1. Μη σεβασμός των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν επικυρώσει παρά δύο από τις οκτώ θεμελιώδεις συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), οι οποίες έχουν στόχο την προστασία των εργαζομένων. Από την πλευρά τους, όλες οι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν υιοθετήσει τους κανονισμούς που προωθεί η ΔΟΕ, η οποία είναι οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών. Η ιστορία δείχνει ότι η «εναρμόνιση», στην οποία οδηγούν οι συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, τείνει να γίνεται στη βάση το;y ελάχιστου κοινού παρονομαστή. Επομένως, οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι έχουν λόγους να φοβούνται για τη διάβρωση των σημερινών δικαιωμάτων τους.
2. Υποβάθμιση των δικαιωμάτων συλλογικής εκπροσώπησης των εργαζομένων. Η TTIP φιλοδοξεί να εξαλείψει τα «εμπόδια» που δυσκολεύουν τη ροή των εμπορευμάτων μεταξύ των δύο ηπείρων. Στόχος; Περισσότερες δυνατότητες να επιλέξουν οι επιχειρήσεις τούς τόπους παραγωγής των προϊόντων τους σε συνάρτηση με το «κόστος», ιδιαίτερα το κοινωνικό. Όμως, τα δικαιώματα συμμετοχής των εργαζομένων –όπως η ενημέρωση και η γνωμοδότηση των επιχειρησιακών επιτροπών- θα συνεχίσουν να σταματούν στα σύνορα. Επομένως, η διατλαντική προσέγγιση θα ισοδυναμεί με υποβάθμιση του σχετικού δικαιώματος των εργαζομένων, το οποίο, όμως, διασφαλίζεται με τη Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Χαλάρωση των τεχνικών προδιαγραφών. Στον συγκεκριμένο τομέα, η ευρωπαϊκή προσέγγιση για τις προϋποθέσεις εμπορικής διάθεσης ενός προϊόντος διαφέρει, σε μεγάλο βαθμό, από την προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην Ευρώπη, έχει κατοχυρωθεί η «αρχή της προφύλαξης»: η εμπορική διάθεση ενός προϊόντος προϋποθέτει αξιολόγηση των κινδύνων που παρουσιάζει. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμβαίνει το αντίστροφο. Η αξιολόγηση γίνεται εκ των υστέρων και συνοδεύεται από την εγγύηση ανάληψης ευθύνης για τις συνέπειες οποιουδήποτε προβλήματος παρουσιαστεί μετά τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά (δυνατότητα συλλογικών προσφυγών ή class action, χρηματικές αποζημιώσεις). Στην Ευρώπη, οι κίνδυνοι που λαμβάνονται υπόψη δεν αφορούν μόνο τους καταναλωτές. Περιλαμβάνουν και τις επιπτώσεις στις συνθήκες εργασίας, καθώς και στην υγεία και την επαγγελματική ασφάλεια, παρόλο που δεν τηρούνται πάντοτε. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πλευρά τους, αδιαφορούν χαρακτηριστικά για τις επιπτώσεις στα πεδία αυτά.
Η εναρμόνιση, που τόσο γοητεύει τις εργοδοτικές ομάδες πίεσης, συνεπάγεται αρκετούς κινδύνους: διάβρωση της «αρχής τής προφύλαξης» (χωρίς μεταγενέστερη ανάληψη ευθύνης), ενδεχόμενο εμφάνισης ενός διπλού συστήματος, με το οποίο οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να επιλέξουν τον έναν ή τον άλλο μηχανισμό συμμόρφωσης με τις προδιαγραφές, υποχώρηση της προστασίας των εργαζομένων στους χώρους εργασίας τους. Άρα, η προοπτική δημιουργίας ενός διατλαντικού «συμβουλίου ρυθμιστικής συνεργασίας», το οποίο ελάχιστα θα υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο και σε παρακολούθηση από τα συνδικάτα, δεν είναι καθόλου καθησυχαστική.
4. Περιορισμός τής ελεύθερης μετακίνησης των προσώπων. Η μετακίνηση των προσώπων δεν προβλέπεται, παρά μόνο με τη μορφή παροχής υπηρεσιών τού λεγόμενου «τύπου 4», δηλαδή «με την παρουσία φυσικών προσώπων μιας χώρας στο έδαφος μιας άλλης χώρας (1)». Μηχανισμός που, επίσης, ονομάζεται «εργαζόμενοι σε διεθνή απόσπαση» και συμβάλλει στο κοινωνικό ντάμπινγκ στο εσωτερικό τής Ευρωπαϊκής Ένωσης (2).
Στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται, η κινητικότητα και η μετανάστευση δεν εξετάζονται παρά από τη σκοπιά τού οικονομικού συμφέροντος: το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης δεν εμφανίζεται πουθενά. Πάντως, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ότι η εναρμόνιση του δικαίου και της εργασιακής νομοθεσίας στις δύο πλευρές του Ατλαντικού θα επέτρεπε στα πρόσωπα να απολαμβάνουν τις ίδιες ελευθερίες και εγγυήσεις με τα εμπορεύματα και τα κεφάλαια...
5. Έλλειψη κυρώσεων για καταχρηστικές πρακτικές. Οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου παραδοσιακά περιέχουν ένα κεφάλαιο για την «αειφόρο ανάπτυξη», το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν το κοινωνικό και το εργατικό δίκαιο, την οικολογία, την προστασία του κλίματος και των δικαιωμάτων των ζώων, καθώς και τον αγροτικό κόσμο. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, τα κεφάλαια αυτά δεν προβλέπουν, γενικά, κανέναν μηχανισμό διευθέτησης διαφορών και καμία δυνατότητα κυρώσεων σε περιπτώσεις παραβίασης των διατάξεων. Ενώ τα άρθρα που αφορούν τον οικονομικό και τεχνικό τομέα χαρακτηρίζονται από πολύ ακριβείς νομικές προβλέψεις για τη δικαιοδοσία των αρμόδιων αρχών και τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων, οι διατάξεις που αφορούν το κοινωνικό δίκαιο παραμένουν αόριστες και οι κυρώσεις που προβλέπονται δεν προσφέρουν παρά λίγες πιθανότητες προσφυγής στις αρμόδιες αρχές.
6. Σταδιακή εξαφάνιση των δημόσιων υπηρεσιών. Οι διαπραγματεύσεις προσανατολίζονται στο άνοιγμα των δημοσίων υπηρεσιών στις ιδιωτικοποιήσεις, με την τεχνική τής λεγόμενης «αρνητικής λίστας». Η τεχνική αυτή έγκειται στην καταγραφή τού συνόλου των δημόσιων υπηρεσιών που δεν θα ανοίξουν στις ιδιωτικοποιήσεις, υπονοώντας ότι όσες δημόσιες υπηρεσίες δεν περιλαμβάνονται στη λίστα, επιτρέπεται να ιδιωτικοποιηθούν. Και στο συγκεκριμένο σημείο, η εμπειρία δείχνει ότι τα προβλήματα ορισμού ή διατύπωσης ανοίγουν «παράθυρα» που διευκολύνουν τις ιδιωτικοποιήσεις πέρα από το αρχικά προβλεπόμενο πλαίσιο. Εξάλλου, κάθε είδος υπηρεσίας που θα εμφανίζεται για να καλύψει νέες ανάγκες, θα θεωρείται ότι εντάσσεται αυτόματα στον ιδιωτικό τομέα.
7. Αύξηση της ανεργίας. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι μη ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μπορούν να έχουν πρόσβαση στις δημόσιες προμήθειες. Κάτι τέτοιο ισχύει πολύ λιγότερο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι κανονισμοί που προσπαθούν να εγγυηθούν μια ελάχιστη «τοπική συμμετοχή» είναι πολύ διαδεδομένοι. Αποτέλεσμα; Διεύρυνση των αγορών στις οποίες θα έχουν πρόσβαση οι αμερικανικές επιχειρήσεις, χωρίς ανταλλάγματα για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, με καταστροφικές συνέπειες για την απασχόληση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
8. Απώλεια του εμπιστευτικού χαρακτήρα των προσωπικών δεδομένων. Οι ευρωπαϊκοί λαοί επιθυμούν παραδοσιακά την προστασία των προσωπικών δεδομένων τους. Οι αμερικανικοί κανονισμοί υποδηλώνουν μια λιγότερη ισχυρή επιθυμία των πολιτών στην άλλη πλευρά τού Ατλαντικού. Σε μια συγκυρία φιλελευθεροποίησης των υπηρεσιών, η διασφάλιση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων γίνεται υποθετική: πώς να καθοριστεί ο χώρος αποθήκευσης και το εφαρμοστέο δίκαιο, όταν τα δεδομένα βρίσκονται στο «νέφος»;
9. Υποταγή των κοινωνιών στην υπεράσπιση της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ό,τι αποτράπηκε κατά τη δημόσια συζήτηση της εμπορικής συμφωνίας για την πνευματική ιδιοκτησία (ACTA), χάρη σε συντονισμένες προσπάθειες των ευρωπαϊκών συνδικάτων και πολιτικών ή κοινωνικών οργανώσεων, κινδυνεύει να έρθει ξανά στο τραπέζι με τη Μεγάλη Διατλαντική Αγορά. Οι διατάξεις που θα προστατεύουν την πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία αποτελούν, αυτήν την περίοδο, αντικείμενο διαπραγμάτευσης και θα μπορούσαν να απειλήσουν την ελευθερία στο Διαδίκτυο, να στερήσουν στους δημιουργούς την ελεύθερη επιλογή ως προς τη διάθεση των έργων τους, ακόμη και να δυσκολέψουν την πρόσβαση σε γενόσημα φάρμακα.
10. Και, φυσικά, υποταγή των κρατών σε ένα δίκαιο που θα έχει διαμορφωθεί ακριβώς στα μέτρα των πολυεθνικών.