Το «Ισλαμικό Κράτος», αυτό το τζιχαντιστικό κίνημα το οποίο πλέον ελέγχει μεγάλα τμήματα της Βορειοανατολικής Συρίας (1) και του Βορειοδυτικού Ιράκ, εμφανίζεται σήμερα τόσο γεμάτο αυτοπεποίθηση κι αποφασιστικότητα, όσο η υπόλοιπη γεωγραφική περιοχή που το περιβάλλει είναι βυθισμένη στη σύγχυση. Δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο ένα νέο κράτος, δεδομένου ότι απορρίπτει την έννοια των συνόρων και σε μεγάλο βαθμό στερείται θεσμών. Αντίθετα, μας μαθαίνει πολλά πράγματα για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, και κυρίως για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη της περιοχής• μας μαθαίνει επίσης πλήθος πραγμάτων για την εξωτερική πολιτική των δυτικών χωρών.
Δεδομένης της σύνθεσής του (εθελοντές που έχουν προστρέξει από κάθε σημείο του κόσμου) και των απαρχών του, αυτό το κατακτητικό κίνημα έχει μια εντυπωσιακά ξεκάθαρη ταυτότητα. Η ιστορία του αρχίζει στο Ιράκ όταν, μετά την αμερικανική επέμβαση του 2003, μια χούφτα πρώην μουτζαχεντίν του πολέμου του Αφγανιστάν έστησε ένα τοπικό παράρτημα της Αλ Κάιντα, με τρόπο που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τη μέθοδο του φραντσάιζινγκ. Πολύ σύντομα, το δόγμα τους αποσυνδέθηκε από εκείνο της μητρικής: έδωσαν προτεραιότητα στον εχθρό που βρισκόταν κοντύτερα σε αυτούς και όχι στον απόμακρο αντίπαλο που αντιπροσώπευαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ. Αγνοώντας ολοένα περισσότερο τον Αμερικανό κατακτητή, πυροδότησαν έναν θρησκευτικό πόλεμο ανάμεσα στους σουνίτες και στους σιίτες, για να περάσουν στη συνέχεια σε μια αδελφοκτόνο λογική. Η τρομακτική βιαιότητά τους στράφηκε εναντίον των υποτιθέμενων προδοτών και αποστατών που βρίσκονταν ανάμεσα στους σουνίτες, δηλαδή μέσα στο ίδιο τους το στρατόπεδο. Η αυτοκαταστροφική τάση που κυριάρχησε την περίοδο 2007-2008 οδήγησε αυτό το κίνημα στη συρρίκνωση: απόμειναν μερικοί ριζοσπάστες περιχαρακωμένοι στα βάθη της ιρακινής ερήμου.
Η θεαματική επιστροφή της ΟΙΚ στην επικαιρότητα ελάχιστα οφείλεται στην αξία των στελεχών της. Οι διακηρυγμένοι εχθροί της –των οποίων ο κατάλογος θυμίζει ένα πραγματικό «Who’s Who» της περιφερειακής στρατηγικής σκηνής- της άνοιξαν διάπλατα τον δρόμο. Καταρχάς, τα καθεστώτα του ιρακινού πρωθυπουργού Νούρι Αλ Μαλίκι και του Σύρου προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ, καθώς χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα που μπορεί κανείς να φανταστεί –ακόμα κι αδιανόητα (για παράδειγμα τη χρήση χημικών όπλων στη Συρία)- για να τσακίσουν, στο όνομα ενός υποτιθέμενου «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία», τη σουνιτική αντιπολίτευση, την οποία είχαν προηγουμένως ριζοσπαστικοποιήσει με κάθε τρόπο. Στη συνέχεια, οι ευκαιριακοί συνεταίροι τους που τους ενθάρρυναν: οι Ηνωμένες Πολιτείες για το Ιράκ και η Ρωσία για τη Συρία. Το Ιράν, που πρόσφερε σε αυτά τα δύο καθεστώτα την αμέριστη υποστήριξή του: η εξωτερική πολιτική της Τεχεράνης απέναντι στον αραβικό κόσμο συνοψίζεται ολοένα περισσότερο στη δημιουργία και διατήρηση σιιτικών πολιτοφυλακών, με αποτέλεσμα να εντείνεται η πόλωση ανάμεσα στα αντίπαλα δόγματα της περιοχής.
Και να μην ξεχνάμε και τις μοναρχίες του Κόλπου, των οποίων τα πετροδολάρια ξοδεύονται περισσότερο κι από απλόχερα, χρηματοδοτώντας μια ισλαμική οικονομία η οποία χαρακτηρίζεται από αδιαφάνεια. Από την πλευρά της, η Τουρκία είχε για μια περίοδο ανοίξει διάπλατα τα σύνορά της με τη Συρία, για να διευκολύνει τους τζιχαντιστές που κατέφθαναν από ολόκληρη την Ευρώπη, ακόμα κι από την Αυστραλία. Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να θεωρηθούν ως ένοχοι που έχουν εγκαταλείψει τον τόπο του εγκλήματος και να κριθούν ως φυγόδικοι: μετά τη δεκαετία της παράλογης αναταραχής που έφερε στην περιοχή η προεδρία του Τζορτζ Μπους, ο Μπάρακ Ομπάμα επέλεξε την αντίθετη στάση, τη φλεγματική κι απόμακρη αδιαφορία για την εξέλιξη των γεγονότων, τη στιγμή ακριβώς που ήταν ολοφάνερο ότι τα χρεοκοπημένα καθεστώτα της Συρίας και του Ιράκ αποτελούν πραγματικά φυτώρια για τους τρομοκράτες. Μέσα σε μια διετία, όχι μόνον η ΟΙΚ κατόρθωσε να αναπτυχθεί εντυπωσιακά, αλλά και επεκτάθηκε από θύλακα σε θύλακα, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να καταλάβει μεγάλες πόλεις, όπως η Ράκα, η Φαλούτζα και η Μοσούλη. Κι είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι πρόκειται για το πρώτο κίνημα στον αραβικό κόσμο που κατόρθωσε να βγάλει τον τζιχαντισμό από το περιθώριο.
Ένα μέρος της επιτυχίας του οφείλεται στη στρατηγική του, την οποία θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε στην έννοια της εδραίωσης. Δεν φιλοδοξεί τόσο να «κατακτήσει τον κόσμο» (όπως αφήνουν από κοινού να εννοηθεί, όχι μόνο οι προπαγανδιστές του αλλά και οι πολέμιοί του), όσο να εδραιώσει στέρεα την κυριαρχία του στις περιοχές που καταλαμβάνει. Αυτό το γεγονός το ωθεί σε πολύ μεγαλύτερο πραγματισμό απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Μέχρι πολύ πρόσφατα, αντί να εκτελούν τους δυτικούς ομήρους, οι μαχητές του τους αντάλλασσαν με λύτρα. Από αυτήν την άποψη, η εκτέλεση ενός Αμερικανού ομήρου ως απάντηση στα δυτικά πλήγματα που πραγματοποιήθηκαν στο Ιράκ στις 19 Αυγούστου, αποτελεί μια σημαντική στροφή. Αφιερώνουν μεγάλο μέρος της ενεργητικότητάς τους και της μαχητικότητάς τους για να αποκτήσουν τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών, οι οποίες τους εξασφαλίζουν μια αξιοθαύμαστη οικονομική αυτονομία. Επιτίθενται με μεγάλη προθυμία εναντίον ευάλωτων σουνιτών αντιπάλων τους που βρίσκονται στις ζώνες που έχουν προσελκύσει την προσοχή τους, αλλά ο ενθουσιασμός τους μειώνεται όταν εμπλέκονται σε ιδιαίτερα σκληρές αναμετρήσεις με σοβαρότερους αντιπάλους: συμμετέχουν ελάχιστα στη μάχη για την ανατροπή του συριακού καθεστώτος, αποφεύγουν την αντιπαράθεση με τις σιιτικές ιρακινές πολιτοφυλακές και προσπαθούν να μην οδηγήσουν στα άκρα τον ανταγωνισμό τους με τις κουρδικές φατρίες.
Ωστόσο, η Οργάνωση Ισλαμικό Κράτος μπορεί να προσφέρει ελάχιστα πράγματα στις περιοχές που καταλαμβάνει. Η καταστροφική κατάσταση που επικρατεί στη Μοσούλη μας δίνει το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι σημαντικοί οικονομικοί της πόροι δεν αποδεικνύονται αρκετοί για την εφαρμογή έστω και της παραμικρής αναδιανεμητικής πολιτικής. Οι αρχές στις οποίες στηρίζεται η διακυβέρνησή της στηρίζονται σε έναν αναχρονισμό: στην αναβίωση των πρακτικών του προφήτη του Ισλάμ, οι οποίες θα ήταν δύσκολα εφαρμόσιμες ακόμα και στην περίπτωση που θα είχαν κατανοηθεί σωστά. Κατά παράδοξο τρόπο, πέρα από αυτήν τη χοντροκομμένη ουτοπία, δεν στηρίζεται σε καμία θεωρία για το ισλαμικό κράτος : πρόκειται για μια παράλειψη η οποία παρατηρείται γενικότερα σε ολόκληρο τον σουνιτικό κόσμο, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη με τον σιιτισμό και την ιρανική επανάσταση. Στην καλύτερη περίπτωση, υλοποιεί ένα περισσότερο επεξεργασμένο και κωδικοποιημένο όραμα για τον πόλεμο, το οποίο της εξασφαλίζει μια πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τις ένοπλες συμμορίες οι οποίες επιδίδονται απλά και μόνον σε εγκληματικές δραστηριότητες. Αυτή η κωδικοποίηση με τις βίαιες ρητορικές και πρακτικές ενισχύει τη συνολική συνοχή της.
Οι σιίτες αισθάνονται αδικημένοι
Κατά βάθος, αρκείται κατά κύριο λόγο στο να καλύπτει ένα κενό. Η ΟΙΚ έχει καταλάβει το βορειοανατολικό τμήμα της Συρίας, επειδή το καθεστώς το έχει ουσιαστικά εγκαταλείψει και επειδή η αντιπολίτευση, η οποία θα μπορούσε να το έχει υποκαταστήσει, εγκαταλείφθηκε από τους υποτιθέμενους πάτρωνές της, κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ΟΙΚ διείσδυσε σε πόλεις όπως η Φαλούτζα και η Μοσούλη, επειδή η κεντρική εξουσία της Βαγδάτης δεν ενδιαφερόταν σχεδόν καθόλου γι’ αυτές: η παρουσία της εκεί ήταν ταυτόχρονα διεφθαρμένη, κατασταλτική αλλά κι επισφαλής. Η γρήγορη εξάπλωσή της στις ζώνες που ελέγχονταν από κουρδικές δυνάμεις αλλά κατοικούνταν από μειονότητες Χριστιανών και Γιεζήδων, εξηγείται από το ελάχιστο ενδιαφέρον που έδειξαν γι’ αυτά τα θύματα οι υποτιθέμενοι προστάτες τους, οι οποίοι προτίμησαν να προβούν στην αναδίπλωση των δυνάμεών τους στα εδάφη που αποτελούν τον φυσικό τους χώρο.
Η Οργάνωση Ισλαμικό Κράτος –η οποία είναι επίσης γνωστή και ως «Νταές» (Daesh), με το αραβικό ακρωνύμιό της που έχει μια κάπως περιφρονητική χροιά- καλύπτει επίσης ένα κενό και σε ένα περισσότερο αφηρημένο επίπεδο. Για να δώσουμε μια σχηματική εικόνα, ο σουνιτικός κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια διπλή δυσκολία: τόσο να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν του, όσο και να σχεδιάσει το μέλλον του. Ο ασυνάρτητος 20ός αιώνας, ο οποίος διαδέχτηκε μια μακρά περίοδο οθωμανικής κατοχής που γίνεται αντιληπτή ως περίοδος οπισθοδρόμησης, κατέληξε σε μια σειρά αποτυχιών: τα μοναδικά αποτελέσματα στα οποία οδήγησε ο αντιιμπεριαλισμός, ο παναραβισμός, οι εθνικισμοί, ο σοσιαλισμός, οι διάφορες μορφές ισλαμισμού και ο καπιταλισμός ήταν εμπειρίες αμφιλεγόμενες που άφησαν μεγάλη πικρία. Εκτός από την Τυνησία, οι ελπίδες που γεννήθηκαν από τις εξεγέρσεις του 2011 έχουν καταλήξει –για την ώρα τουλάχιστον- σε καταστροφικά αποτελέσματα. Προς τα πού θα μπορούσε να στραφεί ο σουνιτικός κόσμος για να βρει μια πηγή έμπνευσης, αυτοπεποίθησης κι υπερηφάνειας; Στις αντιδραστικές μοναρχίες του Κόλπου και στην Αίγυπτο; Στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, οι οποίοι είναι σήμερα τσακισμένοι; Στην παλαιστινιακή Χαμάς, η οποία έχει παγιδευτεί στο αιώνιο αδιέξοδο της αντίστασης προς το Ισραήλ;
Όλο αυτό το διάστημα, ο σιιτικός κόσμος έχει σημειώσει επιτυχίες, έστω και αποσπασματικές: το Ιράν έχει επιβληθεί ως ο αναπόφευκτος συνομιλητής των δυτικών και σκοπεύει να διαδραματίσει έναν ολοένα σημαντικότερο ρόλο μέσα στον αραβικό κόσμο. Η Χεζμπολάχ επιβάλλει τη θέλησή της στον Λίβανο. Έχει αρχίσει να εδραιώνεται ένας θρησκευτικός άξονας, ο οποίος συνδέει τη Βηρυτό, τη Δαμασκό, τη Βαγδάτη και την Τεχεράνη. Οι εξελίξεις αυτές πυροδοτούν ένα νέο κι ανησυχητικό φαινόμενο: στους σουνίτες, που αποτελούν την πλειοψηφία στην περιοχή, αρχίζει να αναπτύσσεται ένα σύμπλεγμα μειοψηφίας, μια διάχυτη αλλά έντονη αίσθηση περιθωριοποίησης, στέρησης των κεκτημένων τους και ταπείνωσης. Ολοένα περισσότεροι σουνίτες σε ολοένα περισσότερες περιοχές αισθάνονται ότι βρίσκονται υπό διωγμό κι ότι στερούνται των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους.
Αν εξαιρέσει κανείς ελάχιστες αξιοπρόσεκτες εξαιρέσεις, οι πραγματικές μειοψηφίες (σιιτική, αλαουιτική, χριστιανική, κουρδική κ.λπ.), οι οποίες καλλιεργούν τη δική τους ιδιαίτερη ταυτότητα θυματοποίησης, στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορούν για την τύχη της πλειοψηφίας του πληθυσμού, ενώ στη χειρότερη μετατρέπονται σε συνεργούς όσων της δημιουργούν προβλήματα. Κι η Δύση δεν υστερεί όσον αφορά αυτή τη στάση. Αν η τύχη των Γιεζήδων που πέθαιναν από την πείνα μετά τη φυγή τους στα βουνά του Σιντζάρ απασχόλησε ιδιαίτερα τα δυτικά υπουργεία Εξωτερικών, τα αφήνει παγερά αδιάφορα η τύχη των κατοίκων των πολιορκημένων από τις δυνάμεις του Άσαντ συνοικιών της Δαμασκού, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι σουνίτες.
Ίσως δε, το πλέον ανησυχητικό στοιχείο να συνίσταται στο γεγονός ότι το Ισλαμικό Κράτος έχει μετατραπεί σε φύλλο συκής που κρύβει το γενικευμένο πολιτικό κενό. Όλοι όσοι έφριτταν στο άκουσμα του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» του Τζορτζ Μπους –καθώς τη θεωρούσαν είτε αφελή ιδέα ενός «πυρομανή πυροσβέστη», είτε παράλογο κατάλοιπο μιας αυτοκρατορικής λογικής- υιοθετούν στο εξής αυτήν την επωδό, καθώς με αυτόν τον τρόπο αποφεύγουν να τοποθετηθούν απέναντι στα πραγματικά διλήμματα που θέτει η περιοχή. Η ΟΙΚ αποτελεί δικαιολογία για όλες τις υπερβολές της ιρανικής φυγής προς τα εμπρός, προς έναν ολοένα εντονότερο σιιτικό σεχταρισμό, ο οποίος προβάλλεται ως απάντηση στον σουνιτικό σεχταρισμό. Δικαιολογία για την αμφίσημη στάση της Δύσης, η οποία τα έχει χαμένα και δεν ξέρει πια τι να πρωτοκάνει. Δικαιολογία για τους συμβιβασμούς που έχει κάνει ένα μεγάλο μέρος των ελίτ του αραβικού κόσμου που ανέχεται το όργιο της αντεπαναστατικής βίας. Ή ακόμα, δικαιολογία για την ολοένα εντεινόμενη αποξένωση των μειονοτήτων από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσαν. Σε αυτήν την περίπτωση, μάλιστα, παρατηρείται μια δυναμική στην οποία οι μειονότητες είναι τόσο τα θύματα, όσο και οι πρωταγωνιστές, καθώς αγκιστρώνονται σε μορφές καταστολής οι οποίες εντείνουν το πρόβλημα.
Ακολουθεί μια σειρά εκκλήσεων και αφορισμών που είναι ο ένας περισσότερο παράλογος από τον άλλον. Το Ιράν προς τη Δύση: ζητούμε τη συμπάθειά σας, επειδή μας απειλεί η Οργάνωση Ισλαμικό Κράτος. Τα αραβικά καθεστώτα προς τους λαούς τους: δεν θα κάνουμε την παραμικρή παραχώρηση, επειδή μας απειλεί η Οργάνωση Ισλαμικό Κράτος. Η συριακή αντιπολίτευση: σώστε μας από τον ίδιο μας τον εαυτό, επειδή μας απειλεί η Οργάνωση Ισλαμικό Κράτος. Η Χεζμπολάχ προς τους Λιβανέζους: τα πάντα μας επιτρέπονται, επειδή μας απειλεί η Οργάνωση Ισλαμικό Κράτος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες: δεν επεμβαίνουμε στη Συρία, επειδή μας απειλεί η Οργάνωση Ισλαμικό Κράτος, αλλά πραγματοποιούμε πλήγματα στο Ιράκ επειδή… μας απειλεί η Οργάνωση Ισλαμικό Κράτος.
Παρατηρείται μια οπισθοδρόμηση προς όλες τις κατευθύνσεις. Η μοναδική αντίδραση συνίσταται στο να βγει από τον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας των διεθνών σχέσεων ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία». Ανασύρεται επίσης και η «προστασία των μειονοτήτων», η οποία επιχειρείται με αποικιακές μεθόδους, με τον βομβαρδισμό της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Τα λιγοστά πλήγματα που καταφέρουν στο Ιράκ τα αμερικανικά αεροσκάφη και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη αποδεικνύονται σωτήρια, όχι για την μειοψηφία των Γιεζήδων, αλλά για την εικόνα της κυβέρνησης Ομπάμα, η οποία έκλεινε τα μάτια κι αδιαφορούσε απέναντι σε κάθε βιαιοπραγία που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξαν τελικά να αντιδράσουν στο Ιράκ, επειδή διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να το κάνουν με μικρό κόστος. Πράγματι, δεν υπήρχε κίνδυνος κλιμάκωσης με το Ισλαμικό Κράτος, καθώς αυτό δεν διαθέτει τα μέσα για να προβεί άμεσα σε αντίποινα. Επίσης, δεν υπήρχε περίπτωση να δημιουργηθεί σάλος στην αμερικανική και στην παγκόσμια κοινή γνώμη, οι οποίες διάκεινται ήδη φιλικά προς αυτό το ενδεχόμενο. Ούτε και υπήρχε ο κίνδυνος των διπλωματικών περιπλοκών, καθώς οι πάντες έχουν ταχθεί εναντίον του Ισλαμικού Κράτους: η ιρακινή κυβέρνηση, η ηγεσία των Κούρδων, καθώς και η Τουρκία, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία.
Ωστόσο, αυτοί οι βομβαρδισμοί κάθε άλλο παρά ουδέτεροι είναι. Αντίθετα, για την περιοχή αποκτούν ιδιαίτερο νόημα. Από μια μακάβρια σύμπτωση της αλληλοδιαδοχής των σφαγών στη Μέση Ανατολή, αυτοί οι βομβαρδισμοί πραγματοποιούνται έναν μήνα μετά την κραυγαλέα αδιαφορία της Ουάσιγκτον για την τύχη των άμαχων που σκότωναν οι βόμβες στη Γάζα. Έτσι, στέλνουν επίσης κι ένα απόλυτα ξεκάθαρο μήνυμα σε όλους τους πρωταγωνιστές που ενεργούν στην περιοχή: η σωστή δοσολογία «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» και «προστασίας των μειονοτήτων» μπορεί να χρησιμεύσει για να κινητοποιηθεί προς όφελός τους η αμερικανική ισχύς. Ο Μασούντ Μπαρζανί, πρόεδρος της περιφερειακής κυβέρνησης του (ιρακινού) Κουρδιστάν, κατανόησε πολύ καλά αυτές τις εξελίξεις και απηύθυνε μια κατάλληλα διατυπωμένη έκκληση βοήθειας προς την αμερικανική κυβέρνηση μέσα από τις στήλες της Washington Post (2). Εξάλλου, και οι υπόλοιποι πολιτικάντηδες της περιοχής έλαβαν το μήνυμα. Ετσι κι αλλιώς, το μόνο αίτημα στο οποίο εξακολουθούν να κωφεύουν είναι οι εκκλήσεις για θετικές αλλαγές.
Η αφύπνιση του Λιβάνου
Χρειάστηκε να κάνει την εμφάνισή του στον Λίβανο η ΟΙΚ για να βγει αυτή η τόσο εύθραυστη χώρα από την παραλυσία στην οποία έχει βυθιστεί. Ωστόσο, αυτή η κίνηση προς τα εμπρός αποτελεί ταυτόχρονα και ένα άλμα προς τα πίσω: ο πολιτικός κόσμος και οι ξένοι σπόνσορές του πλειοδοτούν στην υποστήριξη του στρατού, ο οποίος αποτελεί πόλο συσπείρωσης, με στόχο την καταδίωξη των σουνιτών ισλαμιστών, αγνοώντας το ευαίσθητο ζήτημα της Χεζμπολάχ ,η οποία αφήνεται ανεμπόδιστη να πολεμάει στο πλευρό των μισητών καθεστώτων της Συρίας και του Ιράκ. Εκ των πραγμάτων, όλοι οι δομικοί παράγοντες που πυροδοτούν την αστάθεια κρίνονται δευτερεύοντες σε σχέση με τον επείγοντα χαρακτήρα της αντιμετώπισης του Ισλαμικού Κράτους. Εντωμεταξύ, στους κόλπους των σουνιτών εντείνεται η αίσθηση ότι στοχοποιούνται.
Συνεπώς, εάν οι κυριότεροι παίκτες της περιοχής συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται την παρουσία της ΟΙΚ για να καλύψουν τα σφάλματά τους, τότε αυτή έχει μπροστά της ένα λαμπρό μέλλον. Οι σιίτες ισλαμιστές, οι κοσμικοί κύκλοι της περιοχής και οι δυτικές κυβερνήσεις επανακαθορίζουν εν μέρει τις σχέσεις τους πάνω στη βάση ενός είδους ιερού πολέμου που μετατρέπεται σε αυτοσκοπό. Η Γάζα, η Υεμένη, η χερσόνησος του Σινά, η Λιβύη, ακόμα κι η Τυνησία, μπορούν να αποτελέσουν γόνιμο πεδίο για την ανάπτυξη της ΟΙΚ, σε μια περιοχή του πλανήτη που γνωρίζει έντονη περιφερειακή ολοκλήρωση, και μάλιστα ταυτόχρονα, τόσο διασυνοριακή όσο και στο εσωτερικό κάθε χώρας: λόγω της ισχυρής αστυφιλίας και της εγκατάλειψης της υπαίθρου, μεγάλα τμήματα της περιφέρειας κάθε χώρας διατηρούν στενούς δεσμούς με τα μεγάλα αστικά κέντρα. Επίσης, διατηρούνται στενές σχέσεις με τις δυτικές κοινωνίες, οι οποίες παράγουν μια νέα γενιά υποψηφίων τζιχαντιστών μαχητών που μεταβαίνουν στη Συρία ή στο Ιράκ, όπου επιδίδονται σε έναν επικοινωνιακό αγώνα προβάλλοντας την εμπειρία τους με ριπές μηνυμάτων twitter, οι οποίες ίσως και να είναι περισσότερες από τις ριπές που ρίχνουν τα όπλα τους.
Αν και η Οργάνωση Ισλαμικό Κράτος αντιπροσωπεύει από μόνη της ελάχιστα πράγματα, τροφοδοτείται και τρέφεται από ένα συστημικό φαινόμενο. Για τους κύκλους των σουνιτών που είναι βυθισμένοι μέσα σε μια βαθιά κρίση, μπορεί να αποτελεί ταυτόχρονα μια μορφή λύτρωσης –ελλείψει άλλης δυνατότητας-, έναν περιστασιακό σύμμαχο, ένα μέσο γρήγορης κοινωνικής ανόδου ή μια «ευκολοφόρετη», έτοιμη προς χρήση ταυτότητα. Για τους κυνικότερους από τους αντιπάλους του αποτελεί ένα χρήσιμο φόβητρο και μέσο αντιπερισπασμού, καθώς και μια βολική λύση για να αποφύγουν να συνειδητοποιήσουν τα ίδια τους τα λάθη και να αναμετρηθούν με αυτά. Η πολυσημία της Οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος μέσα στη σύγχυση που χαρακτηρίζει αυτήν την εποχή χαοτικών αλλαγών, αποτελεί τον παράγοντα στον οποίο στηρίζεται η επιτυχία της.