Μέχρι τη στιγμή της υπογραφής της συμφωνίας, θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί αρκετά στάδια, τα οποία και αποτελούν και ισάριθμες ευκαιρίες αντίστασης σε αυτό το σχέδιο.
Εντολή για έναρξη διαπραγματεύσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαθέτει το μονοπώλιο της ανάληψης πρωτοβουλιών: είναι η μόνη που προτείνει συστάσεις με τις οποίες χαράζεται το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για οποιαδήποτε εμπορική συμφωνία ή συμφωνία ελεύθερων ανταλλαγών (1). Οι εκπρόσωποι των κρατών-μελών συνεδριάζουν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και συσκέπτονται για το κατά πόσον θα επιτρέψουν τη διαπραγμάτευση. Οι αρχικές συστάσεις τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής –οι οποίες σπάνια τροποποιούνται από το Συμβούλιο (2)- καθορίζουν το πλαίσιο και τα όρια της διαπραγμάτευσης. Στην περίπτωση της Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP), η εντολή για έναρξη των διαπραγματεύσεων δόθηκε στις 14 Ιουνίου του 2013.
Διαπραγμάτευση. Διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία υποβοηθείται στο έργο της από μια ειδική επιτροπή, όπου εκπροσωπούνται οι είκοσι οκτώ κυβερνήσεις: συνεπώς, οι κυβερνήσεις δεν δικαιούνται να ισχυρίζονται ότι αγνοούν το περιεχόμενο των συνομιλιών που διεξάγονται. Ο αρμόδιος επίτροπος για ζητήματα εμπορίου εκπροσωπεί την Ε.Ε. ως επικεφαλής τής ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας στις συζητήσεις. Η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει ότι η Επιτροπή υποβάλλει «τακτικά αναφορές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την εξέλιξη της προόδου των διαπραγματεύσεων (3)»• πρόκειται για μια καινούργια υποχρέωση που της έχει επιβληθεί και την οποία εκπληρώνει χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Ο τρόπος με τον οποίο ενημερώνεται η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου τού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποδεικνύει μια εξαιρετικά στενόμυαλη και παρωχημένη αντίληψη για τη διαφάνεια. Όσον αφορά τη TTIP, αυτή η φάση βρίσκεται σε εξέλιξη.
Πράξη πρώτη: έγκριση από τα κράτη μέλη. Μόλις ολοκληρωθούν οι μυστικές διαπραγματεύσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζει τα αποτελέσματά τους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ενισχυμένη πλειοψηφία (τουλάχιστον 55% των κρατών μελών, τα οποία οφείλουν να εκπροσωπούν το 65% του πληθυσμού της Ε.Ε.) (4). Υπάρχει δε, η εξής σημαντική εξαίρεση: εάν το κείμενο που υποβάλλεται στο Συμβούλιο περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με τις υπηρεσίες, τις εμπορικές όψεις τής βιομηχανικής ιδιοκτησίας και τις άμεσες ξένες επενδύσεις, τότε απαιτείται ομοφωνία. Ομοφωνία απαιτείται επίσης και στην περίπτωση της σύναψης συμφωνιών, οι οποίες, «στους τομείς τού εμπορίου των πολιτιστικών και οπτικοακουστικών υπηρεσιών, εγκυμονούν τον κίνδυνο να πληγεί η πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Tο ίδιο ισχύει στον τομέα τού εμπορίου των κοινωνικών υπηρεσιών, της εκπαίδευσης και της υγείας, όταν αυτές οι συμφωνίες ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρές διαταραχές στην οργάνωση των συγκεκριμένων υπηρεσιών σε εθνικό επίπεδο και να δημιουργήσουν εμπόδια στην ευθύνη των κρατών-μελών για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών». Συνεπώς, οι κυβερνήσεις διαθέτουν μεγάλη ελευθερία εκτίμησης του τελικού αποτελέσματος των συζητήσεων και έχουν τη δυνατότητα να απαιτήσουν τη λήψη της απόφασης με ομοφωνία, γεγονός που τους εξασφαλίζει τη δυνατότητα μπλοκαρίσματος του σχεδίου.
Πριν από τη λήψη τής απόφασής του, το Συμβούλιο οφείλει να υποβάλλει το σχέδιο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για να αποφύγει το ενδεχόμενο αποδοκιμασίας του από αυτό (5).
Πράξη δεύτερη: έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Από το 2007, το Κοινοβούλιο διαθέτει αυξημένες εξουσίες στο ζήτημα της κύρωσης των ευρωπαϊκών νομοθετικών κειμένων. Μπορεί να εγκρίνει ή να απορρίψει μια συνθήκη που έχει διαπραγματευτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τη διαδικασία της «σύμφωνης γνώμης». Αυτό έπραξε στις 4 Ιουλίου του 2012, απορρίπτοντας την εμπορική συμφωνία εναντίον των απομιμήσεων (Anti-Counterfeiting Trade Agreement, Acta), την οποία διαπραγματεύονταν επί τέσσερα χρόνια (2006-2010) περισσότερες από σαράντα χώρες, μέσα σε απόλυτη μυστικότητα. Μπορεί επίσης, όπως εξάλλου και οποιοδήποτε κράτος-μέλος, να ζητήσει τη γνώμη τού Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το κατά πόσον η υπό διαπραγμάτευση συμφωνία είναι συμβατή με τις ευρωπαϊκές συνθήκες (6). Η έναρξη αυτής τής φάσης οφείλεται να πραγματοποιηθεί όταν το Συμβούλιο των Υπουργών διαβιβάσει στο Κοινοβούλιο το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης.
Πράξη τρίτη: κύρωση από τα εθνικά κοινοβούλια. Εάν η διατλαντική συνεργασία εγκριθεί από το Κοινοβούλιο και από το Συμβούλιο, τότε τίθεται το εξής ερώτημα: μια συνθήκη η οποία θα περιλάμβανε όλες τις διατάξεις που περιγράφονται στην εντολή διαπραγμάτευσης, θα μπορούσε, άραγε, να αποφύγει το ενδεχόμενο να εξεταστεί από τα εθνικά κοινοβούλια; «Ναι!», απάντησε ο αρμόδιος επίτροπος Ντε Γκουχτ, ο οποίος παρέπεμψε στη μελλοντική κύρωση της συμφωνίας ελεύθερων ανταλλαγών ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Καναδά κι εξήγησε: «Στη συνέχεια, θα πρέπει το κολλέγιο των 28 Ευρωπαίων Επιτρόπων να δώσει το πράσινο φως στο οριστικό κείμενο που θα τους παρουσιάσω και κατόπιν το κείμενο θα κυρωθεί από το Συμβούλιο των Υπουργών κι από το Κοινοβούλιο (7)». Με αυτόν τον τρόπο, προσπαθεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο της κύρωσης από τα εθνικά κοινοβούλια. Χωρίς αμφιβολία, σκοπεύει να εφαρμόσει αυτή τη διαδικασία και στη διατλαντική συνεργασία, με βάση τη συμφωνία τής Λισαβόνας, η οποία ορίζει ότι οι συμφωνίες περί ελευθερίας των ανταλλαγών ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ε.Ε., αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των μεικτών συμφωνιών, οι οποίες περιλαμβάνουν διατάξεις που εμπίπτουν ταυτόχρονα στην αρμοδιότητα της Ε.Ε. και των κρατών-μελών (και οι οποίες υποβάλλονται για έγκριση ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα εθνικά κοινοβούλια). Στο Συμβούλιο των Ευρωπαίων Υπουργών, αρκετές κυβερνήσεις (μεταξύ αυτών και η γερμανική και η βελγική) δεν συμμερίζονται την άποψη του Ντε Γκουχτ, ο οποίος ανήγγειλε ότι θα προσφύγει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από το οποίο θα ζητήσει να δώσει λύση στη διαφορά που έχει προκύψει (8).
Όμως, δεν είναι η πρώτη φορά που πυροδοτεί διαμάχες το ερώτημα κατά πόσον είναι «μεικτή» μια συμφωνία ελεύθερων ανταλλαγών: το 2011, Γερμανοί, Ιρλανδοί και Βρετανοί βουλευτές ζήτησαν να θεωρηθούν μεικτού χαρακτήρα οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με την Κολομβία και με το Περού και, συνεπώς, να υποβληθούν προς κύρωση στα εθνικά κοινοβούλια. Στις 14 Δεκεμβρίου του 2013, το γαλλικό κοινοβούλιο κύρωσε κατά τον ίδιο τρόπο τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τη Νότια Κορέα, την οποία είχε διαπραγματευτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύντομα δε, αναμένεται να εξετάσει την αίτηση κύρωσης των συμφωνιών της Ε.Ε. με την Κολομβία και το Περού.
Η εν λόγω συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπερβαίνει το πλαίσιο της απλής συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου και υπεισέρχεται στη σφαίρα των προνομίων που διαθέτουν τα κράτη στο πεδίο τής εθνικής κυριαρχίας. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις όπου επιχειρείται η ανατροπή των εργασιακών, ασφαλιστικών, υγειονομικών και περιβαλλοντικών προδιαγραφών και κανόνων, ή η μεταφορά τής επίλυσης των διαφορών ανάμεσα στις επιχειρήσεις και στις δημόσιες αρχές σε ιδιωτικές δομές διαιτησίας. Η αποκλειστική αρμοδιότητα της Ε.Ε. δεν επεκτείνεται σε τομείς που εξακολουθούν να άπτονται –τουλάχιστον εν μέρει- της εθνικής κυριαρχίας των κρατών.
Η περίπτωση της Γαλλίας. Το 1964, στη διάσημη πλέον απόφασή του, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθιερώνει την απόλυτη πρωτοκαθεδρία των συνθηκών πάνω στο εθνικό δίκαιο των κρατών-μελών (9). Ωστόσο, στη Γαλλία, το Σύνταγμα είναι ανώτερο από μια συνθήκη: συνεπώς, οι συνθήκες πρέπει να έχουν περιεχόμενο σύμφωνο με το Σύνταγμα. Έτσι, στις περιπτώσεις τής υιοθέτησης μιας νέας συνθήκης, η πρακτική των κυβερνώντων συνίσταται στην τροποποίηση τού Συντάγματος, έτσι ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε ασυμβατότητα (10).
Κάτι τέτοιο συνέβη και το 2008, κατά την υιοθέτηση της Συνθήκης τής Λισαβόνας (11). Ωστόσο, κατά τη διάρκεια τής συνταγματικής αναθεώρησης, δεν προτάθηκε στα μέλη των δύο νομοθετικών σωμάτων που συνεδρίασαν στις Βερσαλλίες, η τροποποίηση του άρθρου 53 του γαλλικού Συντάγματος, το οποίο ορίζει τα εξής: «Οι συνθήκες ειρήνης, οι εμπορικές συνθήκες, οι συνθήκες ή οι συμφωνίες που αφορούν την οργάνωση της διεθνούς έννομης τάξης, οι συνθήκες που δεσμεύουν τα οικονομικά τού κράτους, οι συνθήκες που τροποποιούν διατάξεις νομοθετικής φύσης, οι συνθήκες που αφορούν το καθεστώς των προσώπων, καθώς κι εκείνες που αφορούν την εκχώρηση, την ανταλλαγή ή την πρόσθεση τμήματος της επικράτειας της χώρας, μπορούν να κυρωθούν ή να εγκριθούν μονάχα με έναν νόμο. Αποκτούν δε, ισχύ μονάχα μετά την κύρωσή τους ή την έγκρισή τους. (…)».
Συνεπώς, δεδομένου ότι η ΤΤΙΡ αποτελεί μια εμπορική συνθήκη, είναι απαραίτητο να υποβληθεί προς κύρωση στο γαλλικό Κοινοβούλιο. Ο υπουργός Εξωτερικών οφείλει να εξετάσει εάν αυτό το κείμενο εμπίπτει ή όχι στις διατάξεις τού άρθρου 53 του Συντάγματος. Δεν πρέπει να εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μανιουέλ Βαλς αποφάσισε να μεταφέρει την αρμοδιότητα για τη λήψη απόφασης για αυτό το ζήτημα, από το υπουργείο Οικονομικών στο υπουργείο Εξωτερικών: δεδομένου ότι ο Λοράν Φαμπιούς δεν έχει πάψει να δίνει δείγματα της προσήλωσής του στον ατλαντισμό, προσφέρει πολύ περισσότερα εχέγγυα συμμόρφωσης από τον Αρνό Μοντεμπούρ (12). Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η επιλογή τής Φλερ Πελερέν ως υφυπουργού Εξωτερικού Εμπορίου ικανοποίησε απόλυτα και καθησύχασε το Medef, το συνδικαλιστικό όργανο των Γάλλων εργοδοτών (13).
Αν επιβεβαιωθεί η άποψη ότι αυτή η συνθήκη πρέπει να κυρωθεί από το Κοινοβούλιο, η κυβέρνηση θα μπορούσε να υποκύψει στον πειρασμό να καταφύγει στην απλοποιημένη διαδικασία εξπρές, με την οποία η συνθήκη θα τεθεί σε ψηφοφορία χωρίς να έχει προηγηθεί συζήτηση στο Κοινοβούλιο (14). Ωστόσο, παρόμοια απόφαση θα πρέπει να ληφθεί από τη διάσκεψη των προέδρων των δύο σωμάτων τού Κοινοβουλίου (της Βουλής και της Γερουσίας) και από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής. Χωρίς να ξεχνάμε, επίσης, την εξής παράμετρο: 60 βουλευτές (σε σύνολο 577) ή 60 γερουσιαστές (σε σύνολο 348) έχουν επίσης τη δυνατότητα να ζητήσουν από το Συνταγματικό Συμβούλιο να αποφασίσει για το κατά πόσον το περιεχόμενο της συνθήκης για την ΤΤΙΡ συμφωνεί με το γαλλικό Σύνταγμα.
Η κοινή λογική μάς προστάζει να μην περιμένουμε πολλά πράγματα από κυβερνήσεις οι οποίες, στις 14 Ιουνίου του 2013, δέχτηκαν τις συστάσεις τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εντούτοις, οι δισταγμοί τους κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 2014 αφήνουν να διαφανεί ότι οι ολοένα μεγαλύτερες επιτυχίες τού κινήματος ενάντια στη ΜΔΑ έχουν αρχίσει να βαρύνουν πάνω στην πορεία των εξελίξεων.
Όλα αυτά αποτελούν μια πολύτιμη ενθάρρυνση για να συνεχίσουμε τη μάχη.