Ακόμα μια φορά, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας είχε κυρίαρχη θέση στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου. Τον Δεκέμβριο του 2013, προκάλεσε αίσθηση η σύλληψη του θείου του ηγέτη Κιμ Ζονγκ Ουν -και μάλιστα κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του πολιτικού γραφείου του κόμματος- και στη συνέχεια η δίκη του και η εκτέλεσή του μέσα σε διάστημα μόλις τεσσάρων ημερών. Γεννημένος το 1946 –και άρα σχετικά νέος, σύμφωνα με τα κριτήρια αυτής της χώρας- ο Ζανγκ Σονγκ Ταέκ θεωρούνταν συχνά ο νούμερο δύο ισχυρός άνδρας του καθεστώτος. Όπως έγραψε ο τοπικός Τύπος, «διέπραξε ανατρεπτικές πράξεις». Η φύση του εγκλήματος για το οποίο κατηγορήθηκε εξακολουθεί να μην έχει διευκρινιστεί, γεγονός που επιβεβαιώνει την εντύπωση ότι πρόκειται για πολιτική καταδίκη. Ορισμένοι δυτικοί σχολιαστές θεώρησαν ότι επρόκειτο για έναν άστατο σύζυγο, άλλοι τον είδαν να κατασπαράζεται ζωντανός από εξαγριωμένα από την πείνα σκυλιά… Ο Μπρους Κάμινγκς, ειδικός σε ζητήματα της Βόρειας Κορέας, έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι η χώρα τρελαίνει όσους μιλούν γι’ αυτήν.
Η ιδιαίτερα βιαστική και θεαματική απονομή δικαιοσύνης –η τηλεόραση μετέδωσε εικόνες από τη σύλληψή του- θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει στον βορειοκορεάτικο δικαστικό μηχανισμό. Όμως, όσο κι αν οι κατηγορούμενοι εξακολουθούν να στιγματίζονται ακόμα κι από τον ίδιο τους τον δικηγόρο, ο οποίος συνήθως ευχαριστεί το δικαστήριο για την ετυμηγορία του, απ’ ό,τι φαίνεται δεν φυλακίζονται πλέον άτομα χωρίς δίκη. Τον Οκτώβριο του 2013, αρκετά δικαστήρια ήταν «κλειστά για έργα», δηλαδή περιμένοντας τη μεταρρύθμιση του δικαίου της χώρας. Χωρίς αμφιβολία, ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός που μετέδωσε το νοτιοκορεάτικο ειδησεογραφικό πρακτορείο Yonhap: δύο από τα έξι βορειοκορεάτικα στρατόπεδα εγκλεισμού έχουν κλείσει.
Αντίθετα από τα στερεότυπα που επικρατούν, το καθεστώς δεν είναι απόλυτα μονολιθικό. Θα ήταν σωστότερο να γίνεται λόγος για «μονολιθική πολυκρατία»: ο άκομψος αυτός νεολογισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει ταυτόχρονα τα διαλυτικά φαινόμενα στους κόλπους ενός καθεστώτος, το οποίο αδυνατούσε να θρέψει τον πληθυσμό του κατά τη διάρκεια της κρίσης της δεκαετίας του 1990, τη διατήρηση του στρατιωτικοποιημένου και περικυκλωμένου χαρακτήρα της χώρας, την ανάδυση αυτοαπασχολούμενων επιχειρηματιών, καθώς και τις συγκρούσεις ανάμεσα σε δημόσιους οργανισμούς.
Όμως, αυτά τα διαλυτικά φαινόμενα δεν συνεπάγονται οπωσδήποτε και τον πλήρη μαρασμό του κράτους. Πρόκειται περισσότερο για τον εκφυλισμό των δημόσιων εξουσιών, για παράδειγμα του οργανισμού που ήταν αρμόδιος για τη διανομή των τροφίμων στο 60% του πληθυσμού κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και του λιμού. Η περίοδος αποκλήθηκε «δύσκολη πορεία» και διάρκεσε από το 1995 ώς το 1997. Εκτιμάται δε ότι προκάλεσε τον θάνατο του 3-10% του πληθυσμού. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η εξουσία ήταν δημοφιλής μέχρι εκείνη τη στιγμή, απέδειξε την ανικανότητά της να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού, παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει πενήντα χρόνια από την εγκαθίδρυση του καθεστώτος.
Βέβαια, μπορεί να προβάλλει το επιχείρημα της «αμερικανικής επίθεσης», δηλαδή του εμπάργκο το οποίο εντάθηκε ακόμα περισσότερο μετά την περσινή εκτόξευση βαλλιστικών πυραύλων. Το εμπάργκο αποδείχθηκε όντως αποτελεσματικό. Ακόμα και η Κίνα, η μοναδική σύμμαχος της Πιονγκγιάνγκ, έδωσε στη δημοσιότητα, τον Οκτώβριο του 2013, έναν κατάλογο εκατό σελίδων στον οποίο περιλαμβάνονται τα προϊόντα που απαγορεύεται να εξαχθούν στη Βόρεια Κορέα. Μερικές ημέρες αργότερα, η ιδιαίτερα δημοφιλής κυριακάτικη τηλεοπτική εκπομπή του βορειοκορεάτικου καναλιού Mansudae TV, αφιερωμένη στη διεθνή επικαιρότητα, πρόβαλε ένα μεγάλης διάρκειας καναδικό ντοκιμαντέρ για το εμπόριο απομιμήσεων επώνυμων προϊόντων, οι οποίες παράγονται στην Κίνα.
Όπως και να έχει το πράγμα, όλες οι ερμηνείες με τις οποίες σφυροκοπούν την κοινή γνώμη της χώρας τα μέσα ενημέρωσης που αποτελούν κρατικό μονοπώλιο, προκαλούν σκεπτικισμό στον πληθυσμό, ο οποίος παρομοιάζει την περίοδο της «δύσκολης πορείας» με πόλεμο: λιμός, εξαφάνιση δημόσιων υπηρεσιών, πολλαπλασιασμός των παράνομων κυκλωμάτων που διακινούσαν διάφορα προϊόντα. Σε όλες τις περιοχές που είχαν πληγεί από την εξαθλίωση και κυρίως στο ανατολικό τμήμα της χώρας, η επιβίωση είχε μετατραπεί σε έμμονη ιδέα. Οι διαθέσιμοι πόροι λεηλατούνταν και πωλούνταν με κάθε δυνατό τρόπο, από το λαθρεμπόριο ως την ελεύθερη αγορά (1). Τα εργοστάσια που έκλειναν το ένα μετά το άλλο, ελλείψει ενεργειακών πόρων, διαλύονταν, ενώ τα δημόσια κτήρια κατεδαφίζονταν για να ανακτηθούν τα μεταλλικά τους στοιχεία, τα οποία ανταλλάσσονταν με τρόφιμα στην Κίνα.
Η παρουσία του κράτους αποδυναμώθηκε, ακόμα και στην αστυνομική του μορφή. Πολλές αφηγήσεις προσφύγων που εγκατέλειψαν τη χώρα επιβεβαιώνουν ότι έχει μειωθεί ο αριθμός των καταδικών σε εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης λόγω παράνομης διακίνησης αγαθών ή απόπειρας εγκατάλειψης της χώρας. Χωρίς αμφιβολία, μια μέρα θα καταστεί δυνατόν να αποκαλυφθεί τι πραγματικά συνέβη, κι ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο οι παραδοσιακές μορφές κοινωνικής οργάνωσης ξαναδημιουργήθηκαν για να υποκαταστήσουν ένα αναποτελεσματικό κράτος.
Σημάδι δύναμης ή αδυναμίας;
Εντωμεταξύ, οι πραγματικότητες εκείνης της περιόδου κάνουν την εμφάνισή τους στις οθόνες της τηλεόρασης: εικόνες από κλειστά εργοστάσια, κατοικίες δίχως ηλεκτρικό ρεύμα, χωράφια με κατεστραμμένες καλλιέργειες, εκτάσεις καλυμμένες από χιόνι. Ακριβώς όπως στις πολεμικές ταινίες. Επρόκειτο λοιπόν όντως για πόλεμο, μας λέει η τηλεόραση. Κι απ’ όλα αυτά προκύπτει το εξής συμπέρασμα: τότε, υπήρχε ένας εχθρός, στο εξής, όλα θα πάνε καλύτερα.
Όμως, σε παρόμοια συγκυρία, πώς εξηγείται άραγε το γεγονός ότι το καθεστώς αισθάνεται την ανάγκη να συλλάβει και να εξοντώσει ένα από τα πλέον εξέχοντα μέλη του; Πρόκειται άραγε για σημάδι δύναμης ή αδυναμίας; Για να κατανοήσουμε τις διαμάχες που μαίνονται στην κορυφή της εξουσίας, πρέπει εκ των προτέρων να αποκλείσουμε το στερεότυπο της αντιπαράθεσης μεταξύ συντηρητικών και μεταρρυθμιστών, καθώς όλος ο κόσμος είναι «μεταρρυθμιστής». Πράγματι, ακόμα κι οι πλέον στενοκέφαλοι γραφειοκράτες γνωρίζουν ότι ο επίσημος λόγος του καθεστώτος δεν έχει πλέον την παραμικρή απήχηση. Η «δύσκολη πορεία» κατέστησε τις εκκλήσεις της προπαγάνδας εντελώς αναποτελεσματικές. Βέβαια, η εθνικιστική ρητορική του καθεστώτος, η οποία αναπροσαρμόζεται διαρκώς ανάλογα με τη συγκυρία, υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχουν ξένα στρατεύματα στο έδαφος της Βόρειας Κορέας (τη στιγμή που αμερικανικές μονάδες εξακολουθούν να σταθμεύουν στην επικράτεια της Νότιας Κορέας) ή προσπαθεί να ενισχύσει την αίσθηση της θυματοποίησης (τόσο η ιστορία της Βόρειας Κορέας, όσο και της Νότιας, παρουσιάζουν αντίστοιχα τη χώρα τους ως θύμα ξένων επιθέσεων) και εξακολουθεί να έχει κάποια αποτελεσματικότητα. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι η ρητορική αυτή δεν είναι πλέον αρκετή για να κινητοποιηθεί ο πληθυσμός. Για κάτι τέτοιο, απαιτούνται καταστήματα εφοδιασμένα με επάρκεια αγαθών.
Ο λόγος για τον οποίο αντιπαρατίθενται τα ηγετικά στελέχη της χώρας, δεν είναι τόσο ο έλεγχος του μηχανισμού της εξουσίας, αλλά η χάραξη της πορείας που οφείλει να ακολουθήσει η χώρα. Ο Κιμ Ιλ Σουνγκ υπήρξε ο «πατέρας της πατρίδας». Ο γιος του Κιμ Ζονγκ Ιλ ενσάρκωσε τη μεταρρύθμιση. Ο εγγονός, ο Κιμ Ζονγκ Ουν, οφείλει να ακολουθήσει τη γραμμή της συνέχειας του καθεστώτος, δεδομένου ότι από αυτήν αντλεί τη νομιμοποίησή του (2). Όμως, για να είναι βιώσιμες οι οικονομικές επιτυχίες, δεν είναι δυνατόν να περιοριστούν απλώς στην καλύτερη διανομή των αγαθών.
Όταν επιστρέφει κανείς από τη Βόρεια Κορέα, το δυσκολότερο είναι να εξηγήσει στο ακροατήριό του την ανάκαμψη της οικονομίας της χώρας. Όλοι έχουν στο μυαλό τους τις εικόνες του λιμού που θυμίζουν σκηνές της Αποκάλυψης, όμως, στη συνέχεια, η κατάσταση βελτιώθηκε σταδιακά. Κατά τη διάρκεια δε των τελευταίων μηνών, η βελτίωση συνεχίστηκε με εντατικό ρυθμό. Τα μαγαζιά ξαναγέμισαν εμπορεύματα, το ηλεκτρικό ρεύμα ξανάκανε την εμφάνισή του. Τα ψηλά κτήρια στην περιφέρεια των πόλεων που πέρυσι ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι, σήμερα φωτίζονται τα βράδια. Το καθεστώς προώθησε την οικονομική δραστηριότητα σε όλα τα επίπεδα. Προηγουμένως, είχε δρομολογήσει την αναδιοργάνωση του κόσμου της υπαίθρου, δηλαδή τον περιορισμό του μεγέθους των παραγωγικών μονάδων γύρω από τα οικογενειακά χωριά. Η επιχείρηση ανάκαμψης της παραγωγής αποδείχθηκε επιτυχής. Ταυτόχρονα, το καθεστώς εγγυήθηκε τα οικονομικά συμφέροντα του στρατού (ένα εκατομμύριο άτομα), ως αντάλλαγμα για την εγκατάλειψη της περιβόητης αρχής «πρώτα ο στρατός». Το επίσημο αυτό σύνθημα χρησιμοποιούνταν για να αποδεχθεί ο πληθυσμός την προτεραιότητα που δινόταν στις γιγάντιες στρατιωτικές δαπάνες. Οι στρατιωτικοί διατηρούν τα προνόμιά τους, αλλά δεσμεύονται να τηρήσουν στάση ουδετερότητας απέναντι στη νέα πολιτική.
Συνεπώς, η σύγκρουση διεξάγεται μεταξύ μεταρρυθμιστών που θέλουν να ακολουθήσουν το κινεζικό μοντέλο (αγορά συν μονοκομματικό καθεστώς) και των υπέρμαχων του κράτους-κόμματος παλαιού τύπου. Οι πρώτοι επιδίδονται σε μια φυγή προς τα εμπρός μέσω της κατανάλωσης, τα καταστήματα στην Πιονγκγιάνγκ είναι γεμάτα, όλοι οι κάτοικοι των πόλεων ασχολούνται με το εμπόριο, η επιχειρηματικότητα ανθεί στην περιοχή της κινεζικής μεθορίου, οι τρεις ειδικές οικονομικές ζώνες ισχυροποιούνται. Όσο για τους εναπομείναντες οπαδούς του κράτους-κόμματος, οι οποίοι έχουν βυθιστεί στην απόλυτη ανυποληψία μετά τον λιμό που έπληξε τη χώρα, δεν αντιτίθενται τόσο στις μεταρρυθμίσεις, αλλά σε μια περιπέτεια η οποία θα μπορούσε να τους στερήσει την εξουσία. Ο Κιμ βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, αλλά το παιχνίδι τώρα μόλις έχει ξεκινήσει. Για την ώρα, η επιχειρηματικότητα δεν μπορεί να στηριχθεί σε κανένα νομικό πλαίσιο. Πρόκειται για ακροβασία χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας.
Μιμούμενος τον πατέρα του, ο οποίος είχε αποφύγει να ξηλώσει την παλαιά φρουρά του κόμματος, ο Κιμ φρόντισε να την πλαισιώσει με νεαρά στελέχη δίχως επίσημο τίτλο, τα οποία συγκροτούν μικρά «παράλληλα υπουργεία» που υποβοηθούν στο έργο τους τα επίσημα, τα οποία είναι διαβόητα για την ανικανότητά τους, και διορίζουν πραγματικούς εμπειρογνώμονες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της γεωργίας. Στο υπουργείο Γεωργίας ανατέθηκε το καθήκον της προστασίας της γης και των δασών, αναγνωρίζοντας και επίσημα, με τη μετονομασία, την αναγκαιότητα διαφύλαξης της φύσης.
Μέσα σε αυτήν τη συγκυρία, ποιο είναι το νόημα της εξόντωσης του Ζανγκ Σονγκ Ταέκ; Μήπως ήταν υπερβολικά κινεζόφιλος; Μία από τις παλιές συνήθειες του καθεστώτος συνίσταται στο να στηρίζεται η ηγεσία σε μια τάση για να εμποδίσει τα σχέδια μιας άλλης και, στη συνέχεια, να την εξοντώσει. Η υπερβολική εξάρτηση από μια τρίτη χώρα αποτελεί πολιτική απειλή, γιατί η εθνική ανεξαρτησία είναι το μοναδικό ιδεολογικό ελατήριο που εξακολουθεί ακόμα να λειτουργεί.
Σε κάθε περίπτωση, οι οικονομικές ανταλλαγές με την Κίνα μεγεθύνονται με ταχύτατο ρυθμό: το 2011 αυξήθηκαν κατά 62,5% κι έφθασαν τα 5,63 δισεκατομμύρια δολάρια (3). Τον Αύγουστο του 2013, ο Κινέζος υφυπουργός Εμπορίου, Τσεν Τζιάν, παρακίνησε τις επιχειρήσεις να επενδύσουν στη Βόρεια Κορέα, μετά από μια συνάντησή του με τον Σανγκ Ζονγκ Ταέκ… Αλλά, ο κατάλογος των σημαντικών εμπορικών εταίρων της χώρας δεν παύει να μεγαλώνει, καθώς σε αυτόν προστίθεται χώρες όπως η Ινδία, η Αίγυπτος, η Ινδονησία, η Ταϊλάνδη… Η Νότια Κορέα εξακολουθεί να παραμένει ο δεύτερος προμηθευτής και πελάτης. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ειδική οικονομική ζώνη του Καεσόνγκ, παρά το γεγονός ότι παρέμεινε κλειστή από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο με απόφαση του Κιμ. Οι εμπορικές ανταλλαγές (μειωμένες κατά 10%) ανέρχονταν σε 1,71 δισ. δολάρια το 2013. Ταυτόχρονα, οι κύκλοι των επιχειρηματιών της Νότιας Κορέας πιέζουν για τη σύναψη συμφωνιών με τη Βόρεια Κορέα.
Μπορεί να είναι κανείς αισιόδοξος όσον αφορά την προοπτική του ανοίγματος. Όχι μόνον οποιοδήποτε πισωγύρισμα θα έβλαπτε σοβαρά τα συμφέροντα των κυριότερων ξένων επενδυτών, των Κινέζων, αλλά και θα προσέκρουε στην αντίδραση του πληθυσμού. Το καθεστώς έχει παίξει ως τώρα όλα του τα χαρτιά και το μόνο που του έχει απομείνει είναι το χαρτί της κατανάλωσης.
Ποια είναι όμως τα όπλα του; Η ενεργειακή ανάκαμψη. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η αποψίλωση των δασών και οι απαρχαιωμένες πρακτικές της αγροτικής πολιτικής επιδείνωσαν την ένταση των πλημμυρών, οι οποίες κατέστρεψαν τα ορυχεία και το οδικό δίκτυο, τους πυλώνες του οικονομικού πλούτου της Βόρειας Κορέας, ο οποίος μέχρι το 1975 ξεπερνούσε εκείνον της Νότιας Κορέας. Η -διόλου ανιδιοτελής- βοήθεια του Πεκίνου συντέλεσε στη μερική επίλυση του προβλήματος, με αρκετές δυσκολίες, ωστόσο. Όπως μας εξήγησαν οι Κινέζοι τεχνικοί που συναντήσαμε, η άντληση των υδάτων από τα ορυχεία και η επαναλειτουργία τους απαίτησε πολύ χρόνο και πολύ χρήμα, πόσω μάλλον που η έως τότε εκμετάλλευσή τους στηριζόταν σε πεπαλαιωμένες υποδομές. Χάρη σε ορισμένες διακρατικές συμφωνίες για ανταλλαγή προϊόντων ή για παροχή οικονομικής βοήθειας (βασικά με την Κίνα, τη Νότια Κορέα ή την Ιαπωνία) πραγματοποιήθηκαν νέες γεωτρήσεις –κυρίως για την άντληση πετρελαίου, νοτιοδυτικά του Σινουίτζου, απέναντι από την Κίνα- ενώ κατασκευάστηκαν και αμέτρητα μικρά υδροηλεκτρικά φράγματα. Η συχνότητα των πτήσεων ανάμεσα στην Πιονγκγιάνγκ και στην κινεζική πόλη Σεν Γιανγκ μας δίνουν μια ιδέα για την έκταση και το μέγεθος αυτών των έργων. Έτσι, η Βόρεια Κορέα αποκατέστησε το ενεργειακό δυναμικό της, πράγμα το οποίο αποτελεί ένα αναγκαίο πρώτο βήμα. Ωστόσο, δεν έχει ακόμα προχωρήσει στην ανάκαμψη της βιομηχανίας της, καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτήσει κεφάλαια μιας διαφορετικής τάξης μεγέθους.
Μπορεί κανείς να βρει τα πάντα στα πολυκαταστήματα
Δεύτερο όπλο της εξουσίας: η μεταρρύθμιση της γεωργίας. Σύμφωνα με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, το δυσκολότερο μέρος του εγχειρήματος έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Μάλιστα, οι οργανώσεις αυτές δυσκολεύονται να πείσουν τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς ότι οφείλουν να σταματήσουν την αποστολή τροφίμων στη χώρα, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν ανισορροπίες στη γεωργική παραγωγή. Αντίθετα, οφείλουν να δρομολογήσουν δράσεις μεταφοράς τεχνογνωσίας, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση των αναπτυσσόμενων χωρών. Έχει ήδη δρομολογηθεί μια πρώτη μεταρρύθμιση, η οποία δίνει ξεχωριστή θέση στις ιδιωτικές αγορές –και όχι πλέον στις κρατικές- ενώ οι πολυπλόκαμες κολεκτιβιστικές μονάδες δεν είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη.
Η δημιουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων στον κλάδο, οι οποίες θα απασχολούν μισθωτούς, ενδέχεται να αποδειχθεί κάπως δυσκολότερη υπόθεση, στο βαθμό που η γεωργία εξακολουθεί να απασχολεί σημαντικό αριθμό εργαζόμενων. Αν και είναι δύσκολο να παραθέσει κανείς συγκεκριμένους αριθμούς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι απαιτούνται αρκετές εκατοντάδες εργατικά χέρια για να φέρουν σε πέρας τις ίδιες εργασίες που πραγματοποιεί μόνος του ένας Γάλλος αγρότης που διαθέτει ολόκληρη την γκάμα των γεωργικών μηχανημάτων κι εφοδίων (4). Την εποχή της «δύσκολης πορείας» και των μεγάλων πλημμυρών, ολόκληρος ο πληθυσμός, ακόμα και τα κομματικά στελέχη, είχε κληθεί να συμμετάσχει στην αποκατάσταση του οδικού δικτύου. Και φυσικά, δεν υπήρχε διαθέσιμη πίσσα. Ακόμα και στην Πιονγκγιάνγκ, έπρεπε να αναζητήσουν ανάμεσα στα συντρίμμια τα κομμάτια της ασφάλτου που είχαν παρασύρει τα νερά, να τα ζεστάνουν για να μαλακώσουν και με αυτά να μπαλώσουν τους κατεστραμμένους δρόμους, χτυπώντας τα με σφυριά ή με κουτάλες. Αυτές οι εικόνες μας δίνουν μια ιδέα για την πρόκληση που αποτελεί σήμερα το ζήτημα της (επαν)εισαγωγής του μηχανολογικού εξοπλισμού σε όλους τους τομείς της χώρας.
Το άλλο χαρτί που θα παίξει το καθεστώς; Το χρηματοοικονομικό και στη συνέχεια το εμπορικό άνοιγμα. Οι «ελεύθερες αγορές», οι οποίες υπάρχουν εδώ κι αρκετά χρόνια, είναι πλέον κάτι το εξαιρετικά διαδεδομένο, όσο κι αν απαγορεύεται αυστηρά η φωτογράφιση των γνωστότερων από αυτές, όπως, για παράδειγμα, της Τονγκίλ, στην Πιονγκγιάνγκ. Σήμερα, έχουν ξεπεραστεί από άλλες δομές, οι οποίες δεν είναι και τόσο εύκολο να περιγραφούν, δεδομένου ότι δεν διέπονται από κανένα επίσημο καθεστώς.
Αν και το μεγαλύτερο πρόβλημα εστιάζεται στα τρόφιμα και κυρίως στα νωπά προϊόντα, μπορεί κανείς να βρει τα πάντα στα πολυκαταστήματα της Πιονγκγιάνγκ: ρούχα, καλλυντικά, ηλεκτρονικά, κινητά τηλέφωνα, ποδήλατα κ.λπ.. Κι οι υψηλές τιμές δεν εμποδίζουν το πλήθος να συρρέει σε αυτά τα καταστήματα. Και δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για καταστήματα που απευθύνονται μονάχα στη νομενκλατούρα του καθεστώτος, πόσω μάλλον που το εθνικό νόμισμα είναι πλέον μετατρέψιμο και κάθε κάτοχος συναλλάγματος έχει τη δυνατότητα να αγοράζει γουόν. Υπάρχει ένα γκισέ σε κάθε πολυκατάστημα, όπως και σε κάθε ξενοδοχείο, με κυμαινόμενες ισοτιμίες. Αυτό εμποδίζει την ανάπτυξη μαύρης αγοράς συναλλάγματος. Βέβαια, μπορεί κανείς να δει γύρω από τις «ελεύθερες αγορές» πενηντάρες γυναίκες να προτείνουν ανταλλαγή συναλλάγματος, ωστόσο, ο στόχος τους είναι να αγοράσουν εισαγόμενα ή ποιοτικά προϊόντα και όχι να κερδοσκοπήσουν με τις ισοτιμίες. Σήμερα, έχουν κάνει την εμφάνισή τους υπερπολυτελείς μπουτίκ σε νεόδμητες πολυκατοικίες, δίπλα σε εστιατόρια και σε σάουνες. Όσον αφορά δε τα διάφορα είδη συναλλάγματος, όλα κυκλοφορούν, όλα έχουν ζήτηση.
Τα συλλογικά καταστήματα αποτελούν έναν νεφελώδη συνδυασμό ιδιωτικής και δημόσιας επιχείρησης. Στο εσωτερικό τους, όπως εξάλλου συμβαίνει και στους πάγκους των δρόμων, είναι αρκετά εύκολο να καταλάβει κανείς περί τίνος πρόκειται: όταν τα προϊόντα είναι ποιοτικά, τότε πρόκειται συνήθως για ιδιωτική επιχείρηση. Τις περισσότερες φορές, οι δομές ανήκουν θεωρητικά στο κράτος, όμως, όπως εξηγεί ο ιστορικός Αντρέι Λάνκοφ που θεωρείται ειδικός στα ζητήματα της Βόρειας Κορέας (5), πρόκειται απλά για μια «νομική φαντασίωση». Οι ανάγκες της επιβίωσης, η επιθυμία για κατανάλωση κι η δίψα για παζάρεμα αναλαμβάνουν όλα τα υπόλοιπα. Στην κινεζική πλευρά, οι συνοριακές πόλεις Νταν Ντόνγκ και Γιανζί, οι οποίες βρίσκονται κοντά στις βορειοκορεατικές ειδικές οικονομικές ζώνες του Χουανγκουμπιόνγκ και του Ραζόν, υποδέχονται σημαντικό αριθμό Βορειοκορεατών εμπόρων, οι οποίοι επιδίδονται σε ένα εξαιρετικά μικρής κλίμακας εμπόριο: στην πράξη, τα εμπορεύματα που προμηθεύονται σε κάθε τους ταξίδι στην Κίνα αντιστοιχούν σε ό,τι μπορεί να κουβαλήσει ένας άνθρωπος. Όπως πάντα, η κινεζική πόλη προσαρμόζεται στη νέα ζήτηση, η οποία ενθαρρύνεται από τις αρχές. Στο Νταν Ντόνγκ, ένα τουριστικό γραφείο μας δηλώνει ότι οργανώνει κάθε χρόνο 4.000 επισκέψεις Κινέζων στη Βόρεια Κορέα. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πού βρίσκει η Πιονγκγιάνγκ ένα μέρος από τα κεφάλαια που είναι αναγκαία για την ανάκαμψη της χώρας.
Στην κινεζική πλευρά, στο Τζιάν, μερικοί Βορειοκορεάτες εξηγούν ότι έρχονται να δουλέψουν για μερικές εβδομάδες ή μήνες και, στη συνέχεια, επιστρέφουν στη χώρα τους με τα χρήματα που έχουν κερδίσει. Μερικά άλλα άτομα είναι πολύ πιο δύσκολο να τα συναντήσουμε. Πρόκειται για εργαζόμενους που έχουν σταλεί στην Κίνα από το βορειοκορεάτικο κράτος, στο πλαίσιο ενός ευρύτατου προγράμματος που επιτρέπει στους Βορειοκορεάτες εργαζόμενους να εργάζονται και να ζουν στην Κίνα απολαμβάνοντας αρκετά μεγάλη ελευθερία, ενώ παράλληλα το μεγαλύτερο μέρος του μισθού τους παρακρατείται και αποδίδεται στις βορειοκορεάτικες αρχές. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν κυρίως ξυλοκόποι και μοδίστρες, καθώς οι Κορεάτες ασκούσαν παραδοσιακά αυτά τα δύο επαγγέλματα στη Μαντζουρία και στη Σιβηρία, πολύ πριν από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι στη χώρα επικρατεί ένας οικονομικός δυναμισμός, η σημερινή ηγεσία δυσκολεύεται να δώσει μια συγκεκριμένη νομική μορφή στην πολιτική που ακολουθεί. Οι ανταλλαγές με τις ξένες επιχειρήσεις πραγματοποιούνται ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης, ενώ δεν υπάρχει κανένας κανονισμός που να καλύπτει τη νέα οικονομική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Δεν έχει αναπτυχθεί κανένας νέος επίσημος δημόσιος λόγος, ο οποίος να αντικαταστήσει τον υπάρχοντα, κι έτσι εξακολουθεί να βασιλεύει το ρητορικό στάτους κβο. Γι’ αυτόν το λόγο, εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση της φωτογράφισης των ελεύθερων αγορών… Μονάχα για τις ειδικές οικονομικές ζώνες υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο. Μάλιστα πρόκειται για μια πραγματική χιονοστιβάδα νόμων. Σύμφωνα δε με τον κινεζικό Τύπο, οι νομικές διαμάχες με τις κινεζικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε αυτές είναι πολυάριθμες, ενώ δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός διαιτησίας.
Κι αν η απόλυτη υποταγή στο Πεκίνο –ή η αίσθηση του πληθυσμού ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο- θα αποδεικνυόταν, χωρίς αμφιβολία, θανάσιμη για το καθεστώς, το ίδιο θα συνέβαινε και στην περίπτωση που θα υπερίσχυε η στασιμότητα. Το 2009, η Πιονγκγιάνγκ προσπάθησε να απαντήσει στην κρίση με μια τολμηρή και δυναμική χρηματοοικονομική και φορολογική μεταρρύθμιση: τη βίαιη υποτίμηση και κατάσχεση του μεγαλύτερου μέρους των οικονομιών του πληθυσμού που ήταν κατατεθειμένες στα ταμιευτήρια. Βέβαια, επρόκειτο για χρήματα που –αντικειμενικά- δεν είχαν κανένα αντίκρισμα, καθώς εκείνη την εποχή ήταν αδύνατον να ανταλλαγούν με εμπορεύματα. Όμως, το καθεστώς που δεν είχε κλονιστεί ακόμα και κατά τη διάρκεια των σκληρότερων κρίσεων, αυτή τη φορά λίγο έλλειψε να καταρρεύσει μπροστά στην έντονη αντίδραση της μεσαίας τάξης των αστικών κέντρων. Μέσα σε μερικές ημέρες, η μεταρρύθμιση αποσύρθηκε, το ίδιο κι ο εμπνευστής της (αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν συνέβη το ίδιο και με την ομάδα των συνεργατών του).
Συνεπώς, ο Κιμ γνωρίζει πολύ καλά τι επιθυμούν και τι δεν επιθυμούν τα ενδιάμεσα στρώματα που αποτελούν το 20-25% του πληθυσμού, τα στελέχη, τα άτομα που έχουν λάβει την άδεια να κατοικούν στις πόλεις και οι εργαζόμενοι που βρίσκονται σε επαφή με το εξωτερικό. Κι αποφάσισε να μετατραπεί στην ενσάρκωση των επιθυμιών τους. Ντυμένος όπως ο πατέρας του, με κόμμωση ολόιδια με εκείνη του παππού του, αλλά έχοντας στο πλευρό του μια σύζυγο με μεγάλη φωτογένεια (παράδοση και νεωτερικότητα…), δεν παύει να εγκαινιάζει νέες υποδομές ή υπηρεσίες.
Καθαρό προϊόν του υπάρχοντος συστήματος, σε μεγάλο βαθμό άγνωστος πριν από την άνοδό του στην εξουσία, ο νεαρός ηγέτης απολαμβάνει –για την ώρα- μια κάποιας δημοφιλία. Για να σχηματίσει κανείς μια εικόνα γι’ αυτό το ζήτημα, αρκεί να καθίσει μια Δευτέρα σε κάποιο από τα καφέ της Πιονγκγιάνγκ. Καθώς προχωράει η επισκόπηση των λαμπρών στιγμών του Κιμ στις οθόνες των πολυάριθμων συσκευών τηλεόρασης, η ατμόσφαιρα ηρεμεί σιγά σιγά και τα βλέμματα στρέφονται προς την οθόνη. Κατά τη διάρκεια της σαρανταπεντάλεπτης εκπομπής, ο ηγέτης προβαίνει σε ένα πλήθος εγκαινίων ή επιθεωρεί τα μεγάλα έργα του.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να γίνει μια περιγραφή του τηλεοπτικού τοπίου της χώρας. Η τηλεόραση είναι συστηματικά παρούσα στους δημόσιους χώρους, ενώ αυξάνεται και η διείσδυσή της στα διαμερίσματα των πόλεων. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του εθνικού καναλιού είναι ότι δεν σε εκπλήσσει ποτέ με την πρωτοτυπία του ή με αρνητικές ειδήσεις. Το πρόγραμμά του περιορίζεται σε ειδήσεις, λαϊκά και πολιτικά τραγούδια, στρατιωτικές χορωδίες, κινεζικά σίριαλ, πολιτικούς λόγους, ντοκιμαντέρ με ζώα, παιδικά παραμύθια και παλιές ταινίες. Μεγάλη έμφαση δίνεται και στις επιστημονικές εκπομπές. Το 2013 δημιουργήθηκε επίσης το Mansudae TV, χωρίς παρουσιαστές, δελτία ειδήσεων κι εγκαίνια. Όμως, η μεγάλη του πρωτοτυπία συνίσταται στην προβολή ξένων ταινιών (κυρίως από το πρώην ανατολικό μπλοκ) και στην κυριακάτικη εκπομπή του για ζητήματα διεθνούς επικαιρότητας, με ρεπορτάζ παρμένα από ξένα κανάλια. Άρα, οι Βορειοκορεάτες δεν είναι τόσο απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο όσο νομίζουν ορισμένοι.
Κατά τα άλλα, στην πρωτεύουσα, όλος ο κόσμος μπορεί να διαπιστώσει ότι τα περίχωρά της γεμίζουν πολυκατοικίες, συγκροτήματα κατοικιών, θεματικά πάρκα διασκέδασης, πισίνες και νοσοκομεία. Μια κυριακάτικη βόλτα σε ένα από τα πάρκα ή στα συγκροτήματα με πισίνες και τεράστιες νεροτσουλήθρες είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική: βλέπουμε λεωφορεία ολόκληρα γεμάτα αγρότες, ναυλωμένα από τη μονάδα εργασίας στην οποία ανήκουν, η οποία τους εξασφαλίζει μια ημέρα σχόλης που θα καταλήξει στην παρακολούθηση του μαζικού θεάματος Αριράνγκ.
Είναι, άραγε, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας ο επόμενος «μικρός ασιατικός δράκος»; Θεωρητικά, κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, εάν η πολιτική γραμμή διατηρηθεί και εάν ανασυγκροτηθεί και εκσυγχρονιστεί το κράτος. Μετά από τις ξένες επεμβάσεις του περασμένου αιώνα, τον ιαπωνικό εποικισμό, την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος και την ανοικοδόμηση μετά τον εμφύλιο πόλεμο, είναι η πέμπτη φορά που οι Βορειοκορεάτες βιώνουν ένα οικονομικό άλμα. Το γεγονός ότι έχουν συσσωρεύσει εμπειρία είναι υπέρ τους. Ωστόσο, η ιδεολογική και νομική πρόκληση –κι όχι μονάχα η οικονομική- με την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι, είναι πρωτοφανής.