«Μείωση του κόστους της εργασίας», αγώνας ενάντια στα «κλειστά επαγγέλματα», διαβεβαίωση σύμφωνα με την οποία «ο εχθρός δεν είναι ο επιχειρηματίας που επενδύει, εξάγει ή δημιουργεί θέσεις εργασίας», επιθυμία να «καταστεί πιο ευέλικτη η αγορά εργασίας», διακήρυξη ότι «η αριστερά δεν άφησε να κλείσουν επιχειρήσεις και να μειωθεί η αγοραστική δύναμη των Γάλλων από σκοπιμότητα ή κακή πρόθεση, αλλά από διορατικότητα»: όλα αυτά τα συνθήματα, που τόσο συχνά ακούγονται κατά την προεδρία του Ολάντ, υπήρχαν ήδη γραμμένα σε μια διακήρυξη, στη συγγραφή της οποίας είχε συμμετάσχει ένας νεαρός διευθυντής πολιτικού γραφείου που προοριζόταν για τα πιο ψηλά αξιώματα.
«Η αριστερά αλλάζει» (1) που δημοσιεύτηκε με την υπογραφή κάποιου «Jean-François Trans», κυκλοφορεί το 1985. Όπως εξηγείται στο οπισθόφυλλο, με αυτό το απίθανο ψευδώνυμο υπογράφουν πέντε νεαρά στελέχη του σοσιαλιστικού κόμματος που, υπερβαίνοντας τις αντιπαραθέσεις μεταξύ τάσεων, επιθυμούν διακαώς να προσφέρουν στα αποπροσανατολισμένα μέλη του κόμματος, μια πρόταση η οποία φιλοδοξεί να «υπερβαίνει τις τάσεις του κόμματος». Την πεντάδα συγκροτούν οι κύριοι Ζαν-Υβ Λε Ντριάν, Ξαν-Μισέλ Γκαγιάρ, Ζαν-Πιερ Ζουγιέ και… Φρανσουά Ολάντ.
Η στιγμή είναι κρίσιμη. Έχοντας εκλεγεί ο Φρανσουά Μιτεράν τέσσερα χρόνια πριν, με ένα πρόγραμμα κρατικοποιήσεων και αναδιανομής του εισοδήματος, επέλεξε τελικά την αγορά και τη λιτότητα· το σοσιαλιστικό κόμμα εμπλέκεται σε μια επικίνδυνη προεκλογική εκστρατεία εν όψει των βουλευτικών εκλογών του 1986 –τις οποίες θα χάσει. Το «Η αριστερά αλλάζει» προσφέρει ένα θεωρητικό υπόβαθρο στην πολιτική του Μιτεράν (2). Το κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Ο ανταγωνισμός είναι αριστερός» εξηγεί ότι «η ρύθμιση σε βαθμό υπερβολής και η γραφειοκρατικοποίηση δεν είναι πάντα συμπτώματα ενός έρποντος σοσιαλισμού, αλλά συνήθως ανταποκρίνονται σε αιτήματα ομάδων, οι οποίες ενδιαφέρονται να προστατέψουν έσοδα και προνόμια. Γραφειοκρατικοποίηση και συντεχνίες, κοινός αγώνας! Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η απορρύθμιση αλλάζει στρατόπεδο. Η γενίκευση των ανταγωνιστικών πρακτικών γίνεται μια διεκδίκηση της αριστεράς». Ο δημόσιος υπάλληλος μετατρέπεται στην ενσάρκωση του προνομιούχου κι ο υπουργός Οικονομίας, Πιερ Μπερεγκοβουά, απορρυθμίζει τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες.
Κυρίως, οι συντάκτες θεωρητικοποιούν μια στρατηγική μετακίνηση. Από το 1972, το Σοσιαλιστικό Κόμμα στόχευε στη συγκρότηση μιας πλειοψηφίας η οποία θα συσπείρωνε τις λαϊκές τάξεις και τη μεσαία τάξη. Όμως, γράφουν ο Ολάντ και οι φίλοι του, «το ζητούμενο, στα τέλη του 20ού αιώνα, δεν είναι να διασφαλίσουμε την πολιτική εκπροσώπηση της εργατικής τάξης, τη στιγμή που οι κοινωνικές τάξεις χάνουν τη συνοχή τους και η μισθωτή εργασία έχει αναδιαρθρωθεί ριζικά». Αφού πρώτα συνέβαλε καθοριστικά σε αυτή την «απώλεια συνοχής», κλείνοντας τα σιδηρουργεία και τα ναυπηγεία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα επενδύει σε μια νέα συμμαχία: αυτή των μορφωμένων μεσαίων αστικών στρωμάτων, που είναι η καρδιά της σοσιαλιστικής εκλογικής πελατείας και της φιλελεύθερης εργοδοσίας. Σε αυτό το σχήμα, η μικροαστική διανόηση, χθες κυρίαρχο τμήμα των καταπιεσμένων τάξεων, μετατρέπεται σε καταπιεσμένο τμήμα της κυρίαρχης τάξης (3).
Παραγωγοί γνώσης και δημιουργοί επιχειρήσεων ενωμένοι εναντίον του συντηρητισμού: ένα μικρό κοινωνικό βήμα, αλλά ένα μεγάλο ιδεολογικό άλμα. Πλέον, «ο ορισμός του αντιπάλου πρέπει, αν όχι να αλλάξει, τουλάχιστον να γίνει λεπτομερέστερος», καθόσον «συγχέαμε τους παλιούς πλούσιους με τα νεαρά στελέχη επιχειρήσεων, τους μεγάλους κερδοσκόπους με επιχειρηματίες σε δυσχέρεια, τους νωθρούς εισοδηματίες με τους δυναμικούς επενδυτές».
Στυλοβάτες της νέας συμμαχίας, οι νέοι «λάτρεις της περιπέτειας της καθημερινότητας που θα δημιουργούσαν τις νέες αγορές της επιχείρησης», θα γίνουν αντικείμενα ιδιαίτερης φροντίδας: «είναι τα πρώτα ίχνη άνθησης σε ένα δέντρο ξερό, διότι είναι ακόμα παγωμένο». Σαν τον γάιδαρο της φάτνης δίπλα στον μικρό Ιησού, το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα τους εμφυσήσει μια αναζωογονητική ζέστη. Από την εποχή αυτού του βιβλίου –που δυστυχώς έχει εξαντληθεί– αυτή η αριστερά δεν έχει αλλάξει πολύ.