el | fr | en | +
Accéder au menu

Το ξύπνημα της κοινότητας των Ρομά

Αποστολή

Αόρατη για μακρό χρονικό διάστημα, η πιο σημαντική κοινότητα των Ρομά της Ευρώπης γνώρισε μια πολιτισμική αναγέννηση, χάρη σε ένα άνοιγμα της τουρκικής ισλαμοσυντηρητικής κυβέρνησης. Όμως, η οικονομική και κοινωνική της χειραφέτηση αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολη.

Ο Μπαχατίν Τουρναλί διασχίζει με αργό βήμα τους κακοσυντηρημένους δρόμους της γειτονιάς του, φορώντας ένα άψογο μαύρο κοστούμι και γραβάτα. Το νεαρό αυτό στέλεχος επιχειρήσεων που δεν έχει κλείσει ακόμα τα τριάντα, με δύο πτυχία του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, ρίχνει μια πατρική ματιά στα μικρά παλιά κτήρια της γειτονιάς που μεγάλωσε. «Τα ταξί αρνούνται να έρθουν εδώ μετά τις εννιά το βράδυ. Εξαιτίας της βίας και της διακίνησης ναρκωτικών», εξηγεί.

Περίπου 6.000 Ρομά ζουν στο Κούζτεπε, μια φτωχογειτονιά στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, με 26.000 κατοίκους συνολικά. Ο Τουρναλί μπαίνει σε έναν λαβύρινθο από στενά ανηφορικά δρομάκια. Στην κεντρική πλατεία, ένας καφενές χωρίς τραπεζάκια έξω είναι απέναντι από το τέμενος, από το οποίο ακούγεται η πρόσκληση για την απογευματινή προσευχή. Ο Μπουλέντ Φιλυάς, ιδιοκτήτης του καφενέ, μια τοπική προσωπικότητα, δίνει τον τόνο: «Πριν από οτιδήποτε άλλο, να σημειώσουμε ότι είμαστε καλά».

Στο Κούστεπε, όπως και στο σύνολο του πληθυσμού των Ρομά, θέλουν να πιστεύουν ότι μια νέα εποχή έχει ξεκινήσει. Εδώ και πέντε χρόνια, το τουρκικό κράτος πολλαπλασιάζει τα ανοίγματα. Το 2010, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πρωθυπουργός τότε, αφαίρεσε από την τουρκική νομοθεσία τον υποτιμητικό όρο Cingene (Τσιγγάνος). Τον επόμενο χρόνο κατάργησε έναν νόμο που δεν εφαρμοζόταν, ο οποίος επέτρεπε στο υπουργείο Εσωτερικών να απελάσει τους Ρομά για τους οποίους δεν υπήρχε οικογενειακή μερίδα ή θεωρούνταν «μη ενταγμένοι στον τουρκικό πολιτισμό». Στις 14 Μαρτίου 2010, ενώπιον 15.000 Ρομά που είχαν έρθει από όλη τη χώρα, σε ένα στάδιο της Κωνσταντινούπολης, απέτισε φόρο τιμής στους Ρομά και ζήτησε «στο όνομα του τουρκικού κράτους» συγγνώμη για τις διακρίσεις που είχαν υποστεί. «Οι Τούρκοι που δεν είναι Ρομά άρχισαν να χρησιμοποιούν πιο προσεκτική γλώσσα», διαπιστώνει ο Μετίν Σαλίχ Σεντούρκ, πρόεδρος της ένωσης ανθοπωλών και προσωπικότητα του Κούστεπε επίσης. «Πρόκειται για επανάσταση», επιμένει ο Φιλυάς.

Το εγχείρημα δεν είναι χωρίς δεύτερες πολιτικές σκέψεις. Χρησίμευσε ως δείγμα γραφής για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αναμένει πρόοδο σε θέματα μειονοτήτων. Συνοδεύει μια σαφή αλλαγή δόγματος στην ηγεσία του κράτους, από την ανάδειξη στην εξουσία του συντηρητικού Κόμματος για τη Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη (ΑΚΡ). «Ο Ερντογάν και το ΑΚΡ πάντα υπήρξαν ανοιχτοί απέναντι στια διαφορετικές ταυτότητες της Τουρκίας. Χάρη σε αυτή τους τη στάση κατόρθωσαν να επαναφέρουν το Ισλάμ στο δημόσιο χώρο», εξηγεί ο ερευνητής στο Παρατηρητήριο για την πολιτική ζωή της Τουρκίας, Ζαν Μάρκου (1). «Θέλουν να παρουσιάζουν τον χαναφιτικό σουνισμό, μολονότι είναι κυρίαρχο θρησκευτικό δόγμα, σαν κάτι ανάλογο των Κούρδων, των Αλεβιτών, των Αρμενίων, των Ρομά».

Η περιθωριοποίηση παραμένει μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα

Επί ογδόντα χρόνια οι Ρομά ήταν αόρατοι στο πολιτικό σκηνικό. Αφομοιώθηκαν στη Δημοκρατία που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ, μολονότι διατήρησαν τα έθιμά τους και τη δική τους κοινωνική ζωή. Υπηρετούν στρατιωτική θητεία, ακολουθούν το ίδιο θρήσκευμα με την πλειοψηφία, μιλούν την ίδια γλώσσα και τιμούν, όπως όλοι οι άλλοι, τον Κεμάλ Ατατούρκ.

Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς. Όπως και αλλού στην Ευρώπη, οι Ρομά, όπως και οι γλωσσικές μειονότητες με ανάλογη προέλευση (Ντομ, Λομ), είναι περιθωριοποιημένοι: υψηλή ανεργία, ελλειμματική πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα, κακή ποιότητα κατοικίας. Το ποσοστό των παιδιών που εγκαταλείπουν το σχολείο είναι υψηλό. Πολλά κορίτσια και αγόρια καλούνται να εργαστούν ή να παντρευτούν ευθύς μόλις μπουν στην εφηβεία (2). Η περιθωριοποίηση παραμένει αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, παρόλο που οι οργανωμένες επιθέσεις είναι πιο σπάνιες από ό,τι σε άλλες χώρες.

Στο Κούστεπε, οι νέοι είναι στα νύχια του «μπονσάι», ενός συνθετικού φτηνού ναρκωτικού, που εμφανίστηκε το 2010 και προκαλεί ισχυρή εξάρτηση. Με μια μικρή οργάνωση, που ιδρύθηκε πρόσφατα, για την εκπαίδευση και ενάντια στις διακρίσεις, ο Τουρναλί προσπαθεί να σπάσει τον φαύλο κύκλο της φτώχειας, βοηθώντας τις οικογένειες να μην σταματήσουν από το σχολείο τα παιδιά τους. Από το 2010, οι μικρές δομές, όπως αυτή, είναι αμέτρητες και μαζί τους αναδύεται μια νέα γενιά εκπροσώπων, πολιτικοποιημένων και με πανεπιστημιακά διπλώματα. «Είμαστε πολύ λίγοι οι σπουδαγμένοι στο πανεπιστήμιο», παραδέχεται. «Στις μέρες μας, έχω γίνει ένα είδος προτύπου».

Παραγωγός ντοκιμαντέρ (3), η Ελμάς Αρούς, γύρω στα τριάντα, ίδρυσε, το 2010, την οργάνωση Καμία Διάκριση. Τον Μάρτη της ίδιας χρονιάς, σε μια εκδήλωση με ομιλητή τον Ερντογάν, έκανε δημόσια παρέμβαση. Αλλά τη δραστηριοποίησή της δεν την κατανόησε η οικογένειά της. «Η μητέρα μου μού έλεγε ότι θα έπρεπε να ντρέπομαι για το ενδιαφέρον μου γι’ αυτά τα θέματα, τη στιγμή που έχω μια αξιοπρεπή θέση στην κοινωνία. Έχει ξεχάσει την ιστορία της και τη γλώσσα της». Η αφύπνιση της πολιτισμικής ταυτότητας των Ρομά είναι μια πράξη χωρίς πολιτικό κόστος για τον Ερντογάν. Αντίθετα με τους Κούρδους, οι Ρομά δεν διεκδικούν καμιά αυτονομία. Διατηρούν χαλαρούς δεσμούς αλληλεγγύης με τους Ρομά της βόρειας Ευρώπης, με τους οποίους ούτε τη γλώσσα μοιράζονται, ούτε τη μακρά ιστορία διώξεων, ούτε τη θρησκεία, ούτε τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. «Ο Ερντογάν τους συμπεριφέρθηκε όπως θα φέρονταν σε ανθρώπους. Είναι αρκετό γι’ αυτούς, μολονότι δεν έχουν τίποτε άλλο», αναστενάζει η σκηνοθέτης των ντοκιμαντέρ. Γιατί, στην πράξη, ο απολογισμός έχει λίγα πράγματα να επιδείξει. Είναι γεγονός ότι η ρύθμιση προβλημάτων αστικής φύσης μεταξύ των οικογενειών, ιδίως τα θέματα των νομάδων στα ανατολικά της χώρας, ήταν εύκολη. Εργατικές κατοικίες άρχισαν να δίνονται στους Ρομά και η ποιότητα του διαλόγου μεταξύ της κυβέρνησης και των ενώσεων των Ρομά βελτιώθηκε. Όμως η κοινωνικοοικονομική πρόοδος είναι αργή, δηλαδή ανύπαρκτη.

Στο γραφείο της, περιστοιχιζόμενη από δύο γραμματείς, η γιατρός Ντιντέμ Εβτσί, το παραδέχεται με μισόλογα: το κέντρο έρευνας για την κουλτούρα των Ρομά που η ίδια διευθύνει, είναι μια σφραγίδα. Το ινστιτούτο αυτό, την ίδρυση του οποίου είχε θελήσει ο Ερντογάν, γέννησε προσδοκίες, μετά από τρία χρόνια λειτουργίας όμως δεν έχει δώσει κανένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. «Είναι ένα όνομα και μερικά χαρτιά», παραδέχεται μια εργαζόμενη στο πανεπιστήμιο Αντνάν Μεντερές του Αϋντίν (Αϊδινίου), που στεγάζεται το ινστιτούτο. Ο Αϋχάν Καγιά, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Μπιλγκί της Κωνσταντινούπολης, δεν πιστεύει ότι ο Ερντογάν είναι ειλικρινής σε αυτό το θέμα: «Χωρίς την προοπτική προσέγγισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν θα είχαν μπει ποτέ στο πρόγραμμα του Ερντογάν, κι ας είναι Μουσουλμάνοι», πιστεύει.

ΟΙ επιθυμίες συμμετοχής στην πολιτική μεγαλώνουν

Ακόμα χειρότερα, τα προγράμματα πολεοδομικών αναπλάσεων πλήττουν τους πληθυσμούς των Ρομά. Εξαιτίας των προβληματικών συνθηκών υγιεινής τους και της, σε βαθμό υπερβολής, επίκλησης του κινδύνου σεισμικότητας από τις αρχές, οι συνοικίες των Ρομά στο κέντρο των πόλεων είναι ο κύριος στόχος ενός ευρύτατου σχεδίου που τέθηκε σε εφαρμογή το 2012. Κανείς δεν αμφισβητεί την επείγουσα ανάγκη δράσης. Όμως, οι οργανώσεις καταγγέλλουν την παντοδυναμία των τοπικών αρχών και τις καταστροφικές συνέπειες των επιχειρήσεων επανεγκατάστασης, συχνά μακριά από την παλιά συνοικία όπου έχει γίνει η ανάπλαση. Η υποχρεωτική μετεγκατάσταση διακόπτει τη σχολική ζωή παιδιών, κάνει ανθρώπους να χάσουν τις δουλειές τους και «μπορεί να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή της κοινότητας», διαπιστώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα Δικαιώματα των Ρομά (4).

Το 2005, ο δήμος της Κωνσταντινούπολης και η κυβέρνηση αποφάσισαν την ανάπλαση της συνοικίας του Σουλούκουλε, της ιστορικής συνοικίας, σχεδόν μιας χιλιετίας, των Ρομά, στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Περίπου 3.500 κάτοικοι υποχρεώθηκαν να πουλήσουν τη γη τους και να μετεγκατασταθούν σε απόσταση σαράντα χιλιομέτρων από εκεί. Όμως, τα ακριβότερα ενοίκια και το κόστος μετακίνησης για την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων στην Κωνσταντινούπολη, υποχρέωσαν σύντομα πολλές οικογένειες να επιστρέψουν στο Σουλούκουλε και να ζουν σε άθλιες συνθήκες. «Θέσαμε επιτακτικά το πρόβλημα στην κυβέρνηση, αλλά δεν ήθελε να ακούσει τίποτε, γιατί δεν ήθελε να ζουν πλέον Ρομά εδώ», δηλώνει με θλίψη ο Χατζέρ Φογκό, από το Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα δικαιώματα των Ρομά , που συνεχίζει ακόμα και σήμερα τις προσφυγές στη Δικαιοσύνη για την επιδίκαση αποζημιώσεων.

Η φτωχοποίηση υποσκάπτει την επίσημη επιχειρηματολογία περί αναγνώρισης. Τον Δεκέμβρη του 2013, ένας νεαρός Ρομ έχασε τη ζωή του στην Μπούρσα (Προύσσα), την τέταρτη πόλη της χώρας, στις συνοικιακές βιαιότητες που ξέσπασαν μετά τη μετεγκατάσταση των Ρομά, στη συνοικία των οποίων είχε γίνει ανάπλαση. Όταν η Βουλή ζήτησε από τον δήμαρχο της πόλης να ξεκαθαρίσει τα περιστατικά, αυτός κατήγγειλε χωρίς περιστροφές: «Οι περισσότεροι Ρομά (…) ζουν από τις κλοπές, τη διακίνηση ναρκωτικών και τις ληστείες». Τα δεκατρία παιδιά Ρομά της γειτονιάς εντάχθηκαν σε μια ειδική τάξη του δημοτικού σχολείου (5).

Τον ενθουσιασμό διαδέχεται σιγά – σιγά η ανησυχία και η ανυπομονησία. «Στις εκλογές έρχονται και μας δίνουν υποσχέσεις για να πάρουν την ψήφο μας· όλο τον υπόλοιπο καιρό είμαστε αόρατοι», διαμαρτύρεται ο Τουρναλί. Όμως τα αντανακλαστικά αλλάζουν και η επιθυμία συμμετοχής στην πολιτική αυξάνει μεταξύ των ακτιβιστών των οργανώσεων. Το νεαρό στέλεχος επιχειρήσεων σκέφτεται να κατέβει υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν φέτος: «Δεν υπάρχει κανένας βουλευτής Ρομ μέχρι σήμερα. Θα γίνω ο πρώτος, πρώτα ο Θεός».

Marie Chambrial

Δημοσιογράφος

Erwan Manac’s

Δημοσιογράφος
Χρυσοβέργης Γιάννης (μτφ)Δημοσιογράφος

(2Unicef, «Analysis of the situation of the children and young people in Turkey, 2012», Άγκυρα, 2013.

(3Εναι κυρίως μία από τους συγγραφείς του Μπουτσούκ, που γυρίστηκε το 2010

(4European Roma Rights Centre, Turkey: country profile 2011-2012, Βουδαπέστη, Απρίλιος 2013.

(5«Hürriyet Daily News», Κωνσταντινούπολη, 25 Σεπτεμβρίου 2013.

Μοιραστείτε το άρθρο