«Για την Τουρκία είναι ζήτημα ηθικής τάξης. Η περιφερειακή μας πολιτική διέπεται από τις ανθρωπιστικές και δημοκρατικές αξίες, τις οποίες θα έρεπε να αποδέχεται όλος ο κόσμος. Για τον λόγο αυτό, το πραξικόπημα κατά του [Αιγύπτιου προέδρου] Μοχαμέντ Μόρσι [στις 3 Ιουλίου 2013] ήταν μια απογοήτευση». Ακριβώς όπως ο Γιασίν Ακτάυ, ο υπεύθυνος διεθνών σχέσεων αντιπρόεδρος του ΑΚΡ, οι υποστηρικτές του κόμματος αυτού ανοίγουν συστηματικά τη συζήτηση για την Αίγυπτο επισημαίνοντας το «ηθικής τάξης ζήτημα» που υπαγορεύει την κυβερνητική πολιτική. Ο Ακτάυ συνεχίζει: «Πιστεύαμε πως η Δύση θα απομόνωνε το νέο καθεστώς. Αντ’ αυτού, αρκέστηκε στην παρακολούθηση της δολοφονίας της Δημοκρατίας –της σφαγής της Ράμπια (1).
Τη μη καταγγελία του πραξικοπήματος κατά του Μόρσι και τη συνέχιση της αμερικανικής βοήθειας στην Αίγυπτο, η Άγκυρα τα εξέλαβε ως προδοσία της Ουάσιγκτον. Ενεργός υποστηρικτής του Μόρσι και των Αδελφών Μουσουλμάνων, ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ζήτησε την απελευθέρωσή του, επέκρινε το καθεστώς που τον διαδέχτηκε και αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη νομιμότητά του. Όταν εξελέγη πρόεδρος, ο Ερντογάν είπε απευθυνόμενος στη γενική συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στη Νέα Υόρκη: «Αυτοί που αντιτίθενται στις δολοφονίες στο Ιράκ, στη Συρία και στη δολοφονία της δημοκρατίας στην Αίγυπτο, κατηγορούνται για υποστήριξη της τρομοκρατίας». Κατηγόρησε επίσης τον ΟΗΕ, καθώς και «τις δημοκρατικές χώρες, ότι περιορίζονται στο ρόλο του παρατηρητή των γεγονότων». Ο υπουργός Εξωτερικών της Αιγύπτου απάντησε: «Αυτά τα ψέματα δεν εκπλήσσουν όταν διατυπώνονται από έναν άνθρωπο που επιθυμεί να προκαλέσει το χάος και να σπείρει τη διχόνοια στη Μέση Ανατολή μέσω της υποστήριξης που προσφέρει σε τρομοκρατικές ομάδες και οργανώσεις» (Reuters, 25 Σεπτεμβρίου 2014).
Ο Ερντογάν είναι συνηθισμένος στις αντιπαραθέσεις ενώπιον των μέσων ενημέρωσης. Η αθυροστομία του, ιδίως υπέρ των Παλαιστινίων, του έχει προσδώσει μεγάλη δημοτικότητα στον αραβικό κόσμο. Με την υπάρχουσα αναταραχή στη Μέση Ανατολή, αυτή ενδεχομένως μειώθηκε, αν και συνεχίζει να ασκεί γοητεία: εξελέγη πρόεδρος από τον πρώτο γύρο, συγκεντρώνοντας το 51,7% των ψήφων, στις 10 Αυγούστου 2014. Ο Ερντογάν ελπίζει σε μια επαρκώς ευρεία νίκη στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2015, ώστε να επιβάλει την αλλαγή του Συντάγματος και ένα αμιγώς προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης.
Στο πλευρό του έχει τον Αχμέτ Νταβούτογλου. Είναι πανεπιστημιακός, όχι πολιτικός. Κύριος σύμβουλος για θέματα εξωτερικής πολιτικής του ΑΚΡ, μόλις αυτό ανήλθε στην εξουσία, στις 3 Νοεμβρίου 2002, ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών, τον Μάιο του 2009. Και όταν ο Ερντογάν εξελέγη πρόεδρος, ο Νταβούτογλου ανέλαβε τα ηνία του ΑΚΡ και ταυτόχρονα την πρωθυπουργία. Μολονότι συχνά ακούγεται πως οι δύο άνδρες δεν είναι πάντα σύμφωνοι, ο Νταβούτογλου παραμένει ένας πιστός συνεργάτης. Κι επειδή δεν έχει φθαρεί ακόμη από την άσκηση εξουσίας, μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια του οράματος του ΑΚΡ, τη στιγμή που πολλοί βουλευτές ολοκληρώνουν την τρίτη και τελευταία θητεία τους.
Το σχέδιο της «νέας Τουρκίας» -υπό την ηγεσία μιας ενισχυμένης προεδρίας, εγκατεστημένης σε ένα νεόχτιστο μέγαρο χιλίων δωματίων, η κατασκευή του οποίου κόστισε 651 εκατομμύρια δολάρια (2)- βασίζεται σε περισσότερο συγκεντρωτισμό και σε αυταρχισμό. Ενισχυμένη από την ετυμηγορία της κάλπης, η εξουσία καταπνίγει την ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα στη διαδήλωση, ελέγχει τη Δικαιοσύνη, επιτυγχάνει την απόλυση δημοσιογράφων, μάλιστα το 2014 διακρίθηκε και για την προσπάθειά της να απαγορεύσει το Twitter και το You Tube. Στις 12 Δεκεμβρίου, ο Ερντογάν ανακοίνωσε ότι πλέον θα προεδρεύει στα υπουργικά συμβούλια. Από την εποχή των διαδηλώσεων του πάρκου Γκεζί, το καλοκαίρι του 2013, κάθε αμφισβήτηση της εξουσίας του εκλαμβάνεται ως ευθεία απειλή.
Στην Κωνσταντινούπολη οι φήμες και οι πληροφορίες από δεύτερο χέρι έχουν αντικαταστήσει τα γεγονότα. Πολλοί άνθρωποι που ανακρίθηκαν δέχονται να μιλήσουν μόνο ανώνυμα. Τα χαράματα της 14ης Δεκεμβρίου 2014, η αστυνομία πραγματοποίησε επιδρομές στα γραφεία της εφημερίδας «Zaman» και σε αυτά του τηλεοπτικού δικτύου Samanyolu και συνέλαβε δημοσιογράφους, γνωστούς κυρίως για τους δεσμούς τους με τον εξόριστο στις Ηνωμένες Πολιτείες θρησκευτικό ηγέτη Φετχιουλά Γκιουλέν. Τα γεγονότα προκάλεσαν τις έντονες αντιδράσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και από τις ενώσεις των δημοσιογράφων και των εκδοτών της Τουρκίας. Ο Γκιουλέν, που υπήρξε στενός συνεργάτης του Ερντογάν, έπεσε σε δυσμένεια, τον Δεκέμβριο του 2013, όταν μέλη της αδελφότητάς του διέρρευσαν στοιχεία για υποθέσεις διαφθοράς που ενέπλεκαν σημαντικές προσωπικότητες του ΑΚΡ, συμπεριλαμβανομένων και υπουργών και των παιδιών τους. Ο Ερντογάν δήλωσε ότι «θα ανατρέψει αυτό το δίκτυο της προδοσίας και ότι θα το υποχρεώσει να δώσει λόγο» (3).
Προς το παρόν, ο Ερντογάν χαίρει ακόμα της εμπιστοσύνης του μισού πληθυσμού, που συμμερίζεται το όραμά του για τον κόσμο και έχει επωφεληθεί από την πολιτική του, κυρίως στον οικονομικό και στον κοινωνικό τομέα. Τι γίνεται όμως με τους Τούρκους που έκαναν ν’ ακουστεί η φωνή τους στο Γκεζί; Για να μην αναφερθούμε στη φιλελεύθερη κεντροδεξιά, την οποία κατέκτησε ο Ερντογάν το 2002, με τις υποσχέσεις του για μια Τουρκία χωρίς αποκλεισμούς, και η οποία ενδέχεται να κουραστεί από τον αυξανόμενο αυταρχισμό.
Μαθήματα οθωμανικής γλώσσας
Η «νέα Τουρκία» επαναπροσδιορίζει επίσης τη θέση της χώρας στον κόσμο, με την επίκληση του οθωμανικού παρελθόντος και της κηδεμονίας του σουνιτικού Ισλάμ. Ο Ερντογάν έφθασε σε σημείο να προτείνει την εισαγωγή υποχρεωτικών μαθημάτων της οθωμανικής γλώσσας (4) στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Απόψεις οι οποίες συμβαδίζουν με ένα παλιό όραμα που προβάλλει ο Νταβούτογλου, αυτό μιας Τουρκίας που θα είναι παγκόσμια δύναμη, στη βάση της ενότητας του Ισλάμ. Όπως εξηγεί ο Μπεχλούλ Εζκάν, αναπληρωτής καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά, παραθέτοντας άρθρα και το βιβλίο του νέου πρωθυπουργού (5), «η Τουρκία δεν είναι ένα συνηθισμένο έθνος – κράτος, αλλά ‘’το κέντρο του [οθωμανικού] πολιτισμού’’ (…) πρέπει να γίνει ένα πολιτικό κέντρο που θα επιτρέψει να καλυφθεί το κενό εξουσίας, το οποίο δημιουργήθηκε από τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας» (6). Ο Νταβούτογλου εκτιμά ότι, κατά τη διακυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας, η Τουρκία διέπραξε το λάθος «να επιλέξει να γίνει ένα περιφερειακό στοιχείο κάτω από την ομπρέλα ασφάλειας του δυτικού πολιτισμού, αντί να γίνει ένα κέντρο, ακόμα και αν αυτό ήταν ασθενές, του δικού της πολιτισμού». Επικρίνει «την κρίση αξιών των δυτικών κοινωνιών», εκτιμώντας ότι «οι δυτικές δημοκρατίες είναι επικίνδυνες, επειδή στερούνται θρησκευτικών αξιών για να τις οδηγούν». Πιστεύει ότι «αν η ταυτότητα της Τουρκίας βασιστεί στο Ισλάμ, υπάρχει δυνατότητα επέκτασης των συνόρων της».
Επί Νταβούτογλου, η περιφερειακή πολιτική της Τουρκίας είχε ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον: «κανένα πρόβλημα με τους γείτονες» και χρήση της δύναμής της επιρροής. Όταν ο Αμπντουλά Γκιουλ ήταν υπουργός Εξωτερικών (2003-2007), έπαιζε ρόλο – κλειδί στις διαπραγματεύσεις για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις σχέσεις με την Κεντρική Ασία και την Κύπρο, ενώ ο Νταβούτογλου ενδιαφερόταν για τις σχέσεις με τον αραβικό κόσμο. Η προσέγγιση ήταν εντελώς πραγματιστική: ο Ερντογάν έκανε θερινές διακοπές μαζί με τον Σύριο ηγέτη Μπασάρ Αλ-Άσαντ, τον οποίο είχε χαρακτηρίσει «αδελφό» και τιμήθηκε με το βραβείο του Μουαμάρ Καντάφι για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επί Νταβούτογλου, η Τουρκία εντατικοποίησε την οικονομική συνεργασία, άνοιξε τα σύνορά της, κατάργησε τη βίζα εισόδου για πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, του Καυκάσου, της Αφρικής κ.λπ. (7). Ο βασικός στόχος ήταν να αυξηθεί η πολιτική και οικονομική εμπιστοσύνη στην Τουρκία. Ο οποίος και επιτεύχθηκε, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι εμπορικές συναλλαγές με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής δεκαπλασιάστηκαν στην περίοδο 2002 – 2011.
Ύστερα ήρθε η αραβική άνοιξη. Ο Νταβούτογλου πίστεψε ότι οι ισλαμικές οργανώσεις θα καταλάμβαναν την εξουσία και θα παρέμεναν και ότι, υποστηρίζοντάς τες, η Τουρκία θα έπαιζε ηγετικό ρόλο στη Μέση Ανατολή. Η φιλοδοξία αυτή είχε αναμφίβολα ενισχυθεί από τις δυτικές ελπίδες ότι η Τουρκία θα κατόρθωνε να χρησιμεύσει ως πρότυπο για το μετριοπαθές Ισλάμ, ενθαρρύνοντας το ΑΚΡ να υπερεκτιμήσει τις δυνατότητές του. Ο Αχμέτ Ινσέλ, ένας φιλελεύθερος πανεπιστημιακός, εξηγεί: «Μέχρι το 2011, οι ιδέες του Νταβούτογλου ήταν ρομαντικές, όμως δεν μπορούσαμε να πούμε πως ήταν σε λάθος κατεύθυνση. Σήμερα, η Τουρκία δεν έχει πρεσβευτή στην Αίγυπτο, στη Συρία ή στο Ισραήλ». Παρά τις αρχικά στενές σχέσεις (η Τουρκία προσέφερε υπηρεσίες διαμεσολαβητή στο Ισραήλ και στη Συρία, την περίοδο 2007 – 2008), οι σχέσεις με το Ισραήλ γνώρισαν μια σειρά από κρίσεις: στη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του Νταβός (29 Ιανουαρίου 2009), όταν ο Ερντογάν κατηγόρησε τον πρόεδρο του Ισραήλ, Σιμόν Πέρες, για δολοφονίες Παλαιστινίων· στη συνέχεια, με την επίθεση των Ισραηλινών στο πλοίο Μαβί Μαρμαρά και στον στολίσκο των σκαφών που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα, που προκάλεσε το θάνατο εννέα Τούρκων ακτιβιστών (31 Μαΐου 2010)· και, τέλος, όταν, στις 2 Δεκεμβρίου 2014, ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας καταδίκασε την Τουρκία ως υπαίτια, κατά τη γνώμη του, παροχής ασύλου σε μέλη της Χαμάς.
Τούρκοι υπουργοί και σύμβουλοι θεωρούν την υποστήριξη αυτή παράδειγμα της «πολιτικής αρχών» τους. «Είμαστε πιθανότατα η μόνη κυβέρνηση εκτός του αραβικού κόσμου που υποστηρίζει τη Χαμάς», δηλώνει συνομιλητής μας που θέλει να μην κατονομαστεί, αρνούμενος ότι αυτό γίνεται σε βάρος της Παλαιστινιακής Αρχής, την οποία διοικεί η Φατάχ. Εντούτοις, και παρά τις εντάσεις αυτές, το εμπόριο και ο τουρισμός με το Ισραήλ συνεχίζει να αναπτύσσεται.
Σε ό,τι αφορά στο Ιράκ, η απόρριψη της βασισμένης σε θρησκευτικά σιιτικά κριτήρια πολιτικής τού τέως πρωθυπουργού, Νουρί Αλ Μαλίκι (2006 – 2014), οδήγησε την Άγκυρα στη βελτίωση των σχέσεών της με την τοπική κουρδική κυβέρνηση της Ερμπίλ. Η Τουρκία αιφνιδιάστηκε από την επέλαση της Οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους, ακόμα και στις περιοχές που κατοικούνται από Τουρκομάνους. Βρέθηκε αντιμέτωπη με απαγωγές Τούρκων οδηγών φορτηγών και, στη συνέχεια, 49 διπλωματών που εργάζονταν στη Μοσούλη, τον Ιούνιο του 2014 –απελευθερώθηκαν τρεις μήνες αργότερα, σε συνθήκες που ποτέ δεν αποσαφηνίστηκαν.
Η κρίση της Συρίας, με την οποία η Τουρκία έχει 880 χιλιόμετρα πορωδών συνόρων, προκάλεσε την έλευση 1.600.000 προσφύγων, με κόστος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τουρκικής κυβέρνησης, 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Κι ενώ για τις ΗΠΑ το Ισλαμικό Κράτος είναι ο κύριος εχθρός, για την Άγκυρα αυτό το ρόλο έχει το καθεστώς Άσαντ. Το ΑΚΡ σημείωσε τη μεγαλύτερη αποτυχία του στη Συρία, μετά από αυτή στην Αίγυπτο. Αντίθετα από τις προσδοκίες της Άγκυρας, ο Άσαντ δεν έπεσε. Ο Σολί Εζέλ, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Καντίρ Χας, επικρίνει τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε το ΑΚΡ το ζήτημα, από το 2012: «Δεν κατόρθωσαν να ελέγξουν τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (ALS) και διακινδύνευσαν, υποστηρίζοντας εξτρεμιστικές οργανώσεις, να μετατρέψουν την Τουρκία σε ένα νέο Πακιστάν, με τους δικούς της Ταλιμπάν. Οποιαδήποτε οργάνωση άξιζε υποστήριξης, αρκεί να πολεμούσε αποτελεσματικά κατά του Αλ-Άσαντ. Είδαμε το Μέτωπο Αλ Νόσρα και το Ισλαμικό Κράτος να στρατολογούν κόσμο στην Τουρκία και τις αρχές να κάνουν πως δεν βλέπουν».
Την ίδια στιγμή όμως, αρκετοί Τούρκοι πιστεύουν ότι το Ισλαμικό Κράτος, μια σουνιτική οργάνωση, αξίζει την κατανόησή τους. Σύμφωνα με τον Ετυέν Μαχτσουπιάν, έναν από τους σημαντικότερους συμβούλους του πρωθυπουργού: «Το Ισλαμικό Κράτος κατόρθωσε να ριζώσει και να διασφαλίσει κοινωνικές και πολιτιστικές υπηρεσίες, πράγμα που σημαίνει ότι σύντομα θα δούμε τα μέλη του να διαπραγματεύονται φορώντας κοστούμι και γραβάτα». Το κουρδικό ζήτημα είναι λεπτό: Οι Κούρδοι της Συρίας του Κόμματος Δημοκρατικής Ενότητας (PYD) εκπροσωπούν μια επέκταση του Κόμματος Εργατών του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), την αποσχιστική οργάνωση –η οποία έχει χαρακτηριστεί «τρομοκρατική» από την Ουάσιγκτον και την Ευρωπαϊκή Ένωση– που βρίσκεται σε ένοπλη σύγκρουση με το τουρκικό κράτος εδώ και 36 χρόνια (8) και με την οποία η κυβέρνηση είναι σε διαδικασία μυστικών διαπραγματεύσεων. Η ένταση στη νοτιοανατολική Τουρκία έγινε προφανής στις αρχές Οκτωβρίου 2014, όταν ξέσπασαν διαδηλώσεις οργής κατά της παθητικότητας της τουρκικής κυβέρνησης απέναντι στην επίθεση του Ισλαμικού Κράτους κατά της πόλης Κομπάνι: περισσότεροι από 36 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε μερικές μέρες.
Η Τουρκία δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμη να πρωτοστατήσει στη στρατιωτική συμμαχία υπό αμερικανική ηγεσία, η οποία δημιουργήθηκε το φθινόπωρο για τους βομβαρδισμούς κατά του Ισλαμικού Κράτους, ώστε να σπάσει η πολιορκία του Κομπάνι, αν και ανταποκρίθηκε στα διεθνή αιτήματα να εντείνει τον έλεγχο στα νότια σύνορά της και να επιτρέψει τη διέλευση των πεσμέργκας από το έδαφός της. Η πίεση αυτή αναμένεται να αυξηθεί με την ενεργό συμμετοχή του Ιράν στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ (9), την ενίσχυση του σιιτικού άξονα και μια εκ των πραγμάτων προσέγγιση της Τεχεράνης με τη Δύση.
Η οικονομία παρουσιάζει σημάδια κόπωσης
Απογοητευμένο από τα γεγονότα στη Συρία και στην Αίγυπτο, το ΑΚΡ εγκατέλειψε τον πραγματισμό του και επέστρεψε στην ιδεολογία που έχει βαφτίσει «πολιτική αρχών». Ο Ιμπραχίμ Καλίμ, κύριος σύμβουλος του προέδρου σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, την αποκαλεί «αξιοπρεπή μοναξιά».
Εντούτοις, η Τουρκία δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της την πολυτέλεια μιας πολύ μακράς διπλωματικής απομόνωσης, όπως αποδεικνύει η περίπτωση της Αιγύπτου. «Η σχέση είναι ασύμμετρη», σημειώνει ο Μενσούρ Ακγκιούν, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κιουλτούρ της Κωνσταντινούπολης. «Η Τουρκία έχει ανάγκη τα λιμάνια και τις αγορές της Αιγύπτου, ενώ η Αίγυπτος μπορεί να προμηθευτεί αγαθά από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Πρέπει να αυξήσουμε τις εξαγωγές μας και να ενισχύσουμε τη διπλωματική μας θέση». Αυτή ισχύει πολύ περισσότερο που η τουρκική οικονομία έχει αρχίσει να παρουσιάζει σημάδια κόπωσης: ο ρυθμός ανάπτυξης μειώθηκε από 4% σε 3,3% το 2014, ενώ το 2009, στην αρχή της παγκόσμιας κρίσης, ήταν 9%.
Η περιφερειακή πολιτική της Τουρκίας έγινε όμηρος του οράματος της «νέας Τουρκίας» θεμελιωμένης στο σουνιτικό Ισλάμ και στην οθωμανική κληρονομιά; Ή μήπως οι παρούσες δυσκολίες θα οδηγήσουν τους ηγέτες του ΑΚΡ σε αναθεώρηση των περιφερειακών τους συμμαχιών; Αυτό ήταν το νόημα του μηνύματος του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Μπουλέντ Αρίντς, για «φιλία και αδελφοσύνη» με τους γείτονες της Τουρκίας, τη Συρία και το Ιράν και με τους «φίλους και παραδοσιακούς συμμάχους», τη Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Αίγυπτο ή την Ιορδανία (10). Αλλά θα χρειαστεί αναμφίβολα να περιμένουμε τις βουλευτικές εκλογές την προσεχή άνοιξη για να αποκτήσουμε μια σαφέστερη εικόνα των προσανατολισμών που θα έχει επιλέξει ο Ερντογάν.