Δυο βήματα από το Πάνθεον, στη Ρώμη, ο Μάριο Μόντι μας υποδέχεται ευγενικά στο γραφείο του ισόβιου γερουσιαστή στο ιταλικό Κοινοβούλιο. Ο άνθρωπος αυτός ενσαρκώνει την ελίτ των ειδικών που κυβερνά την Ευρώπη στο όνομα των νόμων της οικονομίας. Έχοντας ασκήσει, κατά σειρά, τα καθήκοντα του Ευρωπαίου Επιτρόπου, του συμβούλου της Goldman Sachs και του προέδρου του ομίλου προβληματισμού Bruegel, ο άνθρωπος τον οποίο αποκαλούν «il Professore», άσκησε τα καθήκοντα του πρωθυπουργού από το Νοέμβριο του 2011 ώς τον Απρίλιο του 2013, επικεφαλής μιας κυβέρνησης «τεχνοκρατών», αποστολή της οποίας ήταν να καθησυχάσει τις αγορές ενώ εμαίνετο η νομισματική κρίση.
Τι σκέφτεται για το σχέδιο μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, δηλαδή ενός ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού κράτους των κρατών μελών της Ένωσης; «Αν έπρεπε να πάρω θέση, θα έλεγα πως θεωρώ τον φεντεραλισμό, δηλαδή την ομοσπονδιακή Ευρώπη, έναν πολικό αστέρα, ένα σημείο αναφοράς εκεί ψηλά, που πρέπει να οδηγεί την καθημερινή και πολιτική δράση, αλλά, κατά τη γνώμη μου, βαθμιαία και με πραγματισμό». Πραγματισμός, καθ’ όσον, κατά τον Μόντι, ενώ η άσκηση κάποιων πολιτικών θα έπρεπε να καθορίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάποιες άλλες λειτουργούν καλύτερα σε κατώτερα επίπεδα. Ως παράδειγμα αναφέρει την πολιτική ανταγωνισμού, που τη διαχειρίζεται η Επιτροπή, στην ενίσχυση της εξουσίας της οποίας συνέβαλε προσωπικά, αποκεντρώνοντας ταυτόχρονα την εφαρμογή της. Πρέπει επίσης να είμαστε πραγματιστές: διότι, «αν διακηρύσσουμε πολύ ανοιχτά τον στόχο της ομοσπονδοποίησης, που κάποιοι ονομάζουν Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, υπάρχει κίνδυνος να χαθεί η υποστήριξη εκείνων οι οποίοι θα συμφωνούσαν να γίνουν κάποια βήματα, χωρίς όμως αναγκαστικά να φτάσουμε ως εκεί». Αυτός ο μετρημένος τόνος είναι γνώρισμα ενός πραγματικού κυβερνήτη. Αντιστοιχεί επίσης σε μια θέση πολύ διαδεδομένη μεταξύ των ευρωπαϊστών. Ο όρος «φεντεραλιστής» είναι ασαφής, υπόκειται σε πλήθος ερμηνειών και προσφέρεται για παρερμηνείες σε χώρες όπως η Γαλλία, χωρίς να μιλήσουμε για το Ηνωμένο Βασίλειο. Ευθύς μόλις ορίστηκε Πρόεδρος της Επιτροπής, στα μέσα Ιουλίου, ο Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ έσπευσε να διαβεβαιώσει τους Βρετανούς συντηρητικούς ότι «δεν επιθυμεί τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» (1).
Στις Βρυξέλλες, οι ηγέτες χρησιμοποιούν τον όρο πολύ προσεκτικά και γνωρίζουν ότι μπορεί κάποιος να είναι φεντεραλιστής χωρίς να βγαίνει στα κεραμίδια. «Δεν είμαι φεντεραλίστρια για ιδεολογικούς λόγους», διευκρινίζει η κεντρώα ευρωβουλευτής Συλβί Γκουλάρ. «Προτιμώ να αποφεύγω τις συζητήσεις που παγιδεύονται σε αυτό το ερώτημα. Είναι καλύτερα να ξεκινήσουμε από την αρχή, να διερωτηθούμε τι είναι αυτό που θέλουμε να κάνουμε μαζί στην Ευρώπη και να αναζητήσουμε το πλέον ενδεδειγμένο θεσμικό πλαίσιο». Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι θα ληφθεί υπ’ όψη αυτό που η τέως υψηλόβαθμη δημόσια λειτουργός αποκαλεί «εξέλιξη του κόσμου», η οποία εξασθενεί την κυριαρχία των παλαιών κρατών της γηραιάς ηπείρου. «Είναι ανάγκη να αλλάξουμε κλίμακα διακυβέρνησης και να μη συνεχίσουμε με τα όρια και τους ανταγωνισμούς των εθνικών Κρατών», εξηγεί. «Αν η Ευρώπη θέλει να συνεχίσει να έχει βαρύνοντα λόγο απέναντι στην Ινδία και στην Κίνα, πρέπει να βρει τρόπο να μιλάει με μια φωνή».
Το τροπάρι είναι γνωστό, το επαναλαμβάνουν οι διαμορφωτές γνώμης εδώ και δεκαετίες. Με περιορισμένη επιτυχία, αν λάβουμε υπ’ όψη την υψηλή αποχή (57,42%) που σημάδεψε τις ευρωεκλογές του 2014 και την επιτυχία «ευρωφοβικών» κομμάτων –το Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP), το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία ή το Κίνημα των 5 Αστέρων (M5S) στην Ιταλία.
Αν κανείς πιστέψει ότι το αποτέλεσμα των εκλογών αποκάρδιωσε τους φεντεραλιστές, δεν τους γνωρίζει καλά. Η αποξένωση των πολιτών, που είναι σχεδόν συνυφασμένη με την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, ούτε τους εκπλήσσει ούτε τους ανησυχεί πραγματικά. «Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι οι ευρωφοβικοί», εξηγεί η Έμμα Μπονίνο, πρώην επίτροπος και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας. «Είναι οι αδιάφοροι, οι ευρωαπαθείς που συγκροτούν τη μεγάλη πλειοψηφία. Αυτούς πρέπει να φέρουμε κοντά στην Ευρώπη. Αυτό που με ανησυχεί είναι ο χαμηλός τόνος των απαντήσεων των ευρωπαϊστών. Πρέπει να υπερασπιστούμε την Ένωση και, κυρίως, να αποδεχτούμε την ανάγκη της εμβάθυνσης της ένταξης σε αυτή». Η Μπονίνο προτείνει, λοιπόν, μια «ελαφρά μορφή ομοσπονδίας», που θα εστιάζει σε κάποιους πρωταρχικής σημασίας τομείς (εξωτερική πολιτική, άμυνα, επιστημονική έρευνα), όχι όμως «ένα κράτος πάνω από τα κράτη». Η διαδρομή αυτής της «ένωσης με όλο και ισχυρότερους δεσμούς», την οποία υπόσχονται οι συνθήκες, είναι υποχρεωτικά όλο στροφές.
Με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι φεντεραλιστές ονειρεύονται τη δημιουργία μιας νέας πολιτικής τάξης σε μια νέα κοινωνία. Ένας άνεμος κινητοποιεί ακτιβιστές που, όπως ο Ιταλός Αλτιέρο Σπινέλλι, έχοντας υποστεί τη φρίκη του φασισμού, εγγράφουν τη δράση τους στη συνέχεια της Αντίστασης. Για τον Σπινέλλι και τον Ερνέστο Ρόσσι, τους δυο συγγραφείς της διάσημης διακήρυξης «Για μια Ευρώπη ελεύθερη και ενωμένη», που συντάχθηκε το 1941, όταν ήταν εξόριστοι στο νησί Βεντοτένε, το έθνος είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον εθνικισμό και τον πόλεμο· η αμφισβήτησή του, κατά συνέπεια, θα εξασθενούσε τις αντιδραστικές δυνάμεις της κοινωνίας. Ο Σπινέλλι ίδρυσε επίσης στην Ιταλία το Movimento Federalista Europeo (MFE) που εντάχθηκε σε μια υπερεθνική ένωση, την Ευρωπαϊκή Ένωση Φεντεραλιστών (UEF), η οποία ιδρύθηκε το 1946.
Επηρεασμός αυτών που αποφασίζουν
Δεν συμμερίζονται, όμως, όλοι το όραμα της θέσπισης ενός ομοσπονδιακού θεσμικού πλαισίου. Κι άλλες τάσεις, που δίνουν προτεραιότητα στην οδό της συνεργασίας μεταξύ κρατών (United Europe Movement του Ουίνστον Τσόρτσιλ) ή σε αυτή της αγοράς (Ευρωπαϊκή Ένωση Οικονομικής Συνεργασίας του Πωλ Φαν Ζέελαντ), επιδιώκουν να χαράξουν το μέλλον της ηπείρου. Η ευρωπαϊκή υπόθεση συμπυκνώνει διαφορετικές προσδοκίες και μπορεί με αυτόν τον τρόπο να συνασπίσει τόσο αριστερούς όσο και δεξιούς, με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας, ανάλογα με τις χώρες και τη σχέση τους με το έθνος-κράτος.
Με το ξέσπασμα του Ψυχρού Πολέμου έρχονται και οι πρώτες απογοητεύσεις (2). Επωφελούμενες της υποστήριξης των ΗΠΑ, οι κυριότερες φεντεραλιστικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων το Ευρωπαϊκό Κίνημα, που είχε ιδρυθεί το 1948 προκειμένου να καταστεί η ομπρέλα των διαφορετικών φιλοευρωπαϊκών δομών, τάσσονται χωρίς αντιστάσεις με το δυτικό στρατόπεδο –και, εξ αυτού, με την καθεστηκυία τάξη. Σιγά-σιγά η ευρωπαϊκή οικοδόμηση, αντί της «από κοινού οικοδόμησης» προκρίνει την οδό των «συγκεκριμένων επιτευγμάτων που δημιουργούν πρώτα απ’ όλα μια εκ των πραγμάτων αλληλεγγύη», σύμφωνα με τη διάσημη έκφραση του Πωλ Σούμαν στη διακήρυξη της 9ης Μαΐου 1950, η οποία ήταν το προοίμιο της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας του Χάλυβα και του Άνθρακα (ΕΚΑΧ), το 1952. Η ιδέα της ευρωπαϊκής πολιτικής κοινότητας που υποστήριζαν οι φεντεραλιστές, εγκαταλείφθηκε ταυτόχρονα με αυτή της Ευρωπαϊκής Κοινής Άμυνας, που απέρριψε το γαλλικό Κοινοβούλιο τον Αύγουστο του 1954.
Ένας πιο πραγματιστικός δρόμος διαγράφεται, πιο συγγενής με τις απόψεις του Ζαν Μονέ, ο οποίος, προκειμένου να φτάσουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, εμπιστεύεται περισσότερο τη δράση πεφωτισμένων μειοψηφιών, παρά το δημοκρατικό διάλογο. Χωρίς ικανότητα να επηρεάσουν αποφασιστικά τις εθνικές πολιτικές, οι ευρωπαϊστές μάλλον συνοδεύουν παρά προωθούν τις προόδους προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης, που υλοποιούν οι ηγέτες των κυβερνήσεων και των κρατών. Αδυνατώντας να προκαλέσουν λαϊκές κινητοποιήσεις, μοιράζουν το χρόνο τους μεταξύ των δράσεων ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης και του επηρεασμού αυτών που παίρνουν τις αποφάσεις. Στον βαθμό που η Ένωση ενισχύεται, οι διαφοροποιήσεις γίνονται ασαφείς και οι θεωρητικές αντιπαραθέσεις καταλαγιάζουν.
Πλέον, οι ευρωπαϊστικές οργανώσεις επιδιώκουν να δώσουν ζωή σε έναν υπερεθνικό δημόσιο χώρο. Με την απλόχερη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών θεσμών ή των εθνικών αρχών, προωθούν ενεργητικά την επιχειρηματολογία και τις δράσεις της Ένωσης σε στοχευμένες ομάδες κοινού, όπως οι φοιτητές. Μερικές από τις οργανώσεις που δημιουργήθηκαν μετά από τον πόλεμο παραμένουν ενεργές. Έτσι, η UEF αριθμεί 30.000 μέλη σε οργανώσεις είκοσι χωρών. Το Ευρωπαϊκό Διεθνές Κίνημα είναι μια συσπείρωση στην οποία συμμετέχουν 38 εθνικά τμήματα (μεταξύ των οποίων το Γαλλικό Ευρωπαϊκό Κίνημα, με 2.800 μέλη το 2013) και 33 διεθνείς ενώσεις (μεταξύ των οποίων το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων). Μεταξύ των πλέον πρόσφατων πρωτοβουλιών είναι και η Europe Plus (Περισσότερη Ευρώπη) που συσπειρώνει μια σειρά μη κυβερνητικών οργανώσεων. «Δημόσιος χώρος διαφανούς διαλόγου χωρίς αποκλεισμούς, που δημιουργήθηκε από και για την κοινωνία των πολιτών, προκειμένου να εκπονήσει μια ανανέωση του ευρωπαϊκού ιδεώδους», η Europe Plus θέλει «να αφοσιωθεί στην επανεκκίνηση και στην ενίσχυση της συζήτησης για την Ευρώπη και του διαλόγου μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και των υπεύθυνων και ανοιχτών θεσμικών οργάνων» –αυτά τα αλαμπουρνέζικα είναι του συρμού στις Βρυξέλλες.
Ο Όμιλος Σπινέλλι ιδρύθηκε το 2010 σε μια προσπάθεια να ξαναδώσει πνοή στον αγώνα των φεντεραλιστών, κινητοποιώντας ευρωβουλευτές και προσωπικότητες διαφόρων τάσεων. Αν και κακογραμμένο, το μανιφέστο «Ξύπνα Ευρώπη», το οποίο δύο από τους συντάκτες του εξέδωσαν σε έξι γλώσσες, απεικονίζει το πνεύμα αυτών των ανθρώπων. Η αδιαπραγμάτευτη αρχή του οικολόγου Ντανιέλ Κον Μπεντίτ και του φιλελεύθερου Γκυ Φερχόφσταντ συνοψίζεται ως εξής: η Ευρώπη δεν ευθύνεται για τις δυσαρέσκειες που προκαλεί. Η «πραγματική αιτία» της κρίσης είναι η άρνηση των πολιτικών ηγετών να ιδρύσουν μια ομοσπονδιακή Ευρώπη, η οποία θα μπορούσε να διασώσει την ευρωζώνη και να δημιουργήσει μια «Ευρώπη υπερδύναμη» στη διεθνή σκηνή (3).
Ωστόσο, ο αναγνώστης δεν πρόκειται να βρει διευκρινίσεις ως προς τη συγκεκριμένη μορφή της Ευρώπης που οραματίζονται: ίσα που θα μαντέψει ότι η κύρια πηγή εξουσίας θα είναι η Επιτροπή, με επικεφαλής έναν πρόεδρο εκλεγμένο απευθείας από τους πολίτες ή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κι ότι θα χρειαστεί η σύγκλιση μιας συντακτικής συνέλευσης. Εκτός κι αν επιθυμούν να θέσουν σε κίνδυνο το μέλλον της ηπείρου και «αυτό του πλανήτη», οι ηγέτες των κρατών έχουν μια και μόνη επιλογή, να εντάξουν τους συμπολίτες τους σε μια «μετα-εθνική επανάσταση»: «Δεν υπάρχει περίπτωση συμβιβασμού», διακηρύσσουν οι συγγραφείς. «Είτε επιλέγουμε αποφασιστικά μια ομοσπονδιακή Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, είτε κατρακυλάμε και πάλι στις εθνικιστικές μας περιπέτειες». Φεντεραλισμός ή θάνατος!
Πολύ περισσότερο από αυτές τις ομάδες ή από τα ευρωπαϊκά κόμματα – που στην πλειοψηφία τους είναι χωρίς περιεχόμενο – τη συζήτηση για την Ευρώπη την καθορίζουν οι όμιλοι προβληματισμού. Μέσω των «policy briefs» (σημειώματα προσανατολισμού) και των εκθέσεων που απευθύνονται σε αυτούς οι οποίοι παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις, συζητούν -στα αγγλικά κατά προτίμηση– για την πολιτική της Ένωσης. Εκεί αναδεικνύονται οι περιζήτητοι από την Επιτροπή και τους δημοσιογράφους ειδικοί. Το Bruegel, το Centre for European Policy Studies (CEPS), οι Friends of Europe (FOE) στις Βρυξέλλες· το Centre for European Reform (CER) και η Notre Europe στο Λονδίνο και στο Παρίσι αντίστοιχα: όλοι τους διαθέτουν ομάδες ερευνητών και τους αντίστοιχους πόρους.
Το CEPS, για παράδειγμα, διαθέτει 70 ερευνητές και βοηθούς και δηλώνει 7,6 εκατομμύρια ευρώ εισόδημα το 2013 –έναντι 45 ερευνητών και 3,9 εκατομμυρίων ευρώ για το Bruegel. Οι χρηματοδοτήσεις προέρχονται από προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος για προγράμματα των ευρωπαϊκών θεσμών, εισφορές κρατών ή μεγάλων επιχειρήσεων και από υποστηρικτές με επιρροή: ο υποκόμης Ετιέν Νταβινιόν είναι ο πρόεδρος του FOE· ο Ζαν-Κλωντ Τρισέ, πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είναι ο πρόεδρος του Bruegel.
Πέρα από τις όποιες διαφωνίες τους, ακτιβιστές, ειδικοί και πολιτικοί, οι οποίοι είναι ενταγμένοι σε αυτές τις δομές και κατοικούν στον μικρόκοσμο των Βρυξελλών, συμμερίζονται την πεποίθηση ότι η ευρωπαϊκή οικοδόμηση πρέπει να συνεχιστεί, και ότι αυτή η επιλογή έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων. Όμως, αυτή η διαβεβαίωση δεν επαρκεί για να συγκαλύψει τις διαφορές στην εξωτερική πολιτική που εμποδίζουν την Ευρώπη να μιλάει «με μια φωνή» στις διεθνείς κρίσεις ή στις κρίσεις των γειτόνων της· ακόμα λιγότερο να εξαφανίσει τους γλωσσικούς και πολιτισμικούς διαχωρισμούς και να υπερβεί την περιχαράκωση της πολιτικής ζωής κάθε χώρας, καταστάσεις στις οποίες προσκρούει η επιθυμία για μια υπερεθνική δημοκρατία.
Τι σόι δημοκρατία προσφέρουν, λοιπόν, οι Βρυξέλλες; Ο πρόσφατος διορισμός του Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ στην ηγεσία της Επιτροπής, ρίχνει φως στο πώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμβάλλει στη συγκρότηση του «γενικού συμφέροντος». Η υποψηφιότητα του συντηρητικού πρώην πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου –φορολογικού παραδείσου της Ένωσης– και πρώην προέδρου του Eurogroup, που συντόνισε τις πολιτικές λιτότητας, δέχτηκε την υποστήριξη των ευρωβουλευτών της χριστιανοδημοκρατικής ομάδας (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, PPE), των σοσιαλδημοκρατών (Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, S&D) και των φιλελεύθερων (Συμμαχία των Δημοκρατών και των Φιλελεύθερων για την Ευρώπη, ALDE).
Για ποιον λόγο να δώσουν επιχειρήματα στους πολέμιους της Ένωσης, οι οποίοι καταγγέλλουν τους αθέμιτους συμβιβασμούς που κυριαρχούν σε αυτόν τον κόσμο; Ο ευρωβουλευτής Ζο Λαϊνέν, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κινήματος, μας απαντά κρύβοντας δύσκολα την ενόχλησή του: «Αν τα μεγάλα ευρωπαϊκά κόμματα συνέπηξαν ενιαίο μέτωπο, ήταν για να διακηρύξουν τη δύναμη του Κοινοβουλίου σε αυτόν τον ορισμό. Ο Γιουνκέρ έκανε εκστρατεία· πρώτη δύναμη στις εκλογές αναδείχθηκε η ομάδα του, το ΡΡΕ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στα επόμενα χρόνια θα συμφωνήσουμε στις πολιτικές που πρέπει να θέσουμε σε εφαρμογή». Μια άποψη που συμμερίζονται ακόμα και προσωπικότητες της Ευρωπαϊκής Ενωμένης Αριστεράς (GUE/NGL) ή του Αριστερού Μετώπου στη Γαλλία.
Ένα υπουργείο Οικονομικών της Ένωσης;
Είναι αλήθεια πως η σύγκρουση δεν αποτελεί τον κανόνα της δημοκρατίας στις Βρυξέλλες. Η καταγραφή των ψηφοφοριών που πραγματοποίησε η ιστοσελίδα Vote Watch Europe στη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου 2009-2014, δείχνει τη σύγκλιση των τριών κοινοβουλευτικών ομάδων που προαναφέραμε. Περίπου στο 70% των ψηφοφοριών, το PPE και το S&D ψηφίζουν μαζί. Ο διευθυντής του Notre Europe, Υβ Μπερτονσινί, που είναι και ένας από τους συντάκτες μιας μελέτης για το θέμα αυτό (4), υποβαθμίζει τη διαπίστωση: «Λόγω του αναλογικού εκλογικού συστήματος, ένα μεγάλο κόμμα δεν μπορεί από μόνο του να κερδίσει την πλειοψηφία των εδρών. Κατά συνέπεια, μια συμμαχία της δεξιάς ή της αριστεράς δεν είναι εφικτή». Άρα, τα μεγάλα κόμματα πρέπει να διαπραγματεύονται για να καταλήγουν σε κοινές θέσεις. «Πολλά κείμενα είναι προϊόντα συναίνεσης, συμπεριλαμβανομένων και των ευρωσκεπτικιστικών ομάδων», συνεχίζει ο Μπερτονσινί. «Υπάρχουν όμως και πιο σαφείς διαχωρισμοί σε θέματα όπως οι διαπραγματεύσεις για τη μεγάλη υπερατλαντική αγορά» (5)
Συνολικά , δεν είναι η αντίθεση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς η κυρίαρχη σε αυτό το θεσμικό όργανο, αλλά αυτή μεταξύ ευρωπαϊστών και ευρωσκεπτικιστών. Το εκλογικό σύστημα δεν είναι η μόνη αιτία γι αυτό. Η απουσία μιας μαχητικής γραμμής είναι επίσης αποτέλεσμα της ιδεολογικής εξέλιξης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που προοδευτικά έχουν υιοθετήσει τις αξίες της οικονομίας της αγοράς και είναι πρόθυμα, σε κάποιες χώρες, να συγκυβερνήσουν με τους συντηρητικούς –κατά το παράδειγμα του «μεγάλου συνασπισμού» υπό την Άγκελα Μέρκελ στη Γερμανία. Κι έπειτα, αυτή η αμοιβαία κατανόηση παραπέμπει σε ένα βασικό χαρακτηριστικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης: οι πολίτες μπορούν να παρέμβουν σε όλα τα θέματα εκτός από το πλαίσιο των φιλελεύθερων πολιτικών -δηλαδή το πρωταρχικής σημασίας θέμα– που οι ευρωπαϊκές συνθήκες έχουν καταστήσει ιερό (6).
Το σχέδιο «ενίσχυσης της οικονομικής διακυβέρνησης» της ευρωζώνης θα μπορούσε πλέον να γίνει ο μοχλός μιας ενισχυμένης ένωσης που ονειρεύονται οι φεντεραλιστές. Ήδη έχουν ληφθεί κάποια μέτρα, όπως το «ευρωπαϊκό εξάμηνο», που αποσκοπεί στην ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών, υπό την εποπτεία της Επιτροπής. Θεωρούνται όμως ανεπαρκή για την προστασία του ενιαίου νομίσματος από νέες αναταράξεις και για τον περιορισμό των ανισοτήτων μεταξύ χωρών. Γνωστότερη με το όνομα «ευρωπαϊκό δημοσιονομικό σύμφωνο», η συνθήκη για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση (7), επιβάλλει στα κράτη να τηρούν «δημοσιονομική πειθαρχία». Ωστόσο, η Επιτροπή ασκεί μονάχα ηθική πίεση στις πολιτικές που ασκούν τα κράτη, μέσω των οδηγιών.
Στη διάρκεια μιας διάλεξης, τον Ιούλιο του 2014, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι, ανέφερε το παράδειγμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο έχει αποδείξει ότι «η πειθαρχία που επιβάλλεται από υπερεθνικές αρχές μπορεί να επιτρέψει ευκολότερα τον προσανατολισμό του διαλόγου σε εθνικό επίπεδο στις μεταρρυθμίσεις». Και, κατά συνέπεια, να βοηθήσει μια κυβέρνηση να τις επιβάλει στον λαό της (8). Ο προκάτοχος του Ντράγκι, Ζαν-Κλωντ Τρισέ (9) ήταν πολύ πιο εμφαντικός σε μια ομιλία του κατά το τέλος της θητείας του. Προτείνοντας τη δημιουργία ενός «υπουργείου Οικονομικών της Ένωσης», επιφορτισμένου με την «εποπτεία των δημοσιονομικών πολιτικών και των πολιτικών ανταγωνισμού», φανταζόταν μια κατάσταση κατά την οποία μια χώρα «θα παρεξέκλινε επικίνδυνα», δηλαδή δεν θα κατόρθωνε να υιοθετήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις (10). Σε αυτήν την περίπτωση, μια «ομοσπονδιακή λειτουργία έκτακτης ανάγκης» θα επέτρεπε στους ηγέτες της Ευρωζώνης να ασκήσουν «ευθεία επιρροή» και, αν χρειαστεί «να πάρουν αυτοί» τις απαιτούμενες αποφάσεις. Οι Ευρωπαίοι έχουν ήδη πάρει μια πρόγευση αυτής της «ομοσπονδιακής λειτουργίας έκτακτης ανάγκης», όταν, το Νοέμβριο του 2011, οι ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν να καθαιρέσουν τον Έλληνα πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου και τον Ιταλό ομόλογό του, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Μερικοί σκέπτονται να συνοδέψουν την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης με μια υποψία δημοκρατίας. Αυτό είναι το νόημα της έκκλησης του Glienicker Gruppe (όμιλος Γκλίνικερ). Οι έντεκα Γερμανοί ειδικοί –οικονομολόγοι, δικαστικοί, πολιτικοί επιστήμονες– που τον έχουν συγκροτήσει, προτείνουν μια νέα συνθήκη η οποία θα θεσπίζει μια «ένωση του ευρώ», με μια οικονομική διακυβέρνηση που θα έχει πραγματική δημοσιονομική εξουσία (11). «Έχουμε ανάγκη μια κυβέρνηση σε επίπεδο Ευρωζώνης, η οποία θα είναι σε θέση να παίρνει αποφάσεις για την προστασία του ενιαίου νομίσματος», εξηγεί ο Γιάκομπ φον Βαισέκερ, οικονομολόγος, στον οποίο ανήκει η πατρότητα της πρωτοβουλίας. «Αργά ή γρήγορα, σε αυτή τη λύση θα καταλήξουμε. Είναι απαραίτητος ο δημοκρατικός έλεγχος αυτής της κυβέρνησης, γι’ αυτό και χρειαζόμαστε ένα Κοινοβούλιο της Ευρωζώνης». Το Κοινοβούλιο αυτό θα συζητάει τις δράσεις μιας κυβέρνησης, η οποία θα έχει δικαίωμα παρέμβασης στις αποφάσεις που παίρνει κάθε κράτος· δεν θα μπορεί να επεμβαίνει όμως στη νομισματική πολιτική, που είναι αποκλειστική αρμοδιότητα μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας.
Η ιδέα χαιρετίσθηκε στη Γαλλία με τη δημοσίευση μιας «διακήρυξης για μια πολιτική ένωση του ευρώ», την οποία συνέταξαν ο οικονομολόγος Τομά Πικετύ κι ο ιστορικός Πιερ Ροζαναβαλόν, και στη συνέχεια με την ίδρυση του Ομίλου Αϊφέλ, ο οποίος συγκέντρωσε μια δωδεκάδα προσωπικοτήτων, μεταξύ των οποίων η Συλβί Γκουλάρ και η Λωράνς Μπόον –η οποία πρόσφατα ορίσθηκε οικονομική και χρηματοοικονομική σύμβουλος του προέδρου Φρανσουά Ολάντ, μετά το πέρασμά της από την Bank of America. Η ομάδα αυτή δεν ονειρεύεται τίποτα λιγότερο από μια «πολιτική κοινότητα του ευρώ». Η χρήση του όρου μπορεί να εκπλήσσει, καθ’ όσον τέτοια κοινότητα δεν υπάρχει, ούτε και αποφασίζεται η δημιουργία της με διατάγματα.
«Η ενίσχυση της διακυβέρνησης» έχει ως σκοπό την αποκατάσταση των αρμοδιοτήτων της δημόσιας διακυβέρνησης που έχουν αποποιηθεί τα κράτη; Μια τέτοια εκτίμηση θα σήμαινε άγνοια του ευρωπαϊκού δικαίου και των προθέσεων αυτών που παίρνουν τις αποφάσεις στη Γηραιά Ήπειρο. Ο Μόντι παραδέχεται ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει μειώσει το εύρος δράσης των κυβερνήσεων και έχει στείλει στο καλάθι των αχρήστων κομμάτια ολόκληρα της οικονομικής πολιτικής. Κατά τη γνώμη του, αυτό είναι καλό. «Μου λέτε ότι έχουν μειωθεί οι επιλογές, γιατί το εύρος των πιθανών επιλογών έχει περιοριστεί. Η άποψή μου είναι ότι αυτές που έχουν απομείνει είναι οι πραγματικές επιλογές, ενώ αντιθέτως η προσφυγή στις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, στον υψηλό πληθωρισμό ή στη διόγκωση του χρέους ήταν απλώς τεχνάσματα για να αποφευχθεί η σύγκρουση και να μετατεθούν χρονικά τα προβλήματα», προκειμένου να ικανοποιηθούν οι πρόσκαιρες εκλογικές πελατείες, σε βάρος των επερχόμενων γενεών. Όταν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παρουσιάζεται με αυτό τον τρόπο, έχει τουλάχιστον ένα προτέρημα: να μας ανοίξει τα μάτια για τους πραγματικούς της σκοπούς.