Από το ισραηλινό λεξιλόγιο, δεν λείπουν οι όροι για να περιγραφούν τα γεγονότα που αναστατώνουν τον αραβικό κόσμο εδώ και μερικά χρόνια. Οι όροι αυτοί αποτυπώνουν τον τρόπο που οι διάφορες πλευρές αντιλαμβάνονται τις αλλαγές. Έτσι, η «αραβική άνοιξη» των πρώτων ημερών έγινε, με το πέρασμα των μηνών, ένας επικίνδυνος «χειμώνας του ακραίου ισλαμισμού» και, κατόπιν, μπροστά στη συνεχιζόμενη αδυναμία των ηγετών του Ισραήλ να προσδιορίσουν ακόμα και τον χαρακτήρα των μετασχηματισμών, μια «μεσανατολική αναστάτωση». Τελικά, η τάση ταλάντευσης μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας μετατράπηκε σε βαθιά αμηχανία.
Το Ισραήλ, έχοντας εντυπωσιαστεί από τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκάλεσε η αυτοπυρπόληση του Μοχάμεντ Μπουαζίζι στην Τυνησία, αντιμετώπισε, αρχικά, τις διαδηλώσεις «εκεί», μακριά από τα σύνορά του, σαν μια συναρπαστική κοινωνιολογική εμπειρία. Έχει πειστεί, μάλιστα, ότι αποτελεί μια εντελώς διαφορετική οντότητα, μια ξεχωριστή περίπτωση στη Μέση Ανατολή. Ο πρώην πρωθυπουργός (1999-2001) και υπουργός Άμυνας (2007-2013), Εχούντ Μπαράκ, χαρακτήριζε τη χώρα του ως «μια βίλα στη μέση της ζούγκλας». Και, για το κατεστημένο, το «κίνημα των σκηνών» του 2011 (1), καλοκαιρινή περιπέτεια που εμπνεόταν περισσότερο από τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά κινήματα («αγανακτισμένοι», Occupy Wall Street), αντανακλούσε μάλλον μια κάποια κοινωνική δυσαρέσκεια παρά μια διάχυση των περιφερειακών αναταράξεων.
Στην αρχή, το Ισραήλ, επιδεικνύοντας σύνεση, προτίμησε να παραμείνει αμέτοχο στις εξελίξεις. Μολονότι η «αραβική άνοιξη» βρισκόταν τακτικά στα πρώτα θέματα των μέσων ενημέρωσης, οι αλλαγές στη Σαουδική Αραβία, στην Υεμένη και στο Μπαχρέιν αποσιωπήθηκαν εντελώς, καθώς δεν αφορούσαν άμεσα την ασφάλεια του εβραϊκού κράτους.
Καλύτερα ένας εχθρός που ξέρουμε
Ωστόσο, οι επιπτώσεις των περιφερειακών ανακατατάξεων άρχισαν να γίνονται αισθητές, υποχρεώνοντας την ισραηλινή ηγεσία να παραδεχτεί ότι οι αραβικές εξεγέρσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα εθνικά συμφέροντα του Ισραήλ. Το Τελ-Αβίβ παρακολουθούσε με ανησυχία τα όπλα που, μέχρι το 2011, διέθετε ο Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη, να περνούν στα χέρια τρομοκρατών που δρούσαν ανεξέλεγκτα κοντά στα σύνορά του. Επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν στη χερσόνησο του Σινά μετά την πτώση του Χόσνι Μουμπάρακ, στις αρχές του 2011, και πολλαπλασιάστηκαν με την ανατροπή του Μοχάμεντ Μόρσι, το καλοκαίρι του 2013. Πασχίζοντας να διατηρήσουν μια επίφαση σταθερότητας στη χερσόνησο, ο ένας μετά τον άλλον, οι Αιγύπτιοι πρόεδροι δυσκολεύονταν να επιβάλουν την εξουσία τους στην περιοχή. Το Τελ-Αβίβ, που υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το Κάιρο, το 1979, βρισκόταν αντιμέτωπο με ένα δίλημμα. Θα έπρεπε να απαντήσει στις τρομοκρατικές ενέργειες; Θα έπρεπε να επιπλήξει την αιγυπτιακή κυβέρνηση για την ανικανότητά της να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή; Καμία από τις δύο επιλογές δεν ήταν χωρίς ρίσκο. Μια άλλη επιλογή για το Ισραήλ ήταν να συμφωνήσει στην επανεξέταση του στρατιωτικού σκέλους της συμφωνίας ειρήνης και να επιτρέψει στην Αίγυπτο να ενισχύσει τα στρατεύματά της στη χερσόνησο του Σινά. Επρόκειτο για κρίσιμη επιλογή, η οποία θα διασφάλιζε τη μελλοντική σταθερότητα με βραχυπρόθεσμο κόστος.
Βέβαια, η χερσόνησος του Σινά αναμφισβήτητα δεν αποτελούσε τη μοναδική πρόκληση. Η αποσταθεροποίηση της Ιορδανίας, που είχε υποτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό, άρχισε να προκαλεί ολοένα και μεγαλύτερη ανησυχία. Στη Συρία, επίσης, οι μάχες προσείλκυαν τις διεθνείς ακραίες ισλαμικές οργανώσεις και η επιρροή τους στη χώρα, η οποία βυθιζόταν στο χάος, ενισχυόταν. Το Ισραήλ παρακολουθούσε τα γεγονότα αυτά με δέος, διατηρώντας, ταυτόχρονα, τον έλεγχο στα παλαιστινιακά εδάφη και ελπίζοντας ότι οι αλυσιδωτές αντιδράσεις στη Μέση Ανατολή δεν θα τα επηρέαζαν. Ένα ερώτημα στοίχειωνε το Ισραήλ: απέναντι στην ενίσχυση των ένοπλων ομάδων, τα κράτη ήταν ακόμη σε θέση να δώσουν τις κατάλληλες απαντήσεις; Εξάλλου, το 2006, δεν ήταν το κράτος του Λιβάνου που αποδείχτηκε ανήμπορο να αποτρέψει τη σύγκρουση μεταξύ της Χεζμπολάχ και του Ισραήλ;
Τους πρώτους μήνες της εξέγερσης στη Συρία, δηλαδή από τον Μάρτιο του 2011, ο Μπασάρ Αλ-Άσαντ θέλησε να πιστέψει ότι πρόκειται για μια περαστική καταιγίδα, για ένα φαινόμενο που δεν συνδεόταν με τις περιφερειακές ανατροπές. Περιορισμένες στον χώρο και στον χρόνο, οι διαδηλώσεις της Παρασκευής δεν είχαν, σύμφωνα με τον ίδιο, τίποτε που να παραπέμπει σε γενικευμένη εξέγερση απέναντι στο καθεστώς του. Πολύ γρήγορα, ωστόσο, η Συρία βυθίστηκε σε ένα λουτρό αίματος και οι βίαιες συγκρούσεις στο έδαφός της επηρέασαν ολόκληρη την περιοχή.
Οι εχθροπραξίες προκάλεσαν ένα κύμα φρίκης και δυστυχίας και τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών, σημαίνοντας διεθνή συναγερμό. Οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία, στον Λίβανο και στην Ιορδανία κλόνισαν τη σταθερότητα των χωρών που τους υποδέχτηκαν. Το Ισραήλ, όμως, ο παντοτινός εχθρός, απαλλάχτηκε από οποιαδήποτε συμμετοχή στη διαχείριση του προβλήματος. Αλλά και οι Παλαιστίνιοι αρνήθηκαν να συντονίσουν με το Τελ-Αβίβ τις ενέργειές τους για τους Σύριους πρόσφυγες. Εξέλιξη μάλλον βολική για ένα κράτος που αντιμετωπίζει ήδη σημαντικές μεταναστευτικές ροές Αφρικανών εργατών.
Κι άλλες πτυχές των γεγονότων χαλάρωσαν την πίεση στην ισραηλινή ηγεσία. Πρώτα απ’ όλα, με την «αραβική άνοιξη», η αναζήτηση λύσης στο παλαιστινιακό πρόβλημα πέρασε σε δεύτερο πλάνο στις διεθνείς υποθέσεις. Πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών στη Συρία, μόνον οι Παλαιστίνιοι είχαν το καθεστώς του πρόσφυγα στη Μέση Ανατολή. Τώρα πια, οι Σύριοι τους έχουν ξεπεράσει: έχουν γίνει η μεγαλύτερη κοινότητα προσφύγων ή εσωτερικών μεταναστών στην περιοχή.
Εξάλλου, ο φόβος διάλυσης της Συρίας είχε άμεσο αντίκτυπο στις σχέσεις μεταξύ των εταίρων του άξονα Ιράν-Συρίας-Χεζμπολάχ. Παλαιότερα, η Τεχεράνη και η Δαμασκός επικεντρώνονταν στην υποστήριξη της Χεζμπολάχ. Τώρα, ακόμη κι αν το Ισραήλ εξακολουθεί να φοβάται ότι μη συμβατικά όπλα διοχετεύονται από τη Δαμασκό στην οργάνωση του Χασάν Νασράλα, μάλλον η Συρία δέχεται την υποστήριξη των δύο εταίρων της. Η αλλαγή δεν είναι ευκαταφρόνητη, εάν θυμηθεί κανείς ότι, ιστορικά, το ισραηλινό κατεστημένο είχε πάντοτε την τάση να αποκωδικοποιεί τις γεωπολιτικές εξελίξεις μέσα από το πρίσμα της ασφάλειας, απλώς αγνοώντας όσες εξελίξεις δεν είχαν επιπτώσεις στο συγκεκριμένο επίπεδο. Θεωρώντας το καθεστώς τού Αλ-Άσαντ αμετάκλητα καταδικασμένο, το Τελ-Αβίβ περιορίστηκε στη θέση του εξωτερικού παρατηρητή. Ένιωσε, επίσης, ικανοποίηση για τη ρήξη στις σχέσεις μεταξύ της Δαμασκού και της παλαιστινιακής Χαμάς, το 2012. Πάντως, μπροστά στην κλιμάκωση της σύρραξης, πολλοί ανώτατοι Ισραηλινοί αξιωματούχοι δανείστηκαν τη διατύπωση που είχε χρησιμοποιήσει, σε τελείως άλλο πλαίσιο, ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μέναχεμ Μπέγκιν: «Εύχομαι καλή τύχη στις δύο πλευρές».
Η πτώση του καθεστώτος Αλ-Άσαντ θα εξυπηρετούσε τα ισραηλινά συμφέροντα, καθώς θα αποσταθεροποιούσε τον ιρανο-σιιτικό άξονα. Αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία της κοσμικής αντιπολίτευσης, η νίκη των εξεγερμένων θα μπορούσε να οδηγήσει στην εγκαθίδρυση ενός εχθρικού ισλαμικού καθεστώτος στην πίσω αυλή του εβραϊκού κράτους. Ο Αλ-Άσαντ είναι ένας επίσημος και διακηρυγμένος εχθρός, ο οποίος εδρεύει στο παλάτι του και γνωρίζει κανείς πώς να επικοινωνήσει μαζί του. Οι εξεγερμένοι, από την πλευρά τους, είναι απροσπέλαστοι. Ή, ακριβέστερα, παρουσιάζουν τέτοια ποικιλομορφία, που είναι αδύνατον να τους πολεμήσει κανείς ή να διαπραγματευτεί μαζί τους όπως θα έκανε με μια αντίπαλη κρατική δομή: βομβαρδισμοί στρατηγικών στόχων, μηνύματα μέσω τρίτων μερών κτλ.
Το Ισραήλ έχει σχεδόν καταφέρει να μην πάρει ανοικτά θέση. Οι διπλωματικές προσπάθειες που κατέληξαν στην προγραμματισμένη καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της Συρίας απαλλάσσουν το Τελ-Αβίβ από κάποιες ανησυχίες. Το επιτελείο του εσωτερικού μετώπου των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, που είναι υπεύθυνο για την πολιτική άμυνα, διέκοψε την παραγωγή αντιασφυξιογόνων μασκών. Όσον αφορά τη μεταφορά στρατηγικών όπλων (ιδιαίτερα από τη Συρία προς τη Χεζμπολάχ), την επέκταση των εχθροπραξιών στα υψίπεδα του Γκολάν –τα συριακά εδάφη που κατέλαβε το 1967 και προσάρτησε το 1981- ή τα δικά του εδάφη, το Ισραήλ χάραξε κόκκινες γραμμές: η πολεμική αεροπορία του δεν δίστασε να πραγματοποιήσει επιδρομές κατά συριακών στρατιωτικών στόχων, με τις πιο πρόσφατες τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2014.
Το Γκολάν έχει πάψει να είναι η ουδέτερη ζώνη που ήταν μετά τον πόλεμο του Οκτωβρίου του 1973. Οι δυνάμεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) δεν είναι πια αποτελεσματικές, ενώ γίνονται μάχες πολύ κοντά στα σύνορα. Βλήματα όλμων και οβίδες, ριπές πολυβόλων ή βόμβες που έχουν τοποθετηθεί δίπλα στους δρόμους πλήττουν τακτικά το Ισραήλ, σκόπιμα ή όχι.
Πώς να απαντήσει το Ισραήλ; Πρέπει να επιτρέψει στον ΟΗΕ να ενισχύσει τα στρατεύματά του στην περιοχή, όπως επέτρεψε στην Αίγυπτο να ενισχύσει τα δικά της στη χερσόνησο του Σινά; Πρέπει να απαντήσει στα πλήγματα, διακινδυνεύοντας μια σοβαρότατη κλιμάκωση;
Και, γενικότερα, πρέπει να υποστηρίξει μία από τις αντιμαχόμενες πλευρές; Πρέπει να διαλέξει το ένα στρατόπεδο εναντίον του άλλου, πρέπει να μην βοηθήσει ούτε το ένα ούτε το άλλο ή πρέπει να παράσχει βοήθεια σε διάφορα επίπεδα και στις δύο πλευρές ταυτόχρονα; Και, στην περίπτωση που το Ισραήλ προσέφερε βοήθεια, θα έπρεπε να το κάνει άμεσα ή έμμεσα; Ανοικτά ή μυστικά; Πρέπει να δώσει οπλισμό –μορφή εμπλοκής που έχει εφαρμόσει συχνά- ή να περιοριστεί στην ανθρωπιστική βοήθεια;
Περίθαλψη σε οκτακόσιους τραυματίες
Μια από τις ελάχιστες πρωτοβουλίες που ανέλαβε ενεργά το εβραϊκό κράτος, χωρίς δημόσιο διάλογο, είναι η σημαντική ιατρική βοήθεια στους Σύριους τραυματίες στο Γκολάν, από τον Φεβρουάριο του 2013. Στη συνοριακή ζώνη, δημιουργήθηκε ένα υπαίθριο νοσοκομείο και στρατιωτικό παραϊατρικό προσωπικό απασχολείται για να περιθάλψει τους όλο και περισσότερους τραυματίες, μερικοί από τους οποίους μεταφέρονται στο ισραηλινό νοσοκομείο του Σαφέντ. Σχεδόν οκτακόσιοι Σύριοι έχουν ήδη δεχτεί ιατρική φροντίδα. Και άλλες ανθρωπιστικές επιχειρήσεις πραγματοποιούνται, σε συνεργασία με μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ).
Αλλά, καθώς το νότιο Γκολάν μετατρέπεται σε στρατηγικό καταφύγιο για τις ακραίες ισλαμικές οργανώσεις, το Ισραήλ είναι υποχρεωμένο να επιλέξει: είτε αναδιαμορφώνει ενεργητικά την περιοχή και ασκεί την επιρροή του είτε περιμένει να δει τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Πάντως, η ανάλυση των ενεργειών του μέχρι σήμερα δεν καταλήγει σε κάποιο αποφασιστικό συμπέρασμα. Η άρνηση χορήγησης βοήθειας στους αντάρτες εντός και εκτός Συρίας απέδειξε ότι το Τελ-Αβίβ αναμφίβολα προτιμά να διατηρηθεί το καθεστώς Αλ-Άσαντ, επιλέγει, δηλαδή, έναν εχθρό που γνωρίζει ήδη. Αλλά η υποστήριξή του στην ιδέα μιας αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης, τον Σεπτέμβριο του 2013, όπως και η επέκταση της ανθρωπιστικής βοήθειας που παρέχει, ίσως υποδηλώνουν μια τροποποίηση της πολιτικής του.
Μέχρι τώρα, το Ισραήλ έκανε τα πάντα για να μείνει μακριά από τη Μέση Ανατολή, γενικά, και από τη συριακή διένεξη ειδικότερα. Η επιλογή αυτή, την οποία υποστηρίζει η ισραηλινή κοινή γνώμη, συγκλίνει με τις επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις αρχές του 2013, η Ουάσινγκτον, δηλώνοντας ότι η χρήση χημικών όπλων αποτελούσε «κόκκινη γραμμή», απείλησε τη Συρία με στρατιωτική επέμβαση, πριν υποχωρήσει, προτιμώντας «να κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο» (lead from behind). Άλλες χώρες, όπως η Τουρκία, το Κατάρ, το Ιράν και οι χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC), επέλεξαν μια πιο ενεργή στάση, υποστηρίζοντας διάφορες ομάδες της συριακής αντιπολίτευσης.
Ισραηλινές ΜΚΟ, όπως η Israeli Flying Aid ή η «Χέρι-χέρι με τους Σύριους πρόσφυγες», έχουν δώσει μια διαφορετική απάντηση. Ήταν οι πρώτες που αναγνώρισαν τόσο την αναγκαιότητα όσο και τη δυνατότητα δημιουργίας μιας νέας σχέσης με τους Σύριους. Έχουν οργανώσει επιχειρήσεις ανθρωπιστικής βοήθειας στην Ιορδανία, στην Τουρκία και στη Συρία, ιδιαίτερα με τη διανομή τροφίμων και ιατροφαρμακευτικού υλικού. Μέχρι σήμερα, έχουν διανεμηθεί συνολικά πάνω από 1.300 τόνοι τέτοιου υλικού. Οι πρωτοβουλίες αυτές έχουν δώσει τη δυνατότητα σε ομάδες Ισραηλινών και Σύριων να συνεργάζονται, σε κάποιες περιπτώσεις ανοικτά, για πρώτη φορά. Έχουν, όμως, περιοριστεί, στη σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών.
Η ισραηλινή διπλωματία, δέσμια μιας στρατοκρατικής θεώρησης που δίνει έμφαση σχεδόν αποκλειστικά στην ασφάλεια, δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα αποτελεσματικό εργαλείο -και είναι ακόμη λιγότερο τους τελευταίους μήνες, που οι υπάλληλοι του υπουργείου Εξωτερικών βρίσκονται σε απεργία. Ωστόσο, η διπλωματική δράση, σε συνδυασμό με την ανθρωπιστική βοήθεια, θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να διαδραματίσει θετικό ρόλο και να κερδίσει μελλοντικούς συμμάχους. Οι οκτακόσιοι Σύριοι που περιέθαλψε το Ισραήλ πέρσι θα μπορούσαν να γίνουν οι καλύτεροι πρεσβευτές του.