Τα μέλη του το αποκαλούν Χιζμέτ (Hizmet, «Υπηρεσία»), τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης Κεμάτ (Cemaat, «Κοινότητα ). Το κίνημα Γκιουλέν (Gülen) αποτελεί μια ευρύτατη και ισχυρή κοινωνική ομάδα με θρησκευτική βάση, η οποία ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1970 από τον Φετουλάχ Γκιουλέν, έναν σημαντικό μυστικιστή διανοητή, ο οποίος ακολουθεί την παράδοση του σουφισμού [1] και κατοικεί σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είναι αναγνωρισμένος. Το 2008, η αμερικανική επιθεώρηση Foreign Policy τον συμπεριέλαβε στους «διανοούμενους με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως».
Στην Τουρκία, η κοινή γνώμη είναι διχασμένη όσον αφορά τη φύση και τους στόχους του κινήματος. Οι οπαδοί του το δοξάζουν όσο οι αντίπαλοί του το δαιμονοποιούν. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι λειτουργεί εξαιρετικά διακριτικά, πράγμα που ενδέχεται να αποτελεί εκούσια επιλογή ή να οφείλεται επίσης και σε άλλους παράγοντες. Από τη στιγμή της ίδρυσής του, βρέθηκε αντιμέτωπο με την καταστολή του κεμαλικού κράτους και ιδιαίτερα του στρατού. Για να αποφύγει τη φυλακή, ο Γκιουλέν υποχρεώθηκε, το 1999, να εγκατασταθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εξάλλου, το κίνημα αποτελείται από ένα σύνολο αποκεντρωμένων και υπερεθνικών δικτύων, δίχως ιεραρχική δομή. Αυτό που συνδέει κι εμπνέει τα μέλη του, είναι η σκέψη του Γκιουλέν, όπως αυτή εκφράζεται στα βιβλία του και στις σπάνιες δημόσιες δηλώσεις ή εμφανίσεις του. Οι οπαδοί του παρομοιάζονται συχνά με τους Ιησουίτες (με τους οποίους διατηρούν εξαιρετικά καλές σχέσεις), αλλά και με τους προτεστάντες ιεραπόστολους, με το Opus Dei, ακόμα και με τους μασόνους.
Πρόκειται, άραγε, μονάχα για έναν κοινωνικό φορέα ; Μπορεί, άραγε, να ενταχθεί το κίνημα Γκιουλέν στην «ιδιωτικοκοινωνική θρησκεία» (civil religion), τον όρο που επινόησε και χρησιμοποιεί η αμερικανική κοινωνιολογία για να υποδηλώσει τα κινήματα με θρησκευτική βάση, τα οποία αφιερώνονται σε κοσμικές δραστηριότητες στους κόλπους της κοινωνίας [2]; Ή μήπως έχει κρυφούς σκοπούς; Αν και δεν ασκεί άμεσες πολιτικές δραστηριότητες, λόγω της ισχύος του και των οικονομικών μέσων που διαθέτει διατηρεί μια υπαρκτή επιρροή, κυρίως όταν πρόκειται για την υπεράσπιση των συμφερόντων του.
Μια πιο ατομικιστική κοινωνία
Ο πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν, του οποίου ο Γκιουλέν υπήρξε σύμμαχος την περίοδο 2002-2011, εκμεταλλεύτηκε δίχως ενδοιασμό την επιρροή του κινήματος : χρησιμοποίησε τους δικαστικούς και τους αστυνομικούς που ανήκουν στο κίνημα του Γκιουλέν, για να βάλει τέλος στην κηδεμονία του στρατού πάνω στην πολιτική ζωή. Βέβαια, στη συνέχεια, όταν τον Δεκέμβριο του 2013 ξέσπασε η κρίση, κατηγόρησε το κίνημα ότι έχει διαβρώσει την αστυνομία και τη Δικαιοσύνη. Όταν βρέθηκαν αντιμέτωπα με αυτές τις κατηγορίες, ορισμένα από τα γκιουλενικά δίκτυα ρίχτηκαν στη μάχη, με κίνδυνο να βλάψουν την εικόνα του αρχηγού τους, η οποία είναι επικεντρωμένη στην πνευματικότητα. Τα δύο επεισόδια αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξουσίας που διαθέτει η οργάνωση. Αφού συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην εκδίωξη από το προσκήνιο του ιστορικού της αντιπάλου, του στρατού, στη συνέχεια αποσταθεροποίησε τον ισχυρό άνδρα που κυβερνάει τη χώρα, τον Ερντογάν : οι δικαστικοί που πρόσκεινται στην οργάνωση είναι εκείνοι που άσκησαν τις διώξεις για διαφθορά στα ανώτερα κλιμάκια της εξουσίας.
Όμως, το κίνημα πραγματοποίησε παρέμβαση και στον δημόσιο διάλογο για τη δημοκρατία στην Τουρκία και ιδιαίτερα στο ζήτημα του νέου Συντάγματος. Αντίθετα με τον Ερντογάν, που επιθυμεί την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος στο οποίο ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα διαδραματίζει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, ελπίζοντας ότι θα εκλεγεί σε αυτό το αξίωμα στις εκλογές του Ιουλίου 2014, ο Γκιουλέν έχει μεν ταχθεί υπέρ της διατήρησης του υπάρχοντος κοινοβουλευτικού καθεστώτος, αλλά με ενίσχυση και αυστηροποίηση της διάκρισης των εξουσιών.
Σύμφωνα με ορισμένες πρόσφατες εκτιμήσεις, το κίνημα, το οποίο δίνει προτεραιότητα στην εκπαίδευση –«πρώτα το σχολείο, μετά το τζαμί», όπως αρέσκεται να επαναλαμβάνει ο Γκιουλέν- διαθέτει 2.000 εκπαιδευτικά ιδρύματα (κυρίως λύκεια υψηλού επιπέδου) σε 140 χώρες. Οργανώνει πλατφόρμες, όπως η «πλατφόρμα του Παρισιού», η οποία προτείνει συναντήσεις και συζητήσεις αφιερωμένες στον διάλογο ανάμεσα στις θρησκείες και στους πολιτισμούς ή στα κοινωνικά ζητήματα (απασχόληση, διακρίσεις, φτώχεια), ενώ αναπτύσσει και φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Οι οικονομικοί πόροι του ανέρχονται, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στα 50 δισεκατομμύρια δολάρια. Ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων προέρχεται από τη νέα ισλαμική αστική τάξη» [3], τους συντηρητικούς και θεοσεβούμενους επιχειρηματίες της Ανατολίας [4]. Από τη δεκαετία του 1980 έχουν αποκτήσει σημαντική ισχύ και εκτιμούν τον σύγχρονο χαρακτήρα των ιδεών του Γκιουλέν, ο οποίος προτείνει τον συνδυασμό της μουσουλμανικής ηθικής και της οικονομίας της αγοράς με ένα Ισλάμ ανοιχτό στον κόσμο και στο πνεύμα των καιρών [5]. Το δόγμα του αποσκοπεί στη συμφιλίωση της αυστηρής τήρησης των θρησκευτικών κανόνων με την εκκοσμικευμένη κοινωνική δράση [6], ενώ ταυτόχρονα αντιτίθεται στη συγχώνευση αυτών των δύο, αντίθετα απ’ ότι προτείνει το πολιτικό Ισλάμ.
Είτε πρόκειται για την τουρκική κοινωνία, είτε για την Αφρική, τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία ή τα Βαλκάνια, η σκέψη αυτή ασκεί μεγάλη επιρροή στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, οι οποίοι επιθυμούν ένα Ισλάμ συμφιλιωμένο με τη νεωτερικότητα. Διαδίδεται δε από τα μέσα ενημέρωσης που ανήκουν στο κίνημα : τη Zaman («Καιροί»), τη μεγαλύτερη ημερήσια εφημερίδα της Τουρκίας με ένα εκατομμύριο αντίτυπα και αγγλική έκδοση (Today’s Zaman), αλλά και γαλλική έκδοση στο διαδίκτυο (Zaman France), καθώς επίσης και ιστοσελίδες σε πολλές γλώσσες και τηλεοπτικά κανάλια, όπως το Samanyolou («Γαλαξίας»). Εξάλλου, τα υπερεθνικά δίκτυα του Γκιουλέν αποτελούν σημαντικό ατού για την τουρκική διπλωματία και τις εξαγωγές της χώρας.
Δεδομένου ότι η σκέψη του αποκλείει την ανάμειξη του πολιτικού και του θρησκευτικού στοιχείου, δεν παρέκλινε ποτέ από την υπεράσπιση της δημοκρατίας, ούτε από την αδιαπραγμάτευτη αντίθεσή του με το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ και την ιδεολογία του περί « εθνικού οράματος » (milli görüs), δηλαδή της σύνθεσης ενός Ισλάμ που δίνει έμφαση στο τελετουργικό της θρησκείας και είναι στενά συνδεδεμένο με το τουρκικό κράτος και τον τουρκικό εθνικισμό, της οποίας εμπνευστής υπήρξε ο Νεσμετίν Ερμπακάν, πρωθυπουργός την περίοδο 1996-1997. Ωστόσο, η σκέψη του Γκιουλέν δεν είναι εντελώς απαλλαγμένη από έναν «τουρκισμό», ο οποίος οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι το μήνυμά του εμπνέεται από τον τουρκικό σουφισμό. Έτσι, παρά το γεγονός ότι τάσσεται υπέρ της ειρήνης, το κίνημα Γκιουλέν αντιμετώπισε με μεγάλη επιφυλακτικότητα την αναγγελία του Ερντογάν για έναρξη διαπραγματεύσεων με τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν, τον ιστορικό ηγέτη των Κούρδων της Τουρκίας [7].
Μεταξύ 2002 και 2011, ο Γκιουλέν υποστήριξε την κυβέρνηση του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (ΑΚΡ), επειδή οι ηγέτες του, παρά το γεγονός ότι προέρχονται από το πολιτικό Ισλάμ, παρουσιάζονταν ως «συντηρητικοί-δημοκράτες» : ο πολιτικός αυτός ορισμός ταίριαζε με το όραμα του Γκιουλέν. Επιπλέον, στο καταστατικό του ΑΚΡ δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο Ισλάμ. Η συνεργασία ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πολύ ισχυρούς φορείς –τον πολιτικό και τον κοινωνικό- διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αλλαγή της χώρας και στην άνοδο της οικονομικής και της διπλωματικής ισχύος της. Μαζί, κατόρθωσαν να εκδιώξουν τον στρατό από την εξουσία. Ωστόσο, μετά το 2010, ο Γκιουλέν άρχισε να ασκεί κριτική στις επιλογές του Ερντογάν, τόσο όσον αφορά τις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, όσο και τις διπλωματικές. Αμφισβήτησε κυρίως την ολοένα σφοδρότερη ρητορική του Ερντογάν εναντίον του Ισραήλ. Απομακρύνθηκε δε ακόμα περισσότερο, μετά την αυταρχική και έντονα ισλαμική στροφή στην οποία προέβη το 2011 ο Τούρκος πρωθυπουργός. Έτσι, οι σχέσεις τους εντάθηκαν, για να οδηγηθούν τελικά σε ρήξη, στα τέλη του 2013.
Μπορεί, άραγε, ένα θρησκευτικό κίνημα να μετατραπεί σε φορέα της νεωτερικότητας ; Για τους Τούρκους που θεωρούν ότι η νεωτερικότητα και ο εκσυγχρονισμός δεν μπορεί παρά να έχουν δημοκρατικό και ουδετερόθρησκο, κοσμικό χαρακτήρα που θα εμπνέεται από το γαλλικό παράδειγμα, παρόμοια υπόθεση θεωρείται βλακώδης. Ωστόσο, αυτό ακριβώς συμβαίνει, καθώς η τουρκική κοινωνία έχει υποστεί βαθύτατες αλλαγές. Η μεσαία τάξη έχει δυναμώσει και αποτελεί πλέον την πλειονότητα. Επιπλέον, στην Ανατολία –παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να παραμένει συντηρητική- παρατηρούνται βαθύτατες, δομικές αλλαγές. Η τουρκική κοινωνία γίνεται πιο ατομικιστική –ακόμα και στη σχέση της με το Ισλάμ- και πιο κοσμική, όπως αποδείχθηκε και από τον «τουρκικό Μάη του ‘68» όπως αποκλήθηκαν οι διαδηλώσεις του Μαΐου-Ιουνίου 2013 στην Κωνσταντινούπολη και στις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις. Η αυταρχική κεμαλική νεωτερικότητα είχε αποτύχει να ενσωματώσει τους συντηρητικούς και θρησκόληπτους πληθυσμούς της Ανατολίας, ενώ αυτή τη στιγμή γινόμαστε μάρτυρες της ανάδυσης μιας νεωτερικότητας « από τα κάτω », η οποία περιλαμβάνει και κοινωνικά στρώματα τα οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση.
Πνευματικότητα με ανθρωπισμό
Οι οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν τη δεκαετία του ’80 από τον Τουργούτ Οζάλ -τον σημαντικότερο Τούρκο πολιτικό μετά τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ- προσέδωσαν δυναμισμό σε ολόκληρη τη χώρα. Ωστόσο, στο εξής, στην Ανατολία, ο συντηρητισμός και η σχέση της μεσαίας τάξης και των επιχειρηματιών με το Ισλάμ αλλάζουν κάτω από την επιρροή του ορθολογισμού που είναι σύμφυτος με τον καπιταλισμό. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι επιπτώσεις του οικονομικού και κοινωνικού ορθολογισμού θα οδηγήσουν στη σταδιακή υποχώρηση του ατομικού και συλλογικού συντηρητισμού. Και το κίνημα Γκιουλέν αποτελεί έναν από τους βασικούς φορείς αυτών των αλλαγών.
Μπορούμε να κατανοήσουμε τον εκσυγχρονισμό και τις αλλαγές που επήλθαν στη σχέση με το Ισλάμ εξετάζοντάς την από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας των θρησκειών του Μαξ Βέμπερ [8]. Πράγματι, το έργο του Γερμανού κοινωνιολόγου που κατέδειξε ότι οι κοινωνικές διαδικασίες είναι εκείνες που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο για τις κατευθύνσεις στις οποίες θα στραφούν οι θεσμοί, τα δόγματα και τα θρησκευτικά σύμβολα, επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις που παρατηρήθηκαν στην τουρκική κοινωνία.
Στο επίπεδο της πνευματικότητας και της διανόησης, ο Γκιουλέν εμφανίζεται ως ο κληρονόμος του Σαΐντ Νουρσί (1876-1960), του ιδρυτή της αδελφότητας σούφι Nurcu. Ερμήνευσε και επικαιροποίησε τη διδασκαλία του Νουρσί για τη σημασία που έχουν οι σχέσεις ανάμεσα στο Ισλάμ και στη νεωτερικότητα (δηλαδή τον ορθό λόγο και την επιστήμη). Σε αυτήν τη διαδικασία, ενσωμάτωσε επίσης τη δημοκρατική διάσταση, καθώς και μια εντονότερη παρέμβαση στους κόλπους της κοινωνίας, κυρίως στον τομέα της εκπαίδευσης [9]. Ο Σερίφ Μαρντίν, ένας κοινωνιολόγος που ασχολήθηκε πολύ νωρίς με τον Νουρσί, ανέλυσε σε ένα βιβλίο του [10] το βάθος και την πρωτοτυπία της σκέψης του, την εποχή που το έργο του μυστικιστή ήταν παραγνωρισμένο και ο ίδιος θεωρούνταν από το κράτος και τις ελίτ των αστικών κέντρων φανατικός και επικίνδυνος αντιδραστικός. Ο Μαρντίν απέδειξε ότι η σκέψη του περιλάμβανε μια διάσταση που εντασσόταν σε αυτό που αποκάλεσε « προσωπισμό », ο οποίος ενθάρρυνε τον ατομικισμό των πιστών. Υπογράμμισε επίσης τη διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις για το Ισλάμ : η πρώτη δογματική και επικεντρωμένη στην πάση θυσία τήρηση της νομιμότητας, στηριζόταν στον « λαό των χαντίθ » [11]. Αντίθετα, εκείνη που προωθούσαν οι μυστικιστές σούφι, όπως ο Νουρσί και ο Γκιουλέν, έδινε προτεραιότητα στην πνευματικότητα και ενσάρκωνε την ανθρωπιστική πλευρά της θρησκείας.
Το κίνημα Γκιουλέν αποτελεί άραγε έναν κίνδυνο ή ένα ατού για τη δημοκρατία και την τουρκική κοινωνία ; Όσον καιρό θα διατηρείται η επιρροή της σκέψης και της προσωπικότητας του Γκιουλέν, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι θα ισχύσει η δεύτερη υπόθεση. Αντίθετα, ο θάνατος του εβδομηντάχρονου ηγέτη του κινήματος με την εύθραυστη υγεία ενδέχεται να αλλάξει την κατάσταση. Στους κόλπους της τουρκικής κοινωνίας δεν υπάρχει αριστερό κοινωνικό κίνημα, το οποίο να είναι τόσο ισχυρό ώστε να αποτελέσει αντίβαρο στους γκιουλενιστές, όπως εξάλλου δεν υπάρχει αριστερό κόμμα σε θέση να αμφισβητήσει την ηγεμονία του ΑΚΡ ή του κινήματος Γκιουλέν στη μετά τον ιδρυτή του εποχή, το οποίο ενδεχομένως θα επιχειρήσει τότε να κάνει αισθητή την παρουσία του και στην πολιτική σκηνή.