Στις 4 Μαρτίου 2013, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός εκφωνούσε, όπως κάθε χρόνο, ομιλία στη διάσκεψη της American Israel Public Affairs Committee (Aipac), της ισχυρότερης φιλο-ισραηλινής ομάδας πίεσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα θέματα που έθιξε ο Νετανιάχου δεν εξέπληξαν καθόλου τους παρατηρητές: υπεράσπιση της ασφάλειας του Ισραήλ, Συρία, πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, απαιτήσεις από τους Παλαιστίνιους διαπραγματευτές κτλ. Εκείνη την ημέρα, όμως, ο ομιλητής αφιέρωσε το ένα τέταρτο της παρέμβασής του σε ένα νέο ζήτημα: τη διεθνή εκστρατεία Boycott, Divestment and Sanctions (BDS) ενάντια στην πολιτική τού Ισραήλ. Το ακρωνύμιο αναφέρθηκε δεκαοκτώ φορές...
Η εκστρατεία, η οποία ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2005 από εκατόν εβδομήντα δύο παλαιστινιακές οργανώσεις (1), προωθεί «μη βίαιες κυρώσεις (...) μέχρι το Ισραήλ να τιμήσει την υποχρέωσή του και να αναγνωρίσει το απαράγραπτο δικαίωμα των Παλαιστινίων στον αυτοπροσδιορισμό, καθώς και να σεβαστεί απόλυτα τις επιταγές τού διεθνούς δικαίου». Τα μέτρα που προτείνονται είναι τριών ειδών: μποϊκοτάζ τής ισραηλινής οικονομίας και των ισραηλινών θεσμών, απόσυρση των ξένων επενδύσεων από τη χώρα, κυρώσεις εναντίον τού κράτους και των ηγετών του.
Κατά τη διάσκεψη της Aipac, ο Νετανιάχου κατηγόρησε τους εμπνευστές τής BDS ότι «απομακρύνουν την ειρήνη», ότι «συμβάλλουν στη σκλήρυνση των παλαιστινιακών θέσεων» και ότι καθιστούν «απίθανες τις αμοιβαίες υποχωρήσεις». Στα επικριτικά σχόλια για τις ρίζες και τους στόχους τής εκστρατείας, προστέθηκε και η άρνηση της αποτελεσματικότητάς της: σύμφωνα με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, δεν επηρεάζει καθόλου την οικονομική ευημερία τής χώρας.
Το χτυπητό παράδοξο, να αφιερώνει κανείς τόση προσοχή στην BDS και, ταυτόχρονα, να διαβεβαιώνει ότι είναι αναποτελεσματική, μάλλον είναι φαινομενικό. «Το γεγονός ότι το κίνημα αυτό θα αποτύχει, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να καταπολεμηθεί σφοδρά», εξηγεί ο Νετανιάχου, προδίδοντας, έτσι, το πραγματικό δίλημμα των Ισραηλινών αξιωματούχων: εάν αναγνωρίσουν ότι η BDS επηρεάζει τη χώρα τους, ενθαρρύνουν τους εμπνευστές τής εκστρατείας, ενώ, εάν την αγνοήσουν, τους αφήνουν το πεδίο ελεύθερο.
Υπέρμαχοι και πολέμιοι της BDS συμφωνούν σε ένα βασικό σημείο: κατά την πρόσφατη περίοδο, το κίνημα έχει σημειώσει νίκες χωρίς προηγούμενο, στις οποίες ούτε οι οργανωτές του δεν τολμούσαν να ελπίζουν. Έτσι, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι, αναφέρθηκε στον κίνδυνο απομόνωσης που διατρέχει το Ισραήλ σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων.
Την 1η Φεβρουαρίου 2014, από το Μόναχο, ο Κέρι προειδοποιούσε: «Σε ό,τι αφορά το Ισραήλ, γινόμαστε μάρτυρες μιας εκστρατείας απονομιμοποίησης που ενισχύεται συνεχώς. Ο κόσμος έχει ευαισθητοποιηθεί. Γίνεται λόγος για μποϊκοτάζ και για διάφορα άλλα πράγματα.». Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν χιονοστιβάδα επικρίσεων στο Ισραήλ, με ορισμένους να κατηγορούν -άδικα- τον Κέρι ότι δικαιολογεί το μποϊκοτάζ και χρησιμοποιεί την BDS για να πιέσει την ισραηλινή κυβέρνηση και να της επιβάλλει συμφωνία που θα θίγει τα εθνικά της συμφέροντα.
Οι πρόσφατες νίκες τής εκστρατείας εξηγούν την ανησυχία τής αμερικανικής κυβέρνησης. Στα τέλη Ιανουαρίου του 2014, το κρατικό επενδυτικό ταμείο τής Νορβηγίας, το μεγαλύτερο στον κόσμο, με 629 δισεκατομμύρια ευρώ τοποθετήσεων (2), προσέθεσε στη «μαύρη λίστα» του δύο ισραηλινές εταιρείες, την Africa Israel Investments και την Danya Cebus, εξαιτίας της εμπλοκής τους στην ανέγερση οικισμών στην Ιερουσαλήμ. Για τον ίδιο λόγο, ένα από τα μεγαλύτερα συνταξιοδοτικά ταμεία της Ολλανδίας, το PGGM (με 150 δισεκατομμύρια ευρώ τοποθετήσεων), απέσυρε αρκετές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ από πέντε ισραηλινές τράπεζες. Η γερμανική κυβέρνηση, από την πλευρά της, ανακοίνωσε ότι στο εξής δεν θα επιδοτεί τις ισραηλινές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας που δραστηριοποιούνται στους οικισμούς εποίκων της Ιερουσαλήμ ή της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη.
Η «υπόθεση Sodastream»
Εξάλλου, η εκστρατεία BDS σημείωσε πρόσφατα νίκες και σε άλλους τομείς εκτός από την οικονομία. Τον περασμένο Φεβρουάριο, η American Studies Association, μια ένωση επιστημόνων με 5.000 μέλη, αποφάσισε, με ποσοστό 66%, να διακόψει τις σχέσεις της με τα ισραηλινά πανεπιστημιακά ιδρύματα. Ο κεραυνός αυτός στον ακαδημαϊκό χώρο ακολούθησε τη μη συμμετοχή, τον Μάιο του 2013, του διάσημου αστροφυσικού Στίβεν Χόκινγκ σε συνέδριο που θα γινόταν στο Ισραήλ. Έναν μήνα νωρίτερα, η Teachers Union of Ireland (TUI, 14.000 μέλη) υιοθέτησε ψήφισμα υποστήριξης στην εκστρατεία BDS και κατήγγειλε το Ισραήλ ως «καθεστώς απαρτχάιντ».
Για τον Ομάρ Μπαργκούτι, έναν από τους πρωτεργάτες τού κινήματος, οι επιτυχίες αυτές μετρούν το ίδιο, αν όχι και περισσότερο, από τις νίκες στον οικονομικό τομέα: «Ο αντίκτυπος του θεσμικού μποϊκοτάζ από σημαντικές οργανώσεις, όπως η American Studies Association, υπερβαίνει τον ακαδημαϊκό χώρο και εδραιώνει την εκστρατεία BDS ως σοβαρό θέμα συζήτησης στα μέσα ενημέρωσης (3)».
Όμως, πολύ πιθανόν, η «υπόθεση Sodastream» να είναι αυτή που αποκάλυψε την έκταση που έχει πάρει το κίνημα αλληλεγγύης στους Παλαιστίνιους. Η ισραηλινή πολυεθνική κατασκευάζει μηχανήματα προσθήκης ανθρακικού οξέος σε ποτά, ιδιαίτερα στον οικισμό εποίκων Μαάλε Αντουμίμ, κοντά στην Ιερουσαλήμ. Η Sodastream αποτελεί, εδώ και πολύ καιρό, στόχο τής εκστρατείας BDS. Τον Ιανουάριο του 2011, η ισραηλινή οργάνωση Who Profits, η οποία ειδικεύεται στη μελέτη εταιρειών που ευνοούνται από τον εποικισμό στα κατεχόμενα, κατηγορούσε, σε έκθεσή της, τη Sodastream, ότι εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους τής περιοχής και το παλαιστινιακό εργατικό δυναμικό. Οι διάφορες οργανώσεις που συμμετείχαν στην εκστρατεία έβαλαν στο στόχαστρο τα μηχανήματα της Sodastream, καθώς και τα καταστήματα που τα πωλούσαν, όπως τα Darty στη Γαλλία.
Για να βελτιώσει την εικόνα της, η εταιρεία ζήτησε τις υπηρεσίες τής ηθοποιού Σκάρλετ Γιόχανσον, μιας από τις ερμηνεύτριες-φετίχ τού σκηνοθέτη Γούντι Άλεν. Η Γιόχανσον γύρισε ένα διαφημιστικό για την εταιρεία, το οποίο θα μεταδιδόταν, μεταξύ άλλων, στις 2 Φεβρουαρίου 2014, κατά τη διάρκεια του τελικού τού Super Bowl (του πρωταθλήματος αμερικανικού ποδοσφαίρου). Η διαφήμιση,όμως, γρήγορα εντοπίστηκε και έγινε αντικείμενο παρωδίας από τους εμπνευστές τού BDS, για να καταγγελθεί ο εποικισμός στα κατεχόμενα και η υποστήριξη που του προσέφερε η γνωστή ηθοποιός.
Στη συνέχεια, οι υπεύθυνοι της BDS εγκάλεσαν τη μη κυβερνητική οργάνωση Oxfam, η οποία δραστηριοποιείται στα παλαιστινιακά εδάφη, γιατί η Γιόχανσον συγκαταλέγεται στους πρεσβευτές της από το 2007. «Μολονότι η Oxfam σέβεται την ανεξαρτησία των πρεσβευτών της, ο ρόλος τής προώθησης της εταιρείας Sodastream από την κυρία Γιόχανσον δεν είναι συμβατός με τον ρόλο τής παγκόσμιας πρεσβευτού τής Oxfam. (...) Η Oxfam αντιτίθεται σε κάθε εμπορική συναλλαγή με τους ισραηλινούς οικισμούς εποίκων, οι οποίοι είναι παράνομοι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο (4)».
Η «υπόθεση Sodastream» πήρε αμέσως διαστάσεις και στη Γαλλία. Αρκετοί σχεδιαστές, αφού ενημερώθηκαν από υποστηρικτές των Παλαιστινίων, ανακάλυψαν ότι η εταιρεία βρισκόταν μεταξύ των επίσημων χορηγών του Διεθνούς Φεστιβάλ Κόμικς τής Ανγκουλέμ.
Σε ανοικτή επιστολή που δημοσιεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου, περισσότεροι από εκατό δημιουργοί κόμικς, μεταξύ τους και δέκα βραβευμένοι, εξέφρασαν την αγανάκτησή τους. Δηλώνοντας «έκπληκτοι, απογοητευμένοι και εξοργισμένοι από την ανακάλυψη ότι η Sodastream αποτελεί επίσημο χορηγό τού Διεθνούς Φεστιβάλ Κόμικς τής Ανγκουλέμ», οι καλλιτέχνες ζήτησαν από τους οργανωτές «να διακοπεί κάθε δεσμός μεταξύ τού φεστιβάλ και της επονείδιστης αυτής εταιρείας».
Ο σκιτσογράφος Ζακ Ταρντί και η τραγουδίστρια Ντομινίκ Γκρανζ, από την πλευρά τους, δήλωσαν με λύπη ότι έγιναν «όμηροι των οργανωτών, [του φεστιβάλ] οι οποίοι δεν έκριναν σκόπιμο να μας ενημερώσουν ότι οι φετινές εκδηλώσεις χρηματοδοτούνται, σε κάποιον βαθμό, από μια εταιρεία που είναι εγκατεστημένη στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Με τον τρόπο αυτό, νομιμοποιείται η πολιτική εποικισμού τού κράτους τού Ισραήλ, ο αποκλεισμός τής Γάζας και η διαρκής καταπάτηση των δικαιωμάτων τού παλαιστινιακού λαού».
Η «υπόθεση Sodastream» δείχνει τα αντικειμενικά όρια, αλλά και τις αντιφάσεις της ισραηλινής στρατηγικής στη μάχη κατά της εκστρατείας BDS. Ό,τι και να δηλώνει ο Νετανιάχου, το ισραηλινό κράτος θεωρεί την εκστρατεία BDS «στρατηγική απειλή». Άλλωστε, τον Ιούνιο του 2013, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός είχε συγκαλέσει κλειστή σύσκεψη για το ζήτημα. Ανέθεσε την ευθύνη καταπολέμησης της «επιχείρησης απονομιμοποίησης του Ισραήλ», στον υπουργό Στρατηγικών Θεμάτων, Γιουβάλ Στάινιτς, ο οποίος είναι πλέον επιφορτισμένος με τον συντονισμό των υπηρεσιών ασφάλειας και πληροφοριών με τα διπλωματικά κλιμάκια που έχουν αφοσιωθεί στη μάχη κατά των «στρατηγικών απειλών» -με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν να βρίσκεται στην κορυφή του σχετικού καταλόγου. Η νέα αποστολή του υπουργείου, το οποίο φημίζεται για τις εκστρατείες αποσταθεροποίησης και παραπληροφόρησης που ενορχηστρώνει, αποκαλύπτει το πόσο σοβαρά αντιμετωπίζει το Ισραήλ την εκστρατεία BDS. Είναι, όμως, αποτελεσματική η ισραηλινή αντεπίθεση;
Μια αποδεκτή κατοχή;
Στην πραγματικότητα, η στρατηγική καταπολέμησης της BDS, με ταυτόχρονη δήθεν αδιαφορία απέναντί της, θα μπορούσε, τελικά, να στραφεί ενάντια στους Ισραηλινούς. Από τη διαφημιστική εκστρατεία τής Sodastream μέχρι τις προσκλήσεις σε διανοούμενους ή καλλιτέχνες διεθνούς φήμης και τις χορηγίες σε πολιτιστικά γεγονότα, η ισραηλινή τακτική στοχεύει να καταστήσει αποδεκτή την κατοχή και τον εποικισμό των παλαιστινιακών εδαφών. Συχνά, όμως, προκαλεί την αγανάκτηση σε χώρους που, προηγουμένως, είχαν κινητοποιηθεί ελάχιστα ή και καθόλου.
Οι δηλώσεις τής Ισραηλινής υπουργού Δικαιοσύνης, Τζίπι Λίβνι, αντανακλούν το αδιέξοδο: «Ζούμε μέσα σε μια φούσκα. Όλη η χώρα έχει αποκοπεί από τη διεθνή πραγματικότητα. (...) Το μποϊκοτάζ προχωρά και επεκτείνεται παντού και με εκθετική πρόοδο. Όσοι δεν θέλουν να το δουν, στο τέλος θα το υποστούν. Η τακτική που έχει επιλεγεί από την ισραηλινή πλευρά στερείται αποτελεσματικότητας, γιατί αφορά σχεδόν αποκλειστικά το πεδίο τής ρητορικής και ξεχνά τον όλο και πιο οφθαλμοφανή χαρακτήρα τής επιμονής τού Ισραήλ να αρνείται κάθε συμβιβασμό με τους Παλαιστίνιους.
Η μαχητικότητα όσων συμμετέχουν στην εκστρατεία BDS, ακόμη κι αν παίζει ρόλο ατμομηχανής, δεν αρκεί για να ερμηνεύσει την ανάπτυξή της. Το κίνημα τροφοδοτείται από την πραγματικότητα της ισραηλινής πολιτικής: από τον αποκλεισμό της Γάζας και τις φονικές επιδρομές τον χειμώνα του 2008-2009, μέχρι τη δολοφονική επιδρομή στον «στολίσκο της ελευθερίας», τον Μάιο του 2010, και, φυσικά, τη συνεχή ανέγερση νέων παράνομων οικισμών εποίκων.
Χάρη στην εκστρατεία BDS και τις ρίζες της στη βάση, το κίνημα αλληλεγγύης στους Παλαιστίνιους φτάνει σταδιακά στα μεσαία, ακόμη και στα ανώτερα, κλιμάκια ορισμένων θεσμών. Η δυναμική αυτή, που αποκαλύπτει ότι η αγανάκτηση απέναντι στην ισραηλινή πολιτική εντείνεται, δεν θα μπορέσει να συγκρατηθεί από μια στρατηγική «αποδαιμονοποίησης» του Τελ-Αβίβ. «Η καταπάτηση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων στο όνομα του δικού μας αποκλειστικού δικαιώματος στη γη, κινδυνεύει να καταλήξει σε έναν διεθνή εξοστρακισμό του Ισραήλ και, εάν αυτό συμβεί, δεν θα πρόκειται για αντισημιτισμό (5)», προειδοποίησε πρόσφατα, με διαυγή τρόπο, ο Ισραηλινός ιστορικός Ζέεβ Στέρνχελ.