Το DC9 της εταιρείας Itavia (1) απογειώνεται από την Μπολόνια στις 27 Ιουνίου 1980, στις 20.08, με 113 λεπτά καθυστέρηση. Επιβαίνουν τα τέσσερα μέλη τού πληρώματος και εβδομήντα επτά επιβάτες, μεταξύ των οποίων δεκατρία παιδιά. Μόλις περνάει την οροσειρά των Απεννίνων χρησιμοποιεί τον εναέριο διάδρομο Ambra 13, ο οποίος βρίσκεται πάνω από την Τυρρηνική θάλασσα και καταλήγει στο Παλέρμο, που είναι και ο τελικός προορισμός του. Όμως στις 20.59, στην ηχητική καταγραφή, ακούγεται ο κυβερνήτης να λέει κάτι στον συγκυβερνήτη. Στην πραγματικότητα είναι μισή μονάχα λέξη: «Gua…». Ίσως: «Guarda!» (Κοίταξε!). Κανείς δεν έμαθε ποτέ. Η φωνή διακόπτεται απότομα· το ίχνος τού ραντάρ εξαφανίζεται πάνω από την πόλη Ουστίκα. Το DC9 κόβεται σε τρία κομμάτια και χάνεται στην Τυρρηνική θάλασσα, σε βάθος 3.700 μέτρων.
Αρχίζει τότε μια παρτίδα πόκερ, στην οποία τα χαρτιά είναι σημαδεμένα από τις κυβερνήσεις, τις στρατιωτικές αρχές και τις μυστικές υπηρεσίες τεσσάρων χωρών: της Ιταλίας, της Γαλλίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Λιβύης. Μια εξοντωτική παρτίδα με ανομολόγητο διακύβευμα: την απόκρυψη της αλήθειας για την έκρηξη εν πτήσει ενός επιβατηγού αεροσκάφους και τον θάνατο των ογδόντα ενός επιβαινόντων. Αυτό είναι το μυστικό που αποκαλούν στην Ιταλία το «μακελειό της Ουστίκα».
Το 2013, δύο αποφάσεις τού ιταλικού Ανώτατου Δικαστηρίου απέδωσαν την έκρηξη του αεροσκάφους σε πύραυλο αέρος – αέρος, χωρίς να προσδιορίσουν την εθνικότητα του μαχητικού που τον είχε εκτοξεύσει, αλλά καταδικάζοντας το κράτος που δεν υπερασπίστηκε τον εναέριο χώρο του, να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων με εκατό εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με τους δικαστές, ο πύραυλος κατά πάσα πιθανότητα είχε ως στόχο τον Λίβυο ηγέτη Μουαμάρ Καντάφι και τα «ίχνη» του οδηγούν τώρα σε έναν και μόνο ύποπτο: τη Γαλλία.
Όλα δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση: τα ίχνη, οι ενδείξεις, τα ψέματα και οι μάρτυρες με κύρος. Έτσι, στις 25 Ιουνίου 2007, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Φραντσέσκο Κοσίγκα, έκανε στη δημόσια ραδιοφωνία και στο τηλεοπτικό κανάλι Sky μια συγκλονιστική δήλωση: «Οι Γάλλοι γνώριζαν ότι το αεροπλάνο του Καντάφι θα περνούσε [από τον συγκεκριμένο αεροδιάδρομο]. Διέφυγε τον κίνδυνο, διότι ο διοικητής της Sismi (2), ο στρατηγός [Τζιουζέπε] Σαντοβίτο, τον ενημέρωσε [για τις προθέσεις των Γάλλων], λίγο μετά την απογείωσή του. Αποφάσισε να αλλάξει το δρομολόγιό του. Οι Γάλλοι αντιλήφθηκαν ένα αεροσκάφος που είχε πάρει θέση πίσω από το DC9, με στόχο να αποφύγει τα ραντάρ. Αυτοί ήταν που, από ένα αεροσκάφος του πολεμικού τους ναυτικού εκτόξευσαν έναν πύραυλο όχι επαφής αλλά συντονισμού. Γιατί αν επρόκειτο για πύραυλο επαφής, δε θα είχε μείνει τίποτα από το ιταλικό αεροπλάνο».
Οι δεκάδες αιτημάτων δικαστικής συνδρομής που απηύθυνε η Ιταλία στις λοιπές εμπλεκόμενες χώρες ουδέποτε έλαβαν απάντηση, τροφοδοτώντας νέες αμφιβολίες. Πριν από μερικούς μήνες μονάχα, το Βέλγιο, που εκείνο το βράδυ είχε μαχητικά αεροσκάφη στη βάση της Σολεντσάρα, στην Κορσική, απάντησε στους ανακριτές ότι οι Βρυξέλλες δε θα παρείχαν καμιά πληροφορία σχετικά με το δράμα της Ουστίκα, για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Οι εισαγγελείς της Ρώμης, Μαρία Μοντελεόνε και Ερμίνιο Αρμέλιο, κατόρθωσαν να ταυτοποιήσουν δεκαπέντε στρατιωτικούς, οι οποίοι ήταν σε υπηρεσία εκείνο το βράδυ στη Σολεντσάρα. Οι γαλλικές αρχές, που στην αρχή ισχυρίστηκαν ότι δεν μπορούσαν να τους εντοπίσουν, δέχτηκαν τελικά να κληθούν σε ανάκριση, αλλά ποτέ δεν επέτρεψαν στα μέλη της επιτροπής Πριόρε –από το όνομα του εισαγγελέα Ροζάριο Πριόρε– να τους ανακρίνει.
Έτσι, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, αυτή η διεθνής συνωμοσία, που συγκαλύπτει μια ατιμώρητη πολεμική ενέργεια η οποία έλαβε χώρα σε καιρό ειρήνης, στη διάρκεια μιας περιόδου μεγάλης πολιτικής και στρατιωτικής έντασης στη Μεσόγειο, αντιστέκεται ακόμα στις προσπάθειες διαλεύκανσης. Όμως, όπως και στο «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» της Αγκάθα Κρίστι, πίσω από το χέρι του ύποπτου δράστη, μπορεί κανείς να εντοπίσει άλλους.
Το βράδυ της συντριβής, οι ελεγκτές του αεροδρομίου της Ρώμης Τσιαμπίνο (που την εποχή εκείνη ήταν όλοι στρατιωτικοί) βλέπουν στα ραντάρ τους ίχνη πολλών καταδιωκτικών κινούμενων πάνω από την Ουστίκα. Ίχνη που ξεκινούν από τη θάλασσα και επιστρέφουν σε αυτή, σαν να υπήρχε εκεί ένα αεροπλανοφόρο. Φαντάζονται την ενδεχόμενη παρουσία του 6ου Αμερικανικού Στόλου και επικοινωνούν με την πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών για να ενημερωθούν. Δεν γνωρίζουν ότι στο μεταξύ ο στρατηγός Σαντοβίτο είχε στείλει στον Γάλλο ομόλογό του, τον Αλεξάντρ ντε Μαρένς, διευθυντή της Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών και Αντικατασκοπείας (SDECE), ένα επείγον τέλεξ –το οποίο, όπως και η απάντηση, δεν θα βρεθεί ποτέ– ρωτώντας τον: «Τι κάνατε;». Αυτό ισχυρίζεται ο Φραντσέσκο Πατσιέντσα, δεξί χέρι του Σαντοβίτο, που είχε παρευρεθεί σε μια συνάντηση του τελευταίου με τον Μαρένς και του οποίου η κατάθεση περιλαμβάνεται στα πρακτικά της ανάκρισης. Η διεθνής συνωμοσία παίρνει σάρκα και οστά, τη στιγμή που ο δολοφόνος και οι συνένοχοί του κινητοποιούνται ήδη για την καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Ιουνίου όλα έχουν κριθεί· η παρτίδα πόκερ του ψεύδους ξεκινάει. Η πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών γνωστοποιεί ότι δεν ενδιαφέρεται ευθέως για το ατύχημα, παρά το γεγονός ότι έχει δεχθεί στη διάρκεια της νύχτας ένα τηλεγράφημα του υφυπουργού Εξωτερικών, Γουόρεν Κρίστοφερ, ο οποίος ζητούσε επιβεβαίωση της ύπαρξης Αμερικανών πολιτών μεταξύ των επιβατών του DC9. Η ιταλική πολεμική αεροπορία διατυπώνει την υπόθεση της μηχανικής βλάβης, αλλά ταυτόχρονα συνεχίζει την αναζήτηση στοιχείων από τα ραντάρ για τις πτήσεις πάνω από την Ουστίκα. Και ο συνταγματάρχης Καντάφι δίνει εντολή στην πρεσβεία του στην Ιταλία να δημοσιεύσει μια εκπληκτική νεκρολογία, προς τιμήν των θυμάτων της καταστροφής.
Στη Μεσόγειο, το τέλος του Ιουνίου είναι πολύ ζεστό. Με τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ και την αναγνώριση του Ισραήλ, ο Αιγύπτιος Πρόεδρος Ανουάρ Ελ-Σαντάτ πραγματοποίησε μια ιστορική αλλαγή εξωτερικής πολιτικής και απαγκιστρώθηκε από τη σοβιετική ζώνη επιρροής. Η Μόσχα δεν του το συγχωρεί, ούτε και ο Καντάφι. Ο Λίβυος ηγέτης θεωρείται ο χειρότερος εχθρός της Δύσης. Στον κατάλογο των «αλητών» καταλαμβάνει τη θέση που αργότερα έμελλε να καταλάβουν ο Σαντάμ Χουσεΐν και ο Οσάμα Μπιν Λάντεν: την πρώτη.
Κλίμα έντασης με τον Καντάφη
Το οπλοστάσιο του Καντάφι προκαλεί φόβο. Χάρη στα έσοδα από το πετρέλαιο, αγοράζει από τους σοβιετικούς μαχητικά αεροσκάφη Μιγκ και συστοιχίες πυραύλων Σκούντ. Έχοντας συνείδηση ότι είναι ένα πιόνι σε μια σύγκρουση που τον ξεπερνάει, προσπαθεί να επωφεληθεί ρίχνοντας λάδι στη φωτιά. Εκείνη τη χρονιά, στέλνει τον στρατό του να υποστηρίξει τον Πρόεδρο του Τσαντ, Γκουκούνι Ουεντέι, κατά του αντιπάλου του, Χισένε Χαμπρέ, τον οποίο υποστηρίζει το Παρίσι. Ο Ουεντέι του έχει υποσχεθεί σε αντάλλαγμα τη συγχώνευση της χώρας του με τη Λιβύη. Οι συνεχείς συγκρούσεις με τις γαλλικές ειδικές δυνάμεις μετατρέπονται σύντομα σε έναν ακήρυχτο, αιματηρό ωστόσο, πόλεμο. Σε σημείο που ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν φοβάται όχι μόνο μην τυχόν και χάσει τα κοιτάσματα ουρανίου του Τσάντ, αλλά και μη ρεζιλευτεί λίγους μόνο μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 1981.
Το 2011 στο βιβλίο που συνέγραψε μαζί με τον Τζιοβάνι Φασανέλλα, Διεθνής Συνωμοσία (3) με θέμα τη σιωπή της Γαλλίας για την Ουστίκα και την απόπειρα δολοφονίας του Καντάφι, ο εισαγγελέας Πριόρε, που διεξήγαγε την ανάκριση για το μακελειό επί μια δεκαετία, αποκαλύπτει: «Τόσο ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν όσο και ο [Φρανσουά] Μιτεράν, ήταν κλειστοί σαν στρείδια, επιμένοντας σε μια πολιτική απόλυτης προστασίας των κρατικών μυστικών, ανεξαρτήτως του χρώματος της εμπλεκόμενης κυβέρνησης. Επ’ αυτού μου δόθηκε η ευκαιρία να έχω μερικές πολύτιμες ενδείξεις σε μια μακρά συνομιλία μου (4) με τον Μαρένς. (…) Μου είπε ότι οι έρευνες στη Γαλλία δεν επρόκειτο να έχουν αποτελέσματα, καθ’ όσον, αν οι μυστικές υπηρεσίες είχαν οργανώσει μια επιχείρηση κατά του Καντάφι, δε θα είχαν αφήσει κανένα ίχνος. Θεώρησε καλό όμως να επισημάνει ότι ο Λίβυος ηγέτης έπρεπε να εξουδετερωθεί και ότι αυτό ήταν καθήκον πολλών κυβερνήσεων».
Κι ο ρόλος της Ιταλίας σε όλα αυτά; Είναι η γυναίκα που άγεται και φέρεται μεταξύ του Αμερικανού συζύγου της και του Λίβυου εραστή της. Εξαρτώμενη από την Τρίπολη σε ποσοστό 40% των ενεργειακών αναγκών της, με παραγγελίες που μετριούνται σε δισεκατομμύρια και με είκοσι πέντε χιλιάδες εργαζόμενους στα εργοτάξια που προορίζονταν να δοξάσουν την Τζαμαχιρίγια (το καθεστώς του Καντάφι), η κυβέρνηση δεν μπορεί να επιτρέψει την πολυτέλεια να εκνευρίσει τον συνταγματάρχη. Υποκύπτει, λοιπόν, στους εκβιασμούς του. Η Sismi τού σώζει τη ζωή σε δύο περιπτώσεις: κατά τη στρατιωτική εξέγερση στο Τομπρούκ, τον Αύγουστο του 1980, και προειδοποιώντας τον για τον επικείμενο βομβαρδισμό της Τρίπολης και της Βεγγάζης που είχε διατάξει ο Πρόεδρος Ρέιγκαν, το 1986.
Εν είδει ευχαριστηρίων, ο Καντάφι, μέσω του πρεσβευτή του, απειλεί τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών: απαιτεί πληροφορίες για τους αντικαθεστωτικούς που έχουν καταφύγει στη Ρώμη ή στο Μιλάνο, απειλώντας να διακόψει την προμήθεια του πετρελαίου. Η Sismi τού τις παρέχει. Ο συνταγματάρχης έχει ήδη αποκτήσει το 13% του μετοχικού κεφαλαίου της Fiat· αγοράζει χιλιάδες εκτάρια γης, εργοστάσια, κτήρια. Πλέον φροντίζει να στείλει φονιάδες για να εξοντώσουν τους εξόριστους αντιπάλους του…
Αλλά όλα αυτά δεν είναι αρκετά. Ο συνταγματάρχης απαιτεί να επιστρέψουν τα Μιγκ του, μετά από μια επισκευή τους στην Μπάνια Λούκα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, χρησιμοποιώντας τους αεροδιαδρόμους της Τυρρηνικής θάλασσας αντί αυτών της Αδριατικής. Θέλει να ελέγξει την αεράμυνα των γαλλικών βάσεων στην Κορσική και να δείξει στον 6ο Στόλο ότι μπορεί να πετάξει πάνω από τα σκάφη του που είναι σταθμευμένα στον κόλπο της Νάπολης και στην αεροπορική βάση της Σιγκονέλα στη Σικελία. Για να γίνει αυτό, πρέπει να υποχρεώσει την ιταλική αεράμυνα να κλείσει τα μάτια. Για άλλη μια φορά τα καταφέρνει. Οι ελεγκτές δέχονται προφορική εντολή να σβήσουν τα ίχνη του περάσματος των «εχθρικών» λιβυκών μαχητικών, ώστε να μην ενεργοποιηθεί το ολοκληρωμένο σύστημα άμυνας του ΝΑΤΟ. Πρόκειται για μια απαράδεκτη εξαπάτηση, μια ασυγχώρητη παραίτηση στο όνομα της αρχής της εθνικής κυριαρχίας. Αλλά, πάνω απ’ όλα, είναι μια προσβολή για δύο συμμάχους της Ιταλίας: τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το απίθανο επίσημο σενάριο
Τον Μάρτιο του 1994, μια ύποπτη πυρκαγιά στα αρχεία της Sismi στη Βερόνα, που είχε την ευθύνη για θέματα πληροφοριών στη διοίκηση της 5ης Τακτικής Αεροπορικής Δύναμης (ATAF) του ΝΑΤΟ, με έδρα τη Βιτσέντζα, κατέστρεψε περισσότερους από δύο χιλιάδες φακέλους, της περιόδου 1975 – 1989. Μεταξύ των εγγράφων που γλύτωσαν από την καταστροφή, ο εισαγγελέας Πριόρε θα βρει εκθέσεις χαρακτηρισμένες «άκρως απόρρητες» και «μυστικές», οι οποίες θα προστεθούν στα πεπραγμένα της ανακριτικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το μακελειό της Ουστίκα. Όσες είναι προγενέστερες της 27ης Ιουνίου 1980 δείχνουν την οργίλη αντίδραση της Γαλλίας για την παραβίαση της συμφωνίας μεταξύ συμμάχων: το επόμενο Μιγκ που θα πετάξει πάνω από την Τυρρηνική θάλασσα θα καταρριφθεί, προειδοποιούν σε απειλητικό τόνο οι γαλλικές υπηρεσίες. Άλλα έγγραφα, μεταγενέστερα της καταστροφής, χαρακτηρίζουν το χτύπημα του DC9 από τους Γάλλους ως λάθος, αλλά το αξιολογούν ως σύμφωνο με το σενάριο που είχε ανακοινωθεί και προβλέπουν ότι και άλλα λιβυκά αεροσκάφη θα καταρρίπτονταν.
Ας γυρίσουμε πίσω. Στις 18 Ιουλίου 1980, το ιταλικό υπουργείο Άμυνας ανακοινώνει ότι ένα λιβυκό Μιγκ έχει συντριβεί στα βουνά της Σίλα, στην Καλαβρία. Δύο γιατροί από το Κροτόνε καλούνται για τη νεκροψία του πιλότου. Ο νεκρός φοράει στολή και μπότες της ιταλικής Πολεμικής Αεροπορίας· θα μπορούσε να είναι ένας από τους Λίβυους πιλότους που είχαν εκπαιδευτεί στην ιταλική αεροπορική βάση της Γκαλατίνα, στην Πούλια. Η εξέταση γίνεται στο νεκροτομείο του Καστελσιλάνο, παρουσία ένστολων ανώτατων αξιωματικών και πρακτόρων των μυστικών υπηρεσιών που τραβούν φωτογραφίες. Η κατάσταση του πτώματος δεν επιτρέπει καμιά αμφιβολία: ο άνδρας δεν πέθανε στις 18 Ιουλίου, αλλά τουλάχιστον τρεις εβδομάδες νωρίτερα. Σχεδόν με βεβαιότητα, το βράδυ της 27ης Ιουνίου, μέρας του μακελειού της Ουστίκα.
Η επιτροπή έρευνας, επικεφαλής της οποίας είναι ένας αξιωματικός που έμελλε να γίνει αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, μετά από την απογείωση του αεροσκάφους από τη Βεγγάζη, ο πιλότος έπαθε έμφραγμα. Το Μιγκ είχε πετάξει στη συνέχεια με τον αυτόματο πιλότο μέχρι την Καλαβρία, όπου κατέπεσε όταν εξαντλήθηκαν τα καύσιμα.
Ένα απίθανο σενάριο, δεδομένου ότι, στις 18 Ιουλίου, δεκάδες πλοίων και αεροσκαφών του ΝΑΤΟ είχαν αναπτυχθεί στο Ιόνιο πέλαγος για μια αμυντική άσκηση (με την επωνυμία «Demon Jam») εναντίον εχθρικών διεισδύσεων, δηλαδή λιβυκών. Στο μεταξύ, η ιατροδικαστική έκθεση που έκανε λόγο για θάνατο του πιλότου σε προηγούμενη ημερομηνία εξαφανίστηκε, καθώς και τα δείγματα που λήφθηκαν από το πτώμα «σε στάδιο προχωρημένης αποσύνθεσης» (ένα δάχτυλο για τα αποτυπώματα, το πέος για να επιβεβαιωθεί η περιτομή) τα οποία μεταφέρθηκαν στη Ρώμη και δεν έμελλε να βρεθούν ποτέ.
Και δεν είναι μόνο αυτά. Η άτρακτος του Μιγκ είναι διάτρητη από βλήματα αντιαεροπορικών πυροβόλων. Τα παρατηρεί ένας υπαξιωματικός, όμως οι ανώτεροι αξιωματικοί δεν δίνουν σημασία. Όταν το μαθαίνει ο Πριόρε, η Αεροπορία προβάλλει τη δικαιολογία ότι επρόκειτο για ίχνη βολών εκ των υστέρων, για να διαπιστωθεί η ανθεκτικότητα της ατράκτου του Μιγκ. Κι όλα αυτά, όταν πολλοί μάρτυρες, σε διάφορα σημεία της Καλαβρίας, δηλώνουν ότι είδαν, στις 27 Ιουνίου, ένα μαχητικό καταδιωκόμενο από άλλα αεροπλάνα που του έριχναν με πολυβόλα, σαν να είχαν εξαντλήσει το απόθεμά τους σε πυραύλους αέρος – αέρος. Όταν μάλιστα, ο επικεφαλής του γραφείου της CIA στην Ιταλία, Ντουέιν Κλάριτζ, διαβεβαιώνει ότι επιθεώρησε το Μιγκ τέσσερις μέρες πριν από την επίσημη ανακάλυψή του -γεγονός που αναφέρεται σε ένα σημείωμα με ημερομηνία 14 Ιουλίου 1980, το οποίο βρέθηκε στην ατζέντα του στρατηγού που διοικούσε τη μυστική υπηρεσία της Αεροπορίας– για να το διαψεύσει κατόπιν στη διάρκεια της δίκης.
Η πλέον πιθανή υπόθεση είναι ότι το Μιγκ είχε συμμετάσχει στην αερομαχία, μόνο του ή μαζί με κάποιο άλλο αεροσκάφος, και ότι είχε προσπαθήσει να καταφύγει στο αεροδρόμιο του Κροτόνε. Σύμφωνα με τη δικαστική έρευνα, ο λοχαγός των καραμπινιέρων στο αεροδρόμιο, Βιντσέντσο Ιντζόλια, είχε, τη νύχτα της καταστροφής, ετοιμάσει ένα κατεπείγον φορτίο τροφοδοσίας καυσίμων, που εικάζεται ότι προοριζόταν για το λιβυκό Μιγκ που προσπαθούσε να διαφύγει.
Ας επιστρέψουμε ακόμα πιο πίσω εξιστορώντας μια αδύνατη δικαστική έρευνα. Τα αρχεία των ραντάρ, οι μεταγραφές, οι εντολές της υπηρεσίας με τα ονόματα των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας που ήταν μπροστά στις οθόνες το βράδυ της 27ης Ιουνίου: όλα εξαφανίστηκαν και τα ντοκουμέντα και οι μαρτυρίες που επιτρέπουν την αναπαράσταση όσων συνέβησαν στον ουρανό της Ουστίκα είναι ελάχιστα. Όμως, ήδη από τον Νοέμβριο του 1980 η εγγραφή του ραντάρ του αεροδρομίου Τσιαμπίνο της Ρώμης προσφέρει μια εκπληκτική αποκάλυψη. Ο Τζον Μέισινταλ, ερευνητής της Federal Aviation Administration (FAA), της αμερικανικής Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, εξηγεί στους Ιταλούς δικαστές ότι τα δύο ίχνη που εντοπίζονται κοντά στο DC9 λίγο πριν από τη συντριβή του, ανήκουν σε στρατιωτικό αεροπλάνο. Ο Μέισινταλ ξέρει για τι πράγμα μιλάει: είναι βετεράνος πιλότος μαχητικού αεροσκάφους και πρόκειται να επιφορτισθεί με την έρευνα για την έκρηξη του διαστημοπλοίου Τσάλεντζερ, το 1986. Τον επιβεβαιώνει ο Τζον Τράνσιου, σύμβουλος για θέματα πολέμου στο Πεντάγωνο. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του τελευταίου στην εκπομπή «Panorama» του BBC, το 1982, το DC9 καταστράφηκε από έναν πύραυλο αέρος–αέρος, τον οποίο είχε εκτοξεύσει ένα μαχητικό αεροπλάνο, που το είχε βάλει στο στόχαστρο.
Η δικαστική έρευνα αλλάζει τότε κατεύθυνση. Γίνεται λόγος για το ενδεχόμενο το DC9 να καταρρίφθηκε κατά λάθος. Είναι μια άβολη αλήθεια που δύσκολα εξηγείται. Ποιας χώρας ήταν το μαχητικό αεροσκάφος που εκτόξευσε τον πύραυλο; Και γιατί; Οι Ηνωμένες Πολιτείες, βασικός ύποπτος, διαβεβαιώνουν πως δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Αλλά όταν εξηγούν τις κινήσεις του αεροπλανοφόρου Σαρατόγκα, διολισθαίνουν σε μια σειρά αντιφάσεων. Σύμφωνα με το Πεντάγωνο, το αεροπλανοφόρο ήταν στη ράδα στη Νάπολι, με τα ραντάρ του σβηστά, για να μην προκαλεί παράσιτα στις συχνότητες της ιταλικής τηλεόρασης. Ένα αεροπλανοφόρο με σβηστά ραντάρ εκείνη ακριβώς τη μέρα; Έπειτα μαθαίνουμε ότι οι εγγραφές των εφεδρικών ραντάρ δόθηκαν σε έναν ναύαρχο του 6ου Στόλου που εμφανίστηκε στη γέφυρα το πρωί της 28ης Ιουνίου και έκτοτε εξαφανίστηκαν. Το ίδιο συνέβη και στο πρωτότυπο του ημερολογίου της γέφυρας. Καταστράφηκε και ξαναγράφτηκε, χωρίς καμιά ιδιαίτερη σημείωση. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι όσα συνέβαιναν στον ουρανό της Ουστίκα δεν έγιναν αντιληπτά από τον 6ο Στόλο, που βρίσκονταν πρακτικά ακριβώς από κάτω. Εγείρονται εύλογες υπόνοιες, λοιπόν, για έμμεση εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών, τουλάχιστον για την επιθυμία τους να καλύψουν τη Γαλλία.
Η τελευταία, ύποπτος υπ’ αριθμόν δύο, απαντάει ξερά ότι δεν είχε ναυτικές δυνάμεις στην περιοχή της καταστροφής (σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας, το αεροπλανοφόρο Κλεμανσό βρισκόταν στα ανοιχτά της Τουλόν και το Φος στο λιμάνι), ούτε και αεροπλάνα στον ουρανό της Ουστίκα. Τα μαχητικά αεροσκάφη της βάσης της Σολεντζάρα φέρονται να είχαν ολοκληρώσει τις πτήσεις τους στις πέντε το απόγευμα.
Όμως η μεταγραφή των στοιχείων του ραντάρ του Πότζιο Μπαλόνε, που βρίσκεται στην ακτή της Τοσκάνης, κοντά στο Γκροσέτο, και το οποίο είχε διαφύγει της επιχείρησης μεθοδικής καταστροφής αποδεικτικών στοιχείων, λέει το αντίθετο. Και δείχνει ίχνη μαχητικών αεροσκαφών που απογειώνονται από τη Σολεντσάρα αρκετή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Δύο από αυτά, μάλιστα, κατευθύνονται προς το νότιο τμήμα της Τυρρηνικής θάλασσας, λίγο πριν από το μακελειό. Γιατί αυτό το ψέμα; Την απάντηση θα μπορούσαν να δώσουν οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας του Πότζιο Μπαλόνε. Όταν, όμως, οι δικαστές θέλουν να τους ανακρίνουν είναι πολύ αργά. Ο αξιωματικός υπηρεσίας της βάσης στις 27 Ιουνίου. πέθανε από έμφραγμα στις 9 Μαΐου 1981, σε ηλικία 38 ετών. Ο υπαξιωματικός που ήταν μπροστά στην οθόνη αυτοκτόνησε στις 30 Μαρτίου 1987. Κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Την επαύριο του μακελειού είχε πει στη γυναίκα του και στην αδελφή του ότι την προηγούμενη μέρα το βράδυ η Ιταλία είχε «αποφύγει τον πόλεμο παρά τρίχα».
Αυτοκτονίες, ασθένειες, ατυχήματα: ο αριθμός των ύποπτων θανάτων που ακολούθησαν το μακελειό φθάνει τους είκοσι. Οι πιο παράξενοι συνδέονται με το ραντάρ του Πότζιο Μπαλόνε και με τη βάση της περιοχής του Γκροσέτο. Οι δικαστές ανακαλύπτουν ότι αυτός που είχε βάρδια στο ραντάρ και κρεμάστηκε, είχε επιστρέψει πολύ αναστατωμένος από μια εκπαίδευση για στρατιωτικούς τεχνικούς ραντάρ στη Γαλλία: ήταν πεπεισμένος ότι αποτελούσε στόχο των μυστικών υπηρεσιών του Μαρένς, που τον θεωρούσε ως έναν από τους γνώστες της αλήθειας σχετικά με το δράμα της Ουστίκα.
Ανακαλύπτουν επίσης ότι, τη νύχτα της 27ης Ιουνίου το DC9 είχε γίνει αντιληπτό από ένα μαχητικό F-104TF της βάσης του Γκροσέτο, με το οποίο πετούσαν δύο έμπειροι πιλότοι: ο Ίβο Νουταρέλι και ο Μάριο Ναλντίνι. Σύμφωνα με μια σειρά επίσημων αναφορών του ΝΑΤΟ, που αποκωδικοποιούν τις εγγραφές των ραντάρ –η πρώτη από τις οποίες δόθηκε στον εισαγγελέα Πριόρε στις 2 Οκτωβρίου 1997, από τον νομικό σύμβουλο του οργανισμού, Μπάλντουιν Ντε Βιντς- οι δυο Ιταλοί πιλότοι, μόλις διασταυρώθηκαν με τα άλλα αεροπλάνα, επέστρεψαν δίνοντας σήμα κόκκινου συναγερμού όπως προβλέπει το εγχειρίδιο του ΝΑΤΟ: τριγωνική πτήση προς τη βάση και τρεις φορές πίεση στο κουμπί του ασυρμάτου χωρίς να μιλήσουν (διαδικασία που αποκαλείται «squawk»). Ούτε κι αυτοί έγινε κατορθωτό να ανακριθούν. Ο Νουταρέλι και ο Ναντίνι σκοτώθηκαν το 1988 στο Ραμστάιν της Γερμανίας, σε μια σύγκρουση που συνέβη κατά την επίδειξη του ιταλικού ακροβατικού σμήνους Τρίχρωμα Βέλη.
Η έρευνα παρεμποδίζεται, οι αποδείξεις καταστρέφονται
Η άτρακτος του DC9 θα μπορούσε να είχε προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες· αλλά το υπουργείο Δικαιοσύνης απαντά στον ανακριτή που θέλει την ανέλκυσή της, ότι τα έξι δισεκατομμύρια λιρέτες που απαιτούνται είναι υπερβολικό ποσό. Την κατάσταση ξεμπλοκάρει ο πρωθυπουργός Μπετίνο Κράξι, το 1986, μετά από μια αντιπαράθεσή του με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Φραντσέσκο Κοσίγκα. Στην επιστολή του αρχηγού του Κράτους, ο οποίος, μετά από μια συνάντηση με την ένωση των οικογενειών των θυμάτων, πρόεδρος της οποίας ήταν η Ντάρια Μπονφιέτι, ζητάει να ριχτεί φως στα αίτια της συντριβής του αεροσκάφους, ο Κράξι απαντάει ότι, αν κάποιος γνωρίζει την αλήθεια, δεν μπορεί να είναι άλλος από τον ίδιο τον Κοσίγκα, δεδομένου ότι ήταν πρωθυπουργός της χώρας την εποχή του συμβάντος. Βρίσκει όμως στο τέλος χρήματα για την ανέλκυση της ατράκτου. Αναθέτουν την επιχείρηση σε μια γαλλική εταιρεία, την Ifremer, η οποία ξαναφέρνει στην επιφάνεια ένα μόνο τμήμα του αεροπλάνου. Μια απόφαση η οποία επικρίθηκε από τον νέο αρχηγό της Sismi, τον ναύαρχο Φούλβιο Μαρτίνι, ο οποίος επισημαίνει στο υπουργείο Άμυνας «τους δεσμούς της Ifremer με τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες». Σχέσεις οι οποίες αμφισβητούνται με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, στις 17 Ιουνίου 1987, ενώπιον της κοινοβουλευτικής επιτροπής που διερευνά το μακελειό, από τον πρόεδρο της εταιρείας, Πιερ Παπόν, ο οποίος παραδόξως επισημαίνει ότι «όποιος αμφισβητεί την εντιμότητα της Ifremer, αμφισβητεί και την εντιμότητα της γαλλικής κυβέρνησης».
Θα χρειαστούν άλλα δέκα χρόνια και μια δεύτερη επιχείρηση για να ανελκυστούν τα υπολείμματα της ατράκτου και να επανατοποθετηθούν στη θέση τους, μέσα σε ένα υπόστεγο. Όμως η προσπάθεια αποδεικνύεται ανώφελη. Κάποιοι από τους ειδικούς προκρίνουν την εκδοχή του πυραύλου, άλλοι αυτή μιας βόμβας που είχε τοποθετηθεί στις τουαλέτες του αεροσκάφους. Ο εισαγγελέας Πριόρε απορρίπτει δύο από αυτούς, όταν μαθαίνει ότι είχαν συναντηθεί με υψηλόβαθμα στελέχη της Πολεμικής Αεροπορίας. Όσον αφορά δε την υπόθεση της βόμβας, την οποία υποστηρίζουν οι στρατηγοί, δεν έχει λογική. Κανένα ίχνος εκρηκτικού δεν βρέθηκε σε ό,τι είχε απομείνει από τις τουαλέτες, όπου ο νιπτήρας και οι λεκάνες είχαν μείνει ανέπαφα. Ποια βόμβα μπορεί να πλήξει τη δομή ενός αεροσκάφους χωρίς να καταστρέψει τα τμήματα που βρίσκονται μερικά εκατοστά μόνο από το σημείο της έκρηξης; Επιπροσθέτως, το DC9 είχε αναχωρήσει με σχεδόν δύο ώρες καθυστέρηση, οπότε μια βόμβα με χρονοκαθυστέρηση θα είχε εκραγεί ενώ ακόμα το αεροπλάνο ήταν στην Μπολόνια. Αποτέλεσμα; Οι στρατηγοί περνούν από δίκη για καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων.
Φθάνουμε έτσι στο 2007. Στις 10 Ιανουαρίου, οι κατηγορούμενοι, που είχαν καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό, απαλλάσσονται των κατηγοριών από το ανώτατο δικαστήριο. Στην αίθουσα η απόφαση γίνεται δεκτή με καταιγισμό χειροκροτημάτων. Αλλά η ανακούφιση των στρατηγών δεν έμελλε να διαρκέσει. Λίγες ημέρες μετά, ο Κοσίγκα, που θεωρούνταν από τους στρατιωτικούς ένας σημαντικός σύμμαχος στη συγκάλυψη του μακελειού, δηλώνει ότι ήρθε η ώρα να ειπωθεί η αλήθεια και κατηγορεί τη Γαλλία. Σύμφωνα με όσα λέει, το DC9 επλήγη από ένα μαχητικό του αεροπλανοφόρου Κλεμανσό, ο πιλότος του οποίου, όταν ανακάλυψε το λάθος του αυτοκτόνησε.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο τέως αρχηγός του ιταλικού Κράτους κάνει συνταρακτικές δηλώσεις. Το 1990, στο Εδιμβούργο, μπροστά σε καμιά σαρανταριά δημοσιογράφους κι άλλα τόσα ποτήρια του ουίσκι κερασμένα για να γιορτάσουν την επίσημη επίσκεψή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχε περηφανευτεί ότι είχε υπάρξει ένας από τους «προστάτες» της Γκλάντιο. Επρόκειτο για τον ιταλικό κλάδο της μυστικής παραστρατιωτικής δομής, με την επωνυμία Stay Behind, που είχε δημιουργήσει το ΝΑΤΟ μετά από τον πόλεμο, για να αντιμετωπίσει την άνοδο του κομμουνισμού και μια ενδεχόμενη επίθεση του Συμφώνου της Βαρσοβίας εναντίον των χωρών της Δυτικής Ευρώπης (5). Αλλά, σχετικά με το μακελειό της Ουστίκα, τι είχε κάνει όταν ήταν Πρωθυπουργός;
Τριάντα τέσσερα χρόνια σιωπής
Ο αρχιπλοίαρχος Ζακ Λαφορσάντ, τότε κυβερνήτης του Κλεμανσό, θα μπορούσε να είχε τοποθετηθεί ως προς την αλήθεια των αποκαλύψεων του Κοσίγκα. Όμως οι γαλλικές αρχές προτίμησαν τη σιωπή και τα ψέματα, από τη διαφάνεια. Απόδειξη είναι η διαβεβαίωσή τους ότι η βάση της Σολεντσάρα είχε κλείσει στις πέντε το απόγευμα. Τα ραντάρ δεν ήταν τα μόνα που αποκάλυψαν ότι τα μαχητικά συνέχισαν να πετούν επτά ώρες μετά από την ώρα του υποτιθέμενου κλεισίματος της βάσης. Υπάρχουν επίσης και μαρτυρίες, ιδίως αυτή του στρατηγού των καραμπινιέρων, Αντόνιο Μπότζο, ο οποίος ήταν συμπτωματικά σε διακοπές σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο, με τη γυναίκα του, τον αδελφό του και τη νύφη του, και του οποίου ο ύπνος εκείνη τη νύχτα της 27ης Ιουνίου 1980 ταράζονταν αδιάκοπα από μαχητικά αεροσκάφη που απογειώνονταν και προσγειώνονταν χωρίς σταματημό. Αεροπλάνα που επισημάνθηκαν και σε μια έκθεση του ΝΑΤΟ του 1997 (6), που μπορεί να μην τα ταυτοποιεί, με το πρόσχημα ότι η Γαλλία δεν ήταν μέλος του στρατιωτικού σκέλους του ΝΑΤΟ, αλλά τους αποδίδει ίχνη τα οποία αντιστοιχούν σε αυτά του ραντάρ του Πότζιο Μπαλόνε.
Η έκθεση του ΝΑΤΟ είναι αποφασιστικής σημασίας για να καταλάβουμε τη λογική του μακελειού. Επιβεβαιώνει την παρουσία ενός άγνωστου αεροπλανοφόρου (γαλλικού ή αμερικανικού: δεν υπάρχουν άλλα στην περιοχή) και έντεκα πολεμικών αεροσκαφών, μεταξύ των οποίων ένα αμερικανικό ιπτάμενο ραντάρ Awacs, που πετούσε ακριβώς πάνω από τη νήσο Έλβα και το οποίο προφανώς τα είδε όλα. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για άδειο ουρανό! Το συμπέρασμα των Ιταλών δικαστών είναι ότι στις 27 Ιουνίου 1980, ένα λιβυκό Μιγκ –ή δύο σύμφωνα με τον Καντάφι που θεωρούσε εαυτόν το ογδοηκοστό δεύτερο θύμα της τρομοκρατικής επίθεσης– προερχόμενο από την «πρώην» Γιουγκοσλαβία, «προσδέθηκε» στο DC9 για να κρυφτεί από τα ραντάρ, πιθανότατα για να εξασφαλίσει την ασφάλεια του Λίβυου ηγέτη, ο οποίος θα πετούσε στην περιοχή με το δικό του αεροπλάνο. Αλλά το F104 βλέπει τον εισβολέα και δίνει σήμα συναγερμού. Έπειτα όλα αρχίζουν με την επίθεση των γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών, που απογειώνονται από το Κλεμανσό ή τη Σολεντσάρα.
Οι εμπλεκόμενες χώρες καταφεύγουν στη σιωπή για να κρύψουν τη δική τους ευθύνη: η Ιταλία, επειδή επέτρεψε την παραβίαση του εναέριου χώρου της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες , λόγω της θέσης τους ως μάρτυρες που είχαν συμφέρον και ενδεχομένως ήταν συνένοχες. Η Λιβύη που ενήργησε ως προβοκάτορας. Και η Γαλλία, που έχει στη συνείδησή της το θάνατο ογδόντα ενός ατόμων, που ταξίδευαν με ένα αεροπλάνο της γραμμής.
Ξεκινώντας τη στρατιωτική επέμβαση που οδήγησε στον θάνατο του Καντάφι, ο Νικολά Σαρκοζί κατόρθωσε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της Γαλλίας με τον Λίβυο ηγέτη. Αλλά πόσος χρόνος θα χρειαστεί ακόμα για να μπορέσει να τοποθετηθεί μια σημαία πάνω στον πύραυλο που ήταν η αιτία του μακελειού της Ουστίκα;