατασσόμενος ως τέτοιος στον ιδιωτικό χώρο, στον οποίο βασίλευε η ανάγκη (6)». Σύμφωνα με τον Μάιερ, αυτή η συγκεκριμένα ελληνική διαδικασία πολιτικοποίησης μεταβιβάστηκε ως κληροδότημα στη δυτική πολιτική, μέσα στο πλαίσιο της οποίας, η ιδιότητα του πολίτη παρέμεινε –με πολλές διακυμάνσεις, βεβαίως– ο αποφασιστικός παράγοντας.
Και ακριβώς αυτός ο παράγοντας είναι που βρίσκεται σταδιακά εμπλεκόμενος σε μια αντίστροφη διαδικασία: μια διαδικασία αποπολιτικοποίησης. Κάποτε ενεργό και απαρασάλευτο όριο της πολιτικοποίησης, η ιδιότητα του πολίτη μετατρέπεται σε μια καθαρά παθητική συνθήκη, όπου η δράση και η αδράνεια, το δημόσιο και το ιδιωτικό θολώνουν και μπερδεύονται. Εκείνο που μετατρεπόταν σε απτή πραγματικότητα μέσα από μια καθημερινή δραστηριότητα και έναν τρόπο ζωής, πλέον περιορίζεται σε ένα απλό νομικό καθεστώς και στην άσκηση ενός δικαιώματος ψήφου που όλο και περισσότερο προσομοιάζει με σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης.
Οι μηχανισμοί ασφαλείας έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Η σταδιακή επέκταση, σε όλους τους πολίτες, τεχνικών αναγνώρισης που άλλοτε προορίζονταν για τους εγκληματίες, επιδρά αναπόφευκτα στην πολιτική ταυτότητά τους. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η ταυτότητα δεν αποτελεί πλέον συνάρτηση του κοινωνικού «ατόμου» και της αναγνώρισής του, μέσω του «ονόματος» και της «υπόληψης», αλλά βιολογικών δεδομένων που δεν μπορούν να διατηρήσουν καμία σχέση με το υποκείμενο, όπως τα δίχως νόημα αραβουργήματα που ο λεκιασμένος με μελάνι αντίχειράς μου άφησε πάνω σε ένα φύλλο χαρτιού ή η διάταξη των γονιδίων μου μέσα στη διπλή έλικα του DNA. Έτσι, τα πιο ουδέτερα και τα πιο ιδιωτικά δεδομένα μετατρέπονται σε όχημα της κοινωνικής ταυτότητας, αφαιρώντας τον δημόσιο χαρακτήρα της.
Αν βιολογικά κριτήρια, που σε τίποτε δεν εξαρτώνται από τη βούλησή μου, προσδιορίζουν την ταυτότητά μου, τότε η κατασκευή μιας πολιτικής ταυτότητας καθίσταται προβληματική. Τι είδους σχέση μπορώ να συγκροτήσω με τα δακτυλικά αποτυπώματα ή με τον γενετικό κώδικά μου; Ο χώρος της ηθικής και της πολιτικής που είχαμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε χάνει το νόημά του και απαιτεί εκ βάθρων επανεξέταση. Εκεί που ο Έλληνας πολίτης οριζόταν από την αντίθεση μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου, του οίκου (έδρα της αναπαραγωγικής ζωής) και της πόλης (τόπος του πολιτικού φαινομένου), ο σύγχρονος πολίτης μοιάζει μάλλον να αναπτύσσεται μέσα σε μια ζώνη όπου το δημόσιο δεν διαφοροποιείται από το ιδιωτικό ή, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Τόμας Χομπς, το φυσικό σώμα δεν διαφοροποιείται από το πολιτικό σώμα.
Βιντεοεπιτήρηση: από τη φυλακή στο δρόμο
Αυτή η απουσία διαφοροποίησης αποκτά υπόσταση στην επιτήρηση των δρόμων των πόλεών μας από κλειστά κυκλώματα βιντεοσκόπησης. Αυτή η μέθοδος γνώρισε την ίδια μοίρα με τα δακτυλικά αποτυπώματα: επινοημένη για τις φυλακές, η χρήση της σταδιακά επεκτάθηκε στους δημόσιους χώρους. Διότι ένας βιντεοεπιτηρούμενος χώρος δεν αποτελεί πλέον μια αγορά (7), δεν έχει πλέον κανέναν δημόσιο χαρακτήρα: αποτελεί μια γκρίζα ζώνη μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού, της φυλακής και του χώρου κοινωνικής συνάθροισης. Ένας τέτοιος μετασχηματισμός οφείλεται σε μια πληθώρα λόγων, ανάμεσα στους οποίους, η παρέκκλιση της σύγχρονης εξουσίας προς τη βιοπολιτική κατέχει μια ιδιαίτερη θέση: αφορά τη διακυβέρνηση της βιολογικής ζωής των ατόμων (υγεία, γονιμότητα, σεξουαλικότητα κ.λπ.) και όχι πλέον μόνο την άσκηση κυριαρχίας σε μια περιοχή. Αυτή η μετατόπιση της έννοιας της βιολογικής ζωής προς το κέντρο της πολιτικής, εξηγεί το πρωτείο της βιολογικής ταυτότητας έναντι της πολιτικής.
Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι η ευθυγράμμιση της κοινωνικής με τη σωματική ταυτότητα ξεκίνησε από τη μέριμνα για τον εντοπισμό υπότροπων εγκληματιών και επικίνδυνων ατόμων. Δεν προκαλεί, λοιπόν, καμία έκπληξη το γεγονός ότι οι πολίτες, αντιμετωπιζόμενοι σαν εγκληματίες, καταλήγουν να αποδέχονται ως αυτονόητο ότι η σχέση που διατηρεί μαζί τους το κράτος είναι φυσιολογικό να ενέχει την υποψία, το φακέλωμα και τον έλεγχο. Το αξίωμα που σιωπηρά υπονοείται, και το οποίο οφείλουμε να διακινδυνεύσουμε εδώ να διατυπώσουμε, είναι: «Κάθε πολίτης –στον βαθμό που είναι ζωντανό πλάσμα– είναι πιθανός τρομοκράτης». Τι είναι όμως ένα κράτος, τι είναι μια κοινωνία που διέπεται από ένα τέτοιο αξίωμα; Μπορούν ακόμη να οριστούν ως δημοκρατικά, ή ακόμη και ως πολιτικά;
Στις διαλέξεις του στο Κολλέγιο της Γαλλίας, όπως και στο βιβλίο του Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής (8), ο Φουκώ σκιαγραφεί μια τυπολογική ταξινόμηση των σύγχρονων κρατών. Ο φιλόσοφος καταδεικνύει πώς το κράτος του γαλλικού προεπαναστατικού Παλαιού Καθεστώτος, οριζόμενο ως κράτος εδάφους ή κυριαρχίας, του οποίου το έμβλημα ήταν «Κάνε να πεθάνουν και άσε να ζήσουν», σταδιακά εξελίσσεται σε κράτος πληθυσμού, όπου ο δημογραφικός πληθυσμός αντικαθιστά το πολιτικό πλήθος, και σε κράτος υπακοής, του οποίου το έμβλημα αντιστρέφεται σε «Κάνε να ζήσουν και άσε να πεθάνουν»: ένα κράτος που ασχολείται με τη ζωή των υπηκόων του, προκειμένου να παράγει σώματα υγιή, πειθήνια και συμμορφωμένα.
Το κράτος εντός του οποίου ζούμε σήμερα στην Ευρώπη δεν είναι κράτος υπακοής αλλά μάλλον –σύμφωνα με τη διατύπωση του Ζιλ Ντελέζ– «κράτος ελέγχου»: δεν έχει στόχο να επιβάλλει συμμόρφωση και πειθαρχία, αλλά διαχείριση και έλεγχο. Μετά τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων εναντίον των G8 στη Γένοβα, τον Ιούλιο του 2001, ένας αξιωματούχος της ιταλικής αστυνομίας δήλωνε ότι η κυβέρνηση δεν ήθελε η αστυνομία να τηρήσει την τάξη, αλλά να διαχειριστεί την αταξία: δεν είχε ιδέα πόσο καλά το διατύπωνε. Από την πλευρά τους, Αμερικανοί διανοούμενοι που προσπάθησαν να στοχαστούν πάνω στις συνταγματικές μεταλλαγές που προκλήθηκαν από τον Πατριωτικό Νόμο και τη μετά την 11η Σεπτεμβρίου νομοθεσία (9), προτιμούν να μιλούν για «κράτος ασφαλείας» (security state). Τι εννοείται, όμως, εδώ με τον όρο «ασφάλεια»;
Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, η έννοια της ασφάλειας συμπλέχθηκε με εκείνη της αστυνομίας. Ο νόμος της 16ης Μαρτίου 1791, και κατόπιν εκείνος της 11ης Αυγούστου 1792, εισήγαγαν στη γαλλική νομοθεσία την ιδέα, προορισμένη να αποκτήσει μακρά ιστορία μέσα στη νεωτερικότητα, της «αστυνομίας ασφαλείας». Στον διάλογο που προηγήθηκε της υιοθέτησης αυτών των νόμων, φαίνεται ξεκάθαρα ότι αστυνομία και ασφάλεια αλληλοπροσδιορίζονται αμοιβαία· όμως οι ομιλητές –ανάμεσά τους οι Αρμάν Ζανσονέ, Μαρί-Ζαν Ερό ντε Σεσέλ, Ζακ Πιερ Μπρισό– δεν είναι σε θέση να ορίσουν ούτε τη μία ούτε την άλλη. Οι συζητήσεις αφορούν κυρίως τις σχέσεις μεταξύ της αστυνομίας και της Δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τον Ζανσονέ, πρόκειται για «δύο εξουσίες εντελώς διαφορετικές και ξεχωριστές μεταξύ τους» –ωστόσο, ενώ ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας είναι ξεκάθαρος, εκείνος της αστυνομίας μοιάζει αδύνατο να οριστεί.
Η ανάλυση των αγορεύσεων των βουλευτών καταδεικνύει ότι ο χώρος λειτουργίας της αστυνομίας είναι καθαρά μη-αποφασίσιμος[([Σ.τ.Ε.): Όρος που προέρχεται από τη μαθηματική λογική και αναφέρεται στην αδυναμία λήψης απόφασης για ένα πρόβλημα, στο οποίο δεν μπορεί να βρεθεί σταθερός τρόπος επίλυσης.]] και ότι πρέπει να παραμείνει τέτοιος, διότι αν απορροφούνταν πλήρως από τη Δικαιοσύνη, η αστυνομία δεν θα μπορούσε πλέον να υπάρξει. Είναι η περίφημη «διακριτική ευχέρεια», που ακόμη και σήμερα χαρακτηρίζει τη δράση του αστυνομικού: ενεργεί ως υπέρτατη αρχή σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση που απειλεί τη δημόσια ασφάλεια. Κάνοντας κάτι τέτοιο, ο αστυνομικός δεν κρίνει ούτε προλαμβάνει –όπως λανθασμένα επαναλαμβάνεται– την κρίση του δικαστή: κάθε κρίση προϋποθέτει αίτια και η αστυνομία παρεμβαίνει στα αποτελέσματα, δηλαδή σε κάτι μη-αποφασίσιμο.
Μια πολιτική ζωή που καθίσταται αδύνατη
Πρόκειται για μια μη-αποφασίσιμη συνθήκη, που δεν ονομάζεται πλέον, όπως κατά τον 17ο αιώνα, «raison d’Etat» («εθνικό συμφέρον»), αλλά «λόγοι ασφαλείας». Το security state είναι επομένως ένα αστυνομικό κράτος, έστω και αν ο ορισμός της αστυνομίας αποτελεί μαύρη τρύπα στις αρχές του Δημοσίου Δικαίου: όταν, κατά τον 18ο αιώνα, εκδίδονται στη Γαλλία η Traité de la police («Πραγματεία περί Αστυνομίας») του Νικολά ντε Λα Μαρ και στη Γερμανία οι Grundsätze der Policey-Wissenschaft («Αρχές της Αστυνομικής Επιστήμης») του Γιόχαν Χάινριχ Γκότλομπ φον Γιούστι, η αστυνομία (police) επαναβεβαιώνει την ετυμολογική καταγωγή της από την πολιτεία και επιχειρεί να προσδιορίσει την πραγματική πολιτική, όπου ο όρος «πολιτική» αναφέρεται αποκλειστικά στην εξωτερική πολιτική. Έτσι, ο φον Γιούστι ονομάζει Politik τη σχέση ενός κράτους με τα υπόλοιπα κράτη και Polizei τη σχέση ενός κράτους με τον εαυτό του: Η αστυνομία είναι η αναλογία δύναμης ενός κράτους με τον εαυτό του».
Τοποθετούμενο κάτω από το έμβλημα της ασφάλειας, το σύγχρονο κράτος βγαίνει από την επικράτεια της πολιτικής για να εισέλθει σε μια no man’s land, μια νεκρή ζώνη, τη γεωγραφία και τα σύνορα της οποίας δεν αντιλαμβανόμαστε ορθά και από την οποία μας λείπει η εννοιολόγηση. Αυτό το κράτος ασφαλείας, του οποίου η ονομασία ετυμολογικά παραπέμπει στην έλλειψη ανησυχίας (η λέξη security / securité προέρχεται από το λατινικό securus: sine cura, δηλαδή «χωρίς έγνοια»), απεναντίας δεν μπορεί παρά να μας ανησυχήσει ακόμη περισσότερο για τους κινδύνους που επιφέρει στη δημοκρατία, αφού σε αυτό η πολιτική ζωή έχει καταστεί αδύνατη, καθώς δημοκρατία και πολιτική ζωή είναι –τουλάχιστον στη δική μας παράδοση– συνώνυμες.
Απέναντι σε ένα τέτοιο κράτος, οφείλουμε να επανεξετάσουμε τις παραδοσιακές στρατηγικές της πολιτικής σύγκρουσης. Εντός του μοντέλου της ασφάλειας, κάθε σύγκρουση και κάθε απόπειρα ανατροπής της εξουσίας, λιγότερο ή περισσότερο βίαιη, παρέχει στο κράτος την ευκαιρία να διαχειριστεί τις επιπτώσεις της, προς όφελος οικείων του συμφερόντων. Αυτό δείχνει η διαλεκτική που φέρνει κοντά την τρομοκρατία και την αντίδραση του κράτους σε έναν φαύλο κύκλο. Η πολιτική παράδοση της νεωτερικότητας αντιλαμβανόταν τη ριζοσπαστική πολιτική αλλαγή με τη μορφή επανάστασης που λειτουργεί ως συντακτική εξουσία μιας υπό σύνθεση νέας τάξης πραγμάτων. Πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτό το μοντέλο, προκειμένου να αναλογιστούμε καλύτερα μια γνήσια δύναμη καθαίρεσης, που θα κατάφερνε να μην συλληφθεί από τους μηχανισμούς ασφαλείας και να μην βυθιστεί στον φαύλο κύκλο της βίας. Αν θέλουμε να σταματήσουμε την αντιδημοκρατική παρέκκλιση του κράτους ασφαλείας, η προβληματική των μορφών και των μέσων μιας τέτοιας δύναμης καθαίρεσης προσδιορίζει επαρκώς το θεμελιώδες πολιτικό ερώτημα, με το οποίο οφείλουμε να καταπιαστούμε κατά τη διάρκεια των χρόνων που έρχονται.