el | fr | en | +
Accéder au menu

ΗΠΑ

Αθόρυβη επιστροφή στις εκλογικές διακρίσεις

Οι ενδιάμεσες εκλογές της 4ης Νοεμβρίου 2014 κρίθηκαν, όπως συχνά συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μια χούφτα εκλογικές περιφέρειες, στις οποίες τα δυο μεγάλα κόμματα έδιναν μάχη στήθος με στήθος. Προκειμένου να αυξήσουν τις πιθανότητες μιας νίκης τους, οι Ρεπουμπλικάνοι προσπάθησαν να εμποδίσουν την ψήφο των «κακών» ψηφοφόρων. Και σκαρφίστηκαν πλήθος τεχνάσματα, που κάποιες φορές φλερτάρουν με την παρανομία.

Τον Μάρτιο του 2014 έγινε αναπληρωματική εκλογή μιας έδρας στη Βουλή των Αντιπροσώπων, που είχε μείνει κενή λόγω του θανάτου του Ρεπουμπλικάνου Τσαρλς Γουίλιαμ Γιανγκ. Η Δημοκρατική υποψήφια Αντελαΐντ («Άλεξ») Σινκ έδειχνε ότι θα κέρδιζε την εκλογή στην 13η εκλογική περιφέρεια της Φλόριδας, στην οποία ο Μπάρακ Ομπάμα είχε αναδειχτεί νικητής το 2008 και το 2012: ο αντίπαλός της, ο τέως λομπίστας Ντέιβιντ Τζόλλυ, δεν ήταν δημοφιλής· επίσης, είχε συγκεντρώσει λιγότερα χρήματα· τέλος, είχε μια χλιαρή υποστήριξη από το κόμμα. «Ήταν μια από τις πλέον αδύναμες έδρες των Ρεπουμπλικάνων», διαπίστωνε ο πολιτικός αναλυτής Λάρρυ Σάμπατο, στις 12 Μαρτίου. «Κι όμως, κατόρθωσαν να τη διατηρήσουν»» (1).

Το αποτέλεσμα ερμηνεύθηκε ευρύτατα ως δημοψήφισμα ενάντια στη διακυβέρνηση Ομπάμα, η οποία είναι σε δυσχερή θέση εξαιτίας της χαοτικής εφαρμογής της μεταρρύθμισης του συστήματος υγείας, της υπόθεσης των υποκλοπών από τη National Security Agency (NSA, Εθνική Υπηρεσία Ασφάλειας) ή ακόμα από την εξωτερική πολιτική που θεωρείται αποτυχημένη. Δεν είναι όμως αυτή η μόνη εξήγηση: η νίκη του Τζόλλυ βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στο αμερικανικό εκλογικό σύστημα.

Σύμφωνα με μια έρευνα σε εθνική κλίμακα, που πραγματοποίησε το Public Policy Polling, μόνο το 23% των Αμερικανών υποστηρίζει τους Ρεπουμπλικάνους (έναντι 35% των Δημοκρατικών). Ωστόσο, παρά τη χαμηλή τους δημοτικότητα, που επιβεβαιώνεται κάθε χρόνο, και μολονότι έλαβαν λιγότερες ψήφους από τους αντιπάλους τους στις εκλογές του 2012, οι συντηρητικοί είχαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και την κέρδισαν και στη Γερουσία στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου.

Το παράδοξο αυτό είναι απόρροια δύο νομοθετικών τεχνασμάτων: της θέσπισης νόμων που αποσκοπούν στην αποθάρρυνση ορισμένων εκλογέων από τη συμμετοχή τους στην ψηφοφορία (voter suppression) και της κατάτμησης των εκλογικών περιφερειών με τρόπο που να ευνοεί κομματικά οφέλη (gerry-mandering). Τα τεχνάσματα αυτά εκμεταλλεύονται στο έπακρο την έντονη πόλωση του εκλογικού σώματος των ΗΠΑ, όπου οι μαύροι, οι ισπανόφωνοι και, σε μικρότερο βαθμό, οι φτωχοί, ψηφίζουν συστηματικά τους Δημοκρατικούς· αντιθέτως οι άνδρες, οι λευκοί και οι πιο εύποροι στρέφονται μαζικά προς τους Ρεπουμπλικάνους (2). Έτσι, απομακρύνοντας τις μειονότητες από τις κάλπες ή συγκεντρώνοντάς τες σε κάποιες εκλογικές περιφέρειες για να τις διασκορπίσει καλύτερα στις υπόλοιπες, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αυξάνει τις πιθανότητες της νίκης του.

Η τεχνική της αποθάρρυνσης κάποιων ανεπιθύμητων εκλογέων έχει μακρά παράδοση. Επισήμως, οι αφροαμερικανοί έχουν δικαίωμα ψήφου από το 1870. Στις νότιες πολιτείες, όμως, επί σχεδόν έναν αιώνα, έπρεπε να πληρούν ειδικές προϋποθέσεις (τεστ γνώσεων της γλώσσας ή των πολιτικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, καταβολή ειδικού φόρου κ.λπ.), που αποσκοπούσαν στη μείωση της συμμετοχής τους. Με επιτυχία. Στις αρχές του 1965, οι εκλογικοί κατάλογοι της νομαρχίας του Λόουντς στην Αλαμπάμα, δεν περιελάμβαναν ούτε έναν από τους 12.000 μαύρους κατοίκους της συγκεκριμένης εκλογικής περιφέρειας, ενώ ήταν εγγεγραμμένοι το 118% των δυνητικών λευκών εκλογέων… Μονάχα μετά τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, όταν τέθηκε σε εφαρμογή ο Voting Rights Act (νόμος για τα εκλογικά δικαιώματα), που είχε υπογράψει ο πρόεδρος Λύντον Τζόνσον, έλαβαν τέλος οι διακρίσεις. Συνέπεια: το 1964, μόνο το 6% των μαύρων της πολιτείας του Μισισιπή συμμετείχαν στην προεδρική εκλογή· τέσσερα χρόνια αργότερα, ήταν δέκα φορές περισσότεροι.

Ανύπαρκτες δικαστικές καταδίκες

Αυτές οι πρακτικές, όμως, που θα φαντάζονταν κανείς ότι ανήκαν στο παρελθόν, επανεμφανίστηκαν εδώ και μερικά χρόνια, με νέα μορφή. Στη Φλόριδα, με την ευκαιρία της προεδρικής εκλογής του 2000, ο Τζωρτζ Μπους κέρδισε τον Άλμπερτ Γκορ για 537 ψήφους μόνο. Προηγουμένως, χιλιάδες κάτοικοι, κυρίως αφροαμερικανοί και Λατινοαμερικανοί, είχαν διαγραφεί από τους εκλογικούς καταλόγους με πρόσχημα ανύπαρκτες καταδικαστικές αποφάσεις. «Σε χιλιάδες εκλογέων που, χωρίς καμιά αμφιβολία, είχαν δικαίωμα ψήφου, απαγορεύτηκε η πρόσβαση στις κάλπες» (3), συμπέρανε, μετά από πολλά χρόνια έρευνας, η νομικός και αναπληρώτρια αντιεισαγγελέας πολιτικών δικαιωμάτων, Πάμελα Κάρλαν.

Για την αποτροπή της επανάληψης τέτοιων φαινομένων, ψηφίστηκε το 2002 ένας ομοσπονδιακός νόμος, ο Help America Vote Act (HAVA, Νόμος Διευκόλυνσης της Αμερικής στην Ψηφοφορία). Δημιουργώντας μια δομή υπεύθυνη για την εποπτεία της ορθής διεξαγωγής των εκλογικών αναμετρήσεων, θέσπισε έναν καλύτερο έλεγχο της ψήφου μέσω υπολογιστή και καθόρισε ακριβέστερα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την ταυτότητα ενός ψηφοφόρου.

Οι διατάξεις αυτές δεν εμπόδισαν νέες εκκαθαρίσεις. Το 2012, λίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές, ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης της Φλόριδα, Ρίτσαρντ Σκοτ, διέγραψε από τους εκλογικούς καταλόγους 2.700 ονόματα, το 85% των οποίων ήταν Ισπανόφωνοι και Αϊτινοί. Το λάθος τους; Δεν ήταν Αμερικανοί πολίτες. Μόνο που η κατηγορία αποδείχθηκε ψευδής. Το κατήγγειλε η διευθύντρια της Έννωσης για την Προστασία των Πολιτικών Δικαιωμάτων Advancement Project, Τζούντιθ Μπράουνι Νταϊάνις, σε μια επιστολή της στον Σκοτ: «Όλοι γνωρίζουμε ότι η Φλόριδα έχει ειδικότητα στον αποκλεισμό εκλογέων που ανήκουν σε μειονότητες· το απέδειξε το 2000 και το 2004, όταν συνέταξε λανθασμένους καταλόγους πολιτών που είχαν καταδικαστεί για κακούργημα, με τους οποίους απέκλεισε δεκάδες χιλιάδες αφροαμερικανούς ψηφοφόρους που είχαν δικαίωμα ψήφου. Είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την εγκυρότητα των εκλογών μας (…) να σταματήσει η Φλόριδα την παρεμπόδιση ορισμένων πολιτών στην άσκηση ενός βασικού δημοκρατικού δικαιώματος». Ενώπιον της άρνησης του κυβερνήτη, η Ένωση προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και ένα Ομοσπονδιακό Δικαστήριο κήρυξε τελικά παράνομη την εκκαθάριση του Σκοτ… δεκαοκτώ μήνες μετά από τις εκλογές! Στο μεσοδιάστημα, αρκετές πολιτείες έχουν εισαγάγει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, νόμους οι οποίοι απαγορεύουν σε κάποιους εκλογείς την προσέλευση στις κάλπες, ή, σε κάθε περίπτωση, τους αποθαρρύνουν.

Παντού οι δικαιολογίες είναι ίδιες: σύμφωνα με τους Ρεπουμπλικάνους, οι ΗΠΑ θα πλήττονταν από μαζική νοθεία· σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, δεκάδες, ή καλύτερα εκατοντάδες, χιλιάδες μετανάστες και εγκληματίες, θα μπορούσαν να ψηφίσουν με πλαστή ταυτότητα (4). Πλήθος εκθέσεων αποδεικνύουν ότι οι συγκεκριμένες φήμες στερούνται βάσης. Ανάμεσα στο 2000 και στο 2014, μόλις τριάντα ένα άτομα κρίθηκαν ένοχοι για νοθεία μέσω υφαρπαγής ταυτότητας (5). Τίποτα δεν άλλαξε: κάποιες πολιτείες πολλαπλασιάζουν τις διατάξεις που υποτίθεται θα εμποδίσουν τη νοθεία.

Σύμφωνα με το Brennan Center for Justice (Κέντρο Brennan για τη Δικαιοσύνη), το 2011 και το 2012, 19 πολιτείες υιοθέτησαν 25 νόμους που επιδιώκουν να περιορίσουν τις προϋποθέσεις του δικαιώματος ψήφου. Και η τάση επιταχύνθηκε το 2013: 92 νόμοι σε 33 πολιτείες (6). Η αύξηση αυτή είναι αποτέλεσμα μιας απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, της 25ης Ιουνίου 2013, που ακυρώνει το 5ο άρθρο του Voting Rights Act του 1965, το οποίο υποχρέωνε τις πολιτείες, σε περίπτωση που επιθυμούσαν να τροποποιήσουν την εκλογική τους νομοθεσία, να λάβουν την έγκριση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης.

Το αγαπημένο μέτρο των Ρεπουμπλικάνων ηγετών είναι η εισαγωγή αυστηρότερων διαδικασιών ταυτοποίησης των εκλογέων. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, στη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτειών η ταυτότητα αποδεικνυόταν με πολλά έγγραφα: άδεια οδήγησης, φοιτητική ταυτότητα, άδεια οπλοφορίας ή βεβαίωση της τράπεζας με το όνομα και τη διεύθυνση του εκλογέα. Το Τέξας θέλησε, από το 2011, να περιορίσει τον κατάλογο των αποδεικτικών στοιχείων ταυτότητας μονάχα στην άδεια οπλοφορίας (οι κάτοχοι της οποίας ψηφίζουν κατά κανόνα Ρεπουμπλικάνους) και στα δελτία ταυτότητας που εκδίδουν δημόσιες αρχές, η κατοχή των οποίων δεν είναι υποχρεωτική στις ΗΠΑ και τις οποίες πολλοί άνθρωποι δεν έχουν. Ο νόμος ανεστάλη τον επόμενο χρόνο από έναν ομοσπονδιακό δικαστή. Κατά την άποψή του, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να πλήξει κυρίως τους μαύρους και τους ισπανόφωνους, καθώς αντέβαινε στο πέμπτο άρθρο του Voting Rights Act. Ευθύς μόλις το εν λόγω άρθρο θεωρήθηκε αντισυνταγματικό από το Ανώτατο Δικαστήριο, το Τέξας επανέφερε το νόμο. Το ίδιο έπραξαν το Μισισίπι και η Νότια Καρολίνα.

Στις 25 Ιουλίου 2013, η Βόρεια Καρολίνα περιόρισε και αυτή τον κατάλογο των αποδεκτών ντοκουμέντων στα διαβατήρια, στις άδειες οδήγησης και στις ταυτότητες (7). Εντούτοις 300.000 πολίτες αυτής της πολιτείας δεν διαθέτουν τα συγκεκριμένα χαρτιά –πρόκειται κυρίως για μαύρους, οι οποίοι αποτελούν το 23% του εκλογικού σώματος και το 38% των ατόμων που δεν έχουν ταυτότητα. Επιπλέον, ο νέος νόμος κατάργησε τη δυνατότητα εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους τη μέρα της ψηφοφορίας. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι το μέτρο αυτό, χωρίς να διευκολύνει τη νόθευση του αποτελέσματος, αυξάνει τη συμμετοχή –σε ποσοστό 10% σύμφωνα με μια έρευνα της δεξαμενής σκέψης Demos. Η κατάργησή του υπάρχει και πάλι κίνδυνος να πλήξει τις μειονότητες: το 2012, στη Βόρεια Καρολίνα, οι αφροαμερικανοί αντιστοιχούσαν στο 33% των εκλογέων που εγγράφηκαν τη μέρα της ψηφοφορίας.

Προκειμένου να απομακρύνει από την κάλπη τους ανεπιθύμητους, ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης του Οχάιο, Τζων Κάσιτς, δεν αρκέστηκε σε αυστηρότερους ελέγχους ταυτοποίησης των εκλογέων: περιόρισε επίσης και την περίοδο τής προ των εκλογών ψηφοφορίας. Το 2004, σε ορισμένες εκλογικές περιφέρειες της Πολιτείας –ιδίως στις αστικές περιοχές όπου ζουν οι μειονότητες– είχαν υπάρξει ουρές πολλών ωρών, που είχαν αποθαρρύνει δεκάδες χιλιάδες εκλογείς. Προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα, το 2005 θεσπίστηκε μια περίοδος 35 ημερών πριν από την ημέρα της ψηφοφορίας, στη διάρκεια της οποίας μπορούν να ψηφίσουν όσοι δυσκολεύονται να απουσιάσουν από την εργασία τους ή να βρουν άνθρωπο να τους κρατήσει τα παιδιά. Η απόφαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα, το 2008, μια έντονη κινητοποίηση των μαύρων και φτωχών εκλογέων, που διεύρυνε τη νίκη του Ομπάμα. Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα το 2012, ο Κάσιτς επωφελήθηκε, τον Φεβρουάριο του 2014, από το ρήγμα που άνοιξε το Ανώτατο Δικαστήριο, για να συντομεύσει αυτή την περίοδο κατά μία εβδομάδα. Και όχι την οποιαδήποτε εβδομάδα: αλλά εκείνη κατά την οποία οι εκλογείς μπορούσαν να εγγραφούν και να ψηφίσουν την ίδια μέρα.

Τα μέτρα αυτά, που στόχο έχουν να αποτρέψουν τους εκλογείς από τη συμμετοχή στη διαδικασία, συχνά συνοδεύονται από στρατηγικές κοπτικής – ραπτικής. Ο νόμος ορίζει ότι κάθε πολιτεία οφείλει, κάθε δέκα χρόνια, να ανασχεδιάζει τις εκλογικές της περιφέρειες προκειμένου να ληφθούν υπ’ όψιν τα αποτελέσματα της τελευταίας απογραφής πληθυσμού. «Θυμηθείτε ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κέρδισε 25 με 30 έδρες χάρη στον ανασχεδιασμό των εκλογικών περιφερειών που ακολούθησε την απογραφή του 1990. Χωρίς αυτές τις έδρες, οι Ρεπουμπλικάνοι δε θα είχαν κερδίσει ποτέ την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 1994» (8), έγραφε το 2010 ο επικεφαλής της εκστρατείας του Μπους, Καρλ Ρόουβ. Η ευρεία νίκη των συντηρητικών στις ενδιάμεσες εκλογές του 2010, τους έδωσε τη δύναμη να ελέγξουν τον ανασχεδιασμό σε 20 πολιτείες, έναντι επτά των Δημοκρατικών (9).

Πολλοί υπερασπιστές των πολιτικών δικαιωμάτων κατηγορούν σήμερα τους Ρεπουμπλικάνους για χρήση φυλετικών κριτηρίων κατά τον ανασχεδιασμό των περιφερειών. Τα στοιχεία είναι συνταρακτικά: ο λευκός πληθυσμός του Τέξας μειώθηκε από 52% σε 45% μεταξύ 2000 και 2010, αλλά χάρη στον ανασχεδιασμό οι λευκοί είναι πλειοψηφία στο 70% των εκλογικών περιφερειών· στη Γεωργία, από τη 12η εκλογική περιφέρεια αφαιρέθηκαν 41.000 αφροαμερικανοί κάτοικοι της Σαβάννα, που αντικαταστάθηκαν από λευκούς των προαστίων· στη Φλόριδα, στο Σαιν Πέτερσμπουργκ, από την εκλογική περιφέρεια στην οποία αναμετρήθηκαν η Σινκ με τον Τζόλλυ, είχε αποκοπεί το νότιο τμήμα της, που κατοικούνταν σχεδόν αποκλειστικά από μαύρους, και είχε αντικατασταθεί από ένα τμήμα της γειτονικής εκλογικής περιφέρειας, που αποτελούνταν από πολυτελή προάστια, κατοικούμενα από λευκούς, κ.ο.κ..

Αν και η νομοθεσία απαγορεύει στις πολιτείες την κοπτική – ραπτική των εκλογικών περιφερειών με φυλετικά κριτήρια, τίποτα δεν εμποδίζει τον ανασχεδιασμό με κριτήριο το κομματικό όφελος. Επίσης, οι Ρεπουμπλικάνοι διατείνονται ότι, μολονότι ο ανασχεδιασμός τους αποσκοπεί σε κέρδη για το κόμμα τους, δεν έχει κριτήρια εθνικής προέλευσης. Θα πειστούν άραγε τα δικαστήρια από το επιχείρημα αυτό; Εδώ και μερικούς μήνες, οι προσφυγές με καταγγελίες για τα τεχνάσματα της δεξιάς πολλαπλασιάζονται. Σε βάρος της Φλόριδα, της Βόρεια Καρολίνα, ακόμα και του Τέξας έχουν γίνει αγωγές στα ομοσπονδιακά δικαστήρια από το υπουργείο Δικαιοσύνης και τις ενώσεις προστασίας των πολιτικών δικαιωμάτων. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ήδη ένα δικαστήριο υποχρέωσε το Οχάιο να καταργήσει τον νόμο για την ψήφο προ της ημέρας ψηφοφορίας. Οι επόμενες αποφάσεις θα ανακοινωθούν μετά από τις πρόσφατες εκλογές.

Brentin Mock

Δημοσιογράφος
Χρυσοβέργης Γιάννης (μτφ)Δημοσιογράφος

(1Larry Sabato Kyle Kondik, «The limited meaning of Florida’s special election», Center for politics, 12 Μαρτίου 2014.

(2Βλ. Jerome Karabel, «Fin de la ‘’stratégie sudiste’’ aux Etats Unis», Le Monde diplomatique, Δεκέμβριος 2012.

(3Pamela S. Karlan, «Lessons learned: Voting rights and the Bush administration», Duke Journal of Constitutional Law and Public Policy, Νο 17-30, Ντέρχαμ, (Βόρεια Καρολίνα), 2009.

(4David Sirota, «Why the GOP is so obsessed with voter fraud», 4 Σεπτεμβρίου 2014.

(5Justin Levitt, «A comprehensive investigation of voter impersonation finds 31 credible incidents out of one billion ballots cast», The Washington Post, 6 Αυγούστου 2014.

(6«Election 2012: voting laws roundup» και «Voting laws roundup 2013», Brennan Center for Justice.

(7Ari Berman, «North Carolina passes worst voter suppression law», Τhe Nation, Νέα Υόρκη, 26 Ιουλίου 2013.

(8Karl Rove, «The GOP targets state legislatures. He who can control redistricting can control Congress», The Wall Street Journal, Νέα Υόρκη, 4 Μαρτίου 2010.

(9Στις άλλες 23 πολιτείες, για την αποφυγή της κοπτικής – ραπτικής των εκλογικών περιφερειών, υπάρχουν ανεξάρτητες ή δικομματικές επιτροπές που ελέγχουν τη διαδικασία του ανασχεδιασμού.

Μοιραστείτε το άρθρο