el | fr | en | +
Accéder au menu

Πώς ένας άνθρωπος μετατρέπεται σε κεφάλαιο

Μια εναλλακτική λύση απέναντι στην τραπεζική πίστωση

Ο Άνταμ Στιτζ, ένα απόλυτα υπαρκτό πρόσωπο, θα μπορούσε να είναι ένας από τους ήρωες του Human Stock Exchange. Για να χρηματοδοτήσει τη νεοφυή επιχείρησή του (1) που δραστηριοποιείται στον τομέα του χειρουργικού υλικού, αυτός ο απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Κολούμπια άνοιξε ένα προφίλ στην ιστοσελίδα Upstart, η οποία δημιουργήθηκε το 2012. Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στις κλασικές ιστοσελίδες συμμετοχικής χρηματοδότησης όπως η Ulule, στις οποίες προτείνεται και «πωλείται» στους επενδυτές ένα συγκεκριμένο επιχειρηματικό σχέδιο (2), στην εν λόγω ιστοσελίδα, αυτό που πωλείται είναι ένα… άτομο. Προφανώς, το βιογραφικό του Στιτζ έπεισε: είκοσι έξι επενδυτές εμπιστεύθηκαν σε αυτόν τον εικοσιεπτάχρονο μηχανολόγο μηχανικό 60.000 δολάρια (45.000 ευρώ)· σε αντάλλαγμα, οφείλει να τους καταβάλλει το 6% των ετήσιων εισοδημάτων του επί δέκα χρόνια.

Έτσι, πολλές εκατοντάδες Αμερικανών στρέφονται προς εταιρείες όπως η Upstart, η Pave ή η Lumni για να υπογράψουν συμβόλαια «ανθρώπινου κεφαλαίου». Τα χρήματα που συγκεντρώνονται μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πλήθος σκοπών: τη δημιουργία μιας επιχείρησης, την πληρωμή διδάκτρων, την αποπληρωμή ενός δανείου, αλλά και τη χρηματοδότηση της τουρνέ ενός τραγουδιστή, την παραγωγή μιας κινηματογραφικής ταινίας, την προπόνηση ενός αθλητή… Η λειτουργία του συστήματος παρουσιάζει ελάχιστες παραλλαγές: για παράδειγμα, στην Upstart, οι υποψήφιοι που επιλέγονται και προτείνονται στους επενδυτές παρουσιάζουν αναλυτικά τη διαδρομή τους και τα σχέδιά τους για το μέλλον και η διαδικτυακή πλατφόρμα παρουσιάζει την πιθανολογούμενη μελλοντική εξέλιξη των εισοδημάτων τους με βάση όλα τα παραπάνω στοιχεία. Οι επενδυτές (οι οποίοι αποκαλούνται backers) επιλέγουν σε ποιους θα ποντάρουν και, σε αντάλλαγμα για τη χρηματοδότηση που θα παρέχουν, θα λάβουν ένα μερίδιο (έως και 7%) από τα μελλοντικά εισοδήματά τους για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα (μεταξύ 5 και 10 ετών). Η δε Upstart λαμβάνει ως προμήθεια το 3% των κεφαλαίων που θα συγκεντρωθούν.

Από την πλευρά του επενδυτή, ο συγκεκριμένος χρηματοοικονομικός μηχανισμός εμφανίζει ενδιαφέρον, γιατί δεν παρουσιάζει μεγάλο ρίσκο: μια νεοφυής επιχείρηση έχει τρεις πιθανότητες στις τέσσερις να οδηγηθεί σε πτώχευση (3), τη στιγμή που ένας Αμερικανός απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Κολούμπια έχει 99% πιθανότητες να γίνει «πετυχημένος» και να έχει σημαντικά εισοδήματα. Ακόμα κι αν το πρώτο του επιχειρηματικό σχέδιο αποτύχει εντελώς, διαθέτει συνήθως το ανθρώπινο κεφάλαιο που απαιτείται για να ξανασταθεί γρήγορα στα πόδια του και να βαδίσει προς την επιτυχία (4). Αυτή είναι η πονηριά: όταν επενδύεις σε έναν άνθρωπο αντί σε μια επιχείρηση, ο νόμος των πιθανοτήτων είναι με το μέρος σου, όπως εξάλλου και η δυνατότητα πρόβλεψης της σταθερής κοινωνικής τροχιάς που θα ακολουθήσουν ορισμένα άτομα…

Η ακριβής φύση αυτών των υβριδικών συμβολαίων δεν είναι εντελώς ξεκάθαρη. Ναι μεν αποτελούν δάνεια με ορισμένη χρονική διάρκεια αποπληρωμής, ωστόσο το ποσό της αμοιβής του δανειστή δεν είναι ορισμένο (όπως συμβαίνει στην περίπτωση των επιτοκίων): όπως και στην περίπτωση των μετοχών, η αμοιβή του δανειστή εξαρτάται από τις οικονομικές επιδόσεις των ατόμων… Πάντως, είτε οι backers θεωρηθούν δανειστές είτε μέτοχοι, το Upstart τούς διαβεβαιώνει ότι θα εισπράξουν απόδοση τουλάχιστον 8% για την επένδυσή τους, εάν το επίπεδο των εισοδημάτων που θα αποκτήσει ο δανειζόμενος αντιστοιχεί στις εκτιμήσεις που έχουν γίνει.

Σε τελική ανάλυση, είναι πιθανό ότι ο κλασικός τραπεζικός δανεισμός θα αποδεικνυόταν περισσότερο συμφέρων για έναν νέο επιχειρηματία, καθώς τελικά θα πλήρωνε λιγότερα. Όμως, αυτό το σύστημα του εξασφαλίζει ορισμένα άλλα πλεονεκτήματα. Καταρχήν, δεν πληρώνει το παραμικρό ποσό τις χρονιές που δεν κερδίζει τίποτε: συνεπώς, μπορεί να πάρει μεγαλύτερα ρίσκα. Εξάλλου, από νομική άποψη, τίποτε δεν τον εμποδίζει να αλλάξει ξαφνικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τη ζωή και να τα παρατήσει όλα για να πάει σε μια απομονωμένη περιοχή του Αϊντάχο και να επιδοθεί στις βιολογικές καλλιέργειες ή στην εκτροφή κατσικιών. Τέλος, ο εκκολαπτόμενος επιχειρηματίας επωφελείται από τις συμβουλές και το δίκτυο γνωριμιών των ατόμων που επένδυσαν σε αυτόν, καθώς αυτοί έχουν κάθε συμφέρον να ανοίξουν τα δίκτυα των γνωριμιών τους στους προστατευόμενούς τους, καθώς και να θέσουν στην υπηρεσία του όλη την τεχνογνωσία τους. Εξάλλου, υπάρχουν και ασφαλιστικές δικλίδες για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να αναγκαστούν εκείνοι που θα έχουν λαμπρές ιδέες, αντίστοιχες με εκείνες του Facebook και του Instagram, να καταβάλουν πλήθος εκατομμυρίων στην «μαικήνα» τους: πράγματι, έχει οριστεί πλαφόν για το ποσό που θα οφείλει να καταβάλλει ο δανειζόμενος επιχειρηματίας.

Όλα αυτά αποτελούν το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του περιβόητου «ανθρώπινου κεφαλαίου», το οποίο ορίζεται ως εξής από τον ΟΟΣΑ: «Το σύνολο των γνώσεων, των δεξιοτήτων, των ικανοτήτων και των ατομικών χαρακτηριστικών που διευκολύνουν τη δημιουργία προσωπικής, κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας» (5). Αυτή η έννοια που έκανε την εμφάνισή της κατά τη δεκαετία του 1960 και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στους κύκλους των Διευθύνσεων Προσωπικού από τη δεκαετία του 1980, ίσχυε κυρίως ως σχήμα λόγου της νεοφιλελεύθερης ρητορικής, σύμφωνα με την οποία, το άτομο είναι ο επιχειρηματίας του ίδιου του του εαυτού (6): όπως το φυσικό κεφάλαιο (ένα εργοστάσιο, ένα μηχάνημα) είναι πηγή υπεραξιών για μια επιχείρηση, το καθήκον τού κάθε ατόμου είναι να κάνει να καρποφορήσει το ανθρώπινο κεφάλαιό του, κυρίως μέσα από τη δια βίου επαγγελματική κατάρτιση. Ωστόσο, με επιχειρήσεις όπως η Upstart, περνάμε από την παρομοίωση στην κυριολεξία. Το κεφάλαιο του Στιτζ έχει για τους μετόχους του μια αξία η οποία είναι ρητά εκφρασμένη σε χρήμα και ένα ποσοστό αναμενόμενης οικονομικής απόδοσης.

Παρ’ όλο που αυτή η ακομπλεξάριστη εμπορευματοποίηση ενδέχεται να δημιουργεί αμηχανία ή δυσφορία σε ορισμένους, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από την ωμή εξήγηση ενός φαινομένου το οποίο είναι τόσο παλιό όσο και ο καπιταλισμός και η μισθωτή εργασία. Βέβαια, ο καπιταλισμός είχε τη λεπτότητα να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στον «εργαζόμενο» και την «εργατική δύναμη», υποδηλώνοντας, με αυτόν τον τρόπο, ότι -αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση της δουλείας- ο μισθωτός εξακολουθεί να είναι κύριος του εαυτού του και ενοικιάζει έναντι μισθού μονάχα τη χρήση της «δύναμής» του. Συνεπώς, η εμπορευματοποίησή του περιορίζεται αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια που θέτουν τα καθήκοντα μιας θέσης εργασίας και το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που διαρκεί η απασχόληση σε αυτή. Όμως, όσο κι αν η διάκριση ισχύει –και, εκ των πραγμάτων, όντως ο μισθωτός δεν είναι σκλάβος- δεν παύει να αποδεικνύεται ασαφής: οι επαγγελματικές ασθένειες αποδεικνύουν πόσο μεγάλη είναι η πίεση στην οποία υποβάλλεται ο εργαζόμενος, καθώς οδηγούν ακόμα και στη θυσία του σώματος του εργάτη. Όσο για τα στελέχη επιχειρήσεων, ποιος ξεχνάει ότι οφείλουν να θέσουν στην υπηρεσία της επιχείρησης όλη τους τη δημιουργικότητα, τη μνήμη τους, τον δυναμισμό τους, την προσωπικότητά τους και τις κοινωνικές τους σχέσεις, δηλαδή, σχεδόν ολόκληρη τη ζωή τους; Δεδομένου ότι οι χειρότερες υποθέσεις της μυθοπλασίας μπορούν πλέον να μετατραπούν σε πραγματικότητα, η έννοια του ανθρώπινου κεφαλαίου φαίνεται ότι αποτελεί στο εξής την καταλληλότερη περιγραφή για την κινητοποίηση του σώματος και της ψυχής που απαιτεί στην πραγματικότητα ο νεοφιλελευθερισμός από τον εργαζόμενο.

Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ετοιμαζόμαστε να περάσουμε σε ένα άλλο στάδιο. Μήπως η εργατική δύναμη έχει αρχίσει να μετατρέπεται από εμπόρευμα σε χρηματοοικονομικό αγαθό; Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε τη δυνατότητα μετατροπής της σε πολλούς τίτλους ιδιοκτησίας, οι οποίοι θα εξασφάλιζαν στον κάτοχό τους ρευστότητα (cash flow), χάρη στο γεγονός ότι θα ήταν διαπραγματεύσιμοι σε μια δευτερογενή αγορά (7). Δεδομένου ότι σε αυτήν την περίπτωση οι παίκτες του χρηματοοικονομικού τομέα θα είχαν στα χέρια τους μονάχα συμβόλαια και όχι το άβολο και δύσχρηστο «στοιχείο περιουσιακού ενεργητικού» που αποτελούν οι εργαζόμενοι ως ζωντανές υπάρξεις, θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να απεμπλακούν από την επένδυσή τους· με άλλα λόγια, θα διέθεταν μεγάλη ρευστότητα.

Δυνητικά, τα πάντα μπορούν να μετατραπούν σε στοιχείο του χρηματοοικονομικού ενεργητικού: ένα βαρέλι πετρέλαιο, ένα κιλό σιτάρι, τα ίδια κεφάλαια μιας επιχείρησης, το χρέος ενός κράτους, το δικαίωμα του ρυπαίνειν… Είναι άραγε δυνατόν να αναχθεί κι η εργατική δύναμη του Στιτζ σε χρηματοοικονομικό προϊόν, όπως συνέβη στο κόμικς των Ντοριζόν και Αλάρ; Εν μέρει μονάχα. Ο «τίτλος Στιτζ» έχει όντως μια εμπορευματοποιημένη αξία εκφραζόμενη με αριθμούς, η οποία υπολογίζεται με βάση τον αλγόριθμο της Upstart και προσφέρει στους κατόχους του μια απόδοση, η οποία μπορεί να παρομοιαστεί με το μέρισμα των μετοχών. Αντίθετα, για την ώρα, ο Στιτζ παραμένει ένας και αδιαίρετος: δεν έχει τεμαχιστεί σε πλήθος τίτλων ιδιοκτησίας. Κι αυτό, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει για την ώρα μια δευτερογενής αγορά στην οποία οι επενδυτές θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τα τεμάχια αυτού του ατόμου.

Ωστόσο, δεν θα έπρεπε να εκπλαγούμε εάν αναπτυχθεί παρόμοια αγορά, η οποία υπάρχει ήδη στον τομέα του επαγγελματικού αθλητισμού όπου, είναι αλήθεια, η εμπορευματοποίηση έχει λάβει μια ιδιαίτερη μορφή. Οι ομάδες αγοράζουν διάσημους αθλητές σε ειδικές αγορές που έχουν αποκληθεί πολύ εύστοχα «mercatos», από τεχνική άποψη, αυτό που μεταβιβάζεται σε αυτές τις αγορές δεν είναι τίποτε άλλο από συμβόλαια ορισμένου χρόνου. Οι ποδοσφαιριστές θα μπορούσαν πολύ άνετα να μετατραπούν στα πρώτα φυσικά πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να διαβούν το όριο που χωρίζει την απλή εμπορευματοποίηση από τη μετατροπή σε χρηματοοικονομικό προϊόν.

Αν και η αγορά ενός τμήματος, ενός μεριδίου, κάποιου ποδοσφαιριστή απαγορεύεται στην Αγγλία και στη Γαλλία, αποτελεί μια εξαιρετικά διαδεδομένη πρακτική στη Βραζιλία, στην Αργεντινή, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Έτσι, σε ολόκληρο τον κόσμο, περίπου χίλιοι ποδοσφαιριστές ανήκουν σε κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds), τα οποία τούς αγοράζουν συνήθως από ομάδες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Για παράδειγμα, το 2011, η FC Porto πώλησε, έναντι 2,6 εκατομμυρίων ευρώ, το ένα τρίτο του συμβολαίου του νεαρού Γάλλου ποδοσφαιριστή Ελιακίμ Μανγκάλα στην Doyen Sports, θυγατρική μιας εταιρείας επενδύσεων χαρτοφυλακίου που ειδικεύεται στην απόκτηση μετοχικής συμμετοχής σε επιχειρήσεις του κλάδου της εξόρυξης ουρανίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο στόχος των επενδυτών δεν συνίσταται στο να καρπωθούν ένα μερίδιο από τα εισοδήματα που θα αποκτήσει ο παίκτης, αλλά να επωφεληθούν από την υπεραξία που θα προκύψει από τη μεταπώληση του συμβολαίου του παίκτη.

Βέβαια, τα μερίδια του Μανγκάλα δεν είναι εισηγμένα σε κάποιο χρηματιστήριο: παραμένουν στο θολό, αδιαφανές τοπίο των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, που επενδύουν σε τίτλους που δεν είναι εισηγμένοι σε χρηματιστήρια (private equity) και, συνεπώς, ανταλλάσσονται χέρι με χέρι ανάμεσα σε εξειδικευμένα κερδοσκοπικά κεφάλαια. Αν και ο ποδοσφαιριστής μπορεί να τεμαχιστεί σε χρηματοοικονομικούς τίτλους που διασπείρονται ανάμεσα στην ομάδα του και τα διάφορα κερδοσκοπικά κεφάλαια, αυτή η αγορά χαρακτηρίζεται αυτή τη στιγμή από εξαιρετικά περιορισμένη ρευστότητα.

Αλλά, θεωρητικά, τίποτε δεν εμποδίζει το ενδεχόμενο. Η καλιφορνέζικη πλατφόρμα χρηματιστηριακών συναλλαγών Fantex έκανε το πρώτο βήμα, εισάγοντας, στις 28 Απριλίου του 2014, τον πρώτο αθλητή στο χρηματιστήριο. Η νεοφυής εταιρεία δήλωσε ότι πούλησε το σύνολο των 421.000 «μεριδίων» του Βέρνον Ντέιβις, ενός διάσημου παίκτη του ράγκμπι, προς 10 δολάρια το τεμάχιο. Έτσι, ο εξτρέμ της ομάδας San Francisco 49ers εισέπραξε 4 εκατομμύρια δολάρια, ενώ οι μέτοχοί του θα μοιράζονται κάθε χρόνο το 10% των εισοδήματος που θα κερδίζει.

Φτωχοί, φοιτητές: τοξικά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η τιτλοποίηση, η οποία ήδη αγγίζει τον χώρο του αθλητισμού, θα εξαπλωθεί και σε άλλους τομείς. Έτσι, σε ένα πιθανότατα σύντομο μέλλον, τα «μερίδια» ενός φοιτητή θα μπορούσαν να τεθούν υπό διαπραγμάτευση σε μια δευτερογενή αγορά, χωρίς καν να είναι υποχρεωτικό να ενημερωθεί κι ο ίδιος γι’ αυτό. Ωστόσο, για να ολοκληρωθεί η μετατροπή του ανθρώπινου κεφαλαίου σε χρηματοοικονομικό προϊόν, θα πρέπει να περάσει από το στάδιο της μαζικοποίησης και της τυποποίησης. Δεδομένου ότι ο χρηματοοικονομικός τομέας αναζητάει διαρκώς τη ρευστότητα, χρειάζεται μεγάλες δευτερογενείς αγορές με βάθος, στις οποίες είναι εύκολη η ανταλλαγή των τίτλων. Ακόμα κι ένας διάσημος ποδοσφαιριστής που αξίζει 20 εκατομμύρια δολάρια αντιστοιχεί σε μια πολύ μικρή οικονομική επιφάνεια για να στηριχθεί σε αυτόν μια αγορά με έναν όγκο συναλλαγών που θα εγγυάται την ύπαρξη ρευστότητας. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο χρηματοοικονομικός τομέας θα στρατολογήσει τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπινων κεφαλαίων και θα τα ομογενοποιήσει για να τα εντάξει μέσα σε δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα ή σε χρηματιστηριακούς δείκτες.

Και τότε οι επενδυτές οι οποίοι θα έχουν προστρέξει με ενθουσιασμό σε αυτήν την αγορά, ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωποι με δυσάρεστες εκπλήξεις. Πράγματι, η μαζικοποίηση της αγοράς εγκυμονεί τον κίνδυνο να συνοδευτεί από την υποβάθμιση της ποιότητας του ενεργητικού στο οποίο θα κληθούν να επενδύσουν. Βέβαια, η Upstart επιλέγει να επενδύσει μονάχα στην αφρόκρεμα: νεαρούς που έχουν αποφοιτήσει από τα καλύτερα πανεπιστήμια. Όμως, όταν θα έχει στρατολογηθεί σε αυτό το σύστημα ολόκληρη η ελίτ του έθνους, τότε ορισμένες άλλες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν λιγότερο απαιτητικές και προσεκτικές ως προς την ποιότητα των «πρωταθλητών» που προτείνουν στους επενδυτές. Κατά τον ίδιο τρόπο που στο παρελθόν οι επενδυτικές τράπεζες συσσώρευαν μαζικά τα ενυπόθηκα δάνεια που είχαν χορηγηθεί σε φτωχούς δανειολήπτες (τα subprimes) και τα χρησιμοποιούσαν για να δημιουργήσουν με αυτά «πακέτα», τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα τα οποία είχαν αξιολογηθεί με τον βαθμό «τριπλό Α» από τους οίκους αξιολόγησης, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τη δημιουργία μεγάλων πακέτων συμβολαίων ανθρώπινου κεφαλαίου, αμφίβολης ποιότητας, τα οποία θα έχουν συγκεντρωθεί σε ένα νέο εξωτικό χρηματοοικονομικό εργαλείο, το οποίο και θα πλασαριστεί σε μεγάλες ποσότητες στα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία…

Χωρίς αμφιβολία, το να βρεθούν ορισμένοι εύπιστοι επενδυτές με τοξικά στοιχεία ενεργητικού στο χαρτοφυλάκιό τους θα είναι απλά ένα λυπηρό ενδεχόμενο· όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν πρόκειται για το ενδεχόμενο που μας ανησυχεί και μας ενοχλεί περισσότερο. Το κρατικό πανεπιστήμιο του Όρεγκον έχει εδώ και πολύ καιρό δρομολογήσει ένα πιλοτικό πρόγραμμα, το οποίο στηρίζεται σε αρχές παρόμοιες με εκείνες της Upstart: αντί οι φοιτητές να πληρώνουν δίδακτρα –τις περισσότερες φορές με τη λήψη δανείου (8)- αναλαμβάνουν την υποχρέωση να καταβάλλουν επί είκοσι χρόνια το 3% του μελλοντικού εισοδήματός τους σε ένα ειδικό ταμείο, το οποίο διαχειρίζεται η πολιτεία του Όρεγκον. Τελικά, οι απόφοιτοι που έχουν μια επιτυχημένη καριέρα πληρώνουν το πτυχίο τους ακριβότερα από τους υπόλοιπους, ενώ οι φοιτητές με κακές επιδόσεις στις σπουδές τους και με προβληματική επαγγελματική ζωή γλιτώνουν τον δανεισμό για την πληρωμή των διδάκτρων…

Οι εμπνευστές αυτού του προγράμματος μιλάνε για «κοινωνική ασφάλιση». Κι αν δεν φοβόντουσαν τη γελοιοποίηση, θα μπορούσαν να επικαλεσθούν ακόμα και το κομμουνιστικό σύνθημα «Καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, σε καθέναν ανάλογα με τις ανάγκες του»… Βέβαια, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το σύστημα θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην εξής εξέλιξη: το πανεπιστήμιο του Όρεγκον θα έχει την τάση να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις κατευθύνσεις σπουδών που δεν εξασφαλίζουν «υψηλή επαγγελματική επιτυχία», αλλά και να επιλέγει τους φοιτητές του, όχι με βάση τις διανοητικές τους ικανότητες, αλλά με βάση την ήδη υπάρχουσα οικονομική τους επιφάνεια, η οποία και αποτελεί εγγύηση για την ύπαρξη υψηλών μελλοντικών εισοδημάτων. Αυτή η χρηματοοικονομική μηχανική μπορεί να εξασφαλίσει ένα σωρό επιτεύγματα, όχι όμως και την ισότητα που ονειρεύτηκαν οι σοσιαλιστές διανοούμενοι.

Laura Raim

Δημοσιογράφος
Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1(Σ.τ.Μ.) Στα αγγλικά start-up, καινοτόμες και πολλά υποσχόμενες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του Διαδικτύου ή των νέων τεχνολογιών.

(2Βλέπε Jacques Denis, «Tous producteurs», «Le Monde diplomatique», Μάρτιος

(3Deborah Cage, «The venture capital secret: 3 out of 4 start-ups fail», «The Wall Street Journal», Νέα Υόρκη, 20 Σεπτεμβρίου

(4(Σ.τ.Μ.) Αντίθετα απ’ ό,τι ισχύει για την ευρωπαϊκή νοοτροπία, για την αμερικανική επιχειρηματική κουλτούρα μια πτώχευση δεν αποτελεί μια ιδιαίτερα μελανή κηλίδα. Πρόκειται απλά για μια αποτυχία.

(5«Du bien-être dans les nations. Le rôle du capital humain et social», ΟΟΣΑ, Παρίσι, 2001.

(6Βλέπε Alain Bihr, «Capital… humain», «Le Monde diplomatique», Δεκέμβριος

(7Αγορά «μεταχειρισμένων», δηλαδή μεταπώλησης των τίτλων που κυκλοφορούν.

(8Βλέπε Isabelle Bruno, «Pourquoi les droits d’inscription universitaire s’envolent partout» και Christopher Newfiled, «La bombe étudiante, une bombe à retardement», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος

Μοιραστείτε το άρθρο