Το βράδυ της 25ης Μαΐου, όταν έκλεισαν οι κάλπες των Ευρωεκλογών, ένα αποτέλεσμα μάγεψε τα μέσα ενημέρωσης: αυτό του Ματέο Ρέντσι. Ο Ιταλός πρωθυπουργός μπορούσε πράγματι να επαίρεται ότι ήταν ένας από τους ελάχιστους ηγέτες της Ευρώπης που βγήκε ενισχυμένος από τις εκλογές. Κερδίζοντας το 41% των ψήφων, το Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΚ) δεν πέτυχε μονάχα να καταρρίψει το ρεκόρ του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΙΚΚ) του Ενρίκο Μπερλιγκουέρ στις βουλευτικές εκλογές του 1976 (34%), αλλά και αύξησε το ποσοστό του κατά δεκαπέντε ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2013.
Ήδη από τον Μάρτιο του 2014, ο Γάλλος τραπεζίτης Ματιέ Πιγκάς (1) τον ανέφερε ως πηγή έμπνευσης –το περιοδικό Les Inrockuptibles, του οποίου ο Πιγκάς είναι ιδιοκτήτης, παρουσιάζει τον πρώην δήμαρχο της Φλωρεντίας ως έναν «νέο, υπερδραστήριο, ριζοσπαστικό και φιλόδοξο ηγέτη, ικανό να αναστήσει την Ιταλία» (2). Όμως εκείνη τη νύχτα ο Ρέντσι ανακηρύχθηκε «η καλύτερη ελπίδα της μεταρρυθμιστικής Ευρώπης», για την Les Echos (3), και στον αδιαμφισβήτητο ηγέτη της Ευρώπης για την El País (4). Εμφανίζεται, λοιπόν, ένα καινούργιο «πρότυπο», που είναι σε θέση να αποκαταστήσει την αγάπη για την Ευρώπη λειτουργώντας ταυτόχρονα ως ανάχωμα στην άνοδο της ακροδεξιάς.
Η Le Monde δεν προσπάθησε να συγκαλύψει το θαυμασμό της για έναν ηγέτη ικανό να «ξυπνήσει τη χώρα του υπερπηδώντας τα ιδεολογικά χάσματα, συμφιλιώνοντας την επιχείρηση με το Κράτος, παντρεύοντας την Ευρώπη με την εθνική υπερηφάνεια (5)». Στις 31 Μαΐου, ο Ρέντσι, καθισμένος στην άκρη μιας πολυθρόνας, φορώντας τζιν παντελόνι με πουκάμισο ξεκούμπωτο, εμφανίζεται ταυτόχρονα στο πρωτοσέλιδο της γαλλικής εφημερίδας, του Guardian, της La Stampa, της Süddeutsche Zeitung και της El País. «Ο Ματέο Ρέντσι είναι ο άνθρωπος που θα κατορθώσει να σώσει την ψυχή της Ευρώπης;», διερωτάτο η βρετανική εφημερίδα.
Ωστόσο, ο θρίαμβος είναι λιγότερο εντυπωσιακός από τα επιφαινόμενα. Το ΔΚ έφτασε στην κορυφή διότι επωφελήθηκε από το διαμελισμό της κεντρώας συμμαχίας, της οποίας κάποτε ηγούνταν ο Μάριο Μόντι, απορροφώντας τις ψήφους της. Κατά συνέπεια, το βάρος της συμμαχίας Κέντρου και Αριστεράς που κυβερνά σήμερα την Ιταλία ελάχιστα διαφοροποιήθηκε. Επιπλέον, η αποσύνθεση του κόμματος Forza Ιtalia του Μπερλουσκόνι (έχασε πέντε ποσοστιαίες μονάδες σε έναν χρόνο) και του Κινήματος των 5 Αστέρων (M5S) του Τζιουζέπε («Μπέπε») Γκρίλο εξηγούνται λιγότερο από την ελκυστικότητα του Δημοκρατικού Κόμματος και περισσότερο από την αύξηση της αποχής (41%, αύξηση πέντε ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2009), καθώς και από την ενίσχυση της Λέγκας του Βορρά (φιλικά προσκείμενης στο Εθνικό Μέτωπο) και του αριστερού ψηφοδελτίου «Μια άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα», θεωρούμενα και τα δυο «ευρρωσκεπτικιστικά». Το αποτέλεσμα του Ρέντσι συνιστά, επομένως, μια αναδιάταξη δυνάμεων και μια εσωτερική απλούστευση του κυβερνώντος συνασπισμού.
Ένας πολιτικός λόγος γεμάτος μεγαλοστομίες
Αλλά και το «ανανεωτικό» προφίλ του Ρέντσι είναι σχετικό. Είναι αλήθεια ότι η Ιταλία είναι μια κατ’ εξοχήν γεροντοκρατούμενη χώρα, στην οποία οι θέσεις – κλειδιά βρίσκονται στα χέρια εξηντάρηδων. Σύμφωνα με μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Καλάμπρια, που δημοσιεύτηκε το 2012, η μέση ηλικία των ιθυνόντων ήταν τότε η υψηλότερη στην Ευρώπη: 59 χρόνια, με μέση ηλικία των καθηγητών Πανεπιστημίου τα 64 χρόνια, των υπουργών τα 43 χρόνια και των τραπεζιτών τα 67 χρόνια (6). Σε αυτό το πλαίσιο, το νεανικό προφίλ έχει πολλές πιθανότητες να συγκινήσει ένα εκλογικό σώμα απαυδισμένο από ηγέτες που έχουν απονομιμοποιηθεί.
Όμως η ανανέωση που υπόσχεται ο Ρέντσι, μικρή σχέση έχει με την Αριστερά και την Ιστορία της. Άλλωστε, ο πρωθυπουργός δεν έχει καμιά σχέση με την παράδοση της Αριστεράς. Δεν πέρασε ποτέ από το ΙΚΚ, ούτε από το διάδοχο κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς (ΔΚΑ). Γιος ενός Χριστιανοδημοκράτη πολιτικού της Τοσκάνης, άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία σε ένα σχήμα μετριοπαθές και καθολικού προσανατολισμού, τη Μαργαρίτα. Η ένταξη του Ρέντσι στην οικογένεια της ιταλικής Αριστεράς γίνεται σχεδόν συμπτωματικά, όταν το ΔΚΑ και η Μαργαρίτα συγχωνεύονται για να δημιουργήσουν το Δημοκρατικό Κόμμα. Η συμμετοχή του στις προκριματικές εκλογές του ΔΚ για τη θέση του δημάρχου της Φλωρεντίας, ενάντια στον υποψήφιο της πανιταλικής γραμματείας του κόμματος, μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να θεωρηθεί ως μια επιθετική εξαγορά ενός πολιτικού κόμματος προς το οποίο πάντα αισθανόταν ξένος και το οποίο για πολύ καιρό τον αντιλαμβανόταν αντιστοίχως ως ξένο. Η επιχείρηση λαμβάνει σάρκα και οστά το Φεβρουάριο του 2014: αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση εξ εφόδου, καθαιρώντας τον ενδοκομματικό του αντίπαλο Ενρίκο Λέτα. Ενέργεια που αντιφάσκει με τις αλλεπάλληλες δηλώσεις στις οποίες αρνούνταν κατηγορηματικά να αναλάβει την εξουσία χωρίς προηγουμένως να έχει εκλεγεί και να έχει έτσι τη λαϊκή νομιμοποίηση.
Κατά συνέπεια, η πολυδιαφημισμένη ανανέωση δε συνίσταται στην ικανότητα του Ρέντσι να τηρεί το λόγο του, αλλά στη δημόσια εικόνα του και στην πολιτική επικοινωνία. Έχει επιτυχία χάρη σε έναν λόγο ευθύ, γεμάτο μεγαλοστομίες, στη χρήση της τηλεόρασης και των νέων μέσων χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς -ιδίως του Twitter– και από μια ασεβή προτίμηση για τη ρήξη με το θεσμικό πρωτόκολλο. Έτσι, ο πρώην διαφημιστής ανανεώνει την ιταλική πολιτική σκηνή… φορώντας τζιν.
Από την άποψη αυτή, είναι κληρονόμος του Μπερλουσκόνι, ο οποίος είχε μια εκπληκτική ικανότητα να χειραγωγεί τα μέσα ενημέρωσης για να εμφανίζεται ως ο άνθρωπος με το όραμα και την ελπίδα. Από την πρώτη συνάντησή τους, άλλωστε, το 2010, ο Καβαλιέρε δεν κρύβει την εκτίμησή του για τον νεαρό διάδοχό του: τον βρίσκει «διαφορετικό από τα γερόντια της Αριστεράς» και του αναγνωρίζει μια ικανότητα να «μην ακολουθεί την πεπατημένη», σε σημείο να θέλει να τον χρίσει διάδοχό του στην ηγεσία της κεντροδεξιάς ιταλικής συμμαχίας (7).
Το ταλέντο του Ρέντσι συνίσταται στην ικανότητά του να συνδυάζει την μπερλουσκονική επιρροή και τις διδαχές του Γκρίλο και του Κινήματος των 5 Αστέρων του (8): οι υποσχέσεις πωλούνται πολύ καλύτερα όταν συνοδεύονται από μια αντισυστημική ρητορική. Ο πρωθυπουργός εμφανίζεται ως rottomatore (οδοστρωτήρας), ως άνθρωπος που «ξεφορτώνεται τα σκουπίδια», που προκαλεί το πολιτικό κατεστημένο –αρχής γενομένης από αυτό του Δημοκρατικού Κόμματος-, το οποίο ενδιαφέρεται μονάχα για τα δικά του συμφέροντα.
Απόδειξη τούτου είναι ότι η κυβέρνησή του αποτελείται από ίσο αριθμό ανδρών και γυναικών, κυρίως προσωπικότητες χωρίς πολιτικό βάρος, ούτε εμπειρία. Κατ’ απαίτηση του εθνικού γραμματέα, κάθε ένα από τα ψηφοδέλτια που παρουσίασε το ΔΚ στις ευρωεκλογές είχε επικεφαλής μια γυναίκα, κάποιες φορές άγνωστη στο ευρύ κοινό. Αυτό θυμίζει τον αυταρχικό τρόπο με τον οποίο ο Γκρίλο «διαχειρίζεται» τους βουλευτές του M5S, οι οποίοι προάγονται ή εκδιώκονται ανάλογα με τις διαθέσεις του χαρισματικού ηγέτη. Και στις δύο περιπτώσεις, οι βουλευτές εμφανίζονται ως αναλώσιμοι, με φόντο την ιδέα ότι το Κοινοβούλιο είναι άχρηστο.
Από τους πρώτους μήνες της πρωθυπουργίας του, η αλλαγή που προτείνει ο Ρέντσι προσανατολίζεται σε δύο προτεραιότητες, στις οποίες δίνει έμφαση ο επικοινωνιακός μηχανισμός της κυβέρνησης: στις εκλογικές και θεσμικές «μεταρρυθμίσεις» και στη μείωση των προνομίων του πολιτικού κόσμου. Προς το παρόν, τα αποτελέσματα είναι περιορισμένα. Η επίθεση κατά του τρόπου ζωής των ηγετών της χώρας μεταφράστηκε στην πώληση των υπηρεσιακών αυτοκινήτων σε πλειστηριασμό (των Άλφα Ρομέο, των Μαζεράτι κ.λπ.). Η επιχείρηση, που έτυχε ευρείας κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης, σημαδεύτηκε από μια συμβολική επιτυχία: τα αυτοκίνητα έγιναν ανάρπαστα, καθώς, μολονότι οι Ιταλοί είναι δύσπιστοι απέναντι στους ανθρώπους της εξουσίας, επιθυμούν να τους μοιάσουν…
Σε ό,τι αφορά δε στις μεταρρυθμίσεις του εκλογικού συστήματος και της Γερουσίας, συνιστούν, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Γερουσίας, Πιέτρο Γκράσο έναν «κίνδυνο για τη Δημοκρατία». Σύμφωνα με πολλούς Ιταλούς νομικούς, μεταξύ των οποίων και ο Γκουστάβο Ζαγκρεμπέλσκι, η πριμοδότηση του πρώτου σε ψήφους κόμματος -το 37% των ψήφων θα είναι αρκετό για να κερδίσει τις 340 από τις 630 έδρες της Βουλής– σε συνδυασμό με τη μείωση του ρόλου της Γερουσίας, είναι στο όριο της αντισυνταγματικότητας (9).
Αντιθέτως, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο η κυβέρνηση είναι σαφώς λιγότερο δραστήρια. Το μπόνους των 80 ευρώ μηνιαίως που δόθηκε για μερικούς μήνες στα δέκα εκατομμύρια των εργαζομένων που κερδίζουν λιγότερα από 1500 ευρώ, είναι κυρίως μια συμβολική κίνηση, που δύσκολα συγκαλύπτει τη συνέχεια μεταξύ του Ρέντσι και των προκατόχων του. Το μέτρο δεν είναι καταστροφικό για το Δημόσιο Ταμείο και επιτρέπει στον πρωθυπουργό να δείχνει ότι αψηφά τη λιτότητα που προωθούν οι Βρυξέλλες, πράγμα για το οποίο υπερηφανεύονταν στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας των ευρωεκλογών.
Πίσω από τα επιφαινόμενα, ωστόσο, ο οδοστρωτήρας προωθεί έναν «μπλερισμό» παλαιάς κοπής, ξένο προς τη σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Έτσι, το διάταγμα για την εργασία -που μετονόμασε σε «Jobs Act»- ενισχύει την ανασφάλεια, παρατείνοντας τη διάρκεια των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς αιτιολόγηση, από τους δώδεκα στους τριάντα έξι μήνες, και επιτρέποντας την ανανέωσή τους έως και οκτώ φορές. Επιπλέον, παρά την επιφαινόμενη έντονη αντίθεσή του στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος που προώθησε η κυβέρνηση Μόντι, η σημερινή κυβέρνηση δείχνει να μην έχει καμιά διάθεση να προβεί σε αλλαγές. Άλλωστε, ο υπουργός Οικονομικών, Πιερ Κάρλο Παντοάν, δήλωσε ότι είναι «υπέρ μιας προοδευτικής αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης», διότι, κατά τη γνώμη του, «δεν είναι σωστό να λέγεται πως οι ηλικιωμένοι κλέβουν την εργασία από τους νέους» (10).
Ο Ρέντσι χαίρει μιας αξιοπιστίας, την οποία υπάρχει κίνδυνος να χρησιμοποιήσει για να επιβάλει τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που δεν κατόρθωσαν οι προκάτοχοί του να θέσουν σε εφαρμογή. Επίσης, απολαμβάνει ευρείας κάλυψης από τα ιταλικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης, έχει την υποστήριξη διασημοτήτων όπως ο Ντιέγκο ντε λα Βάλε, ο ιδιοκτήτης της εταιρείας Tod’s ή επιχειρηματίες όπως ο Φλάβιο Μπριατόρε και ο Κάρλο ντε Μπενεντέτι. Ο πλέον πρόσφατος υποστηρικτής του δεν είναι άλλος από τον Σέρτζιο Μαρκιόνε, διευθύνοντα σύμβουλο της Fiat: «Το πρόγραμμα του Ρέντσι είναι το μόνο ρεαλιστικό. Ελπίζω να τον ακούσουν» (11).
Εξάλλου, ο Ρέντσι φρόντισε να εκδηλώσει την αναγνώρισή του προς τους πλούσιους υποστηρικτές του ευθύς μόλις ανέλαβε τη διακυβέρνηση, ελαφρύνοντας κατά 23 εκατομμύρια ευρώ τους φόρους της εταιρείας Sorgenia, ιδιοκτησίας της οικογένειας Ντε Μπενεντέτι. Η τελευταία ελέγχει, μεταξύ άλλων, τον εκδοτικό όμιλο L’ Espresso, στον οποία ανήκει και η εφημερίδα La Repubblica –πράγμα που εξηγεί ίσως την εξαιρετικά ευνοϊκή μεταχείριση που του επιφυλάσσει η ίδια.
Η εικόνα της «ρήξης» που τόσο αρέσει στον πρωθυπουργό, είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στην ανανέωση που προτείνει: όπως τα πριμ που προσφέρονται για την ανακύκλωση παλιών αυτοκινήτων και ηλεκτρικών συσκευών είναι στην πραγματικότητα μια ανάσα για τις επιχειρήσεις, έτσι και η «ανανέωση» είναι για μια και μόνη χρήση, με προορισμό την ταχεία ανάλωση. Ο Ρέντσι πρέπει να μετατρέψει σε μουσική μια δύσκολη πολιτική παρτιτούρα: να πετύχει συγκεκριμένες βελτιώσεις για τις φτωχότερες τάξεις, διασφαλίζοντας τα διαφορετικά συμφέροντα των κύριων μετόχων της διακυβέρνησής του –τον πολιτικό κόσμο της Δεξιάς και της Αριστεράς που δεν θέλει να χάσει τα προνόμιά του, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, το νομικό σύστημα… Κι όλα αυτά, χωρίς να αποκλίνει ιδιαίτερα από το νεοφιλελεύθερο ευαγγέλιο και τις εντολές της ευρωπαϊκής «τρόικας». Και πρέπει να το πετύχει σύντομα. Γιατί ακόμα και οι καλύτεροι υποστηρικτές της απαλλαγής δεν είναι στο απυρόβλητο…