Η πρόσφατη άνοδος στην εξουσία της σουνιτικής τζιχαντιστικής δύναμης στα βορειοδυτικά του Ιράκ είναι θεαματική, με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Η όλη κατάσταση θύμισε κακή επιθεώρηση: στη χώρα υπήρχε ένας τρομοκράτης που κρυβόταν στην ντουλάπα. Με αιφνιδιαστική είσοδο στη σκηνή, ο σιίτης πρωθυπουργός Νουρί Αλ-Μαλίκι παρίστανε τον έκπληκτο, κραύγαζε απελπισμένα «βοήθεια, μας σκοτώνουν!» και ζητούσε τη συνδρομή των φίλων του για να διώξουν τον παρείσακτο από το σπίτι. Ωστόσο, τζιχαντιστής ο ίδιος, εκείνος ήταν που του είχε ανοίξει την πόρτα και τον είχε περιθάλψει. Οι φίλοι του, κατά κύριο λόγο Ιρανοί, το γνώριζαν, τους συνέφερε όμως να παίξουν το παιχνίδι. Διότι ο τρομοκράτης ήταν η δικαιολογία που επινοήθηκε προκειμένου να συσκοτιστούν τα σφάλματα του ίδιου, που ώς το (αναγκαστικό) τέλος παρέμεινε ο άνθρωπός τους.
Τον Ιούνιο του 2014 λοιπόν, οι σουνίτες τζιχαντιστές, που ενεργούν υπό την ονομασία Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε (ΙΚΙΛ ή ISIS, γνωστό επίσης και ως Νταάς, η αραβική εκδοχή του αρκτικόλεξου) κατέλαβαν σχεδόν αμαχητί τη Μοσούλη, δεύτερη ή τρίτη (ανάλογα με τις στατιστικές που χρησιμοποιεί κάποιος) σε μέγεθος πόλη της χώρας. Σύντομα πέφτουν στα χέρια τους και άλλες περιοχές της συγκεκριμένης ζώνης όπου πλειοψηφούν οι σουνίτες Άραβες, καθώς οι μηχανισμοί ασφαλείας αποσυντίθενται. Το κράτος του Ιράκ εγκαταλείπει τον στρατιωτικό εξοπλισμό του, ανάμεσά του και οχήματα με τα οποία το είχαν εφοδιάσει οι Ηνωμένες Πολιτείες, αφήνει πίσω του τους πολυάριθμους φυλακισμένους –που κατά κανόνα κρατούνταν αυθαίρετα– και παραδίδει στον αντίπαλο εκλεκτά λάφυρα: το πιο εντυπωσιακό ανάμεσά τους ήταν το σχεδόν μισό δισεκατομμύριο δολάρια, αποθηκευμένα σε ένα υποκατάστημα της κεντρικής τράπεζας. Στο κίνημα εντάσσονται και λιγότερο ριζοσπαστικές ένοπλες ομάδες, διεκδικώντας ένα πιθανότατα υπερβολικό μερίδιο από τις νίκες. Ανάμεσα στους κατοίκους που δεν τρέπονται σε φυγή, αρκετοί πανηγυρίζουν για εκείνο που αποκαλούν «απελευθέρωση», «εξέγερση» ή ακόμη και «επανάσταση».
Οι Κούρδοι άδραξαν την ευκαιρία για να καταλάβουν μία άλλη μεγάλη πόλη, το Κιρκούκ, μια ζώνη γεμάτη πολύτιμα πετρελαϊκά αποθέματα, αλλά και με πολλά ζητήματα ταυτότητας σε εκκρεμότητα, τον έλεγχο της οποίας διεκδικούσαν εδώ και πολλά χρόνια από την κυβέρνηση της Βαγδάτης, για να μην μιλήσουμε για άλλες τοπικές μειονότητες. Ωστόσο, αυτή η δεύτερη εστία πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, καθώς η προσοχή είχε στραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά στην προέλαση των τζιχαντιστών. Αν πιστέψουμε τον Αλ-Μαλίκι, τους σιίτες συμμάχους και ανταγωνιστές του, την αμερικανική κυβέρνηση και ένα μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης, η επίθεσή τους έμοιαζε ασυγκράτητη: όλοι τους δήλωσαν ότι φοβούνταν μήπως καταλάμβαναν τα σιιτικά μαυσωλεία της Σαμάρας και τα κατέστρεφαν, πυροδοτώντας έναν νέο πόλεμο μεταξύ μουσουλμανικών δογμάτων, ή ότι θα καταλάμβαναν την πρωτεύουσα και θα ίδρυαν ένα αχανές εμιράτο, που θα κάλυπτε μεγάλα τμήματα του Ιράκ και της Συρίας.
Αντιδρώντας, ο Ιρακινός πρωθυπουργός έκανε έκκληση στο στρατόπεδό του για γενική επιστράτευση. Σε αυτήν ανταποκρίθηκαν διάφορες σιιτικές πολιτοφυλακές, καθώς και αρκετοί εξέχοντες εκπρόσωποι του δόγματος. Το Ιράν απέστειλε ενισχύσεις, επιφορτισμένες να οργανώσουν παραστρατιωτικά αποσπάσματα και, πιθανότατα, να πολεμήσουν στο πλευρό τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έδωσαν εντολή σε δύο αεροπλανοφόρα να πλεύσουν κοντά σε αυτό το θέατρο επιχειρήσεων, από το οποίο ωστόσο ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, από το 2011, προσπαθούσε να απεμπλακεί οριστικά.
Στο μεταξύ, παραμένουν αναπάντητα ακόμη και τα πιο στοιχειώδη ερωτήματα που προκύπτουν από αυτό το φιάσκο. Πώς ένας πληθωρικός μηχανισμός ασφαλείας, από τους αναλογικά πιο πολυπληθείς στον κόσμο, με ένα εκατομμύριο ενόπλους (σε έναν πληθυσμό περίπου είκοσι πέντε εκατομμυρίων), κατέρρευσε με αυτό τον τρόπο μόλις βρέθηκε απέναντι στους τζιχαντιστές; Πώς να εξηγηθεί η σχετική δημοτικότητα των τελευταίων, δεδομένων των τρομακτικών αναμνήσεων που άφησαν πίσω τους οι τύπου Αλ Κάιντα προκάτοχοί τους, όταν, το 2007, κατείχαν τη Μοσούλη και σφαγίαζαν σχεδόν οποιονδήποτε στους δρόμους της; Γιατί οι τοπικοί σουνίτες παράγοντες, όπως η οικογένεια Νουτζαϊφί, που πρόσκειται στον Αλ-Μαλίκι, αποδείχθηκαν ανίκανοι να συγκεντρώσουν έστω και κάποιες στοιχειώδεις δυνάμεις προκειμένου να τους αντιμετωπίσουν; Τελευταίο και σημαντικότερο: πώς θα ενεργούσε ο απερχόμενος πρωθυπουργός ο οποίος, ενισχυμένος από τα αποτελέσματα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών, σκόπευε να επιδιώξει και τρίτη θητεία;
Εκείνος που αρχικά δεν ήταν παρά μια δευτερεύουσα προσωπικότητα του μικρού σιιτικού ισλαμιστικού κόμματος Αλ-Νταάβα, ανήλθε στην πρωθυπουργία το 2006 ως προϊόν συμβιβασμού, ακριβώς επειδή έδειχνε να μην απειλεί κανέναν. Εκείνη την περίοδο, μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ ένοπλων σουνιτικών ομάδων και σιιτικών πολιτοφυλακών. Και οι δύο πλευρές προέρχονταν από το ίδιο κίνημα αντίστασης στην αμερικανική κατοχή, διχάστηκαν όμως λόγω της εντεινόμενης δυσαρέσκειας που προκάλεσαν οι διώξεις μεταξύ τους. Ο πρωθυπουργός υποστήριξε τη δράση των δεύτερων, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως βοηθητικές δυνάμεις στις συγκρούσεις με τις πρώτες.
Η εικόνα και η στρατηγική του Αλ-Μαλίκι διαφοροποιήθηκαν ριζικά το 2008, όταν οι ΗΠΑ τού πρόσφεραν τα μέσα ώστε να ξεφύγει από την αμιγώς βασισμένη στο θρησκευτικό δόγμα λογική του. Σχημάτισε έτσι σουνιτικές πολιτοφυλακές, που χρησιμοποιήθηκαν από την κυβέρνηση για να πολεμήσουν την Αλ-Κάιντα και να επανακτήσουν τον έλεγχο κάποιων σιιτικών πολιτοφυλακών, οι οποίες όλο και περισσότερο έβγαιναν εκτός ελέγχου. Στην πράξη, ο ρόλος του ίδιου του Αλ-Μαλίκι ήταν ασήμαντος. Αυτό όμως δεν μείωσε την αίγλη του ως πολιτικού ανδρός που υπερέβη τις λογικές του εμφυλίου πολέμου προκειμένου να επαναφέρει τη χώρα στη σταθερότητα.
Στη συνέχεια, εξακολούθησε να προωθεί τον ρόλο του ως σωτήρας, αναπτύσσοντας έναν τύπο προσωπολατρίας που δανειζόταν πολλά από τους τρόπους απεικόνισης του Σαντάμ Χουσεΐν. Η προσέγγιση αυτή δεν έδειχνε να ανησυχεί τους σιίτες υποστηρικτές του. Στο όνομα της οδύνης που επέφερε το προηγούμενο καθεστώς, ή μιας υποτιθέμενης «μη κυβερνησιμότητας» του ιρακινού λαού, που είναι «επιρρεπής» στην πρόκληση ταραχών, έμοιαζαν να μην φιλοδοξούν παρά να δουν να προκύπτει ένας ηγέτης του ιδίου φυράματος με τον παλαιό τύραννο, που αυτή τη φορά όμως θα ανήκε στον δικό τους κλάδο του Ισλάμ.
Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» σύντομα έγινε το βασικό επιχείρημα του Αλ-Μαλίκι, επιτρέποντάς του να επιδιώξει ταυτόχρονα μια πλειάδα στόχων. Μπόρεσε να συγκεντρώσει όλο και περισσότερες εξουσίες στα χέρια του, να επεκτείνει τον έλεγχό του στον τεράστιο μηχανισμό ασφαλείας που του κληροδότησε η αμερικανική δύναμη κατοχής και να τον θέσει στην υπηρεσία των πολιτικών συμφερόντων του. Από τον Δεκέμβριο του 2010, συγκέντρωσε στο πρόσωπό του τα αξιώματα του πρωθυπουργού, του ανώτατου διοικητή των ενόπλων δυνάμεων, του υπουργού Άμυνας και του υπουργού Εσωτερικών. Ο φόβος του κενού συνέβαλε στην αποτροπή κάθε απόπειρας αντικατάστασής του και του εγγυούνταν επαρκή στήριξη τόσο εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και εκ μέρους του Ιράν. Ήδη από την εκλογή του το 2008, ο Ομπάμα επιθυμούσε να αποσύρει το συντομότερο τα στρατεύματά του· όσο για την Τεχεράνη, εκτιμούσε έναν άνθρωπο ικανό να παραμένει επικεφαλής του ιρακινού κράτους, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μην εναντιώνεται ποτέ στα συμφέροντά της.
Βεβαίως, ο Αλ-Μαλίκι δεν διαθέτει το αποκλειστικό προνόμιο της προσφυγής στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» με σκοπό τη χρησιμοποίησή του ως κεντρικό πολιτικό πρόγραμμα. Στον αραβικό κόσμο, σχεδόν όλοι οι ομόλογοί του τον έχουν χρησιμοποιήσει για να δικαιολογήσουν τις χειρότερες καταχρήσεις εξουσίας. Αυτό συνέβη με τον Χαφέζ Αλ-Άσαντ, τον πατέρα του σημερινού προέδρου της Συρίας, με τους Αλγερινούς στρατηγούς κατά τη δεκαετία του 1990, με τον Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη ή με τον Ζιν Ελ-Αμπιντίν Μπεν Αλί στην Τυνησία. Στην Υεμένη, μέχρι την πτώση του το 2012, ο πρόεδρος Αλί Αμπντάλα Σαλέχ είχε αναπτύξει ένα σύστημα διαιώνισης της εξουσίας που βασιζόταν, μεταξύ άλλων, στην αενάως εκμεταλλεύσιμη απειλή που αντιπροσώπευε η Αλ-Κάιντα. Έχοντας να αντιμετωπίσουν την εχθρότητα, την απογοήτευση και τις ποικίλες φιλοδοξίες κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων της επονομαζόμενης «αραβικής άνοιξης» το 2011, σχεδόν όλα τα εμπλεκόμενα καθεστώτα επικαλέστηκαν τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.
Εκείνο όμως που ξεχώρισε τον Ιρακινό πρωθυπουργό είναι η χωρίς όριο χρησιμοποίηση αυτής της συνταγής. Αποξενώθηκε συστηματικά και εσκεμμένα από τους σουνίτες, ενώ ταυτόχρονα αποδυνάμωνε το κράτος υπονομεύοντάς το, κάτι ακόμη πιο ακατανόητο εφόσον ο ίδιος βρισκόταν σε θέση εξουσίας. Στη Συρία, ο Αλ-Άσαντ έκανε κάτι παρόμοιο μετά το 2011, υπό την πίεση όμως ενός ευρύτατου κινήματος λαϊκής εξέγερσης, υποστηριζόμενο από εξωτερικούς παράγοντες που καλούσαν ανοιχτά για την ανατροπή του καθεστώτος του. Αλλά ο Αλ-Μαλίκι επέλεξε «εν ψυχρώ» να παραμελήσει, έως και να διαλύσει, τις σουνιτικές πολιτοφυλακές που κληροδοτήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες (συχνά απαρτιζόμενες από μέλη της ίδιας φυλής) και να συντηρεί έναν ολοένα και πιο σιιτικό και διεφθαρμένο μηχανισμό ασφαλείας. Κάθε μορφή σουνιτικής αντιπολίτευσης θεωρούνταν «τρομοκρατία», δίνοντας την πρόφαση για τον πολλαπλασιασμό των συλλήψεων και των αυθαίρετων κρατήσεων, καθώς και για αμέτρητες ιδιοποιήσεις περιουσιών.
Οι Ιρακινοί σουνίτες από τη μία εξεγέρθηκαν απέναντι σε αυτή τη μεταχείριση, εμπνεόμενοι από τις εξεγέρσεις του 2011 στις γειτονικές χώρες, και από την άλλη αποθαρρύνθηκαν από την καταστροφική στρατιωτικοποίηση της συριακής αντιπολίτευσης –για να μην μιλήσουμε για την οδυνηρή ανάμνηση της ήττας τους κατά τη διάρκεια του πρόσφατου εμφύλιου πολέμου. Από το 2012, οργανώθηκαν για να εκφράσουν ειρηνικά τη δυσαρέσκειά τους. Οι πρώτες διαδηλώσεις μετατράπηκαν σε μόνιμες καθιστικές διαμαρτυρίες στις μεγάλες πλατείες των σουνιτικών πόλεων της χώρας. Οι διεκδικήσεις τους πάντοτε επικεντρώνονταν στην αναθεμελίωση του κράτους, ώστε να τους αποδοθεί η θέση που τους ανήκει δικαιωματικά. Όμως ο Αλ-Μαλίκι συνέχισε να κωφεύει. Η σταδιακή επανεμφάνιση των βομβιστικών επιθέσεων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν του χρησίμευσε ως προειδοποίηση, αλλά ως πρόσχημα για να επιμείνει στην πολιτική του (1). Λίγο-λίγο, η επιλογή της βίας, που για τους σουνίτες κατέληξε να γίνει ένα είδος εναλλακτικής λύσης για την προώθηση αιτημάτων, άρχισε να κάνει την εμφάνισή της και πέρα από το στενό πλαίσιο των πιο εξτρεμιστικών ομάδων.
Παράλληλα, ο πρωθυπουργός αποφάσισε να στρατευθεί υπέρ του Αλ-Άσαντ, εν μέσω μιας σύρραξης στη Συρία που εκείνη την περίοδο άρχιζε να παίρνει τον χαρακτήρα σύγκρουσης μεταξύ δογμάτων, θέτοντας αντιμέτωπους ένα καθεστώς συρρικνωμένο στην αλαουιτική συνιστώσα του και μια σουνιτική αντιπολίτευση. Αρνήθηκε κάθε κριτική στην καταπίεση που ασκείται από τον γείτονά του, που ωστόσο αύξανε την ισχύ του και υιοθετούσε ολοένα και πιο αποτρόπαιες μεθόδους, και αγνόησε τις προτάσεις για διαμεσολάβηση. Άνοιξε διάπλατα τα σύνορά του στους σιίτες εθελοντές που πήγαιναν να πολεμήσουν στη Συρία, στο πλαίσιο ενός είδους «πολεμικής προσπάθειας» ελεγχόμενης από το Ιράν. Οι τζαχαντιστές, υποκινούμενοι από ένα χιλιαστικό όραμα που αναγγέλλει το τέλος του κόσμου, άρχισαν να διακινούνται χωρίς δυσκολία από το αεροδρόμιο της Βαγδάτης ή από τον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στη Συρία –δύο ευαίσθητες υποδομές που ελέγχονται στενά από τις κυβερνητικές δυνάμεις– αλλά και να διασπείρουν μια προπαγάνδα δογματικού μίσους, να παρελαύνουν στους δρόμους και να οργανώνονται σε πολιτοφυλακές ακόμη και εντός του Ιράκ.
Ο άνθρωπος που ισχυριζόταν ότι είχε βάλει τέλος στον εμφύλιο πόλεμο παρουσιαζόταν λοιπόν να εργάζεται σκληρά προκειμένου να αναβιώσει τους πρωταγωνιστές του. Τι έλεγαν γι’ αυτό οι πανίσχυρες πρεσβείες των ΗΠΑ και του Ιράν; Τουλάχιστον έως την κρίση της Μοσούλης, περιέργως συναινούσαν, εγγυώμενες στην ιρακινή εξουσία την άνευ όρων υποστήριξή τους. Μολαταύτα, οι ενδείξεις μιας επερχόμενης καταστροφής πολλαπλασιάζονταν. Η επανεμφάνιση των σουνιτικών ένοπλων ομάδων και των σιιτικών πολιτοφυλακών θα αρκούσε για να σημάνει συναγερμός.
Ακόμη πιο σοβαρή, η αποσάθρωση των κρατικών δομών προανήγγελλε το χειρότερο δυνατό σενάριο, με το οποίο έρχεται σήμερα αντιμέτωπο το Ιράκ. Οι δυνατότητες και η συνοχή των μηχανισμών ασφαλείας ελαττώνονταν όσο ο Αλ-Μαλίκι ενέτεινε την πολιτική στράτευσή του και ανεχόταν ένα επίπεδο διαφθοράς αντάξιο μπανανίας. Στην ουσία, οι μηχανισμοί αυτοί μετατράπηκαν σε όργανο αναδιανομής πελατειακών υποχρεώσεων: η –δυσανάλογα υψηλή– συμμετοχή των μελών τους στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές εξηγεί εν μέρει την επιτυχία του πρωθυπουργού στις κάλπες.
Ο συγκεκριμένος, περιορίζοντας τον ρόλο του Κοινοβουλίου, περιβαλλόμενος αποκλειστικά από μια κλίκα κερδοσκόπων και αθετώντας ελαφρά τη καρδία τις υποσχέσεις του, στερούνταν πολιτικών υποστηριγμάτων για τη διαχείριση κρίσεων. Αξιόπιστη στήριξη δεν μπορούσε να του προσφέρει καν η καταφυγή στο δικαστικό σύστημα, καθώς και αυτό ήταν ήδη ευθυγραμμισμένο μαζί του. Στο οικονομικό πεδίο, σχεδόν κανένα αναπτυξιακό έργο δεν είχε δει το φως της ημέρας, καθώς ο πετρελαϊκός πλούτος αποτελούσε αντικείμενο συστηματικής λεηλασίας. Με άλλα λόγια, το καθεστώς του Αλ-Μαλίκι είχε προσκολληθεί στις τακτικές που εξασφάλιζαν την επιβίωσή του, οι οποίες, όλες τους, υπονόμευαν τα θεσμικά θεμέλια μιας ήδη πολύ εύθραυστης χώρας.
Με τη διαφορά ότι, από αυτή τη διαδικασία υπονόμευσης, επωφελούνταν πολλοί παράγοντες του Ιράκ, είτε επρόκειτο για πολιτικούς συμμάχους του πρωθυπουργού, που εκμεταλλεύονταν επικερδώς το κομμάτι της πίτας που τους αναλογούσε, είτε για αντιπάλους του, που σε αυτή τη διαδικασία διέβλεπαν, μακροπρόθεσμα, την εξασθένιση του ανταγωνιστή τους. Τόσο το Ιράν όσο και οι σιιτικές πολιτοφυλακές και η τοπική κουρδική κυβέρνηση είχαν συμφέρον η Βαγδάτη να παραμείνει όσο το δυνατό πιο εύθραυστη και δεκτική σε κάθε είδους επιρροή. Όσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν εμφανώς απούσες: η «στρατηγική» της απόσυρσής τους, προκειμένου να θέσουν τέλος σε μια δεκαετία στρατιωτικής κατοχής, ήταν να κλείνουν τα μάτια μπροστά σε οτιδήποτε μπορούσε να τις καθυστερήσει και να σταυρώνουν τα δάχτυλα, ευχόμενες να μην πάει τίποτε στραβά.
Αποτέλεσμα: όσο πιο σεχταριστής και πιο αδέξιος αποδεικνυόταν ο Αλ-Μαλίκι τόσο πιο πολύ αποτύγχανε –και τόσο πιο πολύ ενίσχυε τη θέση του. Στα τέλη του 2012, προτού οι σουνιτικές διαδηλώσεις πάρουν έκταση, οι προοπτικές επανεκλογής του έμοιαζαν περιορισμένες. Η απογοήτευση ήταν ιδιαιτέρως αισθητή στους σιιτικούς κύκλους: εκείνη την περίοδο, η χώρα ήταν σχετικά σταθερή και ωστόσο τίποτε δεν έδειχνε να πηγαίνει μπροστά. Έναν χρόνο αργότερα, στο Ιράκ είχε αρχίσει ξανά η αιματοχυσία, με κατά μέσο όρο χίλιους νεκρούς τον μήνα, όπως συνέβαινε στα μαύρα χρόνια του 2006-2007, και η δημοτικότητα του ισχυρού ανδρός της χώρας εκτοξευόταν στα ύψη. Ακόμη και μετά την κατάληψη της Μοσούλης, η επικείμενη αποχώρησή του δεν έμοιαζε σίγουρη: οι σιίτες πύκνωναν τις τάξεις των υποστηρικτών του, το Ιράν τού παρείχε δηλώσεις υποστήριξης και ο φόβος του κενού παρέμενε ισχυρός, ακόμη και στους πλέον αμφίθυμους παίκτες.
Από αυτή την κρίση ανακύπτουν αρκετά ερωτήματα. Θα ήταν όμως λάθος να περιοριστούμε στα πλέον προφανή συμπεράσματα: τις αμερικανικές ευθύνες για αυτή την πανωλεθρία, την προσωποποίηση του προβλήματος διαμέσου του Αλ-Μαλίκι ή της απειλής της «τρομοκρατίας». Αυτό για το οποίο μιλάμε λιγότερο, και που ωστόσο κατέχει κεντρική θέση, είναι η άσκηση της εξουσίας και η φύση των θεσμών. Η προσωπικότητα του πρωθυπουργού έχει δευτερεύουσα σημασία: υπάρχει ένα ολόκληρο πλαίσιο λειτουργίας που του επέτρεψε όχι μόνο να φερθεί με αυτό τον τρόπο, αλλά και τον αντάμειψε για αυτό. Όταν, λόγου χάρη, τον Μάρτιο του 2014 διοργάνωνε μια μεγάλη διεθνή διάσκεψη για τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών συμμετείχε στο θέαμα και χειροκροτούσε στην αίθουσα.
Αυτή η ολέθρια πρακτική, άλλωστε, είναι μια πληγή που αφορά ολόκληρη την περιφέρεια. Όσο περισσότερο ο Αλ-Άσαντ πετυχαίνει αποτελέσματα με τη στρατηγική επιδείνωσης που εφαρμόζει τόσο περισσότερο μοιάζει να επιβάλλεται ως μέρος της λύσης παρά ως μέρος του προβλήματος. Ο στρατάρχης Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσσι, που κυβερνά επισήμως την Αίγυπτο από τον Ιούνιο, αντιλαμβάνεται την πολιτική με τον τρόπο που θα το έκανε ένας αξιωματικός της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών, όμως η εκλογή του –και, όπως πάντα, ο φόβος του κενού– αρκεί στον υπόλοιπο κόσμο για να του δώσει λευκή επιταγή. Στο Μπαχρέιν, η βασιλική οικογένεια δεν ενέδωσε σε τίποτε, αλλά δεν είχε καμία συνέπεια για αυτό.
Ο τρόπος άσκησης της εξουσίας που αρχίζει να διαδίδεται συνίσταται στην εγκατάλειψη κάθε φιλοδοξίας διακυβέρνησης στην κλίμακα του έθνους-κράτους. Τα καθεστώτα πλέον δεν προσπαθούν καν να υπερβούν τα ρήγματα που υπάρχουν εντός των κοινωνιών τους, είτε αυτά οφείλονται στην ιδεολογία είτε στην ανάπτυξη είτε στην καταπίεση. Επενδύουν σε αυτές τις ρήξεις, τις επιδεινώνουν και επιζητούν τη σύγκρουση. Προκαλώντας τη ριζοσπαστικοποίηση σε ένα τμήμα της κοινωνίας τους, εδραιώνουν τη θέση τους σε ένα άλλο και αποφεύγουν την προσφυγή σε κάθε εποικοδομητικό πρόγραμμα: ο φόβος απέναντι σε εκείνο που θα μπορούσε να τα αντικαταστήσει αρκεί για να τα κρατήσει στην εξουσία. Τα καθεστώτα αυτά έχουν επίσης την τάση να αποδυναμώνουν τον εθνικό χαρακτήρα των θεσμών, στερώντας την αυτονομία των τελευταίων, έτσι ώστε τα ίδια να καθίστανται απαραίτητα. Στη συνέχεια, πωλούν την εικόνα τους στο εξωτερικό, εν ονόματι του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ισχυροποιημένα από «δημοκρατικές» εκλογές, οι οποίες αντανακλούν την ψήφο του ενός κομματιού της κοινωνίας που βρίσκεται σε κατάσταση υστερίας και τον ολέθριο αποκλεισμό των υπολοίπων.
Το Ιράκ μάς προσφέρει μια καλή εικόνα σχετικά με το πού οδηγεί τελικά ένας τέτοιος τρόπος άσκησης της εξουσίας. Εκείνο που μένει να αναρωτηθούμε είναι γιατί να μπει κάποιος εξαρχής σ’ ένα τέτοιο παιχνίδι.