«Η Ευρώπη προετοιμάζει καινούργιες συμφωνίες Σάικς-Πικό;», με ρώτησε μια μέρα ένας συνάδελφος στη Βηρυτό, αναφερόμενος στις μυστικές γαλλο-βρετανικές συμφωνίες που, τον Μάιο του 1916, ξανασχεδίασαν τον χάρτη της Μέσης Ανατολής (βλ. το ένθετο). Η ερώτησή του εκπορευόταν από δύο διαπιστώσεις: την κατάρρευση του παλαιού συστήματος στη Μέση Ανατολή, που χρονολογούνταν από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και την πρόδηλη βούληση και ικανότητα της Ευρώπης να εγκαθιδρύσει μια νέα πολιτική τάξη στην περιφέρεια.
Ο σημερινός χάρτης της Μέσης Ανατολής στην πραγματικότητα είναι παραπλανητικός. Τα σύνορα που οριοθετούσαν τα εδάφη του Ιράκ, της Συρίας, του Λιβάνου, της Τουρκίας, της Υεμένης κ.ο.κ. είναι από εδώ και στο εξής πλασματικά και δεν αντικατοπτρίζουν πλέον την πραγματικότητα της περιοχής. Έτσι, τα συρο-ιρακινά σύνορα έχουν πάψει να υφίστανται τουλάχιστον από το 2012. Από την ιρακινή πλευρά, το Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε (ΙΚΙΛ, ISIS) ελέγχει μεγάλο μέρος της επαρχίας της ερήμου Άνμπαρ και εκτεταμένα τμήματα της Φαλούτζα, ενώ πρόσφατα κυρίευσε τη Μοσούλη. Έχει επίσης παρουσία και στην άλλη πλευρά των συνόρων, στην καρδιά του συριακού βορρά, από το Αμπού Καμάλ έως τη Ράκκα και το Χαλέπι. Τίποτε δεν σταματά τα στρατεύματα και τα όπλα του ΙΚΙΛ σε αυτή την κάποτε διακρατική μεθόριο.
Ο ίδιος απολογισμός ισχύει και στα δυτικά, στα συρολιβανικά σύνορα. Ο Λίβανος χρησιμεύει ως βάση ανεφοδιασμού για τους Σύρους αντάρτες, που απολάμβαναν μια αρκετά μεγάλη ελευθερία κινήσεων έως την ανακατάληψη του Καλαμούν και του Κάστρου των Ιπποτών από το συριακό καθεστώς, τον Μάιο του 2014. Από την άλλη πλευρά, οι μαχητές της λιβανέζικης Χεζμπολάχ παρενέβησαν μαζικά τον Μάιο του 2013 στη μάχη του Κουσέρ, όταν οι πιστοί του συριακού καθεστώτος έχασαν έδαφος. Ούτε και εδώ η χάραξη των συνόρων εμποδίζει την κίνηση των μαχητών. Όμως, στην πραγματικότητα η συρολιβανική μεθόριος είχε καταργηθεί στην πράξη πολύ πρωτύτερα, και συγκεκριμένα το 1976, όταν η Δαμασκός είχε στείλει στρατεύματα στον Λίβανο, που τότε σπαρασσόταν από τον εμφύλιο πόλεμο.
Παρομοίως, στα νότια σύνορα της Τουρκίας, οι δυνάμεις των Σύρων ανταρτών μετακινούνται χωρίς να συναντούν εμπόδια και προωθούν τους τραυματίες τους προς την Αντιόχεια ή το Γκαζιαντέπ. Εκείνο όμως που ανησυχεί την Άγκυρα είναι η ανάδυση του Κόμματος της Δημοκρατικής Ένωσης (PYD), το οποίο συνδέεται με το τουρκικό Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) σε ένα μεγάλο μέρος των κουρδικών περιοχών στον Βορρά της Συρίας. Μετά τον ιλιγγιώδη πολλαπλασιασμό των κουρδικών επιθέσεων στην καρδιά της Τουρκίας, τα δύο μέρη κατέληξαν να υπογράψουν, τον Ιανουάριο του 2013, μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που δεν σταματά να εκπλήσσει (1). Στους χάρτες της υδρογείου, τίποτε δεν προμήνυε την αύξηση της ισχύος των Κούρδων, ούτε και την ίδρυση στα βόρεια του Ιράκ ενός ντε φάκτο κράτους, της τοπικής κυβέρνησης του Κουρδιστάν, που από τον Μάιο του 2014 αντλεί πετρέλαιο χωρίς τη συγκατάθεση των κεντρικών αρχών του Ιράκ (2) και το οποίο, μετά την κατάληψη του Κιρκούκ από τους πεσμέργκα –τους Κούρδους μαχητές– τον Ιούνιο, έχει στη διάθεσή του αμύθητα αποθέματα μαύρου χρυσού.
Τα σύνορα της Μέσης Ανατολής έχουν λοιπόν απαλειφθεί εντελώς. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της αποσύνθεσης των κρατών της περιοχής, που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του λιβανικού εμφύλιου πολέμου του 1975. Η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 συνέτριψε το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά και τους θεσμούς της χώρας. Ο εμφύλιος πόλεμος άρχισε να μαίνεται χωρίς σταματημό, συνεισφέροντας στις βιαιοπραγίες. Μετά την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων, τον Δεκέμβριο του 2011, κανένα κόμμα δεν κατάφερε να επιβάλει την τάξη ούτε και να βάλει σε εφαρμογή κάποιο λειτουργικό σύστημα. Παρά την αποκατάσταση της πετρελαϊκής παραγωγής και τα δισεκατομμύρια των πετροδολαρίων που εισέρευσαν, το Ιράκ διαρκώς βίωνε πολιτικές αναταραχές (3). Οι μη βίαιες διαμαρτυρίες του 2011 εναντίον της φτώχειας και της διαφθοράς έγιναν μάρτυρες της λαϊκής δυσφορίας, όμως οι διαδηλώσεις του 2013 κατεστάλησαν με σκληρότητα, προετοιμάζοντας την επιστροφή των τζιχαντιστών και την εκ μέρους τους κατάκτηση πολλών πόλεων του δυτικού Ιράκ, και κυρίως της Μοσούλης.
Τα διεθνή σύνορα δεν μπορούν καν να αναχαιτίσουν τις μετακινήσεις των προσφύγων, ο αριθμός των οποίων πλέον ανέρχεται στα δύο εκατομμύρια για τους Ιρακινούς και στα δύο εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες για τους Σύριους (4) (χωρίς να υπολογίζουμε, όσον αφορά τους τελευταίους, τα εξίμισι εκατομμύρια εκτοπισμένους, ήτοι το 40% του συνολικού πληθυσμού). Οι μαζικές μετακινήσεις προκάλεσαν τον διαχωρισμό των περιοχών ανάλογα με το ισλαμικό δόγμα και την εξαφάνιση των μειονοτικών ομάδων. Το 1914, οι χριστιανοί στη Μέση Ανατολή υπολογίζονταν σε 20%· σήμερα αποτελούν μόλις το 5% του πληθυσμού. Μετά τον πόλεμο στο Ιράκ, παλαιότατες κοινότητες όπως οι Μανδαίοι, οι Σαμπάκ ή οι Σαρλίγια-Κακαΐγια δεινοπάθησαν, μέχρι του σημείου να απειλείται η ίδια η ύπαρξή τους.
Πρόκειται απλώς για τον διαμελισμό της Μέσης Ανατολής, όπως αυτή προέκυψε μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ή τις συμφωνίες Σάικς-Πικό; Η κρίση δυστυχώς μοιάζει πιο βαθιά: παρακολουθούμε όχι τόσο την κατάρρευση των παλιών τοπικών διευθετήσεων που είχαν κάνει οι Βρετανοί και οι Γάλλοι όσο την απλή και ξεκάθαρη αποτυχία του σύγχρονου έθνους-κράτους σε ολόκληρη την περιοχή.
Σε γενικές γραμμές, οι αναλυτές παρακολουθούν την κατάσταση μέσα από δύο πρίσματα: τις εξωτερικές παρεμβάσεις και τις δογματικές διαιρέσεις. Ένας μεγάλος αριθμός άρθρων, εκθέσεων από ινστιτούτα και ενημερωτικών εγγράφων εστιάζουν είτε στη σύγκρουση μεταξύ σιιτών και σουνιτών είτε στις βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων, που αποσταθεροποιούν την περιοχή προκειμένου να την εξασθενίσουν και να ηγεμονεύσουν σε αυτήν.
Οι ξένες παρεμβάσεις, ανάμεσα στις οποίες μπορούμε επίσης να θυμηθούμε τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ το 1948, αποτελούν μείζονα πίεση για τα κράτη της περιοχής. Αυτού του είδους οι ισχυρές δονήσεις δεν θα πρέπει ωστόσο να αποκρύπτουν τις εσώτερες αιτίες της αποτυχίας των αραβικών κρατών. Η «αραβική άνοιξη» κατέστρεψε μερικά από αυτά, αλλά εκ των έσω. Όλα τα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα της περιοχής –εκρηκτική δημογραφική αύξηση, ανεργία των νέων, συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων (5)– δημιούργησαν ανυπόφορες καταστάσεις. Αναμφίβολα, οι αναλυτές αποδίδουν δυσανάλογη σημασία στον ρόλο των εξωτερικών παραγόντων (6).
Αυτή η βαθιά εδραιωμένη θεώρηση έχει τις ρίζες της στην παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία οφειλόταν, σύμφωνα με τους σουλτάνους, στην παρέμβαση των χριστιανικών δυνάμεων. Οι Οθωμανοί έπαιξαν επιτήδεια με την αντιπαλότητα μεταξύ Ρώσων και Βρετανών προκειμένου να επιβιώσουν, όμως, για εσωτερική χρήση, καλλιέργησαν επίσης και έναν αντιδυτικό και αντιευρωπαϊκό δημόσιο λόγο, οι συνέπειες του οποίου ήταν καταστροφικές για τους χριστιανούς υπηκόους τους. Θα πρέπει βεβαίως να αναγνωρίσουμε ότι τον 19ο αι. η Οθωμανική Αυτοκρατορία κρατήθηκε στη ζωή ουσιαστικά χάρη στην ευρωπαϊκή συναίνεση για τη διατήρησή της: όταν οι στρατιές του Μωχάμετ Αλή προέλαυναν προς την Κωνσταντινούπολη, οι ευρωπαϊκοί στρατοί ήταν που, υπό τη διοίκηση των Ρώσων, έσωσαν τους Οθωμανούς από την αιγυπτιακή εισβολή (7). Παρομοίως, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κριμαίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης πήραν το μέρος των Οθωμανών εναντίον των Ρώσων (1853-1856).
Τα αίτια της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια της τη δυναμική. Κατά τον 19ο αι., τέθηκαν σε ισχύ τρεις μεγάλες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να εκσυγχρονιστεί το κράτος και οι Οθωμανοί υπήκοοι να γίνουν πολίτες με πλήρη δικαιώματα: το Τανζιμάτ το 1839, το μεταρρυθμιστικό διάταγμα το 1856 και η συνταγματική μοναρχία το 1876 –η οποία θα καταργούνταν μετά από δύο χρόνια. Η αποτυχία αυτών των μεταρρυθμίσεων, η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 και η απόφασή τους να συμμετάσχουν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας εξηγούν τον διαμελισμό της αυτοκρατορίας καλύτερα από μια εξωτερική συνωμοσία.
Με τον ίδιο τρόπο, τα σύγχρονα αραβικά κράτη κληρονόμησαν τις παλαιές οθωμανικές αντιφάσεις, ιδίως τις θρησκευτικές διαιρέσεις και εντάσεις που απορρέουν από το σύστημα του μιλλέτ (προστατευόμενη θρησκευτική κοινότητα). Ως μουσουλμανική θεοκρατία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε παραχωρήσει αυτονομία στις θρησκευτικές μειονότητές της (ελληνορθόδοξη, αρμενική, εβραϊκή και ορθόδοξη συριακή) ώστε να διαχειρίζονται τις δικές τους υποθέσεις και ταυτόχρονα στηριζόταν στους χριστιανούς υπηκόους της για τη διοίκηση της χώρας και για την προστασία της –μέσω του στρατιωτικού σώματος των γενίτσαρων. Όμως, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., απώλεσε ορισμένα εδάφη στα Βαλκάνια και έτσι οι χριστιανοί δεν αντιπροσώπευαν πλέον παρά το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Ο σουλτάνος Αμπντουλχαμίτ Β΄ αποφάσισε τότε να εμπεδώσει την ισλαμική ιδεολογία, αποξενώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο τα χριστιανικά μιλλέτια, θύματα βιαιοτήτων.
Το οθωμανικό σύστημα των μιλλετίων εισήχθη στον Λίβανο από τους Γάλλους. Οι θρησκευτικές κοινότητες της χώρας διαχειρίζονταν με αυτόνομο τρόπο τις εσωτερικές υποθέσεις τους και επωφελούνταν από σχετικές ποσοστώσεις σε όλους τους εθνικούς θεσμούς. Έτσι, ο πρόεδρος έπρεπε να είναι μαρωνίτης (χριστιανός), ο επικεφαλής του Κοινοβουλίου σιίτης και ο πρωθυπουργός σουνίτης. Στο πλαίσιο που διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η περιοχή ήταν διχασμένη μεταξύ συντηρητικών μοναρχικών καθεστώτων και δημοκρατικών κρατών που εμπνέονταν από τον αραβικό εθνικισμό, το σύστημα αυτό έδινε την εντύπωση ότι αποτελούσε εξαίρεση.
Όμως, κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων δεκαετιών, ο παναραβισμός, χωρίς να καταφέρει να ενοποιήσει την περιοχή, υπονόμευσε τη νομιμοποίηση των κρατών-εθνών. Μετά το μπααθικό πραξικόπημα του 1963, η Συρία διοικούνταν από μια κάστα που αντιτασσόταν βίαια στη νομιμότητα του ίδιου της του κράτους και είχε δεσμευθεί να φέρει σε πέρας την παναραβική ενότητα. Το καθεστώς λογόκρινε και κατέπνιξε πολλαπλές εσωτερικές αντιπαραθέσεις: οι ανώτερες τάξεις της Συρίας ποτέ δεν συμφώνησαν μεταξύ τους για μια κοινή πολιτική κουλτούρα ή έναν κοινό πολιτικό χώρο (8). Η ιδεολογία κατέπνιξε τις διαφορές που υπήρχαν στους κόλπους της κοινωνίας, ενόσω εγκαθίστατο ένα οικογενειοκρατικό δημοκρατικό καθεστώς –με επιτυχία στη Συρία, αλλά όχι στην Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Υεμένη, όπου η «αραβική άνοιξη» άλλαξε την κατάσταση των πραγμάτων. Η διαφορά ανάμεσα στις αραβικές «δημοκρατίες» και τις μοναρχίες (Ιορδανία, Μαρόκο, χώρες του Κόλπου) δεν έχει πλέον σημασία.
Στο Ιράκ, όπως και στη Συρία ή στην Αίγυπτο, η έλλειψη ισχύος των ιδιοκτητών γης και των μεσαίων τάξεων των πόλεων δημιούργησε ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, καθώς εμπόδισε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου πολιτικού χώρου. Τη στιγμή της ανεξαρτησίας, αυτό κατέληξε στην παρέμβαση του στρατού, ο οποίος χρησιμοποίησε για δημαγωγικούς σκοπούς διάφορα συνθήματα σχετικά με την αραβική ενότητα, την απελευθέρωση της Παλαιστίνης και την κοινωνική δικαιοσύνη. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια των τριάντα τελευταίων ετών, οι στρατιωτικοί θεσμοί και η κυβερνητική γραφειοκρατία έδειξαν την ανικανότητά τους να ελέγξουν την κατάσταση και, με την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης, ενέτειναν την καταπίεση. Η «αραβική άνοιξη» κατέληξε να κονιορτοποιήσει τα δημοκρατικά κράτη, ήδη διαβρωμένα εκ των έσω. Όσο για τις μοναρχίες, ενισχυμένες από την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ, το οποίο επικαλούνται, έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν την αμφισβήτηση, εν ονόματι μάλιστα της ίδιας της θρησκείας.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, το Ισλάμ αποτέλεσε μια ενοποιητική δύναμη. Ο προφήτης Μωάμεθ κατάφερε να συνενώσει τις νομαδικές φυλές της αραβικής χερσονήσου, οι οποίες εργάστηκαν για την οικοδόμηση μιας αυτοκρατορίας κάτω από την επιρροή των διαδόχων του. Κάτω από το λάβαρό του συντάχθηκαν και μη αραβικές δυναστείες, όπως οι Σαμανίδες της κεντρικής Ασίας και οι Σελτζουκίδες, που προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ μετά την αραβική κατάκτηση. Το Ισλάμ συνένωσε διάφορα έθνη και φυλές που επέλεξαν ένα κοινό πολιτικό καθεστώς, ενώ σε χριστιανούς και Εβραίους εκχωρήθηκε ένα κατώτερο αλλά προστατευόμενο καθεστώς, εκείνο των ζιμμήδων.
Το σύγχρονο πολιτικό Ισλάμ σταδιακά απέκοψε τους δεσμούς του με την οικουμενική διάσταση της θρησκείας αυτής, καθώς μάλλον μετατρεπόταν σε παράγοντα διχασμού παρά ενότητας. Εκπροσωπείται τόσο από τις συντηρητικές μοναρχίες όσο και από τις ένοπλες ομάδες τζιχαντιστών με την αντιδραστική ιδεολογία. Στη Συρία, οι σιίτες τζιχαντιστές (η λιβανική Χεζμπολάχ, η ιρακινή Ασαΐμπ Αχλ Αλ-Χακ) μάχονται εναντίον σουνιτών τζιχαντιστών, αποκαλύπτοντας την άβυσσο που χωρίζει τις διάφορες ισλαμικές φατρίες.
Στο Ιράκ, ο Ιορδανός τζιχαντιστής ηγέτης Αμπού Μουσάμπ Αλ-Ζαρκάουι πάντοτε κρατούσε τις αποστάσεις του από τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, ακόμη και μετά τη δήλωση πίστης προς αυτόν τον Οκτώβριο του 2004, ενάμιση χρόνο πριν από τη δολοφονία του. Στη Συρία, το Μέτωπο Αλ-Νόσρα, συνδεδεμένο με την Αλ Κάιντα, συγκροτήθηκε στις αρχές του 2012 υπό τις διαταγές του Αμπού Μοχάμετ Αλ-Ζουλανί. Όμως ο επικεφαλής των Ιρακινών τζιχαντιστών, Αμπού Μπακρ Αλ-Μπαγκντατί, ανακοίνωσε τη δημιουργία του ΙΚΙΛ. Πυροδότησε έτσι μια ανηλεή μάχη μεταξύ των δύο τζιχαντιστικών κλάδων, μετά το ξέσπασμα της οποίας ο επικεφαλής της Αλ Κάιντα Αϋμάν Αλ-Ζαουάχρι ανακοίνωσε, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα, τη διάλυση του ΙΚΙΛ. Ο Αμπού Χαλέντ Αλ-Σούρι, προσωπικός απεσταλμένος του Αλ-Ζαουάχρι, που είχε αναλάβει την αποστολή να θέσει τέλος στη διένεξη μεταξύ των δύο κινημάτων, δολοφονήθηκε στο Χαλέπι τον Φεβρουάριο του 2014.
Η διαθρησκειακή βία καταδεικνύει την κοινωνική και πολιτική αποσάθρωση μιας χώρας που, ρημαγμένη από μια βαθιά κρίση, βλέπει τον χώρο της πολιτικής να συρρικνώνεται σε θρησκευτικό σεκταρισμό. «Δεν υπάρχει πλέον εθνικό όραμα στο Ιράκ», παραδέχεται ο Φαλάχ Μουσταφά Μπακίρ, προϊστάμενος του Τμήματος Εξωτερικών Υποθέσεων της τοπικής κυβέρνησης του Κουρδιστάν. «Τελείωσε. Οι σιίτες θα ψηφίσουν τους σιίτες, οι σουνίτες τους σουνίτες και οι Κούρδοι τους Κούρδους».
Ωστόσο, αν οι αντιπαραθέσεις στη Μέση Ανατολή έχουν πάρει δογματική απόχρωση, δεν είναι εκ φύσεως τέτοιες και κάθε υπερεκτίμηση αυτής της διάστασης μπορεί να οδηγήσει σε βιαστικά συμπεράσματα. Στην περίπτωση της Συρίας λόγου χάρη, μια ανάλυση βασισμένη στα μουσουλμανικά δόγματα θα μας άφηνε να νομίζουμε ότι η διαμάχη φέρνει αντιμέτωπους τους σουνίτες με μια συμμαχία ανάμεσα στους Αλαουίτες και τους σιίτες: μια τέτοια ανάγνωση όμως δεν λαμβάνει υπ’ όψη τις εντάσεις και τους ανταγωνισμούς μεταξύ της δυναστείας Αλ-Άσαντ και του συστήματος εξουσίας του απερχόμενου Ιρακινού πρωθυπουργού Νουρί Αλ-Μαλίκι.
Προϋποθέτει επίσης ότι ο Μπασάρ Αλ-Άσαντ θα μπορούσε να επιζητήσει την ίδρυση ενός αλαουιτικού μικρο-κράτους στις παράκτιες οροσειρές· κι όμως, οι πιστές σε αυτόν δυνάμεις μάχονται σε όλη τη χώρα και έχουν ακόμη εξίσου καλή παρουσία στον βορρά (Καμεσλιγιέφ), στην ανατολή (Ντεΐρ Εζ-Ζορ) ή στον νότο (Ντεράα). Το καθεστώς σκοπεύει να κρατήσει υπό τον έλεγχό του το σύνολο της Συρίας και όχι να δημιουργήσει ένα αλαουιτικό κράτος ή οποιοδήποτε άλλο εθνικό υποκατάστατο. Παρομοίως, όταν μιλάμε για το αντίπαλο σουνιτικό στρατόπεδο, αφήνουμε να υποτεθεί ότι υπάρχει ενότητα και συνοχή μεταξύ των ομάδων των μαχητών, κάτι που πολύ απέχει από την πραγματικότητα.
Σε πείσμα των προβλέψεων που ανήγγελλαν την επικείμενη κατάρρευσή του το 2011, και κατόπιν το 2012, το καθεστώς του Αλ-Άσαντ επιβίωσε, με τίμημα τις φρικτές βιαιότητες που κατέστρεψαν όλες τις αστικές υποδομές, ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό της χώρας και εκτόπισαν εκατομμύρια ανθρώπους από τις εστίες τους. Η σκανδαλώδης απουσία διαδικασιών διαλόγου με τους αντιπάλους του (9) μετατρέπει τη βία στη μοναδική πιθανή λύση.
Η επιβίωση του Αλ-Άσαντ ουσιαστικά εξαρτάται από τη φύση του αντίπαλου στρατοπέδου. Ο ίδιος προσπάθησε να καταστήσει αξιόπιστη τη θέση ότι πρόκειται για μια στρατιωτική σύρραξη μεταξύ του καθεστώτος του (υποτίθεται εθνικιστικού, κοσμικού και προοδευτικού, προστατευτικού έναντι των μειονοτήτων) και φανατικών ισλαμιστών. Μέχρι στιγμής, η κυριότερη νίκη του –εκτός του ότι κατάφερε να παραμείνει για τόσο καιρό στην εξουσία– είναι ότι έπεισε τον κόσμο πως στέκεται απέναντι στην απειλή των σαλαφιστών τζιχαντιστών και ότι η πτώση του θα τους άφηνε ελεύθερο το πεδίο.
Ένας ασύμμετρος πόλεμος φέρνει αντιμέτωπους τους πιστούς του καθεστώτος με τους Σύριους αντάρτες, όμως αυτή η ασυμμετρία δεν εξαρτάται από τη διαφορά στην ποσότητα ή την ποιότητα των οπλικών συστημάτων που διαθέτει το κάθε στρατόπεδο. Συνίσταται μάλλον στην αντίθεση, από τη μία πλευρά, των πιστών στο καθεστώς, που διαθέτουν συγκεντρωμένο στρατό με ολοκληρωμένη διοίκηση και, από την άλλη, μυριάδων ένοπλων ομάδων, λιγότερο ή περισσότερο διασυνδεδεμένων, που διαμορφώνουν αενάως μετατοπιζόμενες συμμαχίες. Ο συριακός στρατός μπορεί να αποφασίσει πού και πώς να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του προκειμένου να συντρίψει τους αντιπάλους του, δεν έχει όμως τη δυνατότητα να ελέγξει το πεδίο.
Όλες αυτές οι συρράξεις καταστρέφουν τα ιδεολογικά θεμέλια των πολιτικών συστημάτων. Το συριακό Μπάαθ, με το παναραβικό δόγμα του, εξαπολύει έναν πόλεμο στο πλευρό της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν εναντίον της ίδιας του της αντιπολίτευσης, η οποία υποστηρίζεται από τα αραβικά κράτη του Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία ή το Κατάρ. Με τον ίδιο τρόπο, ο πόλεμος στη Συρία κονιορτοποιεί τις αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται ο καταστατικός συμβιβασμός του Λιβάνου από την ανεξαρτησία του, μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου: οι μαρωνίτες δεν αναζητούν την υποστήριξη της Γαλλίας και οι μουσουλμάνοι κρατούν αποστάσεις από τον αραβικό εθνικισμό. Η συμμετοχή της Χεζμπολάχ στον συριακό πόλεμο επίσης ξαναθέτει ερωτήματα για τη λιβανική ουδετερότητα.
Ο παλαιστινιακός αγώνας, ιερός σκοπός των Αράβων εθνικιστών, έχει χάσει την κεντρική θέση του. Τα αραβικά καθεστώτα τον χρησιμοποίησαν έως σημείου καταχρήσεως, τα ισλαμιστικά κινήματα αναφέρονται σε αυτόν, ποτέ όμως δεν ήταν ο λόγος για τον οποίο μάχονται. Εν μέσω των τοπικών αναταραχών, σε μεγάλο βαθμό ξεχάστηκε.
Οι δυνάμεις που συγκρούονται στα πεδία των μαχών επιζητούν την εκμετάλλευση της κληρονομιάς του παρελθόντος, δεν διαθέτουν όμως κανένα εναλλακτικό σχέδιο όσον αφορά τα σύνορα του έθνους-κράτους: καμία από αυτές τις δυνάμεις δεν μάχεται για τον Λίβανο, το Ιράκ ή τη Συρία. Εκπροσωπούν τα συμφέροντα της περιοχής, της φυλής, στην καλύτερη περίπτωση του δόγματος, και επιδίδονται σε βιαιότητες που καταστρέφουν τα πάντα στο πέρασμά τους, χωρίς να επιζητούν οποιουδήποτε τύπου ανοικοδόμηση. Όταν πια θα πάψει να βασιλεύει το χάος, αναπόφευκτα ο πολιτικός χάρτης της Μέσης Ανατολής θα έχει αλλάξει. Με τι θα μοιάζει όμως;