Ο τεράστιος σάλος στον δημόσιο διάλογο για το μέλλον του καπιταλισμού δεν προκλήθηκε από έναν δηλωμένο αμφισβητία του συστήματος, αλλά από έναν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές του, τον Λόρενς Σάμερς. Ο πρώην πρόεδρος του Χάρβαρντ διακρίθηκε για το πάθος με το οποίο προώθησε την απορρύθμιση του τραπεζικού τομέα την περίοδο που διετέλεσε υπουργός Οικονομικών της δεύτερης κυβέρνησης Κλίντον (1999-2001). Ο Μπαράκ Ομπάμα τον διόρισε διευθυντή του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου (NEC), αξίωμα το οποίο κατείχε μέχρι το 2010. Στη συνέχεια παρέχει τις συμβουλές του στον κόσμο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κυρίως μέσα από ακριβοπληρωμένες διαλέξεις (με αμοιβή έως και 135.000 δολάρια). Επιπλέον, τη διετία 2008-2009, το κερδοσκοπικό κεφάλαιο D.E. Shaw τού κατέβαλε 5,2 εκατομμύρια δολάρια. Δεδομένων όλων αυτών, κανένας δεν περίμενε ότι ο Σάμερς θα προχωρούσε στην παραμικρή αμφισβήτηση του συστήματος.
Ο σάλος προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της ετήσιας συνεδρίασης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (1) στην Ουάσιγκτον, στις 7 και 8 Νοεμβρίου του 2013. Ο φίλος των τραπεζιτών αναρωτήθηκε : «Μήπως ο ίδιος ο καπιταλισμός έχει πιαστεί στην παγίδα μιας “διαρκούς στασιμότητας” ; Πριν από τέσσερα χρόνια, κατορθώσαμε να ανακόψουμε τον χρηματοοικονομικό πανικό, τα χρήματα του πακέτου διάσωσης των τραπεζών επιστράφηκαν στο κράτος, η αγορά των πιστώσεων εξυγιάνθηκε. (…) Ωστόσο, τα ποσοστά της οικονομικής δραστηριότητας δεν μεταβλήθηκαν και η οικονομική μεγέθυνση παραμένει ασθενική». Και ο Σάμερς συνεχίζει τον συλλογισμό του μέσα από τις σελίδες των Financial Times. Διαπιστώνοντας ότι –λόγω των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων της– η Fed, η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα, δεν έχει σχεδόν διόλου επιπλέον περιθώρια ελιγμών για να πυροδοτήσει την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, καταλήγει στην άποψη ότι οι κερδοσκοπικές φούσκες έχουν μετατραπεί σε ένα αναγκαίο δεκανίκι της οικονομικής μεγέθυνσης (2).
Τέσσερεις δείκτες –όλοι με πτωτική τάση– εξηγούν αυτήν την απαισιόδοξη οπτική του: συνεχής πτώση, επί τρεις δεκαετίες, του φυσικού επιτοκίου* (σημ.: οι όροι που συνοδεύονται από αστερίσκο επεξηγούνται στο Γλωσσάριο), δηλαδή του κέρδους• πτώση, εδώ και δεκατρία χρόνια, της παραγωγικότητας της εργασίας• συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης από τη δεκαετία του 1980• και, τέλος, στασιμότητα –αν όχι υποχώρηση– των παραγωγικών επενδύσεων* και του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου* από το 2001, παρά τη μαζική διοχέτευση τονωτικών νομισματικών ενέσεων, τόσο από τον Άλαν Γκρίνσπαν όσο και από τον Μπεν Μπερνάκε, τον διάδοχό του στη Fed.
Αποτέλεσμα : δεδομένου ότι οι κάτοχοι των κεφαλαίων ενδιαφέρονται για την επιβίωσή τους, το μόνο που επιδιώκουν δεν είναι πλέον η μεγιστοποίηση των κερδών τους με το ντοπάρισμα της παραγωγής, αλλά η αύξηση του μεριδίου της προστιθέμενης αξίας* που καρπώνονται, έστω και με τίμημα τη συρρίκνωση της οικονομικής μεγέθυνσης. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το σύστημα βρίσκεται σε αδιέξοδο, καθώς δεν υπάρχει καμία λύση η οποία θα μπορούσε να το βγάλει από τη δύσκολη θέση, ενώ επιπλέον αντιμετωπίζει κοινωνικές δυσκολίες, οι οποίες επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο τη διάβρωση του οικοδομήματός του. Αφενός, η αύξηση των ανισοτήτων υπονομεύει τις μεσαίες τάξεις, οι οποίες θεωρούνται ως οι εγγυήτριες της κοινωνικής σταθερότητας, των θεσμών και της δημοκρατίας. Αφετέρου, η μαζική αύξηση της ανεργίας προκαλεί ταυτόχρονα την απώλεια εισοδημάτων (για το έθνος) και τη μείωση των δυνητικών κερδών (για το κεφάλαιο).
Οι επιχειρήσεις που δεν επενδύουν πλέον
Όταν χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η έκφραση «διαρκής στασιμότητα», προκλήθηκε πλήθος αντιδράσεων. Αντιδράσεις αμηχανίας στους προοδευτικούς κύκλους, οι οποίοι διαπίστωσαν με έκπληξη ότι συμμερίζονταν την άποψη περί «αδυναμίας μεταρρύθμισης του καπιταλισμού» που είχε διατυπωθεί από έναν από τους δηλωμένους ιδεολογικούς αντιπάλους τους. Αντιδράσεις εχθρότητας στους συντηρητικούς, που ένιωσαν θλίψη βλέποντας έναν από τους δικούς τους ανθρώπους να αμφιβάλλει με αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, σε αυτούς τους τελευταίους, ο διαφωνών πρώην ομοϊδεάτης τους υπενθύμισε ότι «δεν πρέπει να συγχέουμε την πρόβλεψη με τη σύσταση» (3).
Οι φόβοι του Σάμερς θεωρήθηκαν καταρχάς ως ο απόηχος της διάγνωσης που διατύπωσε τη δεκαετία του 1930 ο Αμερικανός οικονομολόγος Άλβιν Χάνσεν (1887-1975) (4). Ωστόσο, σύμφωνα με τις δικές τους προβλέψεις, η «διαρκής στασιμότητα» θα προέκυπτε από την επιβράδυνση της δημογραφικής αύξησης και από την εξάντληση των μεγάλων τεχνολογικών καινοτομιών που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια δεύτερη νεότητα στο οικονομικό σύστημα. Την ανάλυσή του συμμεριζόταν επίσης ο Τζον Μέιναρντ Κέινς (1883-1946), ο οποίος ήταν απαισιόδοξος για το μέλλον του καπιταλισμού, αλλά και πεπεισμένος για το γεγονός ότι η κρίση μπορούσε (και όφειλε) να αποφευχθεί. Ωστόσο, ο Σάμερς δεν κάνει καμία αναφορά στον δημογραφικό παράγοντα, ούτε και σε οποιασδήποτε μορφής εξάντληση της τεχνολογικής καινοτομίας. Η εκτίμησή του στηρίζεται στον εμπειρικό απολογισμό των τριών τελευταίων δεκαετιών.
Η νεοφιλελεύθερη Δεξιά τού προσάπτει ότι αντιστρέφει την αλυσίδα της αιτιότητας: κατ’ αυτήν, οι χρηματοοικονομικές φούσκες δεν τόνωσαν την οικονομική μεγέθυνση, αλλά οδήγησαν σε αδιέξοδο. Υποστηρίζει δε ότι τα πενιχρά οικονομικά αποτελέσματα των δυτικών χωρών δεν εξηγούν την υπερχρέωσή τους, αλλά αντίθετα οφείλονται σε αυτήν. Έτσι, ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, πρώην μέλος του διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υποστηρίζει ότι «δεν είναι η λιτότητα εκείνη που εξασθενίζει την οικονομική μεγέθυνση, αλλά το αντίθετο: είναι η ασθενής οικονομική μεγέθυνση εκείνη που καθιστά αναγκαία τη λιτότητα» (5). Ορισμένοι φθάνουν μάλιστα στο σημείο να αντιπαραθέτουν στον Σάμερς τον Κέινς: ενώ ο Βρετανός οικονομολόγος είχε προτείνει τη ριζοσπαστική λύση της «ευθανασίας των ραντιέρηδων» (των εισοδηματιών που ζουν πλούσια ζωή χωρίς να εργάζονται, χάρη στα εισοδήματα που διαθέτουν), η ανοχή απέναντι στις χρηματοοικονομικές φούσκες με στόχο να σταθεροποιηθεί η οικονομία θα ισοδυναμούσε, αντίθετα, με το παραχάιδεμά τους (6).
Όταν ο πρώην υπουργός συνηγορεί υπέρ της επιστροφής στον «ενάρετο κύκλο» της οικονομικής μεγέθυνσης, οι φωνές της οικονομικής ορθοδοξίας που του ασκούν κριτική, τού αντιπαραθέτουν τις αρετές της «επεκτατικής λιτότητας», η οποία υποτίθεται ότι προετοιμάζει την ανάκαμψη της οικονομίας, καθώς «εξυγιαίνει» τις βάσεις στις οποίες αυτή στηρίζεται. Όπως υποστηρίζουν, εάν το σημερινό πρόβλημα έχει όντως αποκτήσει έναν διαρκή χαρακτήρα, τότε απαιτεί λύσεις οι οποίες θα έχουν εξίσου διαρκή χαρακτήρα, και όχι «ταχυδακτυλουργίες». Και ιδού μερικές από τις διαρθρωτικές λύσεις που προτείνονται: μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων ή, όπως το διατυπώνουν οι Ρεπουμπλικανοί στις Ηνωμένες Πολιτείες, «απελευθέρωση της οικονομίας από το ασήκωτο βάρος του κοινωνικού κράτους», το οποίο παρουσιάζουν ως το «πλέον πολυέξοδο παγκοσμίως» (7). Τέλος, ορισμένοι άλλοι, όπως ο Κένεθ Ρογκόφ, καθηγητής στο Χάρβαρντ, υποστηρίζουν ότι η αδυναμία της οικονομικής μεγέθυνσης μετά το 2008 δεν οφείλεται σε μια διαρκή τάση, αλλά στην ανικανότητα των κυβερνώντων να διαχειριστούν το δημόσιο χρέος χωρίς να βλάπτουν τη μεγέθυνση της οικονομίας (8).http://archives.monde-diplomatique....
Στο προοδευτικό στρατόπεδο, ο τιμημένος με το βραβείο που έχει θεσπίσει η Τράπεζα της Σουηδίας για τις οικονομικές επιστήμες (9) http://archives.monde-diplomatique....Πολ Κρούγκμαν συμφωνεί μεν με τη διαπίστωση του Σάμερς, αλλά απορρίπτει τα συμπεράσματά του: την ιδέα της στασιμότητας ως «νέου κανόνα» του καπιταλιστικού συστήματος (10). Κατά τη γνώμη του, είναι εσφαλμένη η άποψη ότι έχουν χρησιμοποιηθεί όλα τα μέσα για να πυροδοτηθεί η ανάκαμψη της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, έχει χρησιμοποιηθεί μονάχα το νομισματικό όπλο, μέσα από τη μείωση των επιτοκίων και την έκδοση επιπλέον ρευστότητας. Συνεπώς, απομένει το δημοσιονομικό όπλο, δηλαδή η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, η οποία θα μπορούσε να αντισταθμίσει τη συρρίκνωση των ιδιωτικών επενδύσεων.
Διότι, για την ώρα, παρά το γεγονός ότι διαθέτουν μεγάλες ποσότητες ρευστού στο ταμείο τους, οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν επενδύουν. Στις 22 Ιανουαρίου του 2014, οι Financial Times ανέφεραν ότι οι αμερικανικές μη χρηματοοικονομικές εταιρείες είχαν στο ταμείο τους 2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια, με την Apple να διαθέτει από μόνη της 150 δισ. Από την πλευρά του, ο δημοσιογράφος Τζέιμς Σαφτ παρατηρούσε στους New York Times: «Οι επιχειρήσεις φαίνεται ότι είναι πολύ περισσότερο διατεθειμένες να συσσωρεύουν χαρτονομίσματα ή να τα χρησιμοποιούν για την αγορά μετοχών, παρά να προβαίνουν στη δημιουργία νέου παραγωγικού δυναμικού» (11). Ενώ τη δεκαετία του 1970, οι άυλες ακινητοποιήσεις κεφαλαίου* αποτελούσαν κατά μέσον όρο περίπου το 5% του ενεργητικού των αμερικανικών επιχειρήσεων, το 2010 αυτή η αναλογία είχε ανέβει στο… 60%.
Μεταξύ 2010 και 2013, η Fed έριξε στην αμερικανική οικονομία σχεδόν τέσσερα τρισ. δολάρια. Ωστόσο, αντί να ενισχυθεί το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, μεγάλο μέρος αυτού του ποσού κατευθύνθηκε σε ιδιαίτερα κερδοφόρες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις, κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το συνολικό ύψος της «διαθέσιμης» σήμερα ρευστότητας στην αμερικανική οικονομία να είναι κατώτερο από τα επίπεδα του 2008. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην Ευρώπη (12).
Έχουμε δηλαδή μια οικονομία που αρνείται να ανακάμψει, παρ’ όλες τις εισροές χρήματος; Το πρόβλημα είναι πασίγνωστο: πρόκειται για την «παγίδα ρευστότητας», την οποία περιέγραφε ο Κέινς τη δεκαετία του 1930. Για την αντιμετώπισή της υπάρχει μονάχα μία λύση: η προσφυγή στο δεύτερο εργαλείο της οικονομικής πολιτικής, στη δημοσιονομική δαπάνη. Όπως υπογραμμίζει ο Κρούγκμαν, «σε περίοδο ύφεσης, κάθε δαπάνη είναι καλή. Η παραγωγική δαπάνη είναι η καλύτερη, αλλά ακόμα και η μη παραγωγική δαπάνη είναι καλύτερη από το τίποτε» (13).
Μια αλλόκοτη ιδέα στην Ευρώπη
Ενώ οι θαυμαστές των μεγάλων φιλελεύθερων στοχαστών, όπως η Άιν Ραντ, ο Φρίντριχ Χάγιεκ και ο Μίλτον Φρίντμαν συνεχίζουν να συνηγορούν υπέρ των ανισοτήτων –τις οποίες θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ όρων της ανάκαμψης και της ευημερίας– στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν την επικινδυνότητά τους. Στο διάγγελμά του, στις 4 Δεκεμβρίου του 2013, και, ακόμα περισσότερο, στον λόγο του για την Κατάσταση της Ένωσης, στις 29 Ιανουαρίου του 2014, ο πρόεδρος Ομπάμα όχι μόνον κατάγγειλε τις ολοένα αυξανόμενες διαφορές ανάμεσα στα εισοδήματα και στον πλούτο, αλλά διακήρυξε επίσης ότι «η ανισότητα αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα της εποχής μας», το οποίο βλάπτει τόσο τη μεγέθυνση της οικονομίας όσο και την απασχόληση.
Ο Ρόμπερτ Ράιχ, πρώην υπουργός Εργασίας της κυβέρνησης Κλίντον, γύρισε ένα ντοκιμαντέρ για την επιδείνωση των ανισοτήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, το «Inequality for All». To 1978, ο μέσος μισθός ανερχόταν στα 48.000 δολάρια, ενώ σήμερα έχει πέσει στα 34.000 δολάρια με ίσους όρους αγοραστικής δύναμης. Αντίθετα, το μέσο εισόδημα ανά νοικοκυριό του 1% του πλουσιότερου τμήματος του αμερικανικού πληθυσμού, από 393.000 δολάρια το 1978, έχει περάσει στο 1,1 εκατομμύριο δολάρια. Εδώ και πέντε χρόνια, αυτό το 1% του πληθυσμού έχει καρπωθεί το 90% της αύξησης του ΑΕΠ, ενώ το 99% του πληθυσμού μοιράστηκε το υπόλοιπο 10%. Η περιουσία των 400 πλουσιότερων ατόμων της χώρας αντιστοιχεί σε εκείνη των 150.000.000 φτωχότερων Αμερικανών (14). Ωστόσο, αν και στις Ηνωμένες Πολιτείες παραδέχονται ολοένα και πιο ανοιχτά τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις ανισότητες και στη στασιμότητα της οικονομίας, στην Ευρώπη –και ιδιαίτερα στη Γερμανία– αυτή η ιδέα εξακολουθεί να θεωρείται αλλόκοτη, σχεδόν τρελή.
Η σημερινή κατάσταση θυμίζει μια άλλη ιστορική περίοδο, η οποία σημαδεύτηκε από μεγάλη συγκέντρωση ανισοτήτων: τη δεκαετία του 1920, η οποία οδήγησε στο κραχ του 1929 και στη Μεγάλη Ύφεση. Συνεπώς, ποιος ο λόγος να εξακολουθούμε να αρνούμαστε τη σχέση αιτίου και αποτελέσματος ανάμεσα στην εκπτώχευση της πλειονότητας του πληθυσμού και στην επιβράδυνση της οικονομίας; Οι δαπάνες στις οποίες προβαίνουν τα 400 προαναφερθέντα άτομα δεν θα μπορέσουν ποτέ να αντισταθμίσουν εκείνες των 150.000.000 Αμερικανών: όσο περισσότερο συγκεντρώνονται τα εισοδήματα στην κορυφή της πυραμίδας τόσο περισσότερο συρρικνώνεται η δαπάνη σε εθνικό επίπεδο, προς όφελος της αποταμίευσης και της κυριαρχίας του χρηματοοικονομικού τομέα, και εις βάρος των επενδύσεων και της απασχόλησης. Όταν η περιουσία των πλουσιότερων δεν αυξάνεται χάρη σε παραγωγικές δραστηριότητες, αλλά μέσα από την ιδιοποίηση ενός ολοένα μεγαλύτερου ποσοστού της προστιθέμενης αξίας, τότε η μεγέθυνση της οικονομίας επιβραδύνεται. Και το σύστημα υπονομεύει τους ίδιους τους όρους στους οποίους στηρίζεται η αναπαραγωγή του.
Παρ’ όλο που ο νεοφιλελευθερισμός ισχυριζόταν ότι θα βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση, τον έχει βυθίσει ακόμα περισσότερο σε αυτή. Και δεν βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε «νέους κανόνες», αλλά σε αδιέξοδο.